Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Ίχνη στο Χιόνι του Γιώργου Λίλλη

Ίχνη στο Χιόνι, Μυθιστόρημα, Γιώργος Λίλλης, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2012


Έφτασε λοιπόν η εποχή που  μπορεί κάποιος να ασχοληθεί με τον εμφύλιο μέσω μιας ακαδημαϊκής διατριβής, η οποία μπορεί να αξιώνει τον χαρακτηρισμό της ως ψύχραιμης. Είναι κοινός τόπος πως όσο η χρονική απόσταση από τα γεγονότα μακραίνει, τόσο πιο «καθαρή» μπορεί να είναι η αφήγησή τους ή τουλάχιστον η προσπάθεια για κάτι τέτοιο να είναι πιο αποδεκτή.

Ο συγγραφέας των «Ιχνών στο χιόνι» Γιώργος Λίλλης, γεννήθηκε το 1974. Μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι οι πρωταγωνιστές του ιστορικού θεάτρου το οποίο μελετά ο συνομήλικός του υποψήφιος διδάκτορας,  αφηγητής μας στο βιβλίο, είναι «προ-πάπποι» του. Ο Περικλής Αδάμος, ο κύριος πρωταγωνιστής και αφηγητής, που στην ηλικία θα μπορούσε να είναι παππούς του, έζησε τον εμφύλιο όχι σαν ενήλικας αλλά σαν παιδί.

Έτσι έχουμε την αθωότητα της ματιάς απέναντι στα γεγονότα να... ανάγεται εις το τετράγωνο! Ο νεαρός  της σύγχρονης εποχής δεν καταγράφει τις μαρτυρίες κάποιου που θα υπερασπιζόταν τις όποιες επιλογές του στον πόλεμο εκείνο, μα κάποιου εξ ορισμού αθώου που αρπάχτηκε στην κυριολεξία από την δίνη των γεγονότων.

Δυό παιδιά λοιπόν, που το ένα ξεναγεί το άλλο, μας καλούν κι εμάς να ξεναγηθούμε στην  εποχή εκείνη, καλώντας κι εμάς με κάποιον τρόπο να αφήσουμε στην άκρη τις δικές μας ερμηνείες ή απωθημένα, και να τα ακολουθήσουμε σε μια παρθένα διαδρομή- της οποίας βέβαια η παρθενία δεν μας απαλάσσει καθόλου από την φρίκη, απεναντίας κάνει τον πόνο της ανυπόφορο.

«Οι γονείς του δεκάχρονου Περικλή Αδάμου δολοφονήθηκαν στις 2 Μαρτίου του 1948»: Αυτή είναι η πρώτη φράση του βιβλίου, μια πρόταση δωρικής λιτότητας, που δεν χρειάζεται να προσπαθήσει περισσότερο για να μας συγκλονίσει. Πρόκειται για το κεντρικό τραύμα της ζωής του ήρωα, που τα λόγια είναι αδύναμα να περιγράψουν, εξάλλου και εκείνο το μικρό παιδί έχασε στην κυριολεξία τη λαλιά του για μήνες. Βουβό τον περιμάζεψαν οι γείτονες, βουβός εξακολουθούσε να ακολουθεί τον σωτήρα του που υποχρεώθηκε να τον πάρει μαζί του στο βουνό και να τον εκθέσει αναπόφευκτα σε όλες τις εκδοχές της φρίκης. Κι αν βρήκε βέβαια κάποτε τη μιλιά του ο Περικλής, εξακολουθούσε να έχει θαμμένα στη σιωπή τα γεγονότα εκείνα. Σε κανένα δεν είχε μιλήσει γι αυτά, μέχρι να νιώσει στα 70 του χρόνια τον θάνατο να πλησιάζει και να αποφασίσει έτσι να παραδώσει ένα είδος διαθήκης, κάνοντας και ένα τελευταίο φυσικό οδοιπορικό στον..τόπο του εγκλήματος.

Η αφήγηση  κινείται σε τρείς τεμνόμενες τροχιές: Η πρώτη είναι αυτή του νεαρού μελετητή για τη συνάντηση με τον γερο Περικλή, το οδοιπορικό τους στην Ευρυτανία και τη συλλογή των μαρτυριών του. Η δεύτερη είναι η σε πρώτο πρόσωπο ιστόρηση του Περικλή Αδάμου. Και συναντάμε και μια τρίτη «παρουσία», αυτήν που λέμε του «παντογνώστη συγγραφέα», που κινείται ανάμεσα στους δυο τους, αφηγούμενος τριτοπρόσωπα τα γεγονότα με μια ματιά λίγο πιο ευρυγώνια από αυτήν του Περικλή, ενισχύοντας  έτσι τον ρεαλισμό με κινηματογραφική ακρίβεια.

Ο Περικλής λοιπόν διασώζεται από τους κυνηγούς της οικογένειάς του αλλά σμίγει με τους επίσης κυνηγημένους αντάρτες και τους ακολουθεί στα λημέρια, τις ενέδρες, τις συμπλοκές, τις φυγές τους. Μαζί τους θα αντικρύσει το θανατικό σε όλες του τις μορφές: Αυτούς που πέφτουν από βόλι στις συμπλοκές, αυτούς που αρρώστησαν βαριά, εκείνους που εκτελέστηκαν ατομικά, άλλους που έπεσαν θύματα μαζικών σφαγών και αντιποίνων. Κρεμάλες, αποκεφαλισμοί, αποσπάσματα, στρατιώτες και γυναικόπαιδα. Οι βαναυσότητες ήταν αμοιβαίες, και από τα δύο στρατόπεδα. Τα ανθρώπινα πάθη της αντεκδίκησης δεν άφηναν κανέναν απρόσβλητο. Μαζί με την όποια ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση, γραφόταν και η ιστορία του τυφλού μίσους και της βεντέτας, ακόμη και μεταξύ μέχρι τότε ειρηνικών γειτόνων, ακόμη και συγγενών εξ αίματος. Εκεί ασφαλώς βρίσκεται και ένα κεντρικό σημείο των εμφυλίων πολέμων: το προπατορικό αμάρτημα της αδελφοκτονίας. Πολλά μπορούν να ειπωθούν πάνω σ αυτό, δεν μπορούμε πάντως να αρνηθούμε την αυθεντικότητα των συναισθημάτων του αθώου Περικλή και των άλλων ομοίων του- συνήθως γυναικόπαιδων: η φρίκη του πολέμου γίνεται πιο αδιανόητη όταν ο εχθρός  είναι οικείος, όταν τον ξέρεις με το όνομά του και μέχρι χθες τον συναναστρεφόσουν στη μικρή σου κοινωνία.

Ο Γιώργος Λίλλης μας ξεναγεί σ αυτό το θανατερό σκηνικό, με έναν ρεαλισμό που σου σφίγγει το στομάχι. Ο θάνατος δεν ακολουθείται από θρήνους, ούτε κανονικές κηδείες ή ταφές. Ήταν τότε ένα ολόγυμνο γεγονός, πρακτικής φύσης. Τα λεγόμενα στάδια του πένθους που περιγράφει η σύγχρονη επιστήμη, δεν είχες καθόλου χρόνο να τα βιώσεις- η αλαλία του Περικλή ήταν χαρακτηριστικό δείγμα του απόλυτου σοκ. Εγκατέλειπες τους τραυματίες αν δεν είχαν ελπίδα επιβίωσης, δεν έψαχνες για επιζώντες στα ρημαγμένα χωριά, ο δρόμος ήταν μια τρεχάλα για την επιβίωση. Εκεί βέβαια, ανοίγει και το περιθώριο για εκδηλώσεις μεγαλοσύνης που μας δείχνουν και το ανεξάντλητο του ανθρώπου, όχι μόνο για την καταστροφή αλλά και την αυταπάρνηση. Για τον μικρό Περικλή ο σωτήρας του Ανδρέας και η αντάρτισα Μαρία, διακινδύνευσαν πολλές φορές τη ζωή τους, και σήκωσαν το βάρος της διάσωσής του με μεγαλειώδη αγάπη. Εδώ ίσως η ίδια η πραγματικότητα στηρίζει τον συμβολισμό: Πάντα τα παιδιά, μέσα από την νεότητα και την αθωότητά τους, αναδεικνύονται σε σύμβολα-φορείς της ελπίδας και της λεγόμενης ανθρωπιάς.

Εύλογο σχόλιο;  Μάλλον όταν πρόκειται για τα δικά μας παιδιά, είτε τα απευθείας βιολογικά μας τέκνα είτε όσα θεωρούμε ότι ανήκουν στην ομάδα μας. Γιατί είναι γνωστό- και αυτό γίνεται φανερό μέσα και από τις περιπέτειες του Περικλή- ότι για τα παιδιά του αντιπάλου δεν επιφυλάσσουμε καμία εξαίρεση. Ο Περικλής δεν χάρηκε καμία επιείκεια από τους αντιπάλους , εκτός από μια κονσέρβα που του έδωσε ένας φαντάρος στη Μακρόνησο. Τα ορφανά δε του εμφυλίου, έγιναν θύματα ασυλοποίησης και εθνικής αναμόρφωσης, έως και εμπορευματοποίησης, πωλούμενα στο εξωτερικό. Παράλληλο επίσης φαινόμενο η φυγάδευση παιδιών, ακόμη και από οικογένειες ζώντων γονιών, το λεγόμενο παιδομάζωμα προς τις τότε φίλα προσκέιμενες με τους αντάρτες χώρες. Μια από τις πλέον σκοτεινές  ιστορίες, που ακόμη αποτελεί ταμπού, ακόμη και για τις θεωρούμενες ως ουδέτερες ανθρωπιστικές οργανώσεις όπως π.χ. ο Ερυθρός Σταυρός (κάνω μια μικρή παρένθεση για να σας μεταφέρω ότι ανέτρεξα σε μια σύγχρονη διδακτορική διατριβή σχετική με το θέμα, όπου η συγγραφέας κατέθετε ότι της στάθηκε αδύνατον να της παραχωρηθεί πρόσβαση σε αρχεία, αν και είχαν διασωθεί αρκετά).

Ο Περικλής λοιπόν, γυμνός από ιδεολογίες και πολιτικές θεωρίες, επέζησε του εμφυλίου και της εξορίας στη Μακρόνησο, με κληρονομιά την «αυτονόητη» ένταξη  σ το στρατόπεδο που ανήκε ο πατέρας του και οι σωτήρες του. Μπήκε στο κόμμα,  όπως λέει, θερμοκέφαλος και εύπιστος - όπως αργότερα κρίνει. Ήταν η εποχή που διάλεγες στρατόπεδο ανάλογα με τους νεκρούς σου. Ακόμη και στην πρώτη μεταπολίτευση, προσωπικά θυμάμαι νέους ανθρώπους που συμπαθούσαν την αριστερά, μα ήταν αδύνατον να συνταχθούν μαζί της γιατί τους εμπόδιζε κάποιο «χυμένο αίμα» αντίπαλων παππούδων. Το ίδιο και κάποιοι  άλλοι να βρίσκονται στην αριστερά χωρίς ούτε καν την πρόφαση του ανθρωπιστικού της ιδεώδους, απλώς γεμάτοι πικρία και μίσος για τους νικητές που «έφαγαν» ή βασάνισαν κάποιους δικούς τους. Οι οποίοι, βέβαια, δεν σταμάτησαν με τον εμφύλιο, αλλά συνέχισαν να σπέρνουν την αδικία και τον πόνο: Πέντε χρόνια μαρτυρεί και ο Περικλής ότι πρόλαβε να ζήσει κάπως ανέμελα, να ερωτευθεί και να σχεδιάσει το μέλλον του. Η Χούντα τον ξαναέστειλε εξορία και κατέστρεψε κάθε κουράγιο για επανάκαμψη. Δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά ούτε να χαρεί τη γυναίκα του- την οποία μάλιστα θα την πλήγωνε με τον αλκοολισμό και την κατάθλιψη που ακολούθησε. Όχι απλώς πολιτική ήττα ή ακύρωση του ονείρου για δικαιότερη κοινωνία, αλλά προσωπική εξόντωση. Ακούμε βέβαια και τα παράπονά του για το κόμμα, τη διάψευση και του ίδιου του ιδανικού. Δεν μας λέει πολλά- αυτό θα ήταν ένα άλλο ολόκληρο βιβλίο- μας καταθέτει όμως με την ίδια αθωότητα την απογοήτευσή του. Ο Περικλής μας, καθηλωμένος στο θεμελιώδες τραύμα του, διατηρεί την παιδική ματιά του, χωρίς να θέλει ή να μπορεί να βρει δικαιολογίες.

Καλούμαστε να μοιραστούμε το ερώτημά του: Τι θα γινόταν αν οι νικημένοι είχαν γίνει νικητές; Δεν θα υπήρχε η αντίστοιχη Μακρόνησος; Δεν θα υπήρχε η φυσική ή πολιτική εξόντωση όσων θα διαφωνούσαν; Δεν θα υπήρχε βία και σκληρότητα; Γιατί έγιναν όλα αυτά; Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Και τι έγινε τάχα ο άγιος σκοπός;

Κουρασμένος ο Περικλής, χωρίς πολιτικές αναλύσεις, θρηνεί τις απώλειες. «Να μάθεις να αγαπάς», αποφαίνεται. Αυτό θέλει να παραδώσει στον νεαρό συγγραφέα και στη γενιά του.

Ο Γιώργος Λίλλης μας κρατά συντρόφους σ αυτό το ιστορικό και ανθρώπινο οδοιπορικό, με μια αφήγηση που ρέει με φυσικότητα, με γλώσσα απλή, χωρίς περιττά στολίδια- αυτά που ιστορεί δεν χρειάζονται ενίσχυση. Γράφει ρεαλιστικά, με κινηματογραφική ζωντάνια και μας ξεναγεί όχι μόνο στα γεγονότα μα και στους τόπους. Η περιγραφή της φύσης είναι μια ακόμη αρετή του βιβλίου του, που αξίζει ιδιαίτερης μνείας. Όχι μια περιγραφή γλυκερή με συμβατικές φυσιολατρικές κορώνες, μα με εκείνη την αίσθηση της αιωνιότητας της φύσης και της βαθύτερης σχέσης και στάσης που μπορεί να εμπνεύσει στον άνθρωπο. Τα αιώνια πλατάνια που είναι ακόμη εκεί, μετά από τόσα και τόσα, το δέντρο της αυλής που κρύφτηκε ο Περικλής μικρός και το ξαναπροσκυνάει με ευλάβεια, τα αντάρτικα  λημέρια -που τώρα βέβαια τα προσεγγίζεις αν ταξιδέψεις με τζιπ, οι μικρές λεπτομέρειες του φυσικού τοπίου ακόμη και στις δύσκολες σκηνές των μαχών, οι εικόνες από την ζωή των ανθρώπων πριν την αστικοποίηση, μας προσφέρονται με έναν συγκινητικά λιτό μα δυνατό τρόπο, αναδεικνύοντας έτσι τον άνθρωπο όχι ως παρατηρητή αξιοθεάτων, μα ως ζωντανό μέρος μιας φύσης που στην εποχή μας αμελείται ή και κακοποιείται.

«Να μάθεις να αγαπάς» λοιπόν, αυτό είναι το τελικό επιμύθιο του άρρωστου εβδομηντάχρονου που γύρεψε στα στερνά του να ξανασυναντήσει τον δεκάχρονο εαυτό του, πριν κινήσει να συναντήσει την πεθαμένη γυναίκα του. Ένα ταξίδι προσωπικά υπαρξιακό, γεμάτο όμως από ιστορίες και Ιστορία.

Σ' αυτήν την «άσκηση στην αγάπη», πιστεύει και εύχεται να βρίσκεται η απάντηση στην ανθρώπινη περιπέτεια. Μια προτροπή και ευχή, που βέβαια είναι ανοιχτή στο διηνεκές. Πρόκειται μόνο για μια προτροπή που αφορά τον ιδιωτικό μόνο βίο μας, ή μια ευχή πολιτική- έστω με τον όποιο ρομαντισμό της;

Πάνω σ αυτό, θα καταθέσω  ένα σχόλιο από μια προσωπική μου εμπειρία: Κάποτε παρακολούθησα ένα καθ’όλα ενδιαφέρον σεμινάριο «Αυτογνωσίας και Ενδυνάμωσης», το οποίο βασιζόταν σε μια σύγχρονη αντίληψη περί του ισορροπημένου και αποτελεσματικού στη διαχείριση των προβλημάτων ανθρώπου. Εκεί λοιπόν ο δάσκαλος μας προέτρεψε να χαράξουμε επάλληλους ομόκεντρους κύκλους για τους τομείς στους οποίους επιδρούμε. Από τον μικρότερο του εαυτού, ακολούθως της οικογένειας, της εργασίας κλπ κλπ μέχρι την κοινωνία. Αυτή η «διαμερισματοποίηση» μας βοηθούσε στην ιεράρχηση των δράσεων και του αισθήματος ευθύνης. Κανένα όμως παράδειγμα δεν δόθηκε για τον μεγάλο κύκλο «κοινωνία». Όταν με κάποιο τρόπο διαμαρτυρήθηκα, μου δόθηκε η απάντηση πως ένας τέτοιος κύκλος αφορά έναν θεσμοθετημένο πολιτικό. Η ψυχική ενέργεια του κοινού πολίτη, η.. « πολιτική αγάπη», δεν προβλεπόταν.

Μας προέτρεπε λοιπόν να αγαπάμε μόνο τα κοντινά μας. Και είναι σαφώς θεμελιώδες να αγαπάς και να νιώθεις υπεύθυνος για τα κοντινά. Τι γίνεται όμως όταν αγαπήσουμε τον άνθρωπο συνολικότερα; Όταν νιώσουμε υπεύθυνοι για την αδικία ή τον πόνο του άλλου; Ποιος είναι ο δικός μας άνθρωπος; Ποιόν θα υπερασπιστούμε; Απέναντι σε ποιόν εχθρό; Με ποια μέσα; Ο εμφύλιος είναι χειρότερος από τους άλλους πολέμους; Μήπως κάθε πόλεμος είναι εντέλει εμφύλιος; Αν αγαπάς τον αδύνατο, μπορείς να αγαπήσεις το ίδιο και τον ισχυρό; Αν πειράξουν αυτόν που αγαπάς, θα αντιδράσεις με βία; Μπορείς να αγαπάς τον άνθρωπο αλλά όχι κάθε άνθρωπο, ή ακόμη και τη φύση, υπερασπιζόμενός την από τους ανθρώπους; Πόσο άδειες και πόσο χρήσιμες μαζί είναι οι κοινωνικές μας ουτοπίες;

Η ολιγόλογη και τίμια διαθήκη του Περικλή που μας παραδίδει με τόση ζωντάνια ο Γιώργος Λίλλης, είναι βεβαίως «ανοιχτή» στο διηνεκές, η αιωνία  βάσανος της ανθρώπινης συνύπαρξης.

Ο Γιώργος Λίλλης, ως αντιπρόσωπος της γενιάς του, ψηλαφίζει με συγγραφική τέχνη μια από τις πιό πονεμένες περιόδους της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, με αρκετή απόσταση ώστε να μην εμπλέκεται, πολύ κοντά όμως στον πόνο και τα ερωτήματα ενός αυτόπτη μάρτυρα, και μαζί όλων όσων νοιάζονται για τον άνθρωπο και τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τώρα, σε μια νέα κρίσιμη περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας...

Κατερίνα Μόντη