Top menu

Σαν Μανουέλ Μπουένο, μάρτυρας - Μιγκέλ δε Ουναμούνο

Mεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης
 
Ο Μιγκέλ δε Ουναμούνο υ Χούγο (Miguel de Unamuno y Jugo) γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1864 στο Μπιλμπάο και πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου 1936 στη Σαλαμάνκα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος Ισπανός φιλόσοφος κι ένας από τους σπουδαιότερος συγγραφείς. Διατέλεσε καθηγητής ελληνικής φιλολογίας και πρύτανης στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα και διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην κοινωνική και πνευματική ζωή της Ισπανίας. Ασχολήθηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη: δοκίμιο, μυθιστόρημα, ποίηση και θέατρο, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην απαλοιφή των μεταξύ τους ορίων. Από τα έργα του ξεχωρίζει το μυθιστόρημα Καταχνιά (Niebla, 1914), το δοκίμιο Τραγικό αίσθημα της ζωής (Del Sentimiento Trágico de la Vida, 1912) και οι νουβέλες Abel Sánchez (1917) και Σαν Μανουέλ Μπουένο, μάρτυρας (San Manuel Bueno, martir, 1931).Στο Σαν Μανουέλ Μπουένο, μάρτυρας, ο Ουναμούνο συνοψίζει όλες τις φιλοσοφικές και υπαρξιακές του πεποιθήσεις. Έχεις ως βασικό πρωταγωνιστή έναν ιερέα ο οποίος έχει χάσει την πίστη του στην αθανασία, αλλά δεν εκφράζει τις αμφιβολίες του στους πιστούς για να μην διαταράξει τη δική τους πίστη. Αποτελεί έργο σταθμό στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από άποψη τεχνοτροπίας, καθώς είναι γεμάτο συμβολισμούς, διαφορετικά επίπεδα αφήγησης και μινιμαλιστική δράση και περιγραφή.

Τ.Ψ.


Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον
 ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν
(Προς Κορινθίους Α΄ 15:19)


Τώρα που, όπως λένε, ο δεσπότης της επισκοπής της Ρενάδα, στην οποία ανήκει τούτο το αγαπημένο μου χωριό Βαλβέρδε δε Λουθέρνα, προωθεί τη διαδικασία οσιοποίησης του Δον Μανουέλ μας, ή, καλύτερα, του Σαν Μανουέλ Μπουένο, που ήταν σ’ αυτό εφημέριος, θέλω να αφήσω γραμμένο εδώ με τη μορφή εξομολόγησης, και μόνον ο Θεός ξέρει, και όχι εγώ, με ποια τύχη, όλα όσα γνωρίζω και θυμάμαι από εκείνον τον μητριαρχικό άντρα που γέμισε ολόκληρη την πιο μύχια ζωή της ψυχής μου, που υπήρξε ο αληθινός μου πνευματικός πατέρας, ο πατέρας του πνεύματός μου, του δικού μου, εκείνου της Άνχελα Καρμπαγίνο.

Τον άλλον, τον βιολογικό και προσωρινό μου πατέρα, ίσα που τον γνώρισα, γιατί τον έχασα όταν ήμουν πολύ μικρή. Ξέρω ότι είχε φτάσει ξενομερίτης στο Βαλβέρδε δε Λουθέρνα μας, ότι ρίζωσε εδώ αφού παντρεύτηκε τη μητέρα μου. Έφερε μαζί του μερικά βιβλία, τον Κιχώτη, έργα κλασικού θεάτρου, κάποιες νουβέλες, διηγήματα, τον Μπερτόλδο, όλα ανάκατα, και μ’ αυτά τα βιβλία, σχεδόν τα μόνα που υπήρχαν σ’ όλο το χωριό, έπλασα εγώ όταν ήμουν μικρή φαντασιώσεις. Η καλή μου η μητέρα σπανίως μου διηγιόταν τις πράξεις και τα λόγια του πατέρα μου. Αυτά του Δον Μανουέλ, τον οποίο, όπως όλος ο κόσμος, λάτρευε, και με τον οποίο ήταν ερωτευμένη –αγνότατα, φυσικά–, είχαν σβήσει από τη μνήμη της εκείνα του άντρα της. Για τον οποίο ζητούσε με θέρμη το έλεος του Θεού κάθε μέρα που έλεγε τις προσευχές της.

Τον Δον Μανουέλ μας τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες, ήμουν σε μικρή ηλικία, δέκα χρονών, πριν ακόμα με βάλουν στο σχολείο καλογραιών της καθεδρικής πόλης της Ρενάδα. Πρέπει να ήταν τότε εκείνος, ο άγιός μας, περίπου τριάντα επτά χρονών. Ήταν ψηλός, αδύνατος, στητός, με το κεφάλι του σαν την κορυφή του Πένια δελ Μπούιτρε μας και στα μάτια του υπήρχε όλο το γαλάζιο βάθος της λίμνης μας. Ακολουθούσε τα βλέμματα όλων, και πίσω απ’ αυτά τις καρδιές, κι εκείνος, κοιτώντας μας, έμοιαζε σαν να μας κοιτάζει στην καρδιά, διαπερνώντας το δέρμα λες και ήταν από γυαλί. Όλοι τον αγαπούσαμε, αλλά περισσότερο απ’ όλους τα παιδιά. Τι πράγματα μας έλεγε! Ήταν πράγματα, όχι λόγια. Ο κόσμος άρχιζε να οσφραίνεται την αγιότητά του· αισθανόταν πλημμυρισμένος και μεθυσμένος από το άρωμά του.

Τότε ήταν που ο αδελφός μου ο Λάθαρο, που βρισκόταν στην Αμερική, απ’ όπου μας έστελνε τακτικά χρήματα με τα οποία ζούσαμε άνετα αλλά χωρίς πολυτέλειες, έπεισε τη μητέρα μου να με στείλει στο σχολείο καλογραιών για να ολοκληρώσω την εκπαίδευση μου μακριά από το χωριό, κι αυτό παρότι εκείνος, ο Λάθαρο, δεν συμπαθούσε και πολύ τις καλόγριες. «Καθώς όμως» –μας έγραφε–, «απ’ ό,τι ξέρω, εκεί δεν υπάρχουν προς το παρόν σχολεία λαϊκά και προοδευτικά, και ακόμα περισσότερο για δεσποινίδες, πρέπει να συμβιβαστούμε με ό,τι υπάρχει. Το σημαντικό είναι η Ανχελίτα να εκπολιτιστεί και να πάψει να ζει ανάμεσα σ’ εκείνες τις άξεστες χωριάτισσες». Έτσι μπήκα στο σχολείο, με την προσωρινή σκέψη να γίνω δασκάλα· αργότερα όμως τα παιδαγωγικά μού κάθισαν στον λαιμό.

Στο σχολείο γνώρισα κορίτσια από την πόλη και συνδέθηκα φιλικά με κάποια απ’ αυτά. Παρέμενα όμως προσκολλημένη στα πράγματα και τους ανθρώπους του χωριού μας, απ’ όπου λάμβανα συχνά ειδήσεις και δεχόμουν πού και πού και καμιά επίσκεψη. Η φήμη του εφημέριού μας, για τον οποίο άρχιζαν να μιλούν στην επισκοπική πόλη, έφτανε μέχρι το σχολείο. Οι καλόγριες δεν έκαναν άλλη δουλειά από το να με ανακρίνουν γι’ αυτόν.

Από πολύ μικρή, δεν έχω ιδέα πώς, καλλιεργούσα περιέργειες, αγωνίες και ανησυχίες, που όλες οφείλονταν, τουλάχιστον εν μέρει, σ’ εκείνο τον σωρό βιβλίων του πατέρα μου, κι αυτό στο σχολείο έγινε ακόμα πιο έντονο, κυρίως στη σχέση μου με μια συμμαθήτρια που έδειξε υπερβολικό ενδιαφέρον για μένα και που ενίοτε μου πρότεινε να μπούμε και οι δυο μαζί σ’ ένα μοναστήρι και να ορκιστούμε, σφραγίζοντας τον όρκο ακόμα και με το αίμα μας, αιώνια αδελφοσύνη, ενώ άλλοτε μου μιλούσε με μισόκλειστα μάτια για αγαπητικούς και συζυγικές περιπέτειες. Παρεμπιπτόντως, δεν έχω ξανακούσει τίποτα για εκείνη, ούτε ξέρω τι απέγινε. Κάθε φορά λοιπόν που γινόταν λόγος για τον Δον Μανουέλ μας, ή όποτε η μητέρα μου μού ανέφερε κάτι γι’ αυτόν στα γράμματά της –πράγμα που έκανε σχεδόν σε όλα–, τα οποία διάβαζα εγώ στη φίλη μου, εκείνη αναφωνούσε σαν σε έκσταση: «Τι τύχη, κορίτσι μου, να μπορείς να ζεις έτσι δίπλα σ’ έναν άγιο, σ’ έναν άγιο ζωντανό, με σάρκα και οστά, και να μπορείς να του φιλάς το χέρι! Όταν επιστρέψεις στο χωριό σου, να μου γράψεις πολλά, πολλά, και να μου μιλήσεις γι’ αυτόν».

Πέρασα στο σχολείο περίπου πέντε χρόνια, που τώρα ξεθωριάζουν από το μυαλό μου σαν όνειρο της αυγής στα πέρατα της ανάμνησης, και στα δεκαπέντε μου επέστρεψα στο Βαλβέρδε δε Λουθέρνα μου. Πλέον όλο το χωριό ήταν ο Δον Μανουέλ· ο Δον Μανουέλ με τη λίμνη και το βουνό. Έφτασα ανυπομονώντας να τον γνωρίσω, να με πάρει υπό την προστασία του, να σημαδέψει τον δρόμο της ζωής μου.

Ακουγόταν ότι είχε μπει στην ιερατική σχολή για να γίνει παπάς, με σκοπό να φροντίσει τα παιδιά μιας αδερφής του που είχε χηρέψει πρόσφατα, για να τους σταθεί σαν πατέρας· ότι στη σχολή είχε ξεχωρίσει για την ευφυΐα και τις ικανότητές του κι ότι είχε απορρίψει προτάσεις που θα του εξασφάλιζαν σπουδαία εκκλησιαστική καριέρα, γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να ανήκει στο Βαλβέρδε δε Λουθέρνα του, στο χωριό του το κρυμμένο σαν καρφίτσα ανάμεσα στη λίμνη και στο βουνό που κοιτάζεται μέσα της.

Πόσο αγαπούσε τους οικείους του! Η ζωή του ήταν αφιερωμένη στο να επιλύει τα προβλήματα των γάμων, να συμφιλιώνει τα ανυπάκουα παιδιά με τους γονείς τους ή τους γονείς με τα παιδιά, και, πρωτίστως, να εμψυχώνει τους πικραμένους και τους αποκαμωμένους και να βοηθάει τους ανθρώπους να πεθάνουν ήσυχα.

Θυμάμαι, μεταξύ άλλων, πως όταν γύρισε από την πόλη η άτυχη κόρη της θείας Ραμπόνα, που είχε εξαφανιστεί και επέστρεψε ανύπαντρη και απελπισμένη φέρνοντας μαζί της ένα αγοράκι, ο Δον Μανουέλ δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια μέχρι να πείσει τον παλιό αρραβωνιαστικό της, τον Περότε, να την παντρευτεί και να αναγνωρίσει το πλασματάκι ως δικό του, λέγοντάς του:
«Χάρισε έναν πατέρα σε τούτο το άμοιρο παιδί που ο μόνος που έχει είναι στον ουρανό».
«Μα, Δον Μανουέλ, αφού το λάθος δεν είναι δικό μου...!»
«Ποιος το ξέρει, τέκνον μου, ποιος το ξέρει...! Και, κυρίως, δεν πρόκειται περί λάθους».

Και σήμερα, ο φτωχός Περότε, ανάπηρος, παράλυτος, έχει για δεκανίκι και παρηγοριά της ζωής του εκείνον τον γιο τον οποίο, μπολιασμένος με την αγιότητα του Δον Μανουέλ, αναγνώρισε ως δικό του χωρίς να είναι.

Τη νύχτα του Αγίου Ιωάννη, την πιο μικρή του χρόνου, συνήθιζαν και συνηθίζουν να συρρέουν στη λίμνη μας όλες οι δύστυχες γυναικούλες, αλλά και αρκετοί κακομοίρηδες, που πιστεύουν ότι βρίσκονται υπό την επήρεια του σατανά, ότι είναι δαιμονισμένοι, και που τελικά δεν πρέπει να είναι παρά υστερικοί και ενίοτε επιληπτικοί, και ο Δον Μανουέλ καταπιάστηκε με το να κάνει τη λίμνη προβατική κολυμπήθρα και να προσπαθεί να τους ανακουφίσει, κι αν είναι δυνατόν, να τους γιατρέψει. Και ήταν τέτοια η επιρροή της φυσιογνωμίας του, των βλεμμάτων του, και, πάνω απ’ όλα, τόση η γλυκύτατη επιβλητικότητα των λόγων του και ιδίως της φωνής του –τι θαυμαστή φωνή! –, που πραγματοποίησε εκπληκτικές θεραπείες. Χάρη σε αυτό, η φήμη του εξαπλώθηκε τόσο πολύ, ώστε κατέφθαναν στη λίμνη μας και στον ίδιο όλοι οι άρρωστοι της περιοχής. Μια φορά έφτασε μια μητέρα ζητώντας του να κάνει ένα θαύμα για τον γιο της, και της απάντησε χαμογελώντας θλιμμένα:
«Δεν έχω εξουσιοδότηση από τον κύριο επίσκοπο για να κάνω θαύματα».

Πρωτίστως τον ενδιέφερε να είναι όλοι ευπρεπισμένοι. Αν κάποιος είχε ένα σκίσιμο στα ρούχα του, του έλεγε: «Πήγαινε στον νεωκόρο να σ’ το ράψει». Ο νεωκόρος ήταν ράφτης. Κι όταν την πρώτη μέρα του χρόνου πήγαν να του ευχηθούν γιατί ήταν η ονομαστική του εορτή –προστάτης άγιός του ήταν ο ίδιος ο Κύριος Ημών Ιησούς–, ο Δον Μανουέλ ήθελε να του παρουσιαστούν όλοι με καινούργιο πουκάμισο, και σε όποιον δεν είχε, του το χάριζε εκείνος.

Έδειχνε σε όλους την ίδια στοργή, κι αν ξεχώριζε κάποιους, αυτοί ήταν οι πιο δυστυχισμένοι και όσοι έμοιαζαν περισσότερο απείθαρχοι. Και καθώς υπήρχε στο χωριό ένας φουκαράς βλάκας εκ γενετής, ο Μπλασίγιο ο χαζός, αυτόν θώπευε περισσότερο, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να του μάθει πράγματα που έμοιαζε σαν θαύμα το ότι μπόρεσε να τα μάθει. Και η μικρή σπίθα εξυπνάδας που είχε απομείνει μέσα στον χαζό τον φλόγιζε, κάνοντάς τον να μιμείται, σαν κανένας ταλαίπωρος πίθηκος, τον Δον Μανουέλ του.

Το πιο εκπληκτικό πάνω του ήταν η φωνή του, μια φωνή θεϊκή, που σ’ έκανε να κλαις. Όταν, χοροστατώντας στη θεία ή επίσημη λειτουργία, απήγγειλε τραγουδιστά το προοίμιο, ανατρίχιαζε η εκκλησία και κλονίζονταν συθέμελα όλοι όσοι τον άκουγαν. Ο ψαλμός του, βγαίνοντας από τον ναό, πήγαινε και αποκοιμιόταν στη λίμνη και στα ριζά του βουνού. Κι όταν στο κήρυγμα της Μεγάλης Παρασκευής κραύγαζε εκείνο το: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» όλους τους διαπερνούσε ένα διάχυτο ρίγος, όπως συνέβαινε με το νερό της λίμνης εν καιρώ μαστιγοφόρου βοριά. Ήταν σαν να άκουγαν τον ίδιο τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό μας, λες και η φωνή προερχόταν από εκείνον τον παλαιό Εσταυρωμένο που στα πόδια του τόσες γενιές μανάδων είχαν εναποθέσει τις οδύνες τους. Όπως μια φορά που η μητέρα του, του Δον Μανουέλ, ακούγοντάς τον, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, κι από το δάπεδο του ναού όπου καθόταν, φώναξε: «Γιε μου!». Και όλοι ξέσπασαν σε μια καταιγίδα δακρύων. Θα πίστευε κανείς ότι η μητρική κραυγή είχε αναβλύσει από το μισάνοιχτο στόμα εκείνης της Παρθένου –η καρδιά κατατρυπημένη από εφτά σπαθιά– που υπήρχε σ’ ένα από τα παρεκκλήσια του ναού. Στη συνέχεια, ο Μπλασίγιο ο ηλίθιος έπιανε να επαναλαμβάνει με συγκινητικό τόνο στα στενά, σαν ηχώ, το «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» και με τρόπο που, ακούγοντάς τον, όλοι πλημμύριζαν στα δάκρυα, την ώρα που ο χαζός αισθανόταν μεγάλη ικανοποίηση για τον μιμητικό του θρίαμβο.

Η επιρροή του στους ανθρώπους ήταν τόσο μεγάλη, που κανένας δεν τολμούσε να πει ψέματα μπροστά του, και όλοι, χωρίς να χρειάζεται να πάνε στο εξομολογητήριο, εξομολογούνταν σ’ εκείνον. Σε τέτοιο βαθμό, που όταν κάποτε συνέβη ένα φριχτό έγκλημα σ’ ένα γειτονικό χωριό, ο δικαστής, ένας ανόητος που δεν ήξερε καλά τον Δον Μανουέλ, τον κάλεσε και του είπε:
«Δον Μανουέλ, να δούμε αν θα καταφέρετε να κάνετε αυτόν τον ληστή να πει την αλήθεια».
«Για να μπορείτε μετά να τον τιμωρήσετε;» –αποκρίθηκε ο άγιος άντρας–. «Όχι, κύριε δικαστά, όχι· εγώ δεν εκμαιεύω από κανέναν μιαν αλήθεια που μπορεί να τον οδηγήσει στον θάνατο. Έγκειται μεταξύ του ιδίου και του Θεού... Η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν με αφορά. “Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε” είπε ο Κύριος Ημών».
«Μα, κύριε ιερέα, εγώ...»
«Καταλαβαίνω· αποδώστε εσείς, κύριε δικαστά, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, κι εγώ θα αποδώσω τα του Θεού τω Θεώ».
Και αποχωρώντας, κοίταξε διαπεραστικά τον υποτιθέμενο ένοχο και του είπε:
«Σκέψου καλά εάν ο Θεός σ’ έχει συγχωρέσει, γιατί μόνον αυτό έχει σημασία».