Top menu

Πανόραμα Αναγνώσεων: 8 βιβλία [Προτάσεις & κριτικές]

Λεβάντα στο Δεκέμβρη, ποίηση, Κάλλια Παπαδάκη, Εκδόσεις Πόλις, 2011


Λεβάντα στο Δεκέμβρη, η πρώτη ποιητική συλλογή της Κάλλιας Παπαδάκη, γεννημένη το 1978, που έκανε την εμφάνισή της στα γράμματα με τη σπονδυλωτή συλλογή διηγημάτων Ο ήχος του ακάλυπτου (εκ. Πόλις 2009) το οποίο της χάρισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του περιοδικού Διαβάζω.

Η Κάλλια Παπαδάκη μας συστήνεται, ήδη, από το εξώφυλλο. Μας δίνει πολλές πληροφορίες τόσο για την ίδια, όσο και για τα όσα πρόκειται να διαβάσουμε. Ξαφνιάζει ο τίτλος, Λεβάντα στο Δεκέμβρη`, γνωρίζοντας ότι η λεβάντα ανθίζει τον Ιούλιο, σε συνδυασμό με το μωβ χρώμα του εξωφύλλου, τις κάθετες ρίγες, τις πολύ έντονες στην αφή, και τον πίνακα του Philip Guston- η ζωγραφική του οποίου εντάσσεται στο κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, κίνημα που η ουσία του αντικατοπτρίζεται στην αυθόρμητη έκφραση του υποκειμένου- ο οποίος κοσμεί το εξώφυλλο και φέρει τον τίτλο: Χειμώνας 1.

Λάτρης των αντιθέσεων, αλλά και της νοσταλγίας, με τη λεβάντα μες στο καταχείμωνο, η Κάλλια Παπαδάκη του μωβ χρώματος- της θλίψης, της αφής που αγγίζει κάθετα- χωρίς τους κύκλους που αφήνουν μετέωρο το νόημα, και αυθόρμητη στην ποιητική της έκφραση, αρέσκεται στο να «παίζει» με τη φόρμα των ποιημάτων της, άλλοτε μικρά σαν πνιχτές ανάσες, άλλοτε μεγαλύτερα σαν κραυγές που ψάχνουν να βρουν αντίλαλο, και ανάμεσά τους και ένα πεζόμορφο που περικλείει την πεζογράφο Παπαδάκη.

Χωράει αβίαστα μέσα της όλη την πραγματικότητα που βιώνει, το ίδιο αβίαστα την προσφέρει στον αναγνώστη. Τον παίρνει μαζί της στις αίθουσες αναμονής, λίγο πριν το ταξίδι, επιβιβάζεται- αποβιβάζεται, γνωρίζει την πόλη, τις πόλεις, ψιθυρίζει μικρά μυστικά με ανάσα παγωμένη από το χιόνι, χαράζει τις λέξεις με αφή καυτή από την καλοκαιρινή άμμο, μιλάει για τον έρωτα, τους έρωτες, αναρωτιέται, μετεωρίζεται ανάμεσα σε δυο κόσμους, σε δυο ηλικίες, σε δυο εποχές. Πάλι οι αντιθέσεις, πάλι τα άκρα, πάλι η νοσταλγία. Μπορεί όμως και επιστρέφει εκεί όπου οι άλλοι την περιμένουν, σε όλες τις καθημερινότητες που στοιβάζονται σαν:

υπόσχεση

οι υποσχέσεις μοιάζουν με σκιάχτρα
φυλάνε αυτά που δεν μπορέσαμε
να περισώσουμε οι ίδιοι

 


Μην ψάξετε για σημεία στίξης στο προηγούμενο δείγμα γραφής της Κάλλιας Παπαδάκη. Της αρέσει επίσης, να ανατρέπει τους κανόνες, τουλάχιστον αυτούς της γραμματικής. Σαν να μην έχει αρχή, σαν να μην έχει τέλος, σαν να πρόκειται για ένα κείμενο σε εξέλιξη. Κάνει τους δικούς της διασκελισμούς στις αισθήσεις: αφουγκράζονται με την αφή, προσωποποιεί το άψυχο, όχι το οποιοδήποτε άψυχο αλλά αυτό που εγκλωβίζει την κραυγή στο αστικό τοπίο: έσκουζε το τσιμέντο. Πλάθει τη γλώσσα της την ποιητική: θα βράδιαζε μια μέρα παράταση, σε σκέπασα με την εξάντληση της ημέρας, δε με χωρούσαν τα παπούτσια μου με έναν πολύ ιδιαίτερο προσωπικό, εσωτερικό ρυθμό, τέτοιον που η ποίηση αγαπά να ακούγεται, ο οποίος γίνεται περισσότερο αντιληπτός, κυρίως, στα πιο μικρά όπως στο:

τόσοι δα

ώρες κοινές
μικρές κι ανήσυχες
οι μέρες, οι νύχτες, οι ώρες
κοινές,
μικρές πολύ,
μικροί κι εμείς οι πολλοί κι ανήσυχοι


Η Κάλλια Παπαδάκη της ανησυχίας, μέσα από τα γραπτά της, δεν ανήκει στους πολλούς, μα ούτε και στους μικρούς κι αυτό γιατί, έχει να προσφέρει πολλά στη λογοτεχνία μέσα από στιγμές και ώρες και μέρες και χρόνια, εύχομαι, που θα ψιθυρίζουν την αλήθεια.

Μαρία Τσιράκου


Συγκεχυμένες Αγάπες, διηγήματα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011


Ο Βασίλης Καραγιάννης έχει ένα τάλαντο πολύ δυνατό, γυμνασμένο. Ύφος χειμάρρου. Άλλοτε με καθαρά νερά, λάμποντα, άλλοτε με θολούρα  και καταχνιά, άλλοτε με θυμό ποταμού που καθαρίζει και πνίγει. Και με τις εναλλαγές της διήγησης και του σχολιασμού διαπερνάει την ψυχή μας και διαλύει το νου μας:  με το άνθισμα χαμόγελου, με το ρεύμα της οργής, με την ικανοποίηση του «Βασίλη χτύπα». Η  χάρη του βρίσκεται σε κείνη τη συντελική ειρωνεία, τη διάχυτη και μη κακή, πλην τρομερά σχολιαστική προκειμένου να περάσει, να καρφώσει μέσα μας εκείνο που θέλει να πει τίμια  κι ευθύβολα. Αν θυμάμαι καλά, είχα γράψει παλαιότερα για το μυθιστοριογράφο και το διηγηματογράφο Βασίλη Καραγιάννη: «Δεν παίζεται ο άνθρωπος». Το ξαναλέω! Γι’ αυτόν τον προικισμένο συγγραφέα, με το αμίμητο, το μονα – δικό του ύφος γραφής, ο κόσμος του γίνεται διάφανος.

Δεν μπορεί να κρυφτεί. Σου φωνάζει: «είμαι εδώ, επίπεδος, με τις αγκυλώσεις μου, με τις αμαρτίες μου, με την πονηριά μου, με την καταραμένη ανάγκη της επιβίωσης. Τί θέλεις να κάνω»; Ακούς το Μποέμ να σου το λέει, χωρίς να προλαβαίνεις να του απαντήσεις, να τον κατηγορήσεις, να τον αθωώσεις, έστω. Έχουν μια τέτοια αυτονομία τα πρόσωπα των διηγημάτων του, που σηκώνεις τα χέρια. Ακόμα και κείνη η νεκρή, η «αγαμ..η», που ο μετανάστης  της ανοίγει το λάκκο και ο ζωγράφος  πασχίζει,  μεταξύ χρωμάτων και πτωμάτων, να διασώσει τη μνήμη της, προδίδει το πορτραίτο μιας χαμένης ζωής που δεν θα έχει πλέον ούτε τη δυνατότητα να παραδώσει την παρθενικότητά της  στον πρώτο περαστικό, όπως η ηρωίδα του Τέννεση Ουίλιαμς στο «Καλοκαίρι και καταχνιά».

Ένας ανεμοστρόβιλος αφηγηματικού και σχολιαστικού λόγου με τόσο γρήγορες εναλλαγές, που δεν συνειδητοποιείς πως «αφέθηκες και ενδίδεις», για να θυμηθούμε τον Καβάφη. Τα πρόσωπά του δεν είναι ακραίες μορφές ζωής. Είναι του γνωστού μας  κύκλου  ιστορικών περιόδων, του  Εθνικού διχασμού  και του κοινωνικού μας γίγνεσθαι, με ό,τι αυτό σημαίνει, προ παντός σε ό,τι βαθιά σημάδεψε τη ζωή μας. Οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο συγγραφέας δεν σκαρώνει κάποιες φιγούρες. Αντίθετα είναι το έργο του μια δραματική μαρτυρία – καταγγελία κατά των δημιουργών των φοβερών εποχών και  της εμφύλιας, όπου η επιβίωση αλλοίωνε την ανθρώπινη υπόσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας πέφτει στην παγίδα της αλλοίωσης των αισθητικών του μορφών. Κρατάει την τέχνη του άγρυπνή για να δώσει την προσωπική αντίσταση του καθένα, για να μη χάσει την υπόστασή του. Από τη σκοπιά αυτή, αυτός ο κάσμος που κινεί ο Βασίλης Καραγιάννης, αυτός ο αισθητικός κόσμος, αφήνει αβίαστα μα σταθερά ν’ αναδύεται, χωρίς καμμιά φιλολογική διάθεση, ο ψυχισμός των προσώπων, που εννοούν να μην παραδίδονται. Η κυρά Λένη του διηγήματος «ο Μποέμ και οι Βοημοί της μνήμης μας» είναι μια γυναίκα μέσ’ απ’ την οποία αποκαλύπτεται το εύρος του κόσμου εκείνου του καιρού, που ρήμαζε αδιάκρτα και άκριτα. Ο δε συγγαφέας με αδρές γραμμές και λιτές κουβέντες μας δίνει τη διάσταση της φονικής εποχής. «Η κυρά Λένη πέθανε εκατονταετής με πολλαπλές συντάξεις, μέχρι και της εθνικής ημών αντιστάσεως έπαιρνε. Αυτή την έφερε παιδάριο η αρχόντισσα γιαγιά – μάνα της κατάλοιπο προηγούμενου  και διαλυμένου κακήν κακώς γάμου, ……..Τον Μποέμ η κυρά Λένη τον είχε αγκαλιά διμηνίτη, όταν η εμφύλια εθνικοφροσύνη τους έχωσε στην αυτοσχέδια φυλακή αδίκαστη  αυτήν (βυζαμαστάζοντα αυτόν) ως τροφοδοτούσα τους αντάρτες με ειρηνικό χαρτί και μολύβι. Φοβερό το έγκλημα!»  Αυτός ο Μποέμ  είναι παράδειγμα επιβίωσης, έστω κι αν δε μπορούσε παρά να εξαπατήσει την κυρά Λένη, όταν βάφτιζαν το παιδί της και κείνη περίμενε τα συχαρίκια του ονόματος, που ήθελε να είναι Γιώργος, το όνομα του πατέρα της.  Ο Μποέμ ήταν κοντά στην πόρτα της,  φώναξε το Γιώργος, άρπαξε το τάληρο, καθώς ξεκινούσε «το κοπάδι των νεαρών από το νάρθηκα» και πήρε τα βουνά Το όνομα ήταν Αλκιβιάδης, από το άλλο σόϊ.

Ο μυθιστοριογράφος των «6,6 (Ρίχτερ) της σκηνοπηγίας» επανέρχεται, καθώς τότε τον βρήκε ο σεισμός στ’ Άγιον Όρος. Παραμένει σπαρταριστός, όπως και σε κείνο του το μυθιστόρημα. Όλα του τα διηγήματα -  οχτώ – είναι έργα τέχνης υψηλής, με τη  χαρακτηριστική του πρωτοτυπία αφηγηματικότητας και σχολιασμού. Στο τέλος παραθέτει το δικό του «Αγιονορείτικον ημερολόγιον  οδοστρώματος», κατά το «καταστρώματος»  του Σεφέρη με τίτλο «Αγιορείτικη πραγματολογία». Θα τα χαρήτε, θα τον συγχαρήτε, θα ευχαριστηθήτε την τέχνη της πεζογραφίας σε υψηλές   αποδόσεις.

Χρήστος Κορέλας


Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήτριες μιλούν για το πρόσωπο κα το έργο + μια συνέντευξη για την παράσταση, Συλλογικό, Εκδόσεις (.poema..), 2012


Η θεατρική παράσταση Μάτση Χατζηλαζάρου: Σβήσε το πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε είναι η αφορμή αλλά κι ο κύριος λόγος για την ύπαρξη του -τόσο μικρού σε μέγεθος, τόσο μεγάλου σε ουσία -αφιερώματος από τις εκδόσεις (.poema..) για την πρώτη υπερρεαλίστρια ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου. Το αφιέρωμα, εν είδει βιβλίου, περιλαμβάνει μεστά κείμενα τεσσάρων σύγχρονων ποιητριών που συναντούν με την γραφίδα τους, η καθεμιά, τη ζωή και το έργο της ποιήτριας.     

Ποιήτριες του τώρα συνομιλούν με την ποιήτρια του τότε πάνω στο πρόσφορο ποιητικό υπόστρωμα του πάντα. Η Αντιόπη Αθανασιάδου, η Λένα Καλλέργη, Η Έλσα Κορνέτη, και η Αγγελική Σγούρου περπατούν το βέβαιο σώμα της Μάτσης Χατζηλαζάρου, γεύονται την πρωτότυπη γλώσσα της, της απευθύνουν επιστολή, την προσμένουν σε κάθε λιμάνι που έρχεται σε κάθε θάλασσα που παίρνει μαζί της.

Πάμε να γελάσουμε ως τον εγωκεντρικότερο αφαλό όμως ας
ανοίξουμε δρόμο μες στον συνωστισμό των τριανταφυλλένιων
γυαλιών που αφήνουνε τα λέπια του ήλιου μες στο λιμάνι φύσα
τραμουντάνα στρώσε τα κύματα με νέους γλάρους σβήσε το
πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε.


Ακρογωνιαίος λίθος η παράσταση που αφιερώνεται στην Μάτση Χατζηλαζάρου. Εξαιρετική προσπάθεια της θεατρικής ομάδας Αmour-Αmour σε σκηνοθεσία και δραματουργική επιμέλεια της Δήμητρας Κονδυλάκη, η οποία δεν πρόσθεσε καμία λέξη παρεκτός αυτών της ποιήτριας όπως διασώθηκαν μέσα στα ποιήματα και τις επιστολές της. Η σκηνοθέτιδα καλύπτει με την συνέντευξη, που κοσμεί το τελευταίο μέρος του βιβλίου, την πρώτη της επαφή με την ποίηση της Μάτσης, την πρόσκληση της μετάγγισης του ποιητικού λόγου στο δραματικό πεδίο του θεάτρου και εν τέλει την συνομιλία της παράστασης με την προσωπικότητα της ποιήτριας.

Είναι αναμφισβήτητα δύσκολο να περιορίσεις την ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου σε ολιγοσέλιδη έκδοση, δεν είναι εξάλλου αυτός και ο σκοπός του εν λόγω βιβλίου. Είναι αναμφισβήτητα ακατόρθωτο να κοινωνήσεις το σύνολο έργο οιουδήποτε ποιητή μέσα από τις σελίδες ενός αφιερώματος. Είναι ωστόσο η πιο όμορφη συνάντηση, αυτή της επαφής, που σε συμπαρασύρει να ενατενίσεις με θαυμασμό το θαυμάσιο της ανακάλυψης ή της εκ νέου συνάντησης με την ποίηση κάποιου που είτε δεν γνώριζες είτε λησμόνησες διαβάζοντας άλλους.

Η Μάτση Χατζηλαζάρου έχει κρατήσει στις λέξεις της το μυστήριο των πολλαπλών αναγνώσεων. Κάτω από τα ποιήματα κρύβει -χρόνια τώρα- το υπέροχο κρυφτό των πολλαπλών εκπλήξεων. Πλάι πλάι στις εικόνες της έχει πλάσει την ζωή της και την μεταφέρει ανέγγιχτη από του χρόνου τα τερτίπια στις στιγμές μας. Φωτοχύνεται η ποίηση της Μάτσης και μοσχοβολά όποια τελεία ή κόμμα ή συντακτική ανατροπή σηκώσεις στις συλλογές της.

Τη μυρουδιά του ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι.
Η ποίηση μας είναι η ζωή.


Aναστασία Γκίτση


Η Προφητεία του Ανέμου, ποίηση, Ασημίνα Ξηρογιάννη, Εκδόσεις Δωδώνη, 2009


Πολλές φορές, όταν εξετάζουμε το έργο ενός ποιητή, στεκόμαστε στην πρώτη εκδοτική του απόπειρα, έτσι ώστε να γνωρίσουμε τις πρώτες του εμπνεύσεις, τις πρώτες του ποιητικές αναζητήσεις, όταν ακόμα στεκόταν στο «πρώτο σκαλί», κατά τον Καβάφη, στην πύλη της πόλης των ιδεών και δειλά – δειλά προσπαθούσε να ιππεύσει τον Πήγασο. Ο λόγος, που μας κάνει να σταθούμε στην πρώτη ποιητική συλλογή ενός ποιητή, είναι το ότι σε αρκετούς ποιητές, το πρώτο τους συγγραφικό πόνημα είναι ανώτερο από τα επόμενα ή ισάξιο με αυτά, όχι, όμως, κατώτερο.

Έχουμε, λοιπόν, την ευκαιρία να έχουμε στα χέρια μας την πρώτη ποιητική συλλογή της Ασημίνας Ξηρογιάννη Η προφητεία του ανέμου και όπως έχουμε διαπιστώσει έχοντας διαβάσει και άλλα έργα της, η ποιήτρια μας εκπλήσσει ευχάριστα, καθώς σε κάθε ποιητική συλλογή μας δίνει κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό και καθώς για άλλα έργα της έχουμε ήδη αναφερθεί, άλλοτε και σε άλλο τόπο, εδώ θα εξετάσουμε το πρώτο της πνευματικό παιδί.

Η ποιητική συλλογή της Ασημίνας Ξηρογιάννη Η προφητεία του ανέμου χωρίζεται σε δύο μέρη:

Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο Η σκέψη μου βυθίστηκε στα χέρια σου. Εδώ συναντάμε ποιήματα κυρίως ερωτικά, όπου η Ασημίνα Ξηρογιάννη με την λακωνικότητα, που διακρίνει τους στίχους της, καταφέρνει να μας πει πολλά και ουσιαστικά με λίγα λόγια: «Έχασα εσένα μα κέρδισα την Ποίηση.» Και αλλού: «Με τα μάτια βυθισμένα στ’ όνειρο / παρατηρώ τη ζωή του φεγγαριού. / Μόνο για χάρη σου καταδέχτηκα να το κοιτάξω / σκέψου πως σπαταλούσα το βλέμμα μου πριν σε γνωρίσω.»

Το δεύτερο μέρος φέρει τον τίτλο Τα ωραιότερα ταξίδια είναι του μυαλού. Εδώ συναντάμε ποιήματα, επίσης, ολιγόστιχα και κάποιες φορές, επιγραμματικά. Ποίηση λιτή χωρίς στολίδια και φιοριτούρες. Όμως, εδώ η Ασημίνα Ξηρογιάννη μας ταξιδεύει σε άλλα μονοπάτια. Η ποίησή της γίνεται υπαρξιακή. Το ερωτικό στοιχείο υπάρχει μόνο σε δυο – τρία ποιήματα σαν μια ροζ πινελιά στην υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας. Η Ασημίνα Ξηρογιάννη καταφέρνει να μας αγγίξει και να μας ταρακουνήσει, έτσι ώστε να βρισκόμαστε σε εγρήγορση για να προλάβουμε τη ζωή: «Υπάρχουν μερικά βράδια που οι άνθρωποι περιμένουν. / Δεν κοιμούνται, περιμένουν. / Κι ο χρόνος μένει ακίνητος-κολλημένος σ’ ένα βασανιστικό παρόν… / Που δε λέει να γίνει αύριο.» Και αλλού: «Την κάθε μέρα την προσέχω σαν κόρη οφθαλμού - / μην μου πέσει κάτω και γίνω κατά τι φτωχότερη».

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η Ασημίνα Ξηρογιάννη, εκτός από την ποίηση έχει αναπτύξει μια πολυσχιδή δραστηριότητα καθώς ασχολείται εξίσου επιτυχημένα με την πεζογραφία και το θέατρο.

Κλείνοντας αυτό το μικρό ταξίδι στην ποιητική συλλογή της Ασημίνας Ξηρογιάννη Η προφητεία του ανέμου οφείλουμε να συγχαρούμε την ποιήτρια για τις όμορφους στίχους, που μας χάρισε, ελπίζοντας να δούμε και νέες ποιητικές της δημιουργίες.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος


Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη, μυθιστόρημα, Θανάσης Βαλτινός, Εκδόσεις Εστία, 2007


«Η ιστορία», σημειώνει ο Ταρκόφσκι στο αυτοβιογραφικό εγχειρίδιο της τέχνης, «και η εξέλιξη δεν είναι χρόνος, είναι συνέπειες. Ο χρόνος είναι κατάσταση.» Η περιεκτική ετούτη διαπίστωση μπορεί εν μέρει να αποκωδικοποιήσει τα ιστορικά εκείνα αιτήματα τα οποία οδήγησαν στο μεταναστευτικό κύμα του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα. Μιλούμε δηλαδή για την καταγραφή μιας ολόκληρης, ιστορικής τάσης, η οποία δεν αποτελεί παρά συνέπεια μιας διαρκούς, βιοποριστικής αγωνίας. Ειδικά για την περίπτωση της ελληνικής περιφέρειας, το ζήτημα της μετανάστευσης επέφερε σημαντικές μεταβολές στην πληθυσμιακή σύσταση. Ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων εγκαταλείπουν τους γενέθλιους τόπους τους για να αναζητήσουν μια καλύτερη μοίρα. Το ανύπαρκτο, ελληνικό κράτος με τις εμβρυακές δομές του δεν θα ήταν σε θέση, για πολλά ακόμα έτη να υποστηρίξει τις ανθρώπινες ανάγκες. Και με την οδυσσειακή γνώση, την αρχαία, μυθική ετούτη συνείδηση καλά εμποτισμένη μες στο θυμικό του Έλληνα, ο τελευταίος δεν θα διστάσει να φτάσει στα άκρα του κόσμου, διεκδικώντας ένα βίο με αξιοπρέπεια και ηθική ανάλογη της ανθρώπινης απαίτησης. Η ιστορία, λοιπόν όπως καταγράφεται, όπως συστήνεται μέσα από τη μετάγγιση της ανθρώπινης μνήμης συνιστά το προϊόν της ανθρώπινης αγωνίας, της πορείας προς τη διεκδίκηση ενός καλύτερου και φωτεινότερου μέλλοντος.

Πέρα από ετούτη την επισήμανση για τη δομική σύσταση της καταγεγραμμένης ιστορίας, αξίζει να θέσουμε το φως του ενδιαφέροντός μας στην έννοια του προσωπικού μύθου και τον τρόπο με τον οποίο αυτός συμβάλλει στη διαμόρφωση της μεγάλης, ανθρώπινης, ιστορικής αλήθειας. Διότι στην ατομική μυθιστορία, στη διαρκή μετακίνηση και τον ανθρώπινο κόπο η ιστορία βρίσκει το κατάλληλο έδαφος για να εξελιχθεί, να σταθεί ακέραια μες στο χρόνο. Πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση, για μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στο πρόσωπο που παραδίνεται στη μεγαλοπρεπή αοριστία της ιστορικής ιδεολογίας και τον παγκόσμιο μύθο που τρέφεται και διαμορφώνεται καθ΄ολοκληρία από την ανθρώπινη παρουσία. Μες σε τούτη την αμφίδρομη σχέση, μες στην αμοιβαιότητα αυτή, ο Έλληνας άνθρωπος των πιο κρίσιμων εποχών στάθηκε δέκτης, πομπός και διαμορφωτής της κοινωνικής δομής. Η θέση και η παγκοσμιότητά του τον ανέδειξαν πάντοτε μες στις ιστορικές φωτιές. Η ίδια οικουμενικότητά του, στοιχείο τονισμένο μες στον καζαντζακικό και παλαιότερα, τον πατριαρχικό, ομηρικό λόγο, τον τοποθέτησαν πάντοτε μες στις κυκλωτικές δίνες της καταγεγραμμένης μνήμης, επιβεβαιώνοντας τούτα τα στοιχεία ως συστατικά μιας εθνικής ταυτότητας.

Η διπλή ετούτη αναφορά στην ιστορική συγκυρία, αλλά και τη μοναδικότητα του προσώπου μες στη διαμορφωτική διαδικασία της, πραγματοποιείται με αφορμή το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, με τίτλο «Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη.» Μιλούμε για το λαϊκό, προφορικό λόγο, τη μαρτυρία του Έλληνα μετανάστη, τις καταγραφές μιας οδυνηρής πορείας ζωής, μες στην οποία επιζεί η ελληνικότητα και η ανταπόκριση στην ομηρική καταγραφή της οδύσσειας. Ένας λόγος εκπορευόμενος μέσα από την προσωπική μνήμη, το βιωμένο μύθο ενός παρόντος ανθρώπου μες στις παρελθούσες περιστάσεις της ιστορίας. Ένας λόγος καθαγιαστικός του παρελθόντος, ικανός να μαρτυρήσει με ειλικρίνεια και ψυχραιμία τη βασανιστική πορεία ενός ανθρώπου προς την αναζήτηση της προοπτικής. Χρίζει ειδικής σημασίας η ερμηνεία της σήμανσης  με την οποία προικίζεται ο τίτλος του έργου, επιβεβαιώνοντας την προσέγγιση με την οποία ο Βαλτινός αγγίζει τα όρια του λόγου του Ανδρέα Κορδοπάτη. Πέρα από τις μαρτυρίες μιας ψυχολογικής φύσεως, οι οποίες προκύπτουν αβίαστα μέσα από την ανάσυρση των στοιχείων της προσωπικότητας του Κορδοπάτη, την επιμονή, την αφοσίωση, την πίστη και το καταφατικό αντίκρισμα του μέλλοντος, το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, -ένα από τα λίγα που μαζί με τη Γυναίκα της Πάτρας του Χρονά θέτουν ως είδος λογοτεχνικό, το γλαφυρό, λαϊκό, προφορικό λόγο-, χαρακτηρίζεται από μια θαυμαστή επικαιρότητα. Καθώς ο τόπος μας βιώνει μια ανεπανάληπτη κρίση ηθική και οικονομική, καθώς οι συμπατριώτες μας εγκαταλείπουν τη χώρα για την αναζήτηση ενός αξιοπρεπέστερου παρόντος, το Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη αποκαλύπτει την επαναληπτική συνήθεια της ιστορίας. Μόνη διαφορά πως ετούτη η σημερινή τραγωδία δεν συνιστά αποτέλεσμα μιας κατάρας στις ζωές των ανθρώπων, μα ενός πεπρωμένου διαμορφωμένου από την αδεξιότητά τους. Έτσι μήτε η μοίρα, για την οποία με τόση αγωνία ενήργησε ο Κορδοπάτης, δεν μπορεί να σταθεί ως δικαιολογία για το σημερινό Έλληνα.

Απόστολος Θηβαίος


Λέσχη Ανάγνωσης


Μιλώντας δημοσιογραφικά, θα τολμήσω να γράψω ότι η ποίηση της Άννας Γρίβα είναι η σημαντικότερη στιγμή της χρονιάς αυτής, ένας στίχος που καίει με το που λέγεται την καρδιά και το μυαλό του αναγνώστη. «Η επίθεση είναι γυμνή / ξεκινά στις ακτές / που κρύβει το στόμα / και τρέφει το θώρακα / για λιγότερη ανάσα.»

Οι Μέρες που Ήμασταν Άγριοι (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012) είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της νεαρής ποιήτριας Άννας Γρίβα, μια δυναμική ποίηση που μεταφέρει το μήνυμα της συλλογικότητας και βροντοφωνάζει το πιο πηγαίο συναίσθημα που εκρέει από το ανθρώπινο αρχέγονο.

*


Ένα αφήγημα σε διεθνές φόντο όπου η καλλιτεχνία μπλέκει με τη φαντασία, και τα εσώψυχα του ήρωα με την πραγματικότητα (εικονική ή όχι) είναι Το Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα (Εκδόσεις Λογείον, 2011) του ποιητή Γιάννη Λειβαδά. «Έζησα πάλι σε υπόγειο. Και τα υπόγεια, όπως και τα ανώγια δεν έχουν καμιά σημασία αν δεν ζει κάποιος μέσα.»

Χωρισμένο σε ενότητες πάσης φύσεως, το αφήγημα του Λειβαδά είναι ένα πολυπρισματικό βιβλίο, δεκάδων βαθμίδων, που μπλέκει αλλά και αναμειγνύει τα πιο μύχια της ανθρώπινης ψυχής.

*

«Μπαίνω στην πεθαμένη πόλη / οι αγορές στη διαπασών / ασκούν το επιχειρείν οι συμμορίες». Στίχοι από τις Μεταναστεύσεις (Εκδόσεις Οσελότος, 2012), τη συγκεντρωτική συλλογή απάντων των ποιημάτων του Οδυσσέα Γιακουμάκη, ο οποίος είχε γράψει τη μελέτη Προκηρύξεις από την Ερημιά.
Δεκάδες ποιήματα, άκρως ετερόκλητα αλλά αρκούντως συναισθηματικά και εντελώς βιωματικά, έρχονται να ζυμωθούν σε αυτή την πρώτη, ιδιαιτέρως πλούσια ποιητική απόπειρα.

 
*
 
Κυκλοφόρησε το τεύχος 164 του περιοδικού Η Παρέμβαση, που διευθύνει ο λογοτέχνης Βασίλης Π. Καραγιάννης από την Κοζάνη εδώ και 28 χρόνια, ένα επετειακό τεύχος που «θυμάται» την ιστορία, την πορεία και τις καλύτερες στιγμές του περιοδικού όλα αυτά τα χρόνια.
Νέστορας Πουλάκος