Top menu

Ισμήνη Κανσή: "Το κριτήριο στη μετάφραση είναι η καλή λογοτεχνία"

Σειρά: Οι μεταφραστές στο Vakxikon.gr
Αριθμός στη σειρά: 1
Συνέντευξη
στην Άτη Σολέρτη
(Σοφία Αργυροπούλου)
Η ενασχόλησή μου με τη μετάφραση σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης και η συγκυριακή γνωριμία μου με τον πολύ σημαντικό Iσπανό μεταφραστή Χοσέ Ανίμπαλ Κάμπος στάθηκε αφορμή για τη γνωριμία μου με την κυρία Ισμήνη Κανσή. Ασφαλώς είναι ευρέως γνωστή για το αξιόλογο μεταφραστικό της έργο σε όσους λατρεύουν κυρίως την ισπανόφωνη λογοτεχνία, ανάμεσα σε εκείνους κι εγώ. Πήρα λοιπόν την πρωτοβουλία να της ζητήσω να με τιμήσει με αυτή τη διαδικτυακή συνομιλία, εστιάζοντας στο πολυδιάστατο έργο του μεταφραστή και στη λογική που τον θέλει να παραμένει στη σκιά του συγγραφέα.

Έχετε μεταφράσει Χούλιο Κορτάσαρ, Μάριο Μπενεντέτι, Αλέχο Καρπεντιέρ, Εδουάρδο Γκαλεάνο, Φερνάντο ντε Ρόχας, Φρανσίσκο ντε Κεβέδο, Καμίλο Χοσέ Θέλα κ.ά. και έχετε βραβευτεί για το μεταφραστικό έργο σας. Θα ήθελα να σας ρωτήσω καταρχάς, πώς προέκυψε η αγάπη αυτή κυρίως για την ισπανόφωνη λογοτεχνία;


Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση στην ισπανόφωνη λογοτεχνία. Αγαπώ την καλή λογοτεχνία, απ’ όποια γλώσσα και απ’ όποια μεριά της γης κι αν προέρχεται. Έτυχε όμως να έχω ζήσει στη Λατινική Αμερική και να μιλώ μια γλώσσα από την οποία είχαν μεταφραστεί ελάχιστα βιβλία στα ελληνικά, τη δεκαετία του 1980. Ήταν λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο, τυχαίο, το ότι ξεκίνησα την κατάλληλη στιγμή, όταν υπήρχε, δηλαδή, ζήτηση της λατινοαμερικανικής, κυρίως, λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό είδος, στο οποίο να έχετε μια ιδιαίτερη προτίμηση;


Έχω μια προτίμηση στους κλασικούς, και κυρίως της Ισπανίας. Οι Ισπανοί κλασικοί είναι οι μεγάλοι αδικημένοι στην Ελλάδα, γιατί είναι παντελώς άγνωστοι, κάτι που δεν συμβαίνει με τις άλλες «μεγάλες γλώσσες». Από τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά έχουν μεταφραστεί όλοι κυρίως οι κλασικοί. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα ισπανικά. Πέραν του Δον Κιχώτη, συναντάμε ελάχιστο, ή κανένα εκδοτικό ενδιαφέρον για τα ισπανικά κλασικά έργα, ούτε καν για τα υπόλοιπα έργα του Θερβάντες.  

Με τι κριτήρια επιλέγετε συγγραφείς προς μετάφραση;

Το κριτήριο είναι ένα και μοναδικό: καλή λογοτεχνία.

Υπάρχει κάτι το κοινό ανάμεσα σε όλους αυτούς τους συγγραφείς που έχετε μεταφράσει; Κάποια κοινή νοητή γραμμή αλήθειας που να τους ενώνει;
Επιμένω ότι η κοινή νοητή γραμμή είναι η ποιότητα της γραφής. Αν ένας συγγραφέας είναι καλός, ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό είδος, αυτό και μόνο τον συνδέει με τους άλλους της προτίμησής μου. Βέβαια τα κριτήρια είναι προσωπικά και ανεξάντλητα.

Η προσωπικότητα ενός συγγραφέα, ο βίος του γενικά, θεωρείτε πως επηρεάζει τη σχέση του με το μεταφραστή του;

Όχι. Και στην περίπτωσή μου, καθόλου. Τις περισσότερες φορές το έργο του συγγραφέα είναι ανώτερο του βίου του. Εκείνο που κρίνουμε είναι το έργο του. Αλίμονο αν κρίναμε τον ίδιο, ή μας επηρέαζε η προσωπικότητά του. Ο Μπόρχες, από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, δεν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας για τις πολιτικές του, δήθεν, πεποιθήσεις, κάτι που θεωρώ άδικο και υποκριτικό.


Πόσο δύσκολο είναι το έργο ενός μεταφραστή; Πού εντοπίζονται δηλαδή οι δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει;

Πέρα από τις καθαρά μεταφραστικές δυσκολίες που ο κάθε μεταφραστής αντιμετωπίζει με τον δικό του τρόπο, η μεγαλύτερη αδικία είναι ότι ο μεταφραστής όχι μόνο είναι αόρατος, αλλά πρέπει να παραμείνει και αόρατος. Η φωνή του, δηλαδή, δεν θα πρέπει να ακούγεται μέσα από το μεταφρασμένο κείμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεται η δουλειά του: ο μεταφραστής είναι δημιουργός, και ο κόσμος πρέπει να μαθαίνει το όνομά του. Γι’ αυτό θεωρώ απαράδεκτο όταν σε εκπομπές και έντυπα αναφέρεται ο συγγραφέας, ο εκδότης, η εποχή, η χώρα κ.λπ. και δεν αναφέρεται καν το όνομα του μεταφραστή. Σε κάθε φωτογραφία που δημοσιεύεται στον Τύπο, υπάρχει πάντα στο πλάι το όνομα του φωτογράφου, αν όχι, ο φωτογράφος μπορεί να κάνει μήνυση στην εφημερίδα ή το περιοδικό. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον μεταφραστή, του οποίου η δουλειά δεν αναγνωρίζεται ακόμα ως δημιουργική.
Υπάρχει κάποιο μυστικό για μια καλή μετάφραση;

Υπάρχουν πολλά μυστικά, που τα ανακαλύπτεις στο δρόμο. Η κάθε περίπτωση είναι μοναδική, αλλά ο γενικός κανόνας είναι ένας: σωστά ελληνικά. Ο μεταφραστής πρέπει να μεταφράζει με την καρδιά και όχι με το μυαλό, να προσπαθεί έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να απολαύσει το έργο, και όχι απλά να το κατανοήσει. Να θέτει πάντα στον εαυτό του τα ερωτήματα: αυτό λέγεται στα ελληνικά; αυτό θα το έλεγε ποτέ ο συγγραφέας αν έγραφε στα ελληνικά; αυτό θα το έγραφα εγώ; θα μου άρεσε να το πω; κλπ.  Θα πρέπει  το ζητούμενο να μην είναι απλά μια καλή, πιστή μετάφραση, αλλά μια χαρισματική μετάφραση. Οι «πιστές» μεταφράσεις, είχε πει κάποτε ο Τσαρούχης σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Λέξη, είναι ένα ψέμα, και μας απομακρύνουν από το βαθύτερο νόημα του πρωτότυπου.


Πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος το προσωπικό συγγραφικό ύφος του εκάστοτε μεταφραστή να επηρεάσει το προς μετάφραση έργο;

Δεν θα τον αποκαλούσα «κίνδυνο». Το προσωπικό ύφος του μεταφραστή σημαίνει τόλμη, και πολλές φορές το κείμενο βγαίνει εξαιρετικό. Ας θυμηθούμε τον Αριστοφάνη, και πόσο τον έχουμε απολαύσει στις διαφορετικές μεταφράσεις.  

Η γλώσσα ενός λαού πόσα πράγματα άραγε μας λέει, πόσες αλήθειες αντικατοπτρίζει;
Όταν μεταφράζεις μια γλώσσα, μεταφράζεις επίσης και μια κουλτούρα. Η μετάφραση είναι μια χώρα. Η διάσταση της γλώσσας είναι πολιτισμική, και όχι μόνο τεχνική. Ο μεταφραστής δεν είναι απλά ένα φέρι-μποτ, ένας μεταφορέας λέξεων. Γι’ αυτό η εκμάθηση μιας γλώσσας δεν είναι μόνο θέμα των καθηγητών, αλλά και των μεταφραστών. Η μετάφραση είναι το λίπασμα της γλώσσας. Μέσα από τις μεταφράσεις παρατηρούμε την πορεία της γλώσσας, γιατί ο μεταφραστής συμβάλλει στην διαμόρφωση της γλώσσας.

Ποιο θεωρείτε πως είναι το μεγαλύτερο δώρο που εισπράττει ένας μεταφραστής μέσα από τη δουλειά του;

Το έργο του μεταφραστή είναι συναρπαστικό, και μια ξεχωριστή ευκαιρία για δημιουργική δουλειά. Η μετάφραση είναι μια από τις ωφέλιμες ασκήσεις, στις οποίες μπορεί να υποβληθεί ένας μελλοντικός συγγραφέας. Ο μεταφραστής, όχι μόνο μαθαίνει να εκφράζει με τον δικό του ποιητικό τρόπο ένα διαχρονικό έργο, αλλά μαθαίνει επίσης και την υπομονή, η οποία συχνά δεν ανταμείβεται, γιατί ούτε το χρήμα ούτε η δόξα την συνοδεύουν. Τι καλύτερο δώρο θα μπορούσε να εισπράξει ένας μεταφραστής από τη φράση που είχε πει κάποτε ο Μπόρχες: «το πρωτότυπο αδικεί τη μετάφραση»;

Πώς κρίνετε τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα γενικά αλλά και ειδικά, τη σχετιζόμενη δηλαδή με τη λογοτεχνική μετάφραση;

Σύμφωνα με τις στατιστικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ηλικία των μεταφραστών κατά μέσο όρο είναι απελπιστικά μεγάλη. Οι νέοι δεν ασχολούνται με τη λογοτεχνική μετάφραση. Πέρα από το θέμα της πείρας που απαιτείται, όλο και λιγότεροι νέοι θέλουν να ασχοληθούν με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως διότι η δουλειά δεν αμείβεται. Θεωρώ όμως ότι  μεταφραστής λογοτεχνίας γίνεται κάποιος από μεράκι, δεν θα μπορούσα να τον αποκαλέσω «επαγγελματία». Και ας μην ξεχνάμε ότι δίχως μεταφράσεις δεν θα υπήρχε πολιτισμός. Η λογοτεχνική μετάφραση είναι το ίδιο σημαντική, όσο και η λογοτεχνία.

Από τον ελληνικό χώρο, υπάρχουν συγγραφείς αλλά και μεταφραστές που έχετε ξεχωρίσει;

Στην Ελλάδα υπάρχουν αξιόλογοι συγγραφείς και μεταφραστές, αλλά μεγαλύτεροι ήρωες είναι οι μεταφραστές, διότι παραμένουν στην αφάνεια.

Στην Ελλάδα τι απήχηση πιστεύετε πως έχουν οι Ισπανοί λογοτέχνες;

Στο χώρο της μετάφρασης της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, όλα γίνονται λίγο πολύ τυχαία. Υπάρχουν μεταφραστικές ελλείψεις, μεγάλα κενά, αλλά και μεταφραστικός πληθωρισμός γύρω από ορισμένους συγγραφείς. Βέβαια, τα κριτήρια των εκδοτών είναι πάντα εμπορικά, αλλά συχνά λειτουργούν με παράλογο τρόπο. Οι εκδότες αγνοούν την ισπανική κλασική λογοτεχνία, και εμμένουν σε ορισμένους σύγχρονους συγγραφείς «της μόδας». Πιστεύω πως οι Έλληνες αναγνώστες δεν έχουν μια σφαιρική εικόνα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.


Πώς βλέπετε το λογοτεχνικό και μεταφραστικό τοπίο στην Ελλάδα σε σχέση με αυτό του εξωτερικού;
Υπάρχουν θετικές και αρνητικές πλευρές. Το ότι μιλάμε σήμερα για τους μεταφραστές λογοτεχνίας, κάτι που δεν συνέβαινε πριν από είκοσι και τριάντα χρόνια, είναι πολύ σημαντικό. Το ότι μιλώ για λογοτεχνική μετάφραση στο Vakxikon.gr, είναι μια ανέλπιστα αισιόδοξη εξέλιξη των πραγμάτων. Οι μεταφραστές συνειδητοποιούμε πόσο τυχεροί είμαστε που ζούμε σε μια εποχή που χαίρουμε μεγαλύτερης εκτίμησης απ’ ότι παλιότερα. Γίνεται επίσης προσπάθεια για τη διευκόλυνση και κατοχύρωση ορισμένων αιτημάτων, όχι μόνο νομικών, αλλά και ιδεολογικών. Τα ελληνικά είναι μια «μικρή γλώσσα», και η ηγεμονία των άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών συμβάλλει στο να μεταφράζονται πολύ περισσότερα έργα στα ελληνικά, απ’ ότι το αντίστροφο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί μεταφραστές στην Ελλάδα, και θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμή μας. Από την άλλη, υπάρχει μια πολιτιστική αποξένωση της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και όλες οι προτάσεις σκοντάφτουν στην οικονομική ενίσχυση. Οι μεταφραστές κακοπληρώνονται σε όλες τις χώρες (πλην ορισμένων εξαιρέσεων), και στην Ελλάδα της κρίσης, οι μεταφραστές κινδυνεύουν να εξαφανιστούν.


Υπάρχουν «κακώς κείμενα» στο χώρο της λογοτεχνίας και των εκδόσεων γενικότερα που χρειάζεται να αλλάξουν; Τι πιστεύετε;

Νομίζω πως μιλώ πάνω κάτω στις υπόλοιπες ερωτήσεις για το τοπίο της λογοτεχνικής μετάφρασης. Πολλά πράγματα χρειάζεται ν’ αλλάξουν, και ο ίδιος ο μεταφραστής μπορεί να συμβάλλει ώστε να αλλάξουν. Όμως η «απομόνωση» του μεταφραστή δυσκολεύει τα πράγματα. Ο μεταφραστής είναι ένας μοναχικός δον Κιχώτης που αγνοεί τη δύναμή του.   

Τι συμβουλές θα δίνατε σε έναν νέο μεταφραστή; Ποια αρετή θα του συστήνατε να διασώσει, να διαφυλάξει και τι ν’ αφήσει κατά μέρος;

Ο μεταφραστής θα πρέπει  να αμφιβάλλει και να επαναπροσδιορίζει τους στόχους του. Δεν υπάρχουν διαχρονικές μεταφράσεις, όλες έχουν ημερομηνία λήξης. Ένας μεταφραστής πρέπει να διαβάζει πολύ, καλά και κακά κείμενα, ώστε να συγκρίνει, να αναρωτιέται, να αμφισβητεί δικά του και ξένα γραπτά. Θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι κλασικές μεταφράσεις δεν υπάρχουν, γι αυτό η αναζήτηση θα πρέπει να είναι συνεχής. Δεν θα πρέπει να επαναπαυόμαστε στις τυχόν ένδοξες στιγμές μας. Η δουλειά μας κρίνεται ανηλεώς και διαρκώς.

Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια; Αναμένεται να εκδώσετε κάποιο επόμενο βιβλίο μεταφρασμένο από εσάς ή ενδεχομένως και εξ ολοκλήρου δικό σας;
Συνεχίζω να μεταφράζω Εδουάρδο Γκαλεάνο στον εκδοτικό οίκο Πάπυρος, που έχει σκοπό να συγκεντρώσει και να επανεκδώσει το σύνολο του έργου του. Ο Γκαλεάνο είναι ένας συγγραφέας που έχει ιδιαίτερη απήχηση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, και ο λόγος του είναι πάντα επίκαιρος.


Tέλος, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω από καρδιάς που με τιμήσατε με αυτή τη διαδικτυακή συνομιλία, να ευχηθώ καλή επιτυχία στο σημαντικό έργο σας και να σας ζητήσω να κάνετε μια ευχή!

Εύχομαι όλοι οι μεταφραστές να συνεχίσουν με αισιοδοξία το έργο τους, και να μην ξεχνούν ότι η μεγαλύτερη ανταμοιβή είναι η χαρά της δημιουργίας.   
 

*
Απόσπασμα από το βιβλίο Η ζωή του Λαθαρίγιο ντε Τόρμες, έργο ανώνυμου συγγραφέα, Εκδόσεις Printa, 2006, σε μετάφραση Ισμήνης Κανσή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Ο Λάζαρος αφηγείται τη ζωή του
και τίνος γιος ήταν

    ΚΑΤ΄ΑΡΧΗΝ, ΕΞΟΧΟΤΑΤΕ, ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΛΕΝΕ Λάζαρο ντε Τόρμες, του Τομέ Γκονζάλες και της Αντόνα Πέρεθ, και οι δυο από το χωριό Τεχάρες της Σαλαμάνκα. Γεννήθηκα κυριολεκτικά μες στο ποτάμι Τόρμες, εξ ου και το παράνομά μου, και να πώς: ο πατέρας μου – Θεός σχωρέστονα-, δούλευε τον νερόμυλο στις όχθες του ποταμού αυτού. Ήτανε μυλωνάς για πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Καθώς λοιπόν μια νύχτα η μητέρα μου, έγκυος σε μένα, βρισκόταν στο μύλο και την έπιασαν οι πόνοι, με γέννησε εκεί δα. Γι’ αυτό λέω πως κυριολεκτικά γεννήθηκα μες στο ποτάμι.
Οχτώ χρονών παιδί ήμουνα όταν πιάσαν τον πατέρα μου να κάνει κάτι ξεγυρισμένες αφαιμάξεις στα σακιά που του ‘φερναν ν’ αλέσει και τον βάλαν φυλακή. Δεν τ’ αρνήθηκε, ομολόγησε και μπλέχτηκε στα δίχτυα της δικαιοσύνης. Μακάρι να τον έχει ο Θεός κοντά Του, άνθρωποι σαν αυτόν, όπως λέει και το Ευαγγέλιο, θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών.
Εκείνα τα χρόνια έγινε κάποια εκστρατεία ενάντια στους μωαμεθανούς, στην οποία έλαβε μέρος κι ο πατέρας μου – εξόριστος τον καιρό εκείνο για το κακό που είπα παραπάνω. Ήταν σταβλίτης σε έναν ευγενή που είχε πάει να πολεμήσει, και σαν πιστός υπηρέτης, πέθανε μαζί του.
Η μητέρα μου, χήρα, δίχως άντρα και στήριγμα, αποφάσισε ν’ αλλάξει ζωή και πήγε να ζήσει στην πόλη, κοντά στους καθωσπρέπει. Νοίκιασε ένα σπιτάκι και βάλθηκε να μαγειρεύει στους φοιτητές και να ξενοπλένει στους αγωγιάτες του Διοικητή, στην ενορία της Μαγδαληνής. Έτσι άρχισε να μπαινοβγαίνει στους στάβλους.
Εκεί γνώρισε έναν μαυριτανό αγωγιάτη, που ερχόταν σπίτι μερικές φορές τα βράδια κι έφευγε το πρωί. Άλλες πάλι, κατέφθανε μεσημεριάτικα ν’ αγοράσει τάχα αβγά, κι έμπαινε μέσα. Εγώ στην αρχή τον είχα πάρει από κακό μάτι, φοβόμουνα το χρώμα και το αγριωπό του πρόσωπο, όμως αφότου κατάλαβα ότι με τον ερχομό του καλυτέρευε το φαΐ, άρχισα να τον συμπαθώ, γιατί πάντοτε έφερνε ψωμί, κομμάτια κρέας και ξύλα για τη φωτιά το χειμώνα.
Και με τα σούρτα-φέρτα και τα σούπα-μούπες, η μητέρα μου μού χάρισε ένα χαριτωμένο αραπάκι που το χόρευα στα πόδια μου και το ζέσταινα.
Θυμάμαι τον πατριό μου που πήγαινε να παίξει με το παιδάκι, κι εκείνο έτσι που τον έβλεπε μαύρο κι άραχνο, ενώ τη μητέρα μου και μένα άσπρους, το ‘βαζε στα πόδια τρομαγμένο και τεντώνοντας το δάχτυλο προς το μέρος του έλεγε:
-Μαμά, μπαμπούλας!
Εκείνος αναστέναζε:
-Βρε, τον μπάσταρδο!
Εγώ, παρ’ όλο που ήμουνα μικρός, άκουγα το αδερφάκι μου κι έλεγα μέσα μου: «Πόσοι και πόσοι σαν αυτόν δε σκιάζονται από τους άλλους, χωρίς να βλέπουν τα μούτρα τους!».