Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Το Αλογάκι της Παναγιάς της Αρχοντούλας Διαβάτη

Το Αλογάκι της Παναγιάς, Μυθιστόρημα, Αρχοντούλα Διαβάτη, Εκδόσεις Νησίδες, 2012


Ένας Ακούραστος Διαβάτης της Μνήμης


Η Αρχοντούλα Διαβάτη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Νομικά και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Το 2004 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο, «Στη μάνα του νερού» εκδ. Ροδακιό. «Το αλογάκι της Παναγίας» είναι το δεύτερο βιβλίο της. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτα περιοδικά.

Το βιβλίο ξεκινάει με τα γράμματα του φίλου-αγαπημένου, στρατιώτη, υποδηλώνοντας μια σχέση πλησιάσματος και απομάκρυνσης. Μέσα απ’ αυτήν την αλληλογραφία – όπου γνωρίζουμε μονάχα τις επιστολές του νέου – εμφανίζεται η στρατιωτική ζωή της εποχής, γύρω στο 1975, και ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον εαυτό του και το περιβάλλον του ο επιστολογράφος καθώς και τις επιδιώξεις και τα σχέδιά του για το μέλλον. Παράλληλα μας αποκαλύπτεται, μέσω της νεανικής του ματιάς, η προ-στρατιωτική του ζωή, εικόνες της δεκαετίας του ’70, ζωντανές, μάχιμες, όμως κυρίως η ανολοκλήρωτη σχέση , η διαφορετικότητα των αλληλογράφων που δεν εστιάζει στον άλλον  κάνοντας την επαφή να ολισθαίνει. Ο Άγγελος, ο γράφων, παρ’ όλη την θετική του προσέγγιση, δείχνει μια ανέμελη αντιμετώπιση στην ουσία της σχέσης. Μένει στον περίγυρο, αποφεύγει το κέντρο. Η αλληλογραφία τελειώνει με την ασάφεια  του μέλλοντός τους.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα που είναι και αρκετά επίκαιρο.

«Αθήνα, 25-9-197…

Περιμένω, περιμένω, περιμένω…κι εσύ ούτε φωνή ούτε ακρόαση!

Τόσο νωρίς με ξέχασες! Ή μήπως η αγριάδα μου σε απωθεί; Αυτές τις μέρες έχω πήξει κυριολεκτικά, και το αίτιο είναι εγώ και συ…Αν ερχόσουν για λίγο, ίσως συνερχόμουνα! Εγώ έλεγα να ‘ρθω, αλλά δεν μπορούσα να ξεκινήσω.

Απόψε ξαναδιάβασα το γράμμα που μου ‘στειλες στο χωριό…Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε κι άρχισα να ανασκαλεύω τα γράμματά σου. Εκεί έγραφες πως θα  ‘ρχόσουνα  το Σεπτέμβρη εδώ, πως ήθελες να ζήσεις στην Αθήνα κτλ. κτλ. Στο τηλέφωνο μου είπες πως έπιασες δουλειά και δεν μπορείς να έρθεις. Ανάθεμά με αν ξέρω τι κάνω. Τώρα οι κερατάδες ανέβαλαν και τις εξετάσεις , κι έτσι ανέβαλα κι εγώ το διάβασμα. Πολιτική σκοπιμότητα στη μέση. Και τα χαμίνια, οι «εκπρόσωποι» των φοιτητών, την δέχτηκαν ή την πρότειναν αυτή την αναβολή. Δεν υπάρχει ένα κόμμα που να αξίζει, αυτό που θα κάνει την επανάσταση. Τώρα γίνεται. Το άλλο μας πρόδωσε, μας προδίνει και θα μας προδίνει. Κρίμα στα παιδιά που το ακολουθούν. Δεν βλέπουν τη μαλακία που βαράει και την προδοσία που κάνει; Μπορεί στο μέλλον να τη δουν. Είναι να τραβάς τα μαλλιά σου με ό,τι γίνεται. Προδοσία. Δημαγωγία, αποπροσανατολισμός, εκτόνωση. Μα δεν είναι μόνο αυτοί. Θέλουν να αγνοούν την πραγματικότητα. Θα την πατήσουν. Ευτυχώς που είναι μόνο η ηγεσία. Οι καιροί άλλαξαν. Το παιχνίδι πλησιάζει. Και θα είναι φοβερό και αποφασιστικό. Αν είχαμε σωστό κόμμα! Τι θα γινότανε! Θα τους τινάζαμε όλους στον αέρα. Τους προδότες. Τους κάπηλους. Τους φονιάδες!

Σε περιμένω. Θέλω να σε δω. Σ’ αγαπώ.

Γεια σου. Άγγελος»

Με τον τρόπο που παρουσιάζει μονομερώς την αλληλογραφία η Διαβάτη, κατορθώνει να μας ενημερώνει για τις αντιδράσεις του παραλήπτη, δηλαδή της αφηγήτριας, και να μας εμποτίσει με την υφέρπουσα έλξη και απώθηση, την ενωτική πρόταση που επικρέμεται αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Την ερωτική αμηχανία που κυκλοφορεί ανάμεσα στις λέξεις.
]
Ο χρόνος που προηγήθηκε της αλληλογραφίας, και ο τόπος της γνωριμίας τους, τοποθετείται στη Γενεύη, όπου μια παρέα νέων παρακολουθούν έναν κύκλο μαθημάτων για την σύγχρονη Ελλάδα. Εκεί γνωρίζουν, - από δω και πέρα αφηγείται μόνο η γυναίκα, η Ναυσικά, που φαίνεται πως απευθύνεται μυστικά στον Άγγελο για να τον πληροφορήσει πως εξελίχθηκε η ζωή της και η αναζήτηση της ταυτότητάς της - προσωπικότητες όπως τον Δημήτρη Χατζή, τον Γιάννη Ξενάκη, Γιάγκο Σιώτη, Αριστόβουλο Μάνεση , τον Βασίλη Βασιλικό από τον οποίο παίρνει, μαζί μ’ έναν συμφοιτητή της  μία συνέντευξη.

Αυτή η θητεία σε εισαγωγικά έχει χαραχτεί και έχει χαράξει το πνεύμα της.

Από κει και πέρα  μέσω της μνήμης και της ανάμνησης κυκλοφορεί μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, περιγράφοντας πρόσωπα και πράγματα, μ’ έναν τρόπο αποσπασματικό, όπως περίπου λειτουργεί η μνήμη, τρόπο όμως ζωντανό, σα να είναι η πόλη ένα σώμα αγαπημένο όπου αφήνουμε όλοι πάνω του τ’ αποτυπώματά μας. Παρελαύνουν μπροστά μας με τα «ρούχα» και τις σκέψεις της εποχής, η ΧΑΝ, το Βαφοπούλειο, αναφορές στα βιβλία των Ιωάννου, Ταχτσή, Κουμανταρέα, Σάλιτζερ, Νανά Ησαϊα, Σίλβια Πλαθ, Τραϊανός, Ελύτης, Τσαρούχης, Μόραλης, Πετρόπουλος.  Το Πανεπιστήμιο, οι φίλοι, η οικογένεια και κυρίως η γεύση της ζωής, χωρίς δραματοποίηση, έντιμα και ουσιαστικά.

Χάριν της γλώσσας της, σφιχτής,  αφαιρετικής, βγάζει σημαντικές σκέψεις με δυναμικό τρόπο.

Ενδιαφέρουσες οι αναφορές της στην μουσική του Ξενάκη.

Σκηνές της καθημερινής ζωής, αυτή η διαφεύγουσα ευτυχία, που την αναγνωρίζουμε μέσα από την ανάμνηση, ζωής ζουμερής σαν φρέσκο φρούτο, εποχές όπως άνοιξη, Μεγάλη  βδομάδα, Πάσχα, μυρωδιές, ταξίδια, άνθρωποι, το αλογάκι της Παναγίας ως το λιγνό αγόρι του οπισθόφυλλου, άσχετα αν προχωράει μπροστά προς την ζωή, φίλες φίλοι, ο Κλήδονας, απ’ όπου και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα.

«Ο Κλήδονας

Γέλια και ξεκαρδίσματα. Χαμός στη γειτονιά. Η Πηνελόπη έκανε τον κλήδονα. Μια λεύκα χώριζε τα σπίτια μας.

Καμιά φορά η μάνα μου έλεγε κουνώντας πικρά το κεφάλι της: «Αχ, να αυτή η λεύκα ξέρει τι θα γίνει». Όλα τα ήξερε η Λεύκα. Τις αρρώστιες, τους γάμους, τα γεννοβολήματα και τους θανάτους μας, τις δουλειές, τα εγγόνια, όλα. Εμείς δεν ξέραμε τίποτε και πλέαμε αργά στο βίο μας, όλο προσμονή, λύπη, ανία ή κοντραρίσματα, ανικανοποίητα ή μικροκακίες. Πλέαμε προς το σήμερα.»

Η ζωή βήμα-βήμα, σκέψεις για την αγάπη, τα όνειρα και οι εφιάλτες, βιβλιοπωλεία, ο Μπαρμπουνάκης, η «βιβλιοθήκη» του Αναγνωστάκη στη Διαγώνιο, η γκαλερί Κοχλίας του Λαχά, διαδρομές στο μπρος και στο πίσω της ζωής.

Αλογάκι της Παναγίας η ζωή, όμορφη, ερωτική, σου παίρνει το κεφάλι της νεότητας σου και των ονείρων σου, πάνω στον ερωτικό σπασμό. Είναι ο έρωτας  αυτός που αποκεφαλίζει την ελευθερία σου; Που την τρώει; Ή εσύ παίρνεις το κεφάλι της ζωής; Αποκεφαλίζεις τις καλύτερες στιγμές της; Χάνεις την ψυχή σου στη σκληρή διαδρομή και μένει το σώμα σου να παραπαίει;

Μουσική, συναυλίες, ακούσματα ,τραγούδια πιασμένα χέρι- χέρι με την ζωή. (Δακρυσμένα μάτια, Κράτησα τη ζωή μου, Λιποτάκτες, οι μπαλάντες του Αναγνωστάκη και τα λυρικά του Τάσου Λειβαδίτη, η Σωτηρία Μπέλλου).

Ένα ζωντανό πανόραμα μιας πόλης,  τα όνειρα των ανθρώπων, τα πατήματά τους, πάνω της και μέσα της.

Οι δρόμοι της, η Αριστοτέλους, η Τσιμισκή, το Βαρδάρι, η πανεπιστημιούπολη, ο κινηματογράφος Ολύμπιον, ο Τερκενλής με τις ευωδιές του στη διαπασών, η Αχειροποίητος. Οι καθηγητές, οι διδασκαλίες , οι επιρροές.

Η Διαβάτη έχει το έμφυτο χάρισμα να περιγράφει εξωτερικά και εσωτερικά γεγονότα, να ψηλαφίζει ίχνη περασμένα, ανάσες και μυρωδιές, μ’ ένα τρόπο άμεσο, φιλικό και γοητευτικά νεανικό, κρύβοντας τα πάθη της κάτω από την κριτική της ματιά. Διακρίνεις καθαρά ένα ανήσυχο πνεύμα, μια συνείδηση σε εγρήγορση που αναρωτιέται συνεχώς ενώ ταυτόχρονα γεύεται την εύχυμη σάρκα της ζωής.

Κάπου- κάπου τα κείμενά της μοιάζουν με ποιήματα όταν το λυρικό της στοιχείο βγαίνει σαν φως πίσω από το πυκνό φύλλωμα του πεζού λόγου.

Διαβάζω στο βιβλίο:

«Υπάρχουν άνθρωποι, δρόμοι, σπίτια, κόσμοι ολόκληροι που ανοίγονται μπροστά σου όταν τους προεκτείνεις με το βλέμμα. Κλείνω τα μάτια, κοιτάζω μέσα μου, συγκολλώ ψηφίδα -ψηφίδα τις παλιές εικόνες.

Καλά εσύ, Μαρίνα, έφυγες νωρίς, δεν είσαι καν κοντά μου, μαζί να αναπλάσουμε τη γειτονιά από την αλάνα ως το σπίτι της κυρά-Νίνας που μας έδινε ένα κουφέτο σκέτο, αμοιβή για τα κάλαντα. Μαζί να χαρτογραφήσουμε τα πρόσωπα, τα λόγια τα χαμόγελα.

Κρατώ  ανυπομονώντας τα υποστυλώματα της γειτονιάς στη φαντασία μου.

Κλείνω τα μάτια για να δω, να φτιάξω τον κόσμο που με έφτιαξε. Αυτοεξόριστη.»

Τελικά η Διαβάτη είναι ο ακούραστος διαβάτης που περιεργάζεται, αφουγκράζεται και αναστυλώνει ότι βλέπει,  καθώς διασχίζει την πόλη, τον χρόνο την ζωή. Η παρατηρητικότητά της  έχει την δίψα του ανθρώπου που δεν χορταίνει να ζει,  και που αντέχει να πικραίνεται. Μια πίκρα μυστική αιωρείται, ερχόμενη σαν  μακρινή ευωδιά, ένας απόηχος αυτού που χάνεται, που φεύγει, που το αφήνουμε πίσω μας. Λέει: «Σαν σκουπιδιάρικο  η καινούρια μέρα έρχεται να μαζέψει τα πτώματα των νυχτερινών ονείρων. Τις πεθαμένες ψευδαισθήσεις»

Το αυτί της αιχμαλωτίζει την μουσική της ζωής. Η περιγραφική της αισθαντικότητα  απλώνει μια γέφυρα που ενώνει τα περασμένα με το παρόν. Μας χαρίζει μία ταυτότητα διαρκείας, μια θλίψη ερωτική.

Στο τέλος γράφει: « Κατέβηκε από το λεωφορείο και πήρε την ανηφόρα . Καθώς περνούσε απ’ τις αυλές, δυο-τρεις μονοκατοικίες στο στενό της Ηφαιστίωνος πριν βγει στη Φιλίππου με τα νεόχτιστα, την πήρε η αψιά μυρωδιά από πιπεριές τηγανητές. Αυτό ήταν το καλοκαίρι. Μελιτζάνες και πιπεριές τηγανητές με κόκκινη σάλτσα να τρων στο έξω τραπέζι στην αυλή, ή καρπούζι το βραδάκι, και ιστορίες αραχτοί στις σεζλόνγκ -καραβόπανο με ρίγες- παλιά καλοκαίρια στη Στεφάνου Νούκα. Ο μπαμπάς με το κασκορσέ και οι γείτονες ένα γύρω και μασάλια με κλειστά τα φώτα για τον φόβο των κουνουπιών, το φεγγάρι μόνο να παραστέκει τη συντροφιά τους.

Μόνο η νύχτα δε θέλω γλυκιά έτσι τώρα να ‘ναι…»

Συνοπτικά η Διαβάτη κινείται μέσα στο επίκαιρο και το διαχρονικό. Με αποσπασματική τεχνοτροπία, που όμως κατορθώνει μέσα από το προσωπικό της βλέμμα, να σηματοδοτεί  το πρόσωπο της πόλης μας, τα προβλήματα και τους προβληματισμούς της. Θα μπορούσες να το πεις ένα ημερολόγιο των προηγούμενων δεκαετιών που έγραψε η ίδια η πόλη, αθόρυβο και σεμνό.

Η γλώσσα πυκνή, καθαρή, ζωντανή, θαρρείς και στραγγίζει τα τεκταινόμενα και βγάζει το άρωμα της ουσίας τους.

Το ταχύτατο, αεικίνητο βλέμμα της απορροφά τον περιβάλλοντα χώρο και τον αντανακλά σε τοπίο ψυχής.

Η προσωπική της ιστορία, οι εμμονές και οι αγωνίες της, διασχίζουν υποδόρια τα κείμενα, έτσι που αισθάνεσαι πως το σκηνικό της γραφής, προηγείται των προσωπικών δεδομένων. Αυτή η  ικανότητα να απευθύνεται στο γενικό  παραμερίζοντας το προσωπικό, δείχνει, πέρα από το άνοιγμα της οπτικής, μια ισότητα που αγγίζει τα όρια της δικαιοσύνης. Ο κόσμος σαν σύνολο είναι αξία. Αυτό το είδος της δικαιοσύνης φαίνεται να αποδίδει η Μυθιστορία της. Η αυτοβιογραφική νότα ακούγεται σαν το μοτίβο μιας συμφωνίας που αφορά το σύνολο. Ο Κόσμος είναι η συμφωνία και μείς τα επιμέρους μουσικά όργανα που την ολοκληρώνουμε.

Σήμερα που η χώρα έχει σκυμμένο το κεφάλι τέτοιες αναφορές έχουν ιδιαίτερη  σημασία. Ορθώνουν όχι μόνο το σώμα αλλά και το πνεύμα της πόλης.

   Μαρία Κουγιουμτζή