Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

Φαρενάιτ 451 του Ρέυ Μπράντμπερυ

Φάρεναϊτ 451, Μυθιστόρημα, Ρέυ Μπράντμπερυ, μτφρ. Βασίλης Δουβίτσας, Εκδόσεις Άγρα, 2012


Στους 451 βαθμούς της κλίμακας Φάρεναϊτ το χαρτί πιάνει φωτιά και φυσικά καίγεται. Άγνωστο αν συμβαίνει το ίδιο με τις ιδέες και τις αμφιβολίες. Έχουμε λοιπόν ενώπιόν μας μια καινούργια μετάφραση και έκδοση ενός κλασικού μυθιστορήματος του εικοστού αιώνα. Στην έκδοση συμπεριλαμβάνονται τέσσερα επιπλέον κείμενα: ως προανάκρουσμα στην παρούσα χρησιμοποιείται η νέα εισαγωγή του ίδιου του συγγραφέα Ρέι Μπράντμπερυ για την επετειακή έκδοση του μυθιστορήματος το 2003 -επ' αφορμή της συμπλήρωσης μισού αιώνα από την πρώτη του κυκλοφορία- αλλά και τρία επιλογικά κείμενα. Το πρώτο εξ αυτών είναι το επίμετρο που ετοίμασε ο συγγραφέας για την έκδοση του 1982, το δεύτερο ονομάζεται Φινάλε και είχε τον ίδιο ρόλο στις εκδόσεις του 1979 και του 1987, ενώ το τρίτο εμφανίστηκε είτε ως εισαγωγή (έκδοση του 1993) είτε ως επίμετρο (έκδοση του 2003). Η νέα αυτή έκδοση από την Άγρα εμφανίζεται επιπλέον με το αυθεντικό εξώφυλλο με το οποίο πρωτοκυκυκλοφόρησε το μυθιστόρημα. Τι ακριβώς λοιπόν το θελκτικό έχει αυτό το βιβλίο και επανεκδίδεται συνεχώς σε όλο τον κόσμο;

Ας ξεκινήσουμε με την υπόθεση: σε ένα δυστοπικό μέλλον στην Αμερική, η πυροσβεστική υπηρεσία έχει αναλάβει έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο. Αντί να σβήνει, ανάβει φωτιές στα εντοπιζόμενα -συνήθως μετά από καταγγελία- βιβλία αλλά και στα σπίτια που τα φιλοξενούν. Η αιτιολόγηση δεν είναι στενά ιδεολογική αλλά καθολική. Τα βιβλία προκαλούν ερωτήματα, τα ερωτήματα δυσθυμία, η δυσθυμία δυστυχία. Ο κόσμος επιτρέπεται να ''διασκεδάζει'' μόνο με ψυχαγωγικές εκπομπές που φθάνουν σε κάθε σπίτι μέσα από οικιακές, επίπεδες οθόνες. Ο πυρονόμος Γκάι Μόντανγκ όμως είναι κάπως διαφορετικός: του γεννώνται διάφορα ερωτήματα και αμφιβολίες, αμφιβολίες που επιτείνονται μετά από τη γνωριμία με την παράξενη γειτονοπούλα του Κλαρίς ΜακΚλέλλαν. Στους αντίποδες βρίσκονται ο προϊστάμενος του Μόντανγκ, Μπίτι – εντελώς συνειδητός υποστηρικτής του στάτους της καύσης των βιβλίων- και η αποχαυνωμένη, εθισμένη στα φάρμακα και στην τηλεόραση σύζυγος του κεντρικού ήρωα. Ο πρώτος τον υποψιάζεται για κρυφοβιβλιοφιλία, η δεύτερη που γνωρίζει πράγματα εν τέλει τον καταδίδει καθώς γρήγορα ο Μόντανγκ αρχίζει να κλέβει βιβλία και ασφαλώς να τα διαβάζει. Ο Μόντανγκ συναντά το εκκεντρικό, το αλλόκοτο -με τη μορφή της Κλαρίς- εκείνο που ακριβώς η εκκεντρικότητά του θέτει τα ερωτήματα: ουσιαστικά αυτή η συνάντηση πυροδοτεί -εδώ και με μια ιδιαίτερα ειρωνική σημασία του ''πυροδοτεί''- την έγερσή του, το πρώτο βήμα για την αυτομόλησή του. Ο ήρωας, μετά την εξαφάνιση της Μακ Κλέλλαν και τη γνωριμία του με έναν εξίσου μυστηριώδη πλην γοητευτικό πρώην καθηγητή λογοτεχνίας επ' ονόματι Φάμπερ, βρίσκεται κυνηγημένος για να καταλήξει στην ύπαιθρο όπου συμβαίνει και το -εξαιρετικό κατ' εμέ- φινάλε της αφήγησης.

Τι αρέσει λοιπόν σε αυτό το μυθιστόρημα και παραμένει στην επικαιρότητα για παραπάνω από μισό αιώνα; Κατ΄ αρχάς η διαχρονικότητα του, που δεν αμφισβητείται εύκολα· γράφεται σε μια εποχή που ο κόσμος έχει ήδη ζήσει την καύση βιβλίων από τους Ναζί και η επιτροπή αντι-αμερικανικών ενεργειών του στρατηγού Μακάρθυ δημιουργεί τρόμο εξαπολύοντας ένα εξελιγμένο κυνήγι μαγισσών του εικοστού αιώνα. Το ερώτημα της καταστολής των ιδεών βέβαια παραμένει διαρκώς επίκαιρο ούτως ή άλλως. Αναφορικά με το καθ΄ εαυτό στόρυ, το δίχως άλλο πρόκειται για μια πολύ καλή ιδέα. Επίσης βρίσκω εξαίσιο, το πιο δυνατό του βιβλίου, το σημείο όπου εξιστορείται και δικαιολογείται από τον Μπίτι το χρονικό των αιτιών και της έναρξης της καύσης των βιβλίων (σελ. 93-94). Θα προσέθετα πως ο συγγραφέας έχει ένα ιδιαίτερο ταλέντο να περιγράφει όψεις της ζωής (είτε συμπεριφορικές είτε πραγματολογικές όπως οι επίπεδες οικιακές οθόνες) που επιβεβαιώθηκαν ως πραγματικότητα πολλά χρόνια αργότερα. Επ' αφορμή της αφηγηματικής συνθήκης, ''τα βιβλία'', συχνές είναι αναφορές και σε άλλους συγγραφείς ή ακόμα και ποιητές.

Εν τούτοις, θεωρώ πως ακριβώς αυτές οι αρετές γίνονται η αφορμή για να μην αναφέρονται και οι αδυναμίες του: βαριά συνεχόμενα επίθετα και εκτενέστατες, μακροσκελείς περιγραφές προσωπικά μου ανέκοψαν το ρυθμό ανάγνωσης του και σε ορισμένα σημεία κουράζουν, παρά την πολύ καλή μεταφραστική δουλειά του Βασίλη Δουβίτσα. Δεν είναι τυχαίο πως θεωρώ πως πρόκειται για μια από τις λίγες περιπτώσεις όπου η αντίστοιχη ταινία -από τον Φρανσουά Τρυφώ το 1966 και με κάποιες αφηγηματικές αλλαγές σε σχέση με το πρωτότυπο- αφήνει την εντύπωση πως είναι τουλάχιστον ισάξια αν όχι ανώτερη από το βιβλίο στο οποίο στηρίχθηκε. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στο σταδιακό γράψιμο-μεγάλωμα του βιβλίου, καθώς ο Μπράντμπερυ επισημαίνει πως είχε ήδη γράψει μια πρώιμη εκδοχή του μυθιστορήματος με τον τίτλο Ο Πυροσβέστης και στη συνέχεια μια εκτενέστερη, πριν  καταλήξει στην οριστική που γνωρίζουμε. Επισημαίνω επίσης και μια χτυπητή αντίφαση. Η περιγραφή ενός αντι-διανοητικού κόσμου συμβαίνει με έναν εντελώς διανοητικό τρόπο, με μια εξεζητημένη γλώσσα, όπως συμβαίνει και με τις ατάκες των ηρώων, γεγονός που δικαιολογείται χαρακτηρολογικά μόνο για τον Μπίτι.

Το Φάρεναϊτ 451 είναι ασφαλώς μια μελλοντολογική αφήγηση. Πυρήνας της είναι η κρατική, προληπτική λογοκρισία υπό ένα υπερ-ιδεολογικό κριτήριο. Αυτό που τιμωρείται είναι η κατοχή βιβλίων γενικώς, όχι η κατοχή βιβλίων συγκεκριμένης ιδεολογικής ή αισθητικής απόχρωσης. Ένας έμμεσος δηλαδή, ιδιότυπος αλλά πλήρης ολοκληρωτισμός. Αυτό που επιδιώκεται στον κοινωνικό σχηματισμό του Φάρεναϊτ 451 είναι η αποθέωση της ταχύτητας και συνάμα η απώθηση της κριτικής και της μνήμης. Σας θυμίζει μήπως κάτι;

Εάν το 1984 και Θαυμαστός νέος κόσμος μας μεταφέρουν σε εποχές αρνητικής ουτοπίας, το Φάρεναϊτ 451 αποτελεί κατά ένα τρόπο μια περισσότερο εξελιγμένη υπόθεση άσκησης βιο-εξουσίας, μιας εξουσίας αποκεντρωμένης σε ένα βαθμό μεν αλλά διαχεόμενης – εδώ παραπέμπουμε ασφαλώς στις αναλύσεις του Μισέλ Φουκώ. Εμμέσως βέβαια αλλά εντελώς ξεκάθαρα θίγεται και το ζήτημα της τεχνοεπιστήμης -η ρίζα τούτης της αναφοράς αναγνωρίζεται, όπως και στις άλλες δυστοπίες, στο Εμείς του Ζιαμάτιν. Η κοινωνία  στην οποία αναφέρεται ο Μπράντμπερυ είναι τεχνοκρατούμενη και η γνώση παρέχεται αφειδώς μεν, με τη μορφή της άκριτης πληροφορίας δε.

Η υπόθεση του Φάρεναϊτ 451 όμως εγείρει κι ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που συνήθως παραγνωρίζεται: αποτελεί το βιβλίο ένα θέσφατο, μια αυταξία; Δε γράφονται ''κακά'' βιβλία, ή βιβλία που διασπείρουν το μίσος; Προς τι λοιπόν η διαρκής αποθέωση του ''μέσου''; Η βιβλιογραφία περί βιβλίων, βιβλιοφιλίας και βιβλιοθηκών δεν είναι αμελητέα. Θα μπορούσαμε να πούμε, εν συντομία, πως το βιβλίο αποτελεί σε μεγάλο βαθμό έναν συμβολισμό, την υλική εκφορά μιας διανοητικής και χειραφετικής πράξης. Η δίωξή του σημαίνει πολύ περισσότερα από την δίωξη ενός οποιουδήποτε αντικειμένου.

Ο Γιώργος Λαμπράκος -στην πληρέστερη παρουσίαση/κριτική που έχει γραφτεί στα ελληνικά για το βιβλίο, κατατάσσει το βιβλίο, όπως και τους προνομιακούς του συνομιλητές/ συγγενείς 1984 και Θαυμαστός νέος κόσμος περισσότερο στην κατηγορία της 'εικοτολογικής μυθοπλασίας' παρά σε αυτή της επιστημονικής φαντασίας, στηριζόμενος στο ότι κινούνται περισσότερο στο πλαίσιο του νοητού και επιστημονικά εφικτού. Θα προσέθετα πως το αξιομνημόνευτο σχετικά με τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας, εκτός του ότι με τον καιρό κατόρθωσαν -όπως και η αστυνομική λογοτεχνία- να περάσουν την λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την ''κανονική'' από την ''ανάλαφρη'' λογοτεχνία, είναι πως πολλές φορές μοιάζουν προφητικά και ακριβώς αυτό το δυνητικά εφικτό τα φέρνει πιο κοντά στην αναγνωρισμένη λογοτεχνία. Δεν έχουμε να κάνουμε θα έλεγα για μια προσπάθεια τιθάσευσης, περιορισμού της φαντασίας αλλά περισσότερο για μια ικανότητα 'διαβάσματος' από τη μεριά του συγγραφέα των μηνυμάτων των καιρών, για μια οδό που κατορθώνει να φέρει τη φαντασία κοντά στο ''γήινο'' δίχως να την καθιστά υπολειπόμενη σε δημιουργικότητα. Στον Μπράντμπερυ λοιπόν πιστώνεται, όπως έγραψαν και οι Times της Νέας Υόρκης στη νεκρολογία του, και η είσοδος της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας στη mainstream λογοτεχνική σκηνή.

Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι η μαζική κουλτούρα έχει βρει άλλον τρόπο για να υπερνικήσει την αμφιβολία: τα βιβλία παραπετώνται εκουσίως -διαβάστε σχετικά τις έρευνες για τις αναγνωστικές συνήθειες των Ελλήνων. Σκέφτομαι λοιπόν, πως η υπόθεση της εξουσίας και των ολοκληρωτισμών δεν είναι σχεδόν ποτέ μονομερής: δηλαδή το 'περήφανο'', καταπιεζόμενο άτομο έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά πάντα απαιτεί ένα βαθμό συναίνεσης. Στην περίπτωση του  Φάρεναϊτ 451 η απαραίτητη συνθήκη της μετέπειτα απαγόρευσης κατοχής υπήρξε η απαξίωση, το παραμέρισμα των βιβλίων από τους ίδιους τους ανθρώπους.

Συμπερασματικά: το  Φάρεναϊτ 451 αξίζει να διαβαστεί καθώς διαθέτει λογοτεχνική αξία αλλά ανοίγει επιπλέον, όπως προσπαθήσαμε να καταδείξουμε, τη συζήτηση και για πολλά ευρύτερα ζητήματα. Και υποψιάζομαι πως ο Ρέι Μπράντμπερυ θα έβρισκε εξαιρετική -λογοτεχνικά- την ιδέα να φορολογούνται οι συγγραφείς πολύ περισσότερο απ' ότι πληρώνονται, αν και όταν πληρώνονται, ώστε να μειωθεί δραματικά ο αριθμός των βιβλίων που κυκλοφορούν. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Ιορδάνης Κουμασίδης