Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 20

Ανθολογία σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης στα ελληνικά Μέρος Δ'

Mεταφράζει η Άτη Σολέρτη
-διαβάστε το α', το β' και το γ' μέρος της ανθολογίας-
Φλάβια Κόμπανυ
http://www.fcompany.blogspot.gr/


ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΠΡΙΝ ΝΑ ΠΑΩ

Στον πύργο μου από ελεφαντοστό του έμεινε η μνήμη του ελέφαντα
κι οι κοφτεροί χαυλιόδοντές του που δαγκώνουν προς τα μέσα
κι ανοίγουν ρωγμές
: δεν μπορούν να φανούν από έξω
και κανείς δεν ξέρει πως από ‘δω
βρίσκεται αυτή η αδιάβατη ζούγκλα
όπως το σώμα σου από άμμο και σκορπιούς
το κελάρι των πόθων μου
καρποί από αλεύρι και μυρμήγκια
λεκάνες από νερό και χαρτόνι
όπου χτυπάνε η βροχή και οι ιδέες
πιασμένες σε καρφίτσες δηλητηριασμένες
σαν έντομα με σπασμένα φτερά
με χιλιάδες μάτια γαλανά, πράσινα, κόκκινα
: δεν έχουν σημασία τα χρώματα, προβάλλονται
στο σεντόνι, αυτόν τον ανέγγιχτο καμβά
ακόμη
ενώ το επίρρημα προστάζει
με τα γράμματά του ανοιχτά σαν χέρια με πείνα
το δαχτυλικό αποτύπωμα του κόσμου
διασπαρμένο και αυξανόμενο
γεμάτο τρίχες που κάθονται στο λαιμό
φράζονται σε μια ελαττωματική υδρορροή
ένα σωλήνα που πάει μέχρι το κέντρο της γης
για να συναντήσει νομίσματα από ορείχαλκο και σάρκα ακρυλική.
Επομένως τι να κάνω, πόσα μιλιγκράμ
χρειάζονται για να γίνει ο πόνος σκλήθρα
κι ο πυρετός μονωτική ταινία για τα γυμνά καλώδια
αργά
μέσω ερασιτεχνών αρουραίων, χωρίς λύσσα,
γκρίζων και ήμερων, υποταγμένων όπως το κρασί,
αυτός έφυγε, γιατί η φυγή είναι πιθανή
κι ακόμα αναπόφευκτη όπως ο ρυθμός της αγωνίας
που γίνεται σκουλήκι όταν το ρωτάς
που γεννήθηκε, από πού έρχεται
χωρίς διαβατήριο, παράνομο, με αποσκευές,
το οδοντικό του νήμα, η βούρτσα του, τα μεγάλα του ρούχα
τα καρό, τα ριγέ, τα εκτός εποχής,
στο αντίθετο ρεύμα, ανάμεσα σε πάγους σπασμένους απ’ το αλάτι
μιας θάλασσας από αμφιβολίες, η ιδιωματική του φράση,
ο στόχος ενός μέτριου βέλους,
για ποιο λόγο θα φιλοδοξούσες περισσότερα
αν πίσω από οποιαδήποτε άθροισμα υπάρχει ένα υπόλοιπο,
υπάρχει ένα παρελθόν, τόσες λάρβες με βελόνες
που υφαίνουν και ξηλώνουν το ίδιο κάθε φορά
σαν να υπήρχε ένα διάγραμμα από σύνολα
συμπιεσμένα που σπάνε μόνο ονομάζοντάς τα.
Όταν η λέξη βγαίνει βάζω τα δάχτυλά μου στο λαιμό
και την ξερνάω για να δω τις αλεσμένες τροφές,
ακόμα αναγνωρίσιμες, μήλο, καρύδι, αβοκάντο
λάδι, σφήκες, χαρτί και πλαστικό,
η συσκευασία συμπεριλαμβάνεται, χωρίς ετικέτες,
ποτέ δεν μου άρεσαν, γιατί οι λεπτομέρειες
φαίνονται μόνο εκείνο κι έπειτα είναι η ζωή,
ένα φλυτζάνι με νερό που βράζει μέσα στο ντουλάπι,
δίπλα στο αλάτι και στα ακατάστατα κλειδιά
ή στο βιβλίο των διηγημάτων του παιδιού που θα αποκτούσα
όταν ήμουν γόνιμη όπως η γη
στην οποία επέστρεψα με αιωροπτερισμό,
σιωπηλά δηλαδή,
με την ίδια την πεποίθηση των ασβεστωμένων τοίχων,
για να μη δει το τούβλο, το από κάτω, αυτό που ονειρεύεται:
πως μας αγαπάνε περισσότερο απ’ ότι εμείς οι ίδιοι.
(...)

Απόσπασμα από το βιβλίο “ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΠΡΙΝ ΝΑ ΠΑΩ” (EugenioCanoEditor Madrid, 2012).

Η Φλάβια Κόμπανυ [Flavia Company] (Μπουένος Άιρες, 1963), είναι συγγραφέας, μεταφράστρια, καλλιτεχνικός διευθυντής και δημοσιογράφος. Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Έχει εκδώσει 9 μυθιστορήματα (για το ένα έχει βραβευτεί), 4 βιβλία με διηγήματα και ένα αφηγηματικό ποίημα. Ανάμεσα στις δραστηριότητές της, έχει δημιουργήσει, διευθύνει και παρουσιάσει πολιτιστικό τηλεοπτικό πρόγραμμα και έχει ασχοληθεί με τη μουσική. Είναι επίσης καθηγήτρια λογοτεχνικής γραφής στη Σχολή Γραφής του Ateneo της Βαρκελώνης. Είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Συμβουλίου Πολιτισμού του δημαρχείου της Βαρκελώνης καθώς επίσης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Πολιτισμού της Βαρκελώνης.

Ρομπέρτο Α. Καμπρέρα


ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΕΙΣ το πρόσωπο. Το κρύβεις κάτω από σημεία. Θολώνεις την εγγύτητά του.

Η ωχρότητα του κόσμου αποσυντονίζει. Πάνω στο σώμα, τα σεντόνια, η τραυματική τους λευκότητα, σαν από σάβανο καινό. Σκέφτεσαι: έτσι πρέπει να σκεπαστεί ο κόσμος.
Ξύπνησες. Το πρωινό φωτίζει το πρόσωπό σου. Σηκώνεται απροσδιόριστο, απόμακρο. Κλείνεις τα μάτια. Αρνείσαι το φως, ανώφελα. Επομένως σκέφτεσαι στην αφύπνιση, στη ζωώδη, αυθόρμητη χάρη της. Και σκέφτεσαι αυτό που θα έπρεπε να βιώνεται: να ξυπνάς, ναι, αλλά με την απλοϊκότητα ενός πουλιού όταν ξυπνάει κι απογειώνεται. Απλότητα απερίσκεπτη αυτού που ζει. Αλλά εσύ σκέφτεσαι την πράξη της αφύπνισης, και με αδεξιότητα ξυπνάς, με την ίδια ανικανότητα για την απλοϊκότητα με την οποία ζεις. Ή τρέφεσαι. Ή ονειρεύεσαι.

Ατενίζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Γελάς. Ποιος απαντά.

Κάποιες φορές υπάρχουν θόρυβοι. Κάποιος κατεβαίνοντας το δρόμο, τα βήματά του, ένα αυτοκίνητο, διάφορα, μια μοτοσυκλέτα. Αργότερα μια αδύναμη φωνή. Μια γυναικεία φωνή. Η φωνή συνομιλεί χωρίς ζωή. Ένα μουρμουρητό υποτονικό που ξαφνικά καταλαγιάζει. Καινούργια βήματα. Κάποιος στο δρόμο κάτω απ’ τον ήλιο. Το βήμα είναι αποφασιστικό, ενεργητικό. Σαν να επιθυμούσε να ακουστεί. Απομακρύνεται. Κανένας.

Στο ντους. Διαλογισμός πάνω από το νερό, οι σταγόνες του, τα άπειρα άτομά του. Η βροχή χτυπάει το πρόσωπο με αμέτρητα δάχτυλα. Σκέφτεσαι το πρόσωπο που καταστρέφεται, αργά. Πρόσωπο πολλαπλό, διαλυμένο, καταρρέον πάνω στον κορμό, μπλέξιμο σταγόνων που γλιστράνε, διασκορπίζονται, συγκεντρώνονται. Δίνη τελική, εκροή, εγκαταλείπεις το φως, πέφτεις, χάνεσαι.

Κάτι όφειλε να σε ξυπνήσει. Απ’ το παράθυρο, χωρίς να το ανοίξεις, παρατηρείς το φως του φαναριού, το κίτρινο βλεφάρισμά του. Περνά ένα αυτοκίνητο.

Τίποτα δεν συμβαίνει.

Η καταχνιά σκεπάζει σήμερα την πόλη. Σαβανώνει τα σπίτια. Ο ορίζοντας.

Πόλη μεταμορφωμένη, κρεμασμένη στη γκρίζα λάμψη της σκόνης. Πόλη μετανιωμένη, καμμένη από μια φωτιά μη ορατή.

Αρχίζεις. Τα ξαναγράφεις όλα. Ξεκινάς από τη γύμνια. Από την προσομοίωση της γύμνιας. Στην αποσυντεθειμένη στιγμή. Σχέδια, χειρονομίες, κηλίδες από μελάνι. Επανάγνωση. Αρχίζεις εκ νέου. Σημείο προς σημείο.

Ίσως περιγράφεις. Απαριθμείς, κατατάσσεις τα γεγονότα: ένα τραπέζι, ένα ανοιχτό βιβλίο, αυτό το κρεβάτι, οι λέξεις, το φως που διακόπτεται, ο αέρας, η ανήκουστη ηρεμία του.
Παραμένεις. Συγκρατείς το βλέμμα στο φως. Ένα δωμάτιο, ένα κρεβάτι, ένα σώμα, ένα βιβλίο, το δέρμα του αέρα, η σιωπή εδώ ορατή.

(Εγκώμιο της ακινησίας)

Το χέρι σου σβήνει ένα ίχνος στάχτης. Δεν υπάρχει μνήμη απ’ αυτή την πυρκαγιά.

Το να σκέφτεσαι είναι συνείδηση του ορίου.

«Ονειρεύτηκα μια φορά πως μου φιλούσαν τα γεννητικά όργανα. Αργότερα ανακάλυψα πως αυτός που φιλούσε ήμουν εγώ η ίδια και το στόμα μου μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα».

Ο Θεός, η ανθυγιεινή του νοσταλγία.

Αποσπάσματα από το βιβλίο  “ΑΠΟΣΥΝΤΕΘΕΙΜΕΝΟ” (Ed. Asphodel, 2002).

Ο Ρομπέρτο Α. Καμπρέρα [Roberto A. Cabrera] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1971), είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα. Έχει βραβευτεί για το έργο του (βραβείο ποίησης “Pedro García Cabrera” (1991), “Montblanc a la cultura en Canarias” (1993) ). Έχει εκδώσει πέντε βιβλία. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά σε Ισπανία και Γαλλία.

Μάιτε Ντόνο
http://maitedono.com/


6.-
Μανούλα

ΜΑΝΟΥΛΑ δεν είμαι κακιά
Αν και τρώω τα νύχια μου
Τις πέτσες που περιβάλλουν τα νύχια μου
Μέχρι τη σάρκα
Μέχρι τη σάρκα μανούλα

Μανούλα δεν είμαι κακιά
Αν και δεν μοιάζω σε σένα
Αν και εσύ για την ειρήνη λες ένα Χαίρε Μαρία
Κι εγώ μόνο μισώ
Μόνο μισώ

Μανούλα δεν είμαι κακιά
Αν και περιγελώ το Θεό και τους οπαδούς του
Κι εσύ είσαι μια αγία
Χαίρε Μαρία αγνότατη
Χαίρε Μαρία αγνότατη
Κι εγώ ένα ον παραμορφωμένο
Παραμορφωμένο

Μανούλα δεν είμαι κακιά
Αν και αλλάζω δουλειά σε κάθε βήμα
Ναι ξέρω αυτό που θέλεις να μου πεις
-Πρέπει για τη δουλειά να θυσιαστείς
Για τον αφέντη σου που είναι ο πατέρας σου
Για τον άρτο τον επιούσιο
Ευλογημένος να είσαι Κύριε!
Ευλογημένος να είσαι Κύριε!

Μανούλα δεν είμαι κακιά
Αν και μου αρέσει τόσο να διαβάζω
Και να αυνανίζομαι στο μπάνιο
Ενώ εσύ με κοιτάς

Μανούλα δεν είμαι κακιά
Αν και έχω δεσμευτεί με τόσο κόσμο
Και τώρα είμαι σκλάβα ενός πυροφάγου
Που με διδάσκει να τρέφομαι απ’ την πυρά
Εγώ ξέρω πως ο Θεός ανήκει στην κόλαση
Κι είναι γλυκιά η κόλαση
Λιώνω στην κόλαση του θεού

Μανούλα δεν είμαι κακιά
Αν και με γοητεύει ο άσχημος κόσμος
Καλά αυτό που εσύ κι ο κόσμος σαν εσένα θεωρείτε άσχημο
Εμένα μου φαίνεται ένας νάνος του τσίρκου τόσο όμορφος
Ένας φτωχός ανόητος που δεν καταλαβαίνω
Ένας καμμένος γεμάτος ουλές
Χωρίς μύτη ούτε στόμα για τον έρωτα μανούλα

Μανούλα δεν είμαι κακιά
Αν και μου αρέσει να με χτυπάω
Να με γρατζουνίζω
Να με δαγκώνω
Να με βιάζω
Εκείνο το αίμα που βρίσκεις στα σεντόνια
Είναι η καλύτερη απόδειξη απέναντι σε μένα την ίδια
(...
Είναι τόσο όμορφη η λεπίδα!

Μανούλα δεν είμαι κακιά
Αν και κλείνομαι στην απομόνωση
Ακούγοντας το ρολόι χειρός μου
Για να επαληθεύσω πώς περνά αληθινά ο χρόνος
Ο χρόνος ο χρόνος ο χρόνος!
Ο χρόνος!
Και οι ζημιές που κάνει σε μένα μανούλα
(...

Άσε με μόνη μανούλα
Τίποτα δεν έχεις να κάνεις εκτός απ’ το να με κοιτάς
Και μην αφήνεις να το κάνεις μη
Και μην αφήνεις να το κάνεις μη
Μανούλα
Μανούλα
Μην αφήνεις να το κάνεις μη

7.-
Άφωνη

Άφωνη
Θα μείνω άφωνη μπροστά απ’ το δειλινό
Το φως θα μου θαμπώσει τα μάτια και θα αφεθώ να πάω
Τυφλή
Τι νεκρή θα είμαι για όλους όχι τόσο για μένα
Η σιωπή θα με σηκώσει για να τρέξω προς τους ανέμους
Θα σμίξω με τα φύλλα και τις φωλιές των πουλιών
Τα μαλλιά μου σε εκείνα
Τα νύχια μου
Θα είναι ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβω αν και δεν με καταλαβαίνουν
Αυτή η σιωπή που θα υιοθετήσω αφού πια με υιοθετεί
Θα είναι ο μοναδικός τρόπος
Πια δεν θα έχω ανάγκη να υπομείνω τίποτα
Να αποδείξω τίποτα
Το βάρος και η ταχύτητα πίσω
Η σιωπή
Η αγνότητα  που σε ρωτούσε
Τώρα το καταλαβαίνω
Τώρα τίποτα δεν με νοιάζει εκτός από αυτή τη θαυμάσια αίσθηση
Του να πετώ
(...)

Πια δεν χρειάζομαι να φάω
Όχι άλλους ξηρούς καρπούς ούτε ηρωίνη
Όχι άλλα ψέμματα για αυτό το σώμα το ορθάνοιχτο
Όπως το φύλο
Το αναθεματισμένο φύλο των ανδρών
Τι άσχημα γαμούν οι άντρες
Τι άσχημα τους μυρίζει η αναπνοή και η ψυχή
Άσχημα σπλάχνα κι εγώ γοητευμένη από τους άντρες
Γατζωμένη σε σένα
Είσαι ένας παλιοβλάκας και σε αγαπώ
Άντε στα σκατά και σε αγαπώ
Σεθέλωσεθέλωσεαγαπώ
Σελατρεύωσελατρεύωσεαγαπώ
Βγες έξω από μένα
Άσε με στη σιωπή μου
Το παράθυρο απ’ το οποίο μπήκες μένει ανοιχτό
Πιστεύω
Έλα σε μένα και γάμησέ με
Κλείσε εκείνο το παράθυρο για μια γαμημένη φορά και μείνε
Τι είναι η αγνότητα;
Εσύ το ξέρεις;
Γάμησέ με

8.-
καρχαρίας

Είδα έναν καρχαρία νεκρό στο βάθος ενός ποταμού
Πολύ μικρό
Είδα έναν καρχαρία καλυμμένο με άμμο στο βάθος ενός ποταμού
Τον οποίο δεν έσερνε το ρεύμα
Δίπλα σ’ αυτόν ένα κουτάκι κόκα κόλα
Κι όλα τα πράγματα τα πιο μοναχικά
Που είναι τα απορρίματα
Τα σκατά στην άπειρη θλίψη τους εγκαταλελειμένα
Τα θλιμμένα σκατά νεκρά επιπλέοντας πάνω απ’ το νερό
(…
Ο καρχαρίας με κοιτούσε ορφανός
Εγώ τον κοίταξα λοξά
Γρήγορα
Σαν να μην με ένοιαζε περισσότερο απ’ οτιδήποτε
Άλλο πράγμα ορφανό
Αλλά με ένοιαζε τόσο
Με πονούσε τόσο
Που αφού τον είδα με έκανε να δω
Την πόλη θολωμένη στο γκρι το πιο θλιβερό
Και πιο ορφανό που εγώ ποτέ δεν είχα δει
Ποτέ
Πριν
(…)
Και είναι που εγώ είμαι επίσης τα σκατά αυτού του μικρούλικου ποταμού
Αδερφή εξ’ αίματος ενός καρχαρία καλυμμένου με άμμο
Τελικά
Κάτι σκατά καλά θλιμμένα επιπλέοντα
Πάνω απ’ το νερό
(…

Ποιήματα από το βιβλίο ”CIRCUS GIRL”, εκδόσεις El Gaviero, (2009).

Η Μάιτε Ντόνο [Maite Dono] (Βιτόρια, Ισπανία, 1969), είναι ποιήτρια, ηθοποιός και τραγουδίστρια. Έχει εκδώσει 5 βιβλία, έχει συμμετάσχει σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και έχει συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Εκτός από ποιήματα, έχει γράψει διηγήματα και θεατρικά έργα. Έχει βραβευτεί για το έργο της.


ΠΡΩΤΗ ΣΥΖΥΓΙΑ
Βρίσκεις τις λέξεις
τις στοιχειώδεις. Μαθαίνεις
πώς να πεις συγγνώμη στο ιδίωμα απ’ αυτόν που εισβάλλει,
και καλημέρα, και πάρε,
κι έχω έρθει να σε γνωρίσω, μαθαίνεις
πώς να πεις ευχαριστώ στο ιδίωμα
αυτών που επίσης σχίζουν
κι επίσης
σχίζονται,
πώς να πεις
καφέ, στοργή, πατρίδα,
σαλόμ, σαλάμ αλέκουμ, μαθαίνεις
πώς λένε πέρνα, μπες, αυτό είναι το σπίτι μου
σε μια χώρα στο νότο απ’ την οποία σπάνια
μένουν ερείπια, μαθαίνεις
ομπριγκάντα, σπασίμπα, μαθαίνεις
ποια χρώματα δεν υπάρχουν στις γλώσσες της Αφρικής.
Και πώς να απαντήσεις ναι στο Πεκίνο.
Φτάνεις στις πόλεις και ανακαλύπτεις
τα μυστικά της αγοράς,
κατανοείς,
μαθαίνεις
ποια είναι σε κάθε γη
η ετυμολογία της ψυχής, και με ποιον τρόπο
χαιρετούσαν το φόβο οι προπαππούδες μου.

Βρίσκεις τις λέξεις τις ουσιώδεις.
Κι έπειτα μιλάς.


ΑΝΑΤΕΛΛΩΝ ΖΥΓΟΣ
Θα γνωρίσετε τον έρωτα και τότε
θα σκεφτείτε το θάνατο˙
θα αναγνωρίσετε την ομορφιά και τότε θα σκεφτείτε
την κατάρα του περάσματος του χρόνου.
Θα διαβάσετε ένα στίχο και θα θυμηθείτε
πως το φρούτο σαπίζει,
πως η βία κυριαρχεί˙
θα δείτε μια ωραία νεαρή
και θα σκεφτείτε τα κόκαλα και τη σκόνη.
Θα γνωρίσετε την ειρήνη και θα ακούσετε την ηχώ της κραυγής˙
θα σας μεταφέρουν στη θάλασσα και θα σας καταπλήξει
η σιγουριά της πεδιάδας
που καταστράφηκε απ’ τη φωτιά.
Θα γνωρίσετε την επιθυμία και τότε
θα φοβηθείτε το τέλος της γης.

Αλλά, άλλες φορές,

θα γνωρίσετε το θάνατο και θα σκεφτείτε τον έρωτα,
θα αναγνωρίσετε την κατάρα του περάσματος του χρόνου
και θα γίνετε αδιάφθοροι υπήκοοι
της ομορφιάς.

Η ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ

Μαθαίνω την ελαφρότητα του πουλιού.
Βγάζω τα πόδια απ’ τη φωλιά κι ανακαλύπτω
πως έξω ο κόσμος είναι καθαρός
κι είναι ευρύς ο ουρανός
και δεν μας μένει τίποτα
που να αξίζει τον κόπο να μην αγαπάμε.

Μαθαίνω
την ελαφρότητα του πουλιού. Αναπνέω.
Νιώθω πως περνά ο αέρας
απ’ όλες τις γωνίες του σώματος,
αυτό που μοιάζει περισσότερο στην πτήση
που μπορεί να κάνει μια γυναίκα
όπως εγώ,
με την καρδιά
προσκολλημένη στη γη.
Αψηφώ
τη βαρύτητα
όπως όποιον αψηφά
έναν κανόνα, μαθαίνω
την ελαφρότητα του πουλιού.
Ξεχνώ πως τα πράγματα έχουν βάρος
και τα πετώ στον αέρα,
μένω ήρεμη και βλέπω
πως
τους γεννιούνται
φτερά.
Αυτό που μοιάζει περισσότερο στην πτήση
που μπορώ να κάνω,
εγώ που έχω
πόδια
από μόλυβδο.

Μαθαίνω
την ελαφρότητα
του πουλιού.

Ποιήματα από το βιβλίο “Τα κοινά ιδιώματα” (Hiperión, 2010).

Η Λάουρα Κασιέγες [Laura Casielles] (Πόλα ντε Σιέρο, Αστούριες, 1986), είναι πτυχιούχος δημοσιογραφίας και κάνει μάστερ στις σύγχρονες αραβικές και ισλαμικές σπουδές στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, για τη μία εκ των οποίων έχει βραβευτεί (βραβείο ποίησης Νέων Antonio Carvajal και Εθνικό βραβείο ποίησης Νέων Miguel Hernández 2011). Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά βιβλία και ανθολογίες. Κάνει μεταφράσεις από τα γαλλικά και συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.

Ανχέλικα Λιντέλ
http://www.angelicaliddell.com/


μένω στα δόντια του παιδιού
ενώ είναι παιδί
δεν εμπιστεύομαι τη σωφροσύνη
ούτε την εμπειρία
προτιμώ να είναι όλα σύντομα κι απότομα
Προτιμώ να με καταστρέψει με το απερίσκεπτο και βιαστικό του πέος
Όσες φορές επιθύμησε
μένω στα δόντια του παιδιού μέχρι το παιδί να με ξεχάσει
γρήγορα
επειγόντως
το παιδί είναι αξέχαστο

*
Άμα τα στήθη μου ήταν ευνοϊκά για τα θηρία
θα διάλεγα εσένα
άπειρε νεαρέ
δεν προσδοκώ τον οργασμό
αλλά την προωρότητά σου στο λαιμό μου
*
Παραδέχομαι τη μαχαιριά του τρελού
δεν με κάνει να αιμορραγώ
απλά με ξεγυμνώνει κι άλλο
κόκαλα χωριστά
όλοι μπορούν να δουν τα όρθια κολεγιόπαιδα
άμα κολλήσουν το μάτι στην πληγή

*
Πόσο λάδι μπορεί να αφαιρεθεί απ’ το κορμί μου;
ίσως ένα ξίγκι συνηθισμένο
για να φωτίσει χοιροστάσια ή στρατώνες
άμα το λάδι μου χρησίμευε για να φωτίσει τα γραφεία
όπου τα ελαφρά πλευρά καταθλίβονται
όπου ονειρεύονται τα νόστιμα αγόρια
δεν υποπτεύονται πως θα έγλειφα τους αγκώνες τους
και θα είχα αρκετό
το φως χωρίς λάδι καίει τους νευρώνες μου
βάζω το γυμνό καλώδιο κάτω απ’ τη γλώσσα
τα αγόρια δεν έχουν ανάγκη τις πεολειχίες μου

*
Έφτασα το ύψος το επαρκές
για να έχω σκέψεις ποταπές
είμαι ικανή να με πλέξω με δυο πέη
και να χρησιμοποιήσω μακροσκελείς λέξεις
Να φυλάω τους σπουδαστές μες στα ντουλάπια.
δεν μυρίζεις την κοιλιά μου από θειάφι;
οι επιθυμίες κατεβαίνουν τόσο που χαϊδεύουνε την κόλαση

*
Με κατουράνε στα μανίκια
τα αγόρια με το αγγελικό πρόσωπο
διασκεδάζουνε μόνο άμα με ταπεινώνουν
υπομένω καλύτερα τις φρικτές τους κοροϊδίες παρά το βάρος ενός άνδρα
όλο για το δέρμα
Εκείνο το δέρμα
κάποια μέρα θα γιουχάρω με τα κόκαλά τους

*
Δεν είμαι περισσότερο δυνατή από μια μικρή
σαν να είχα ένα ρινόκερο καθισμένο στο πρόσωπό μου
δεν είμαι όμορφη
εσύ είσαι το χτύπημα, νεαρούλη

*
Τα παιδιά απέναντι
σ’ αυτή την απόσταση δεν βλέπουν τις ρυτίδες μου
η κλείδα του παιδιού του πιο ψηλού είναι τέλεια
ποτέ δεν βγαίνω τη μέρα
ακούω τον θορυβώδη ήχο του αίματος
κι ένα σφύριγμα

*
Υπάρχει μία κάλτσα κολλεγιακή μες στο συρτάρι
ανάμεσα στις κάλτσες μου τις άσπρες και τις μαύρες
δεν θυμάμαι
καταπιέζομαι
με την ανεπαρκή κάλτσα στο δεξί μου πόδι
πια θα έχει μεγαλώσει
θα είναι ορμητικό
και θα ηδονίσει τις γυναίκες

*
εκείνοι οι ανεύθυνοι αδυνατισμένοι
είναι ένα όνειρο στο εσωτερικό ενός δάσους
θα πεθάνω στις πόρτες ενός κολεγίου
τόσο γερασμένη
τόσο διεφθαρμένη

(...)

Ποιήματα ανήκοντα στην ποιητική συλλογή “Οι επιθυμίες στο Άμχερστ”,(Ediciones Trashumantes, 2008). Συμπεριλαμβάνονται επίσης στο έργο “Όλος ο ουρανός πάνω στη γη: το σύνδρομο της Γουέντυ”.

Η Ανχέλικα Λιντέλ [Angélica Liddell] (Φιγκουέρες, Γιρόνα, 1966), είναι δραματουργός και ηθοποιός. Έχει σπουδάσει ψυχολογία και θέατρο. Το 1993 δημιούργησε την εταιρεία ATRA BILIS TEATRO.  Το έργο της, το οποίο αποτελείται κυρίως από θεατρικά κείμενα, έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ρουμάνικα, ρώσικα και πορτογαλικά. Έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο της ( βραβείο καινοτόμου δραματουργού Casa de América (2003), θεατρικό βραβείο SGAE (2004), βραβείο Ojo Crítico segundo milenio (2005), βραβείο Notodo του κοινού για το καλύτερο θέαμα του 2007, βραβείο Lope de Vega (2007), βραβείο Valle- Inclán (2008) ).

Μάικι Μαρτίν Φρανσίσκο


ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΒΡΟΧΗ ΤΑ ΝΑΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΟΥ
που δεν πέφτει το όχι
το κατηγορηματικό όχι
το αισχρό
το διαπεραστικό
Κάνει τόσο κρύο στη μοναξιά μου
και πια δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά
που έβρεξε στο φεγγάρι
αν είναι που εγώ βρισκόμουν απο κάτω
βρέχοντας ναι
όπως εσύ τώρα
βρέχεις
αλήθειες

Από το “Σαν μια γαλάζια πέτρα που σκεπάζει την κόγχη”, (Ayuntamiento de la Laguna, 2000).

Η ΝΕΚΡΗ ΜΗΤΕΡΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ
ξέρει για μια κόρη
αλλά δεν τη γνωρίζει
και νιώθει ένοχη
που της έχει αφήσει την ενοχή της
εκείνη την ίδια που κληρονόμησε
χρόνια πριν
όταν η ίδια η μητέρα της
της έδωσε τον κόσμο
και την υπέδειξαν με το δάχτυλο
(όπως εκείνη)

Από το “Χωρίς εγώ να ισχυριστώ το αντίθετο”, (Ediciones La Palma, Madrid, 2003).

Γυναίκες του XXI αιώνα

Στις αδερφές μου,
πλάστες γυναικών
για τους επόμενους αιώνες.

Αν και εξακολουθούμε να είμαστε η Σαπφώ,
η Ροσάριο Καστεγιάνος,
ή ένα πλήθος νεκρό μες σ’ ένα εργοστάσιο καπνού.
Και τόσες φορές, ακόμα ξυπνάμε
σαν την Τερέζα ή τη Λόλα,
κοιμισμένες στο άλλο πλευρό των συζύγων τους,
που μια μέρα θα τους γυρίσουνε την πλάτη
για να τις κάψουν ζωντανές,
ή για να τους πετάξουνε οξύ,
για να τις κλείσουνε ανάμεσα σε πέτρες
και για να τους φορέσουνε ράσα, ποδιές,
μπούρκες, άμμο.

Γυναίκες ενσωματωμένες, ενιαίες,
αισχρές.
Γυναίκες που αφήνουν τη ζωή τους στα σύνορα
ανάμεσα σε Μεξικό και μια δουλειά πιο τίμια.

Γυναίκες της μιας μέρας για την άλλη,
γυναίκες που κλαίνε στα ταξί,
ή συγκρατούνε δάκρυα
μπροστά στο πτώμα ενός γιου
που ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως είναι θεός.

Γυναίκες σαν γάτες,
που ζέστη στο χιόνι ζητάνε.
Εργάτριες, πωλήτριες του κορμιού τους
και του αφρού.
Κι όλες αυτές που έχασαν το όνομά τους
κάτω απ’ το στίγμα μιας παράδοσης.

Υπερασπίστριες της τύχης, αγωνίστριες,
ας φτάσουμε επιτέλους σε μια συμφωνία:
πάνω από γόητρα,
ομοιότητες ή διαφορές,
ας μην παραιτηθούμε ποτέ από εμάς τις ίδιες.
Κι ας αγαπάμε κάθε μία
για την ελευθερία της άλλης.

Από το “Και αν με δηλώνω ακατάλληλη”, (Ediciones Idea, 2008).

Η Μάικι Μαρτίν Φρανσίσκο [Maiki Martín Francisco] (Σάντα Κρούζ ντε λα Πάλμα, 1974), είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα. Έχει εκδώσει διηγήματα, αρκετές ποιητικές συλλογές και έχει συμμετάσχει σε διάφορες ανθολογίες. Έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο της (βραβείο Félix Francisco Casanova, βραβείο λογοτεχνικής γραφής από τη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Λαγκούνα, βραβείο ποίησης “Ciudad de la Laguna”, διεθνές βραβείο ποίησης “Ciudad de Santa Cruz de La Palma”). Ήταν από τα μέλη των πρώτων λογοτεχνικών τμημάτων που δημιουργήθηκαν στα νησιά  και αργότερα η ίδια διοργάνωνε λογοτεχνικά τμήματα στη Λαγκούνα. Έχει υπάρξει συντονίστρια του πολιτιστικού περιοδικού “Mandala. Cuaderno de Artes y Letras” και έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα λογοτεχνικά δρώμενα και συναντήσεις μέσα κι έξω απ’ την Ισπανία και ειδικά στην Ουρουγουάη. Είναι καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κάνει διδακτορικό πάνω στο έργο της ουρουγουανής Cristina Peri Rossi. Σαν ερευνήτρια, έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμα συνέδρια (εθνικά και διεθνή) και εκδόσεις, επικεντρώνοντας τη μελέτη της κυρίως στην ισπανοαμερικάνικη λογοτεχνία, τη φανταστική λογοτεχνία, τους λατινοαμερικάνους και ισπανούς συγγραφείς, τη φεμινιστική λογοτεχνική κριτική και τα ζητήματα των ειδών. Επίσης ήταν διευθύντρια του I, II και III Διεθνούς Συνεδρίου του Είδους, της Τέχνης και Λογοτεχνίας με έδρα τη Λαγκούνα, κατά τα έτη 2003, 2004 και 2005.

Πάουλα Άινέντερ
http://poesiapaulatina.blogspot.com/


Η γραφή του πηλού

Θα γράψω χωρίς λόγο και χωρίς σκέψεις.
Θ’αρπάξω κάθε λέξη αλλήθωρη και χαλασμένη
και θα την κάνω από πηλό.
Θα την περάσω από το πυρ. Θα της δώσω πνοή.
Κάθε λέξη θα γίνει ένας άνθρωπος.
Τη γη με λέξεις θα αποικίσω. Σελίδες με ανθρώπους θα γεμίσω.
Θα υπάρχει πηλός αντί για μελάνι.
Θα γράψω χωρίς ένταση. Θα τυφλωθώ.
Καμία λέξη δε θα ποδοπατήσω.
Θα γίνουν το μπαστούνι μου.
Δεν θα ψάξω τον άνθρωπο. Γιατί ένας άνθρωπος
είναι καμωμένος από κείμενο.
Είναι υφασμένος από πάρα πολλές λέξεις.
Δεν θα ψάξω το ποίημα. Γιατί ένα ποίημα
είναι καμωμένο από σάρκα.
Είναι συντεθειμένο από πάρα πολλά
υφάσματα και μύες και νεύρα.
Χωρίς σκοπό και χωρίς σχεδιαγράμματα θα γράψω.
Αλλά κανείς δεν θα μπορέσει να με κατακρίνει που δεν έχω ενώσει
τη λέξη με τον πηλό, το μελάνι με το αίμα. Εξάλλου
η έλλειψή μου της πρωτοτυπίας αναζητάται.
Το καινοτόμο και η λήθη είναι το ίδιο.
Αλλά το ποίημά μου είναι γραμμένο.
Σε αυτό αφορά το θέμα.

Από το βιβλίο “Η γραφή του πηλού”, (Ediciones Imaginarias, Montevideo, 2002).

Ύψη

Δεν μπορώ να γράψω χωρίς να καταστρέψω
ένα ποίημα που είναι ένα δέντρο
είναι αυτό γιατί πρωτύτερα ρούφηξε ικανοποιητικά
τις ρίζες ενός προγενέστερου ποιήματος
και το άφησε απολιθωμένο και σκελετικό
Το νέο ποίημα αντίθετα
έγινε σθεναρό και ανθηρό
Εγώ είμαι εδώ
Σ’ αυτή τη μάχη
του αίματος –μελάνι-
του στόματος –χαρτί-
του τσεκουριού –σβήνω-
Και είμαι διατεθειμένη να σκοτώσω
χωρίς ευλάβεια αν καταφέρω με εκείνο
τον μοναδικό μου σκοπό
-αυτό που εγώ επιθυμώ-
να χώσω το δόντι στο φρούτο
το πιο ζουμερό και ώριμο
στην κορυφή του δέντρου

Από το βιβλίο “Πειραματικό δέντρο”, (Artefato, Montevideo, 2004).

γλυκιά κι οδυνηρή προσμονή

απ’ όπου αρχίζει αυτός ο στίχος
βλέπω τις διασταυρώσεις που έχουν υφανθεί
με την υπομονή της Πηνελόπης
έτσι θα σε προσμένω
θα προσδέσω τις βελόνες μου από ατσάλι αδιαφανές
θα αφήσω το αγκυροβολημένο ύφασμά μου
δεν θα επισκεφτώ θάλασσες μακρινές
ούτε θα οργώσω χωράφια ανθισμένα
έτσι θα σε προσμένω
θα ξηλώσω και θα ξαναυφάνω το ίδιο όνειρο
αν χάσω τον πόντο
θα αρχίσω μια και δυο φορές
μέχρι το ύφασμα να πάρει τη μορφή απ’ το δικό σου πρόσωπο
κι ύστερα θα το ξηλώσω μία, δύο, τρείς
όλες τις φορές
έτσι ώστε μια μέρα
απρόσμενος
όταν επιστρέψεις
να έχεις στην κοιλιά μου όλη τη ζεστασιά συσσωρευμένη
και να με υφάνεις και να με ξηλώσεις
μια και δυο φορές
μια και δυο φορές
μια και δυο φορές

Από το βιβλίο “αδιαφάνεια”, (Editorial La Propia, Montevideo, 2010).

Η Πάουλα Άινέντερ [Paula Einöder] (Μοντεβιδέο, 1974), είναι πτυχιούχος Φιλολογίας από τη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου της Δημοκρατίας της Ουρουγουάης και καθηγήτρια αγγλικών. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, οι οποίες παρουσιάστηκαν στον εθνικό διαγωνισμό λογοτεχνίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Εκπαίδευσης της Ουρουγουάης. Το ποιητικό της έργο έχει συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες, τόσο στην Ουρουγουάη όσο και διεθνώς. Έχει γράψει επίσης και δοκίμια. Πρόσφατα κάποια από τα ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά. Η ίδια έχει επίσης συμμετάσχει σε διάφορες λογοτεχνικές αναγνώσεις και έχει αποτελέσει επίτιμη καλεσμένη στα δρώμενα που διοργανώνουν λογοτεχνικοί κύκλοι.

Μάρτα Ασουνθιόν Αλόνσο
http://cronicasdenaoned.blogspot.fr/


The house among the roses (Monet, 1925)

Όλοι το δείχναν με το δάχτυλο, συναινούσαν,
απομακρύνονταν για να παρατηρήσουν καλύτερα, πολύ προσεχτικά,
σαν παιδιά που ακολουθούν έναν χαρταετό στην παραλία.

Κι ακόμα μια γυναίκα χρησιμοποιούσε κάτι κιάλια,
πολύ σοβαρή κι εχέμυθη, το κεφάλι γυρτό,
ωσάν να περιεργαζόταν έναν ψεύτικο χάρτη θησαυρού.

Εγώ ένιωθα ανόητη. Θυμάμαι πως σκέφτηκα: ίσως
το σπίτι ανάμεσα στα τριαντάφυλλα να βρίσκεται έξω απ’ το κάδρο,
όπου κανένας δεν το σκέφτεται,
εκεί όπου συννεφιάζει η ματιά σου.
Ίσως να έχουμε χάσει τον χρόνο αναζητώντας το ζώο,
ποτέ τη σκιά του˙
την αναλαμπή του ήλιου πάνω στην πηγή, όχι τη δίψα.

Συνέχισα να σκέφτομαι λιγάκι, σαν τυφλή,
ενώ οι ιάπωνες χαμογελούσαν.

Γιατί ίσως το σπίτι μονάχα ήταν τα τριαντάφυλλα
κι εκείνος ο ουρανός ο τυρκουάζ,
πυκνή χαρά κι εύκολη φωτιά.

Σήμερα πιστεύω πως το σπίτι ανάμεσα στα τριαντάφυλλα πάντα ήμασταν εμείς. Στην αναζήτησή του.

Τα σύννεφα

Αυτό που έχει αλλάξει περισσότερο; Λοιπόν τα σύννεφα.
Θα είναι μια ανοησία, αλλά δεν είναι τα ίδια
-πια ξέρω: ποτέ δεν είναι ίδια. Αλλά εδώ λιγότερο-.

Είναι σύννεφα για να έχουμε ημικρανία.
Και για να μην υπάρχουμε μόνο.

Όταν εγώ ήμουν μικρή, ωστόσο,
τα σύννεφα στη Μαδρίτη υπήρχαν χωρίς να υπάρχουν,
όπως σε μια σκηνή από παπιέ μασέ.
Ήταν ένα παραπάνω δέντρο στο Ελ Ρετίρο
μια οποιαδήποτε Κυριακή, ψίχουλα από ψωμί και ψάρια.
Ήταν σύννεφα. Και τότε.

Δεν υπάρχουν στις αναμνήσεις μου, αλλά υπήρχαν εκεί,
με απλή μορφή, σαν ένα ξέσπασμα ή το γέλιο,
τις εκρήξεις του γέλιου της αδερφής μου.

Μήπως δεν κράτησες κάποια φορά ένα μυστικό,
έναν θαμμένο θησαυρό,
τόσο βαθύ που σχεδόν σου διαφεύγει;

Έτσι ήταν τα σύννεφα πάνω από το σπίτι μου.

Γιατί στο σπίτι βρίσκεσαι όταν η φωτιά είναι υποτακτική
και κάποιος ξέρει πως ο ουρανός,
με όλο αυτό που χωράει σε εφτά γράμματα,
θα συνεχίσει να είναι ουρανός αν και σε αφήνουν κουτσό,
σου ξεριζώνουνε τα χρώματα απ’ το στόμα.

Δεν είναι τα ίδια σύννεφα, πια σου λέω.

Δεν είναι σύννεφα στο βάθος. Ζυγίζουν πολύ,
ζυγίζουν στο κεφάλι˙ είναι από σίδερο.

Άλλωστε, δεν είναι σύννεφα. Είναι το σύννεφο.
Όπως η ταπετσαρία σε κάποια ξενοδοχεία.

Σύννεφο που επαναλαμβάνεται, για να μας τρελάνει.

Palais de Beaux Arts

Θα περάσω το πρωινό στο μουσείο, στις άδειες του αίθουσες,
παρθένες με κοίλα μάτια, αρχαία κεραμική,
λευκότης σιωπηλή. Νεκρός χρόνος.

Τι δύσκολο να πεις “Ροντέν”, ή να γράψεις  “Φλάντες”,
να συμβουλευτείς τους χάρτες για τους περιηγητές
πού βρίσκεται το ασανσέρ που στη θάλασσα ανεβάζει,
νεκροταφείο του Sète, σώμα που έχει γίνει ήλιος.

Για λεπτά γίνομαι η πρώτη βάκχα
που δοκίμασε αυτό το κρασί,
κι αυτά τα δάση. Θα περάσω τη ζωή μου,
όπως εκείνο το πρωινό του φλεβάρη στη Μαδρίτη,
αναζητώντας στο μουσείο το ισχίο σου και τα χέρια σου,
την ξένη κόμη σου, ένα χάδι,
ίσως ένα χυδαίο φιλί στα κρυφά απ’ το φρουρό.

Σήμερα έχει λιακάδα στη Λίλ.
Πάνε παραπάνω από δέκα μέρες που δεν είχε ήλιο στη Λιλ,
κι είναι ένα θαύμα. Αυτός ο ήλιος ο φθινοπωρινός,
οι κόκκινες τζαμαρίες απέναντι σ’ αυτό το τεράστιο φως,
το νεαρό, χαρτόνι του Γκόγια, ανοιχτός ουρανός.

Θα περάσω το πρωινό στο μουσείο, αναζητώντας έναν ήλιο από πηλό,
μια φωνή από ακουαρέλα. Τι δύσκολο να ζωγραφίζεις,
να κοιτάζεις το έξω φως σαν να ήταν ακόμα μ’ εμάς πανομοιότυπο.

Να σκεφτείς “αγάπη”. Να πεις “γαλάζιο άλογο”.

Να μη νιώσεις πως το μάρμαρο γίνεται σκοτεινό στο στήθος.

Από την ποιητική συλλογή “Επιτείνοντας την άνοιξη”, (Hiperión, Madrid, 2011).

Η Μάρτα Ασουνθιόν Αλόνσο [Martha Asunción Alonso] (Μαδρίτη, 1986), είναι πτυχιούχος γαλλικής φιλολογίας και εργάζεται ως καθηγήτρια λογοτεχνίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει ζήσει σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας αλλά τώρα διδάσκει και συγγράφει στο νησί της Γουαδελούπης, στις Γαλλικές Αντίλλες. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές και έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο της (Βραβείο Antonio Carvajal, Βραβείο Νέων Δημιουργών της Ακαδημίας των Γραμμάτων της Γρανάδας, Βραβείο Blas de Otero).

Χεσούς Χιμένεθ Ντομίνγκεθ
http://jesusjimenezdominguez.blogspot.com.es/


ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ
(ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ο ΕΦΕΣΙΟΣ)

Ο Ηράκλειτος nº 1 βγαίνει απ’ το σπίτι και στο δρόμο ενώνεται
με τον Ηράκλειτο nº 2 ο οποίος, ακριβής όπως η μέρα,
κατεβαίνει προς το ποτάμι με την πρόθεση ένα μπάνιο να κάνει.
Κάνει ζέστη και το σώμα ζητά απ’ το καλοκαίρι ανακωχή
ενώ, απόμακρη, η ψυχή μάχεται έναν πρόωρο χειμώνα.
Κι από ‘δω και πέρα, όταν φτάνουν, βρίσκεται ήδη ο Ηράκλειτος nº 3
να κολυμπά ανάμεσα στα δροσερά καλάμια και την πράσινη αύρα.
Δείτε τον Ηράκλειτο nº 4 να διαχωρίζει το νερό απ’ το νερό
(το υδρογόνο απ’ τη μια μεριά, το οξυγόνο απ’ την άλλη),
το ποτάμι να κλείνεται χωρίς ουλή πίσω από τον Ηράκλειτο nº 5.
Νιώστε μια αστραπή από ψάρια γύρω από τον Ηράκλειτο nº 6,
ο ηλεκτρισμός της στιγμής, η διαφάνεια της εσπέρας.

Αλλά σκοτεινιάζει κι είναι ώρα να δειπνήσουν πριν να τους διαλύσει η νύχτα.
Ο Ηράκλειτος nº 7 στην ακτή τους συγκαλεί, ανάμεσα στις όξινες σκιές,
και όλοι οι Ηράκλειτοι της μέρας συγκεντρώνονται διαδοχικοί κι αλλιώτικοι:
ο ανεξιχνίαστος και ο μοναχικός. Ο συκοφάντης κι ο αφηρημένος.
Πάνω στο χορτάρι που φημολογεί, μακριά απ’ τον κόσμο, τους ακούμε
να μοιράζονται το μέλι και τη στιγμή, τη δίψα και τις λέξεις:

Δεν μπορεί να κάνει μπάνιο ένας δύο φορές στο...

Και είναι σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας όταν, ξαφνικά,
η βροντή που συνηθίζει να υπογραμμίζει τα μεγάλα επεισόδια
προπορεύεται ίσα-ίσα για να πνίξει το τέλος της αποκάλυψης,
αρνώντας μας έτσι τις δάφνες όλες της γνώσης.
Και δεν εξυπηρετεί σε τίποτα να γυρίσουμε πίσω αυτό το ποτάμι σαν μια παλιά βιντεοταινία.
Μόλις φτάσουμε στο φωτόγραμμα της βοής, πια δεν μένει κανένας:
οι ακτές είναι ερημωμένες, η κοίτη ξηρή, η νύχτα κενή.

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΕΤΡΩΝ

                           Από έξω η πέτρα είναι ένα αίνιγμα:
                          κανείς δεν ξέρει πώς να το επιλύσει
                                                        Charles Simic

 


Ζούνε ακίνητες το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου
γιατί είναι η στρατηγική τους να περνάνε απαρατήρητες.
Τη μέρα μοιάζουν να ονειρεύονται στο χείλος της αβύσσου
κι ούτε η φωτιά ούτε η βροχή μπορούνε να τις καταλάβουν.
Αλλά τη νύχτα, αν έστηνες αυτί πάνω σ’ αυτές,
θα άκουγες εκεί μέσα γιορτές κρυφές,
άτομα να βγάζουν για χορό άλλα άτομα,
πυροτεχνήματα στους εξημερωμένους ουρανούς τους.

Μόλις τους δώσουμε την ευκαιρία ή τους γυρίσουμε την πλάτη,
τη γη αποχαιρετούν για να ανήκουν στον αέρα.
Άφησε να κυλήσουν κατηφορικά καταδιώκοντας τον ήλιο,
να τις εκκολάψουν οι άγγελοι των κοιμητηρίων.
Μερικές φορές, δυο πέτρες συναντώνται στο δρόμο
και χαιρετώντας η μία την άλλη τρίβονται με αστραπές μυστικές:
αυτό αποδεικνύει πως είναι μακρινοί των συννέφων συγγενείς.

Σε μερικές αρέσει να διαπερνούν τη ζελατίνη της σιωπής
που καλύπτει τα πράγματα και κάνει κρότο στα τζάμια,
να σκοντάφτουν δυο φορές πάνω στον ίδιο άνθρωπο,
να ταξιδεύουν χωρίς ασφάλεια οδήγησης στη χώρα των πληγών.
Άλλες προτιμάνε το βυθό των ποταμών, να νιώθουν πάνω τους
να περνάει το νερό όπως οι πιστώσεις ενός φιλμ μεγάλου μήκους.
Άμα το ρεύμα ήταν ιατροδικαστικό και μπορούσε να τις ανοίζει
θα ήξερε επομένως από τι πέθανε το βουνό.

Οι πέτρες του δρόμου ποτέ δεν απαντάνε:
καμωμένες από σιωπή, όταν τις ονομάζουμε,
τις πετάμε στην ίδια μας την κεραμοσκεπή.

Η ΓΕΦΥΡΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

Σταματώ
στα μισά της διαδρομής
κι ακούω.

Σε ένα τέρμα
εκείνος που ήμουν μου φωνάζει:
Περίμενέ με!

Στο άλλο,
αυτός που θα είμαι μου ψιθυρίζει:
Ακολούθησέ με.

Και η γέφυρα, αιώνια,
δεν αντέχει το βάρος των τριών.

Από την ποιητική συλλογή “Συχνότητες”, (Ed. Visor, Madrid, 2012).

O Χεσούς Χιμένεθ Ντομίνγκεθ [Jesús Jiménez Domínguez] (Σαραγόσα, 1970), είναι συγγραφέας τριών βιβλίων ποίησης και έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο του. Έχει λάβει μέρος σε σημαντικές ανθολογίες πεζού και ποιητκού λόγου. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα πορτογαλικά.