Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Ορυκτό δάσος του Θοδωρή Ρακόπουλου

Ορυκτό δάσος, ποίηση, Θοδωρής Ρακόπουλος, Εκδόσεις Νεφέλη 2013

 

Θα ξεκινήσω την παρουσίαση του Oρυκτού δάσους συνεχίζοντας (με τη σειρά μου) το ξετύλιγμα του μίτου που αρχικά ξεκουβάριασε ο Στέργιος Μήτας στο Vakxikon.gr, και συγκεκριμένα στο 17ο τεύχος του, παρουσιάζοντας τότε την πρώτη συλλογή του Ρακόπουλου, τα Φαγιούμ. Έγραφε τότε ο Στέργιος περί της φύσης, της οντότητας, των ποιημάτων του Ρακόπουλου, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι διέκρινε την ιδιότητα της «διαλεκτικής της ακινησίας» παγιδευμένης σε φωτογραφίες και μνήμη.

Τη συνέχεια, ή μια άλλη οπτική, αυτής της ιδιόμορφης διαλεκτικής συναντάμε και στη δεύτερη συλλογή του Θοδωρή Ρακόπουλου, ήδη με τον τίτλο. Αν κάτι θεωρείται ως γνώριμο και βασικό συστατικό των ορυκτών είναι το συμπαγές και αμετάβλητο της ύλης τους. Και αν κάτι καθένας μπορεί να διαπιστώσει, μένοντας έστω και ένα εικοσιτετράωρο, σ’ ένα δάσος  είναι ότι εκεί τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεδομένο και ότι όλα μονίμως κινούνται, με ροή Ηράκλειτου και αενάως και σχεδόν πάντα μυθολογικά. Οι δε περισσότεροι ευρωπαϊκοί και μεσογειακοί  μύθοι εκτυλίσσονται σε δάση. Έχουμε συνεπώς και πάλι την παγίδευση της κίνησης σε κάτι στατικό, την παγίδευση του ανθρωπολογικού γίγνεσθαι μέσα στο ποίημα. Στα Φαγιούμ η απόληξη αυτής της περίεργης διαλεκτικής είναι πρωτίστως και ευθέως το πολιτικό πρόταγμα (όχι όμως η εξόφθαλμη πολιτική γραφίδα) στο Ορυκτό δάσος είναι η διερεύνηση των ανθρώπινων καταβολών, πρώτιστης δε αυτών (και γενεσιουργό αιτία άπειρων μύθων: ο έρωτας), η πηγή των μύχιων του ανθρώπου, βουτιά στα νερά ενός πολύχρωμου κι ανεξερεύνητου βυθού.

Κάπως έτσι μπαίνουμε στον ορυκτό κόσμο του Ρακόπουλου ξεκινώντας με τα «Κοράλλια» (θα μπορούσα, μάλιστα, να υποστηρίξω πως μία καλαίσθητη (πιθανώς με κάποιες γκραβούρες εντός του βιβλίου) και αυτόνομη έκδοση των κοραλλιών θα αποτελούσε τομή στην εγχώρια ιστορία γραφής και έκδοσης ποιημάτων). Το πρώτο και καθοριστικό ποίημα της ενότητας τιτλοφορείται «Κλειδιά». Ξεκινάει με (συνεπώς και όλη η συλλογή) την απλή και υαλώδη λάμψη της εξής  πρότασης: «Είναι ο μύθος που μας συνέχει», εξαρχής πια γνωρίζουμε: όλα τα κοράλλια είναι ένα ερωτικό μυθολογικό / μυθιστορηματικό παραλήρημα με ανθρωπολογικές καταβολές και πολιτικές εντάσεις. Ο μύθος μας συνέχει (όμως εδώ το «μας» έχει μια δύναμη διαλεκτική, όχι μόνο συνέχει το ερωτικό ντουέτο, αλλά συνέχει, έχει μέσα του, με μια δύναμη συνεκτικού έρωτα, αν το θελήσουμε, και όλους μας μαζί), και στο μύθο κατοικεί έκπαλαι και για πάντα η ποιητικότητα του κόσμου, αφού οι μύθοι, ακολουθώντας την σκέψη του Κώστα Αξελού «προσέφεραν ένα ενδιαίτημα στη δύναμη της ποίησης» (απ’ το δοκίμιο, με τίτλο «Απ’ την μυθολογία στην τεχνολογία», τη σκέψη του οποίου επικαλούμαι στο κείμενο). Η μυθολογία του έρωτα, η τελετουργία του έρωτα, όπως την συναντούμε στους «Κυνηγούς» και στο εκπληκτικό «Βορκόλακες», το μυθιστόρημα (κάπου εδώ κρυφοσυναντιέται ο Ρακόπουλος με τον Σεφέρη) και ο μύθος που «πλέκει γύρω μας το νόημα όσο τον συζητούμε», έτσι ακριβώς όπως ο μεταξοσκώληκας το γύρω του κουκούλι, αυτό που θα τον συνέχει (συνεκτικότητα ονομάζουμε και την αντίσταση που παρουσιάζει ένα ορυκτό σε χτύπημα, κάμψη ή κοπή) μέχρι να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα μιας εποχής. Γλώσσα και σκέψη του Κόσμου εγκαινιάζονται με τους μύθους. Η μυθολογία είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ερμήνευαν τον Κόσμο, δημιουργώντας τον και συνάμα οι ίδιοι δημιουργούμενοι απ’ τους μύθους (ό,τι στις δικές μας εποχές -μόλις πρόσφατες για τον ιστορικό χρόνο- συμβαίνει με την τεχνολογία). Φαίνεται πως κάτι ακόμη παραμένει (όχι κρυφό μα ούτε και φανερό εκεί) και αναπτύσσουν (αναζητώντας το) το νόημα του Κόσμου, αφού ο μύθος μας κάνει να σκεφτόμαστε και ο μύθος πιότερο απ’ το να τον δημιουργούμε μας δημιουργεί. Όταν θα πάψουμε να τον συζητούμε, τότε θα πάψουν όλα.

Μα ποιο είναι το κλειδί αυτών εδώ των μύθων; Πώς ξεκλειδώνουν; Είναι «η λάμψη των σπάνιων ματιών», η «απότομη έξαψη για εσένα», είναι το φωτεινό, το διάνοιγμα στην ολότητα του κόσμου, το πλέριο, καθαρό και αλάνθαστο φως κάτω απ’ το οποίο δεν κρύβεται τίποτα, μα και μέσα στο οποίο όλα ασπρίζουνε σαν εξαρχής βαφτίσια, τα βαφτίσια ενός κόσμου που με τους μύθους του πλάθει ο Ρακόπουλος. Αυτά είναι τα κλειδιά μου, εξομολογείται ήδη απ’ το πρώτο ποίημα ο Ρακόπουλος, αυτά με μπάζουν μέσα στον μύθο, τα κρατάς εσύ κι εγώ σε προσμένω. Και δεν είναι διόλου τυχαίο που τα «Κλειδιά» είναι το πρώτο στη σειρά ποίημα της ενότητας, όπως διόλου τυχαίο δεν είναι που το πρώτο ποίημα της δεύτερης ενότητας, των «Πυρομαχικών» είναι το «Μικρού μήκους».

Στο γαλαξία Ορυκτό δάσος του Ρακόπουλου συνυπάρχουν δύο ηλιακά συστήματα: « Κοράλλια» και «Πυρομαχικά» και κάθε ηλιακό σύστημα έχει τον ήλιο του, τα «Κλειδιά», για το ένα, το «Μικρού μήκους» για το άλλο, γύρω απ’ τους οποίους περιστρέφονται ως πλανήτες και δορυφόροι τους τα λοιπά ποιήματα.

Στα «Κοράλλια» ο Ρακόπουλος δημιουργεί, γράφει και λέει μύθους, «ποιητικά παραμύθια», με τα οποία επιθυμεί να δώσει ξανά μια (πιότερο ποιητική) θέση στους ανθρώπους και στον Κόσμο (το αέναο ξανά είναι ίσως η μόνη ουσία στην ποίηση, αλλιώς δεν θα είχαμε λόγο να γράφουμε ποιήματα, και ο Ρακόπουλος έχει δώσει δύναμη δυναμίτη στο «ξανά»). Η αρχή καταργείται στους μύθους αυτούς, δεν υπάρχει εδώ το «μια φορά κι έναν καιρό», το οποίο κλειδώνει τα παραμύθια στο ανύπαρκτο παρελθόν, άρα και σε ένα ανύπαρκτο μέλλον, οι μύθοι των κοραλλιών αντιθέτως εγκαινιάζουν τη διαχρονικότητα, (μα, επιτρέψτε μου την λέξη και «πανχρονικότητα»), το αίτημα για ένα μέλλον, μέσα απ’ τον έρωτα και την πολιτική, (αν κάποτε στην ελληνική ποίηση κυριαρχούσε το δίπολο έρως – θάνατος, τώρα πια επικρατεί το έρωτας – πολιτική). Χωρίς να θέλει να υποδείξει στους μύθους την αρχή, λοιπόν, και το τέλος, τους αφήνει στην πρόοδο της ομιλίας (με μία συγκλονιστική ικανότητα να πλέει μέσα στις λέξεις και την γλώσσα δίχως επ’ ουδενί να εκπίπτει σε λεξιλαγνεία). Αφήνοντάς τους ελεύθερους να τους δείξουν αυτοί το δρόμο, δεν καταπιέζει θεολογικά ή φιλοσοφικά τους μύθους του. Ο Ρακόπουλος με τα «Κοράλλια» σκάβει μια δύσκολη και δύσβατη οδό που συνεργάτες έχουν ήδη υπάρξει ο Γονατάς και η Μαστοράκη. Είναι μια ποίηση του, ας το πω έτσι, «μαγικού μυθολογισμού».

Ας δούμε κάποια παραδείγματα (χωρίς να παραθέσουμε, εδώ, όλο το βιβλίο). Στο ποίημα «Καβάλ» μετά την αποδάσωση, που κάποτε έγινε στον χρόνο του ποιήματος, και κάποτε θα γίνει και στον δικό μας χρόνο, τον λίγο, οι γενεές ανακαλύπτουν την δύναμη των κοραλλιών προκειμένου να φτιάχνουν αυλούς που δεν θα σπάνε. Ιδού πως εμπλέκεται η μυθολογία με την τεχνολογία: διότι αν κάτι σπάσει (πριν ήταν από κέρατο ελάφου) σπάει ο κόσμος όλος, έρχεται η καταστροφή. Απ’ τη μια η ανάγκη εξεύρεσης καλύτερου και ανθεκτικότερου υλικού, απ’ την άλλη η σύνδεση της χειρονακτικής εργασίας με την σωτηρία του κόσμου, κι αυτό στο σύνολό του ως μύθος των προγενέστερων γενεών.

Υπάρχει (όπως και σε άλλες στιγμές μέσα στα «Κοράλλια») μια αίσθηση μαγείας στο «Καβάλ». Να σημειώσω, λοιπόν, ότι σύμφωνα με τους ιστορικούς η αρχική λειτουργία (και λόγος ύπαρξης) της τέχνης (που τότε δεν λογαριαζόταν ως «τέχνη») ήταν η μαγεία και οι μαγικές ιδιότητες που πίστευαν οι πρωτόγονοι πως είχαν οι ζωγραφιές και τα γλυπτά (τοτέμ) που έφτιαχναν, η δε μαγεία υποβοηθούνταν πάντοτε απ’ την εκάστοτε τεχνολογική δυνατότητα.

Στην «Τάιγκα», ένα σαφέστατα πολιτικό ποίημα, γράφει ο Ρακόπουλος «Κανένα παρελθόν δεν ανασυγκροτείται… και μάλιστα στο όνομα ενός μέλλοντος… μπορεί μια στατική δική σας μνήμη να είναι το μέλλον των παιδιών σας;» Τι πιο ξεκάθαρο ερώτημα θα μπορούσε να θέσει ένας νεαρός ποιητής σε μια ηλικιωμένη γενιά που επιμένει να συντηρεί δομές και αξίες παρελθόντος καμουφλαρισμένες με πάχνη προόδου, καταστρέφοντας ότι πιο ζωντανό και αναγκάζοντάς το να ξενιτεύεται συνεχώς, έτσι ακριβώς συνεχίζει ο μύθος της ξενιτιάς, ο Ρακόπουλος ζει εκτός Ελλάδας περίπου εννιά χρόνια, και κάπως έτσι το γράφει στο «Σκουτάρι» : «… (στη Γερμανία πάλι ζητάν κόσμο οι ψησταριές)…»

Τα «Κοράλλια» είναι ένα σύμπαν για το οποίο θα μπορούσε καθείς να μιλάει για ώρες καθώς είναι ένα μυθολογικό ποίημα με πολλές, παράλληλες, επάλληλες και ομόκεντρες αναφορές που δεν χωράνε στα πλαίσια ενός κειμένου.

Μια παρατήρηση είναι ότι σε κάποιες στιγμές το κείμενο μοιάζει να εσωτερικεύεται, μοιάζει να μην αποδέχεται τον αναγνώστη (ευτυχώς όχι πολύ συχνά), εγκαθιστώντας μια αρκετά προσωπική γραφή (όχι όμως με την αίγλη του ιταλικού ερμητισμού) και εκεί θα πρέπει ο Ρακόπουλος να δίνει παραπάνω προσοχή.  Όμως σε κάθε σύμπαν, έτσι και σ’ αυτό, υπάρχει πάντα κάπου μακριά μια μαύρη τρύπα που με την βαρύτητά της ρουφάει στην καταπακτή της τα πάντα (και «το πρόβλημα είναι πως η καταπακτή… ανοίγει μόνο από έξω…», όπως μυθολογεί στους «Βορκόλακες») αφήνοντας για την αγωνία μας μερικές ρανίδες φωτός…

Στο ηλιακό σύστημα των «Πυρομαχικών» παρατηρούμε μία συνέχεια, ή ίσως έναν επίλογο, των Φαγιούμ. Διαβάζουμε ποιήματα με έντονη και σαφή πολιτική σκέψη και μάλιστα, όπως και στα «Φαγιούμ» χωρίς μια κραυγαλέα, και ίσως αντιποιητική, θέση σαν να βρισκόμασταν σε πολιτική συγκέντρωση. Η πολιτική ποίηση ή καλύτερα η ποίηση με πολιτικό τρόπο δεν είναι κομματική συγκέντρωση και κάτι τούτο το κατέχει ο Ρακόπουλος.  Διαβάζουμε, λοιπόν,:  «Marfin blues: Περάσαμε στην άλλη διάσταση / Κοιτάμε το δικό μας χέρι, πάλι / Δευτερόλεπτα μπροστά, κουρδισμένο / Μας δίνει την σκυτάλη / (Ίσα που το αγγίζουμε): απανθρακωμένο - / Από άλλη γη αυτή η επανάσταση.». Γίνεται φανερό πως εδώ το συγκλονιστικό γεγονός της Marfin μετατρέπεται σε πολιτικό ή και πολιτειακό ερώτημα χωρίς την φανατισμένη και προκλητική στάση όσων βιάστηκαν να δώσουν πολεμικές (ένθεν κακείθεν) επεξηγήσεις. Καμιά a priori παντιέρα δεν ακουμπάει τα ποιήματα του Ρακόπουλου, αλλιώς θα είχαμε μπροστά μας ένα φέρετρο καλυμμένο με τις εκάστοτε σημαίες, και δη νάιλον. Η πολιτική ματιά του Ρακόπουλου επιμένει να εγείρει ερωτήματα, ως όφειλε, σκηνοθετώντας για παράδειγμα τον πόνο και την αμφιβολία ενός συνοριοφύλακα για το θάνατο – φόνο ενός μετανάστη στη «μπαλάντα για τους συνοριοφύλακες», αυτό το ποίημα είναι υπέρμετρα σημαντικό.

Ωστόσο τα ερωτήματα τίθενται πάντα από ένα συγκεκριμένο εφαλτήριο, τούτο, μάλιστα, υπονοείται απ’ τους εξής στίχους (απ’ το ποίημα με τίτλο «Οι Ζηλανδοί»): «…Μα οι Ζηλανδοί με τις μοτοσυκλέτες ακόμη πηγαίνουν…». Έτσι, λοιπόν, γράφει στο «Αγκίστρι»: «Στην Ελλάδα η στάθμη του αυτονόητου / Χαμηλώνει στο βάρος κάθε μέρας… /… Μήνυμα ας φτάσει στο βυθό / κι ας το βαστά αγκίστρι». Κορυφαίο ποίημα της ενότητας των «Πυρομαχικών» θεωρώ το πρώτο, όπως ακριβώς πρώτα ήταν και τα «Κλειδιά» στα «Κοράλλια». Στο «Μικρού Μήκους» (μου θυμίζει ένα απ’ τα στέκια μας στην Θεσσαλονίκη) ο Ρακόπουλος δίνει και κλείνει μέσα σε οχτώ στίχους όλη του την ιστορική ματιά για την σύγχρονη Ελλάδα. Εδώ κι αν συνομιλεί με τον Σεφέρη, εδώ κι αν συνομιλεί με τον Ελύτη, εδώ κι αν αποκαθιστά την (τραγική) αλήθεια (σε αντίθεση με την επίπλαστη αλήθεια εκπροσώπων της γενιάς του ΄30 και των παπαρηγοπουλάδων), κάθε λέξη, κάθε πρόταση αυτού του ποιήματος είναι ένας πόνος. Όχι ο πόνος του Σεφέρη, που όπου κι αν «πρεσβεύει» την Ελλάδα, ωστόσο αυτή τον πληγώνει (λες και δεν ήταν επάγγελμα του Σεφέρη μια ευτυχισμένη Ελλάδα), αλλά ο πόνος του (ξανά! και μόλις πενήντα χρόνια μετά! -όπως ο παππούς του Ρακόπουλου-) μετανάστη, οικονομικού και επιστημονικού, ο πόνος του ανθρώπου που επιστρέφει, από εκεί που δεν είναι, σε ένα πλάνο μόλις μικρού μήκους (και όχι στον μέγα κόσμο του εθνικοχριστιανικού «Άξιον Εστί». Τα χρόνια που γράφεται αυτή η «εξύμνηση» της Ελλάδας, ο παππούς του Ρακόπουλου και ακόμη ένα περίπου εκατομμύριο νέων ανθρώπων μεταναστεύει στο εξωτερικό, για να περισσέψουν στους ελύτηδες τα νησιά ελεύθερα από τα βάρη τους) με πτήση χαμηλού κόστους και εγκλωβίζεται για μια ακόμη φορά, πιότερο απ’ ότι στα ξένα… Δεν έχει νόημα να αναλύσω κάτι απ’ αυτό το ανατριχιαστικά συγκινητικό και ευριπίδεια τραγικό ποίημα. Μου μένει να το παραθέσω και μ’ αυτό να τελειώσει κάπου εδώ και έτσι απότομα, σαν να τελείωσε το οχηματαγωγό δάνειο της γραφής μου, το κείμενό μου…

«Μικρού μήκους: Η πατρίδα μου είναι πτήση χαμηλού κόστους, ζει απομυζώντας ακτογραμμές σαν τα κατσίκια που βοσκάν τ’ αλάτι σε ανθολογίες κάρτ-ποστάλ. Τη σέρνει δάνειο οχηματαγωγό, λογής βαρούλκα σηκώνουν τα μέλη της, και σνάιπερ στις γωνίες καλύπτουν την πομπή. Την τραβάω μονόπλανα, την αναγνωρίζω από την όψη ομόλογου. Επένδυση με ορίζοντα, κι ανδρόγυνα τη διαπιστεύω, σεναριακά. Φορώ γυαλιά εποχής να καθρεφτίζεται σαν μου μιλά και την κερνώ λικέρ μαστίχα που της είχα κλεμμένο. Ανάβει Παπαστράτο και κοιτά, πάλι μέσα από το γυαλί μου, η μικρού μήκους πατρίδα μου, η βραβευμένη σε ξένα φεστιβάλ».

Αντώνης Ψάλτης