Top menu

Λέσχη Ανάγνωσης Απριλίου: 8 βιβλία [Προτάσεις για τον Μάιο]

Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με, μυθιστόρημα, Κυριάκος Μαργαρίτης, Εκδόσεις Ψυχογιός, 2013


Πολυγραφότατος ο νεαρός συγγραφέας Κυριάκος Μαργαρίτης, άνθρωπος του βιβλίου που ζει με αυτό, σε αυτό, για αυτό. Σ’ αυτό το τελευταίο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες από τις Εκδόσεις Ψυχογιός (και πάλι), μας ξεναγεί στη δική του Αθήνα. Γιατί ναι μεν, στο φόντο είναι η γνώριμη μας Αθήνα, αυτή της κρίσης, της βρωμιάς και της βίας, αλλά και των περιπάτων, των derives, της πλούσιας νυχτερινής ζωής και της παλλόμενης νεολαίας.

Αλλά παρουσιάζεται μέσα από το πρίσμα του ρομαντικού, αισθηματικού και ατόφια εξιδανικευμένου τρόπου που τη βλέπει ο συγγραφέας του βιβλίου, μια και τοποθετεί τη νεανική, όλο τρέλες, πάθη, νεύρα και χαμόγελα ερωτική ιστορία του στο φόντο της κρίσης, των διαδηλώσεων, των θανάτων και των λογής λογής θεαμάτων. Γιατί στο μυθιστόρημα αυτό, ο Μαργαρίτης χτίζει μια ροκ ιστορία ροζ-μπλε απόχρωσης, άλλοτε προσγειώνοντας μας στην πραγματικότητα και άλλοτε κάνοντας μας να ονειρευόμαστε, να αιθεροβατούμε και να στοχαζόμαστε ένα καλύτερο μέλλον.

Με ενδιαφέρουσα πλοκή που περιέχει όλα τα σύγχρονα, καυτά κοινωνικά θέματα, από τη μετανάστευση στην ανεργία, και από τη βία στην απόγνωση του χειμαζόμενου Νεοέλληνα, η ερωτική ιστορία του Μαργαρίτη κατατροπώνει το παρόν εξιδανικεύοντας το, σε μια περίεργη πρόσμιξη καλού και κακού, αληθινού και ψεύτικου, ζωντανού και ολότελα νεκρού.

Νέστορας Πουλάκος

 

Ήχος χάλκινος, ποίηση, Κωστής Νικολάκης, Εκδόσεις Εκάτη, 2011


Ακολουθώντας το χάλκινο απόηχο ενός ένδοξου παρελθόντος, αφέθηκε η αρχαία μνήμη να ξεδιπλώσει τις εικόνες των ονείρων της. Η αίσθηση της νοσταλγίας κυριαρχεί πάνω στις απογυμνωμένες πλαγιές της φύσης, τις χρυσωμένες από έναν ήλιο αιώνιο, χρωματισμένο απ’ την αύρα κάθε εποχής. Στο χάρτη η Ελλάδα, η ιερή γη της, με το νοτισμένο της χώμα από μια βροχή λυτρωτική, αιώνιο σύμβολο παραμένει με τις προγονικές μορφές να γνέφουνε στη νύχτα για να διαδεχτεί τη μέρα υπό τη συνοδεία των μουσών.

Τα ανθισμένα άνθη, το σάλεμα των καλαμιών, ο μεθυστικός οίνος,  ο χορός του ανέμου, χρίζονται ακόλουθοι του έρωτα και της χαράς, του φευγιού και της οδυνηρής παρατήρησης που υπαγορεύει η αγνότητα κάθε εποχής, κάθε περάσματος του χρόνου. Ενός χρόνου που αλλάζει, όπως κι ο κόσμος κι οι αξίες που τον διέπουν.

Έκλεβα την πείνα μου
και χορτασμένος
αγόραζα όνειρα.


Η πρωινή αύρα κάθε ονειρικού αυτοσχεδιασμού στωϊκά προσμένει την ελπίδα. Το φως εναλλάσεται με το σκοτάδι, σ’ ένα παιχνίδισμα βροχής εντεταλμένο για να κρύψει λησμονημένα δάκρυα. Η θάλασσα πότε την ηρεμία της διηγείται και πότε τη φουρτούνα της, τις ιστορίες της, που κύματα υψώνονται και πνίγουν τις φωνές των ναυαγών της.

Η απώλεια, οι μορφές που χάθηκαν, κόρες αγαλματένιες, συντροφιά στο άπειρο γίνηκαν και σκόρπισαν στου άνεμου την αγκαλιά, χάρισμα της αθανασίας, αφήνοντας πίσω τους το σώμα που είχαν καμωμένο από γη και σύννεφο, όνειρο μνήμης . Το ταξίδι μπορεί να είναι γρήγορο, θα είναι όμως αιώνιο σαν τη δροσιά που χάνεται στις πρώτες ηλιαχτίδες, σαν το φευγιό των εποχών που προσδοκούν την ανανέωση. Ένας χάλκινος ήχος συνοδεύει των ονείρων τις πομπές. Τα δικά μας περάσματα στον κόσμο της ένδοξης μνήμης.

Άτη Σολέρτη

 

Release the Bats... Η ιστορία της ελληνικής σκοτεινής εναλλακτικής σκηνής, μελέτη, Νίκος Δρίβας, Εκδόσεις Ars Nocturna, 2012


Πριν από περίπου 30 χρόνια, συγκεκριμένα το 1982, ο Nick Cave τραγούδησε το Release The Bats στο γήπεδο του Σπόρτινγκ. Αυτό ήταν η αρχή για μια νέα μουσική σκηνή που θα «χτιζόταν» στη χώρα μας, με τον Nick Cave να γίνεται φιλέλληνας και να έρχεται σχεδόν κάθε χρόνο για συναυλίες στην Ελλάδα.

Ο Νίκος Δρίβας γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Οι μουσικές επιρροές του ήταν από Beatles, Bob Dylan, Pink Floyd και Ramones. Το 1983 μετακομίζει στην Αθήνα όπου στο υπόγειο του σπιτιού του κάνουν πρόβα οι Stress (πανκ συγκρότημα της εποχής). Ασχολείται λοιπόν με την τοπική αντεργκράουντ σκηνή και αποτελεί μέλος σε τρία συγκροτήματα,τους Distorted Image, Starblind και Soho 6.

Στο πρώτο του βιβλίο λοιπόν ο Νίκος ασχολείται σε βάθος με τη σκοτεινή εναλλακτική σκηνή στη χώρα μας τα τελευταία 30 χρόνια. Συγκροτήματα που πολλοί από εμάς είχαμε ξεχάσει, τα υπενθυμίζει το βιβλίο όπως και περιστατικά που συμβαίνουν σε όλη αυτή τη διάρκεια. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις δεκαετίες, 1980, 1990 και 2000, και είναι ένα πραγματικό στολίδι της σκοτεινής μουσικής διότι δεν ξεφεύγει από τον συγγραφέα ούτε ένα συγκρότημα και καμία δισκογραφική δουλειά που συντέλεσαν στη δημιουργία και την εξέλιξη του εναλλακτικού τοπίου που διαμορφώθηκε αυτά τα 30 χρόνια.

Για τους λάτρεις της εναλλακτικής μουσικής είναι ένα ιδανικό βιβλίο γιατί τους επαναφέρει στη μνήμη όλους αυτούς που θαύμαζαν και θαυμάζουν ενώ για όλους τους υπόλοιπους μουσικόφιλους είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουν τι σημαίνει gothic, dark wave, electro και όλα τα υπόλοιπα είδη αυτής της μουσικής σκηνής.

Διονύσης Κούτρας

 

Κλέφτες και αστυνόμοι, διηγήματα, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Κυριακή Γεροζήση, Σέργιος Γκάκας, Τιτίνα Δανέλλη, Βασίλης Δανέλλης, Κώστας Κυριακόπουλος, Ανδρέας Μιχαηλίδης, Τεύκρος Μιχαηλίδης, Δημήτρης Μπούνιας, Μανώλης Πιμπλής, Γιάννης Ράγκος, Γεράσιμος Α. Ρηγάτος, Χρύσα Σπυροπούλου, Φίλιππος Φιλίππου, Εκδόσεις Ψυχογιός, 2013


Το μυθιστόρημα Κλέφτες και αστυνόμοι από τις Eκδόσεις Ψυχογιός αποτελείται από 14 ιστορίες Ελλήνων συγγραφέων οι οποίες περιγράφουν κατά κύριο λόγο εγκλήματα. Πρόκειται για διηγήματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους όσον αφορά την πλοκή και το θέμα τους τα οποία όμως έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς: το έγκλημα και τα κίνητρα που κρύβονται τις περισσότερες φορές πίσω από αυτό.

Οικογενειακά μυστικά, αιμομιξίες, εμπόριο ναρκωτικών και ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ερωτικά τρίγωνα, ληστείες είναι κάποια από τα θέματα που περιγράφονται. Τα διηγήματα εξελίσσονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και περιγράφουν εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους και καταστάσεις καθώς και εντελώς διαφορετικές αιτίες με βάση τις οποίες συμβαίνουν τα συγκεκριμένα εγκλήματα.

Οι 14 αυτές ιστορίες μας δείχνουν ότι πολλές φορές πίσω από το έγκλημα δεν κρύβονται απαραίτητα σκληροί κακοποιοί ή εγκληματίες και ότι τα κίνητρα δεν έχουν να κάνουν πάντα με ληστείες η παράνομες δραστηριότητες. Ακόμα και οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι είναι ικανοί για το πιο στυγερό έγκλημα όταν βρεθούν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες…

Οι 14 ιστορίες έχουν η κάθε μία το δικό της στυλ αλλά όλες έχουν το χαρακτηριστικό ότι κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος. Άλλες είναι αρκετά συγκινητικές και άλλες έχουν ακόμα και χιουμοριστικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι μία αρκετά αξιόλογη συλλογή διηγημάτων από γραμμένη από ένα σύλλογο ταλαντούχων συγγραφέων.

Αλεξία Νταμπίκη

 

Γάτες και σκύλοι, δοκίμιο, H. P. Lovecraft, μετάφραση: Παναγιώτης Φάμελλος, Εκδόσεις Ars Nocturna, 2013


Όλο και επανέρχονται στο προσκήνιο εκδόσεις γνωστών λογοτεχνών που αναφέρονται σε γάτες και σκύλους, ή καλύτερες στις αγαπημένες τους… γάτες, ένα κατεξοχήν «λογοτεχνικό» ζώο – φίλος του συγγραφέα που έχει επωμιστεί το βαρυσήμαντο ρόλο της συντροφιάς και της θαλπωρής στις δύσκολες ώρες της έμπνευσης και της περισυλλογής.

Από τον Έλιοτ έως τον Γέιτς, και από τον Σελίν έως τον Μπάροουζ, οι ύμνοι στις γάτες είναι ατελείωτοι, αγαπησιάρικοι και στομφώδεις. Εδώ, στο συγκεκριμένο δοκίμιο, ο «πάπας» της φανταστικής λογοτεχνίας, ο Λάβκραφτ, προχωράει ένα βήμα παραπέρα: εξυμνεί τις γάτες αποδομώντας τους σκύλους, πηγαίνοντας έτσι στην κατακεραύνωση του σκύλου μέσω της συγκριτικής και άρα πετυχαίνει τη νίκη και φυσικά την εξύψωση της γάτας!

Μια όμορφη έκδοση είναι αυτό το ευσύνοπτο δοκίμιο, μόλις 32 σελίδων, του Λάβκραφτ, από τις ειδικές - σε θέματα φανταστικής λογοτεχνίας - Εκδόσεις Ars Nocturna. Την εισαγωγή γράφει η συγγραφέας, επίσης ειδική σε θέματα του φανταστικού, Ειρήνη Μαντά, η οποία έχει μελετήσει - πλην των άλλων - το έργο και την προσωπικότητα του Λάβκραφτ σε βάθος.

Νέστορας Πουλάκος

 

Η αρχή του κακού, νουβέλα, Μαρία Φακίνου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012


Είναι η τελευταία σου ευκαιρία. Ή την αρπάζεις απ’ τα μαλλιά και ανεβαίνεις στον αφρό ή μένεις στον πάτο για πάντα. Δεν έχεις παρά ν’ αποφασίσεις. Η Μαρία Φακίνου πάντως αποφάσισε και δίνει την ίδια ευκαιρία και στους κατοίκους της κωμόπολης Χ. μέσα απ’ το τελευταίο της βιβλίο Η αρχή του κακού (εκδ. Καστανιώτης) να πράξουν το ίδιο. Το αν αδράξουν την ευκαιρία θα φανεί στο χειροκρότημα όπως λέει και το γνωστό τραγούδι. Η τελευταία τους «ευκαιρία» εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή. Και μάλιστα είναι Γυναικεία (οι ήρωες του βιβλίου εμφανίζονται με την ιδιότητά τους και το αρχικό γράμμα με κεφαλαίο, π.χ ο Δήμαρχος, ο Επιστάτης, ο Παπάς, ο Χασάπης, ο Ταχυδρόμος, η Γυναίκα, το Παιδί, οι Ξένοι).

Η αγκύλωση και η δυσκαμψία μαζί με την αποστείρωση και την ολοκληρωτική απομόνωση συνθέτουν το παζλ τόσο των κατοίκων όσο και του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίo εξελίσσονται με αστραπιαίο ρυθμό συνοδευόμενα από εντυπωσιακή αλληλουχία εικόνων, τα γεγονότα. Τίποτα δε φαίνεται να συνταράσσει τη ζωή των περίοικων αυτού του τόπου. Ούτε καν η παρουσία της Γυναίκας στα μέρη τους (εδώ θα πρέπει να εξαιρέσουμε την  κλασική επαρχιώτικη περιέργεια που ξυπνά άμα τη εμφανίσει κάποιος άγνωστος). Ούτε φυσικά και ο λόγος που την έκανε να πατήσει τα εδάφη τους. Όλα αυτά θα είχαν ισχύ εάν ταυτόχρονα με την άφιξή της δεν δημιουργούνταν διάφορα ακατάληπτα περιστατικά, για τον τόπο τους, που θα υποχρέωναν να σηκώσουν απ’ τις καρέκλες, τους θαμώνες του καφενείου-ταβέρνας.

Εις μάτην. Ακόμα και όταν τα έντρομα μάτια τους έρχονται αντιμέτωπα με μια δολοφονία, τίποτα δεν φαίνεται ικανό να ανασηκώσει από το έδαφος, έστω και για λίγο, τα στυλωμένα τους πόδια. Έχοντας μια μαγική ικανότητα επιρρίπτουν τις ευθύνες στον πρώτο τυχόντα και όχι στους πραγματικά ένοχους. Προφανώς γιατί έτσι τους βολεύει. Έτσι είχαν μάθει να λειτουργούν στο μικρόκοσμός τους. Όλα σε πλαίσιο. Να μην παρεκκλίνουν πουθενά απ’ το manual. Ακόμα και αν χρειαστεί να εκθρέψουν την επόμενη γενιά των «βαρβάρων». Ακόμα και αν αυτά είναι τα ίδια τους τα παιδιά. Ώστε να μη γεννηθεί κάτι καινούριο, κάτι νέο. Γιατί δε νοιάζονται για τη διαφορετικότητα. Τους αφήνει παγερά αδιάφορη. Και την τιμωρούν. Όπως και τη Γυναίκα. Την εξευτελίζουν. Την ταπεινώνουν. Έχουν βρει το εξιλαστήριο θύμα τους. Μέχρι τη στιγμή που όλα θα ανατραπούν. Που όλο αυτό το κοινωνικό «οικοδόμημα» αρκετών δεκαετιών που μας λανσάρουν γενιές και γενιές θα καταρρεύσει. Γιατί πάντα μετά από ένα απαρχαιωμένο τέλος, υπάρχει μια ολοκαίνουρια αρχή.

Νίκος Μπίνος

 

The Paperboy (O Τύπος του Τύπου), μυθιστόρημα, Pete Dexter, μετάφραση: Βίκυ Χατζοπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012


Το Southern Gothic είναι μια υποκατηγορία της γκόθικ λογοτεχνίας που διαδραματίζεται κατά κανόνα στις νότιες πολιτείες των Η.Π.Α. Χαρακτήρες αποπροσανατολισμένοι, με σαθρό αξιακό σύστημα, τις περισσότερες φορές διαταραγμένες προσωπικότητες που ζουν κι αναπαράγουν γκροτέσκ καταστάσεις, φτώχεια, έλλειψη ερεθισμάτων, αλλοτρίωση, ρατσισμό, εγκληματικότητα και βία, ανάμεσα σε έρημες φυτείες και σκονισμένους δρόμους επαρχιακών πόλεων, γεμάτη φολκλόρ στοιχεία και κατάλοιπα ενός καθεστώτος δουλείας και υποταγής, προφορικές παραδόσεις και φήμες, ανθρώπους που μετά βίας τους αποσπάς μια κουβέντα. Ο Τένεσι Γουίλιαμς είχε περιγράψει το Southern Gothic ως «το στυλ γραφής που συνέλαβε διαισθητικά την υφέρπουσα φρίκη της εμπειρίας του σύγχρονου ανθρώπου». Στα 1920 ο Φώκνερ κατέγραψε με μαγικό τρόπο τα ήθη της κομητείας Yoknapatawpha στα βιβλία του The Sound and the Fury,  Light in August και Absalom, Absalom! Τη γραμμή του ακολούθησαν ο Τρούμαν Καπότε, η Φλάνερι ο Κόνορ , ο Κόρμακ Μακ Κάρθυ, η Χάρπερ Λη και η Κάρσον Μακ Κάλερς. Οι φωτογραφίες της εποχής της Ποτοαπαγόρευσης που τράβηξε ο Ουώκερ Έβανς εντάσσονται στο μακάβριο, ειρωνικό ύφος αυτής της λογοτεχνίας, που συνεχίζει την αφηγηματική αυτή γραμμή, όπου η ψυχική αθωότητα ισοπεδώνεται από την απελπισία και την αποκτήνωση.

Ακολουθώντας - με μια δημοσιογραφική, όμως, αισθητική – αυτήν την αφηγηματική παράδοση, τo Paperboy του Πητ Ντέξτερ (που, σημειωτέον, έχει χαρακτηριστεί από τις New York Times ως «ένα αλλόκοτο και πανέμορφο μυθιστόρημα») ξεκινά με μια οικογενειακή βεντέτα στην αμερικανική κομητεία Μόουτ της Φλόριντα και τοποθετείται στα sixties. Ένας στυγερός δολοφόνος είναι η φαντασίωση και ταυτόχρονα η καταστροφή της ηρωίδας του βιβλίου. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, οι ολλανδικής καταγωγής Βαν Βέτερ, ζουν στους βάλτους της Φλόριντα, κυνηγούν αλιγάτορες και είναι άνθρωποι αναλφάβητοι. Ο μαγικός ρεαλισμός που συνοδεύει την ωμότητα κάποιων σκηνών (όπως, για παράδειγμα, το άγριο ξυλοκόπημα ενός αγοριού στο βιβλίο του Ντέξτερ, που το παρακολουθεί ατάραχη η μητέρα του, και που παραπέμπει σε βιασμό), δεν αναζητά μόνο την πρωτοτυπία του θέματος, αλλ΄ ευτυχώς καταγγέλλει κιόλας όλα τα παραπάνω.

Ένας σερίφης,  που στην καριέρα του έχει «φάει» καμιά εικοσαριά νέγρους, τολμά να ποδοπατήσει έναν λευκό της «κάστας» των Βαν Βέτερ που επικρατεί στον τόπο και «νομοθετεί» αυτοδικαίως. Το αποτέλεσμα είναι να βρεθεί στον αυτοκινητόδρομο ξεκοιλιασμένος από το στομάχι μέχρι τη βουβωνική χώρα. Ο εξάδελφος του θύματος, Χίλαρι Βαν Βέτερ, εξουσιοδοτημένος από το σόι να δολοφονήσει τον σερίφη, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Αλυσοδεμένος στη φυλακή ο Βαν Βέτερ λαμβάνει μιαν επιστολή από μια γυναίκα που δεν έχει ποτέ του συναντήσει, ωστόσο είναι ερωτευμένη μαζί του εξ αποστάσεως και πεπεισμένη πως πρέπει ν’ αθωωθεί και ν’ αφεθεί ελεύθερος.

Η - κάπως «δεύτερη» - Σάρλοτ Μπλες προέρχεται από τη Νέα Ορλεάνη, όπου η δουλειά της στο ταχυδρομείο τής επιτρέπει να φαντασιώνεται τις ζωές των άλλων. Αλληλογραφεί συστηματικά με θανατοποινίτες, τους φαντάζεται στα κελιά τους σκορπισμένους σε δεκάδες πολιτείες να την φαντασιώνονται, ενώ η ίδια προκαλεί ένταση σεξουαλική στο διάβα της. Οι άντρες του βιβλίου έχουν ακούσιες εκσπερματώσεις, ποθούν την Σάρλοτ, και ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να κατασκευάσει μια femme fatale που θ’ αγαπηθεί από το κοινό. Η Σάρλοτ προσπαθεί ν’αποδείξει την αθωότητα του Βαν Βέτερ με την υποστήριξη των δύο ρεπόρτερ από το Μαϊάμι, του Γιάρντλεϊ Έικμαν και του αφελούς Γουώρντ Τζέιμς.  Το Paperboy λοιπόν αφηγείται την ιστορία δύο αδελφών που ως χαρακτήρες διαφέρουν αρκετά: του Γουώρντ Τζέιμς, του φιλόδοξου ρεπόρτερ των Miami Times, και του νεαρού αδελφού του Τζακ (που είναι και ο αφηγητής του βιβλίου), που παράτησε το κολέγιο για να δουλέψει ως διανομέας της τοπικής εφημερίδας που εκδίδει ο πατέρας τους. Είναι χαρακτηριστική η αρχή του βιβλίου:

«Ο αδελφός μου ο Γουώρντ υπήρξε κάποτε διάσημος. Δεν το αναφέρει κανείς πια, και υποθέτω ότι κανείς δεν έχει διάθεση να το ανασκαλέψει, και λιγότερο απ’ όλους ο πατέρας μου, που σε σχέση με άλλα θέματα λατρεύει τα πράγματα που δεν μπορεί πια ν’ αγγίξει ή να δει, αυτά που έχουν ξεπλυθεί από ελαττώματα κι από αμφιβολίες στα τόσα χρόνια που τα κρατάει στη μνήμη του, ξαναπλάθοντάς τα καθώς τα φέρνει στο φως και διηγείται τις ιστορίες ξανά και ξανά, ώσπου τελικά οι ίδιες ιστορίες και όσα είχαν μέσα τους να γίνονται τόσο τέλειες και κοφτερές όσο η λεπίδα του μαχαιριού που έχει στην τσέπη του.»

Ο Γουώρντ Τζέιμς επιστρέφει στη μικρή κομητεία Μόουτ, στην κεντρική Φλόριντα, μαζί με τον συνεργάτη του, με σκοπό να κάνουν μια έρευνα για λογαριασμό του εντύπου τους και ζητάει από τον μικρότερο αδελφό του Τζακ να τους οδηγήσει στην περιοχή, που τη γνωρίζει καλά. Έτσι ο Ντέξτερ παραδίδει στον Τζακ τη σκυτάλη της αφήγησης. Ο Γιάρντλεϊ Έικμαν, κινείται από φιλοδοξία. Ο Γουώρντ Τζέιμς, από ιδεαλιστική αντίληψη περί δημοσιογραφίας, όπως και ο πατέρας του, εκδότης επαρχιακής εφημερίδας, που δεν είναι τυχαίο ότι κατάγεται από την κομητεία Μόουτ και φέρει ενστιγματικά ενοχές για τα ήθη της. Δυστυχώς, όπως έχει συνειδητοποιήσει, με ωμότητα, μελαγχολία αλλά και τρυφερότητα ο Τζακ, ο μικρός αδελφός του Γουώρντ και αφηγητής του μυθιστορήματος, «οι ιδεολόγοι γίνονται βορά στις ορέξεις των συναδέλφων τους». Η Σάρλοτ οδηγεί το νήμα της υπόθεσης με κριτήριο την παρόρμησή της, εκμεταλλευόμενη τα θέλγητρά της και τους δυο αδελφούς. Ασαφείς ενδείξεις, αβάσιμα τεκμήρια και επινοημένες λεπτομέρειες των δημοσιογράφων κατορθώνουν εν τέλει να δώσουν την εντύπωση ότι ο Βαν Βέτερ είναι τάχατες αθώος, και μάλιστα ότι είναι θύμα της «αυτοδικίας των rednecks. Ο Γιάρντλεϊ ξαναγράφει την ιστορία, προσθέτοντας κάποια «χρήσιμα» ψέματα, και τη δημοσιεύει. Το αποτέλεσμα είναι ν’αφεθεί ελεύθερος ο θανατοποινίτης Χίλαρι Βαν Βέτερ, και η ιστορία του Γιάρντλεϊ να κερδίσει το Βραβείο Πούλιτζερ. Ωστόσο, παρά την παράλογη τροπή της υπόθεσης, στο τέλος αποκαλύπτεται το ψεύδος της ιστορίας του Γιάρντλεϊ, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η επαγγελματική υπόληψη των δυο δημοσιογράφων. Ο Ντέξτερ κατά βάθος είναι ηθικολόγος. Ο ένας από τους ήρωές του, ο Γιάρνλεϊ, αποφασίζει να γίνει συγγραφέας, όπως αντίστοιχα έκανε κάποτε και ο ίδιος ο Ντέξτερ. Ο  Γουώρντ, παραμένοντας αμετανόητα ρομαντικός, αυτοκτονεί. Όσο για τη Σάρλοτ, αυτή αναγκάζεται ν’ακολουθήσει με το ζόρι στα βαλτοτόπια του Νότου με τον πρώην θανατοποινίτη, που στο τέλος την δολοφονεί, γιατί βεβαίως, πέρα από φαντασίωση, είναι και ένας στυγερός δολοφόνος, παρά τις παραπλανητικές εντυπώσεις της δημοσιότητας. Κλασική αμερικανική συνταγή, χωρίς αμφιβολία.

Ο Πητ Ντέξτερ έγραφε επί χρόνια για την Philadelphia Daily News και για άλλες αμερικανικές εφημερίδες. Το 1981, όταν ξυλοκοπήθηκε άγρια με μπαστούνια του μπέιζμπωλ από μια ομάδα αλήτες για κάτι που είχε γράψει, αποφάσισε να γίνει μυθιστοριογράφος. Σήμερα, βραβευμένος πλέον συγγραφέας και σε προχωρημένη ηλικία, ζει γράφοντας στο Whidbey Island, στην πολιτεία Ουάσινγκτον. Έγραψε το God's Pocket (1983), το Deadwood (1986), το Paris Trout (1988, βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος), το  Brotherly Love (1991), τον Τύπο του Τύπου (1995, επίσης βραβευμένο με το βραβείο ΡΕΝ), το Train (2003) και το Spooner (2009). Ο Τύπος του Τύπου γυρίστηκε σε ταινία (The Paperboy) με πρωταγωνιστές τον Τζον Κιούζακ και τη Νικόλ Κίντμαν.

Nίκος Ξένιος

 

Ονειροπληξία, ποίηση, Ζαχαρίας Στουφής, Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2012


Στις μέρες μας, η επιγραμματικότητα στην ποίηση θεωρείται μεγάλη αρετή, γιατί οι ποιητές προσπαθούν όλο και σε λιγότερους στίχους να εκφράσουν ολοκληρωμένα νοήματα. Το ποίημα μικραίνει, γίνεται κραυγή, που προσπαθεί να ταρακουνήσει τον αναγνώστη. Όμως, πολλοί ποιητές, στην προσπάθειά τους να γράφουν ολιγόστιχα ποιήματα, καταλήγουν να μην καταφέρνουν να αποδώσουν το νόημα, που θέλουν, με αποτέλεσμα το ποίημα να φαντάζει μισοτελειωμένο.

Τέτοιες σκέψεις μας έρχονται στο νου, διαβάζοντας το βιβλίο του Ζαχαρία Στουφή Ονειροπληξία από τις πάντα καλαίσθητες Εκδόσεις Φαρφουλάς. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, που περιλαμβάνει ολιγόστιχα και νοηματικά άρτια ποιήματα. Τα μεγαλύτερα ποιήματα της συλλογής είναι εξάστιχα, ενώ υπάρχουν μέχρι και μονόστιχα ποιήματα. Η ποιητική συλλογή Ονειροπληξία του Ζαχαρία Στουφή είναι συγκεντρωτική έκδοση τριών παλιότερων ποιητικών συλλογών του:

Η πρώτη συλλογή φέρει τον τίτλο Ονειροπληξία και περιλαμβάνει ποιήματα, που αναφέρονται στα όνειρα, αλλού με την αίσθηση του ανικανοποίητου πόθου και αλλού στη σύγκριση με μια εφιαλτική πραγματικότητα: «Αχ, ήθελα τόσο πολύ να σ’ αγγίξω, / που την αυγή, / βρήκα τα χέρια μου / παραμορφωμένα.»

Η δεύτερη συλλογή φέρει τον τίτλο Χαωδία και περιλαμβάνει ποιήματα, που μας υπενθυμίζουν το προαιώνιο, θεμελιώδες ερώτημα του ανθρώπου για το τι ακριβώς είναι το Σύμπαν. Είναι όλα όπως τα βλέπουμε ή μήπως ζούμε σε μια ψευδαίσθηση; «Δεν συμβαίνει μόνο ό, τι αισθανόμαστε» γράφει ο Ζαχαρίας Στουφής, για να καταλήξει ότι: «κι αυτό που αισθανόμαστε / δεν είναι σίγουρο πως συμβαίνει.»

Η τρίτη συλλογή φέρει τον τίτλο Νεκρώσιμα. Εδώ ο ποιητής μας αποκαλύπτει τη φιλοσοφία του για τον θάνατο. Σε αντίθεση με τον πεσιμισμό του Καρυωτάκη και τον πεισιθάνατο ρομαντισμό του Βασειλιάδη και του Παπαρηγόπουλου, ο Ζαχαρίας Στουφής συμφιλιώνεται με την ιδέα του θανάτου, με την τραγικότητα, που νιώθει ο άνθρωπος, καθώς είναι το μόνο πλάσμα της φύσης, που γνωρίζει ότι κάποτε θα πεθάνει. Ο ποιητής θέλει να θυμάται, όσους έφυγαν απ’ τη ζωή, τόσο στα όνειρα, όσο και στην πραγματικότητα, γιατί ο νεκρός πεθαίνει για δεύτερη φορά, όταν τον ξεχνάνε: «Θα έρχομαι στον τάφο πιο συχνά, / μα να σε βλέπω που και που στα όνειρά μου.»

Κλείνοντας αυτό το μικρό μας ταξίδι, στην ποιητική συλλογή του Ζαχαρία Στουφή Ονειροπληξία, θα θέλαμε να συγχαρούμε τον ποιητή, ελπίζοντας, σύντομα να δούμε κι άλλα από εκείνα, που όπως χαρακτηριστικά μας αναφέρει ο ίδιος στον επίλογο του βιβλίου του, είναι όσα δεν τόλμησε να γράψει «με μαύρο σπρέι στους τοίχους».

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 

Πανόραμα βιβλίων


- Δυο πολύ όμορφα, χαριτωμένα και ιδιαιτέρως φροντισμένα παραμύθια κυκλοφόρησαν οι συγγραφείς που ζουν στην Κω, Βασίλης Κουτσιαρής και Γιάννης Διακομανώλης. Το πρώτο έχει τον τίτλο Ένα απρόσμενος φίλος (σε εικονογράφηση της Ζωής Λούρα) και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη (2012). Το δεύτερο έχει τον τίτλο Ένα αστέρι για μένα (σε εικονογράφηση της Ελίζας Βαβούρη) και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παρρησία (2012) -έχει λάβει και έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.

- Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη η Ανθολογία Ερωτικής Ποίησης (κρατώ την καρδιά σου (την κρατώ μες στην καρδιά μου)), σε επιμέλεια - μετάφραση - εισαγωγή του ποιητή Χάρη Βλαβιανού. Ανθολογούνται μεταξύ άλλων, οι Σαπφώ και Κάτουλλος αλλά και οι Γέιτς και Άσμπερι, όπως και οι Κάμμινγκς και Ντίκινσον.

- Κάθαρση είναι ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής του κριτικού κινηματογράφου Νίνου Φένεκ Μικελίδη (Εκδόσεις Κέδρος, 2013). Η αγάπη μου 'πες, ζει / και χωρίς ήλιο.

- Για ό,τι δε γνωρίζεις αδημονείς / Τώρα είσαι σημείο. Από τη δεύτερη ποιητική συλλογή Ενήλικα σώματα της Λένας Σαμαρά που κυκλοφόρησε το 2011 από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης (η πρώτη συλλογή έχει τίτλο Ανάποδο μνημονικό και κυκλοφόρησε το 2009).