Top menu

Τρία βιβλία πρόσφατης παραγωγής [Προτάσεις & κριτικές]

 
 
Αδάμ, Ποίηση, Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2012


Ο Αδάμ, ως κεντρική συμβολική φιγούρα, διατρέχει όλο το πρώτο ποιητικό έργο του Κύπριου Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, που είναι είκοσι πέντε χρονών και κάνει την παρθενική του εμφάνιση στις πάντα φιλόξενες Εκδόσεις Οδός Πανός, που έχουν αναδείξει πολλές σημαντικές μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικογραφίας.

Μετεφηβικοί απόηχοι, συγκρατημένος μυστικισμός, ελεγχόμενος αποκρυφισμός, που δεν εκπίπτει ποτέ στο βάραθρο της σοβαροφάνειας. Ιεροπρεπής και ανέμελος ο ποιητής, ωραίος σαν Έλληνας, μοιραίος σαν Κύπριος, ισορροπεί ακροβατώντας στο γκρεμό της υπαρξιακής αγωνίας, χωρίς να παραδίδει τα όπλα, αλλά με την πεποίθηση που έχουν όλοι οι εικοσιπεντάρηδες ότι το μέλλον είναι όλο μπροστά του και η ζωή του ανήκει. Ο Κόσμος ένα χωράφι χέρσο, που περιμένει τον κατακτητή και καλλιεργητή του.

Ο λόγος του είναι οξύς, προσγειωτικός, με ψήγματα θλίψης, με αποχρώσεις από την «Μια εποχή στην Κόλαση» του Ρεμπώ, με κλασικιστικές επικλήσεις στη Μούσα της ιεράς τέχνης της Ποιήσεως, την Ερατώ, με αναφορές στα μυστήρια της Ίσιδας και στο δυσθεώρητο μυστήριο της μετενσάρκωσης. Δεν λείπουν βέβαια και τα σαρκαστικά σχόλια για ομότεχνους ρήτορες, οι μυθολογικές αντιστροφές (αφού ο δικός του Οδυσσέας μένει για πάντα στα νησιά της Κίρκης – σελ. 31). Επιδίδεται ακόμα και σε καυστική σάτιρα πολιτικής στοχεύσεως, ενώ η παραισθητική θέαση της «πραγματικότητας» διανθίζεται με εφιαλτικές υπερβολές. Τρανταχτές ομοιοκαταληξίες καρυωτακικού τύπου (σελ. 38). Το φιλοσοφικό γνωμικό με το οποίο τελειώνει το ποίημα «Οι κυνηγοί» (σελ. 39) προδίδει την παλαιά ψυχή που διαπερνά το σώμα και κινεί τη γραφίδα του ποιητή. Φυσικά δεν μπορεί να λείπει και η εφηβική ανάμνηση «Του έρωτα» (σελ. 40), ενώ «Η πόλη του Αδάμ» (το τελευταίο, αλλά όχι στερνό, ποίημα) αναδίδει ένα άρωμα προπατορικού αμαρτήματος και αφροδισίας ενοχής.

Κάτι σημαντικό αναμένεται να βγει από αυτή την πένα.

Στη σελίδα 6 ποιητικότατο σχέδιο του πρόωρα αποπλεύσαντος Δημήτρη Λαλέτα, ως ίχνος στο χαρτί μιας ανεξίτηλα αχνής, ευγενικής και διακριτικής ψυχής.

Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς γνωρίζει την τέχνη να ανακαλύπτει, να πλάθει, να διαμορφώνει τους φίλους του και να τους αποθέτει απαλά στα χέρια της αιωνιότητας, στον χώρο του μύθου, στον Σείριο των πεντακάθαρων οραμάτων μας. Ας είναι ευλογημένος.

Στον αστερισμό της Οδού Πανός ένα καινούργιο λογοτεχνικό ζαφείρι: ο Αλέξανδρος Αλεξάνδρου.

    
Κωνσταντίνος Μπούρας


Το περιεχόμενο του υπόλοιπου, Ποίηση, Αλέξιος Μάινας, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011


Η σκέψη καθώς αλλάζει θέμα                                                                        

                                             Στον καθρέφτη του κήπου.

Όταν βρέχονται τα παγόνια
κάτω απ’ τις σημύδες και τους ψευδοπλάτανους
του μεγάλου πύργου
η λάσπη κολλάει στα πόδια τους
γιατί υπάρχουν μέρες
που και το πιο παράξενο
πρέπει να πορευτεί αυτόνομα,
με το βάρος του ρίσκου ν’ αδικηθεί
απ’ το ότι δεν το εξηγούμε.

Τι είναι αυτό που συντελείται μέσα μας κλείνοντας ένα βιβλίο γεμάτο ποιήματα; Ίσως η αναζήτηση της ουτοπίας μέσα στην πραγματικότητα του καθημερινού ζωτικού μας αινίγματος, εκείνου που μας ώθησε να το ανοίξουμε: η αγάπη να ζούμε την εκ νέου δημιουργία του στο χαρτί. Κι ο Ποιητής αναμετριέται συχνά με τη δυσκολία της απόστασης ανάμεσα στον αναγνώστη και το ιδανικό δημιούργημα ζητώντας να μετουσιώσει το ουτοπικό ιδανικό σε μια πράξη βαθιάς και ανεξίτηλης καταγραφής, όπου ο δρόμος προς το ουσιαστικό περιεχόμενο δικαιώνεται μόνο απ’ ό,τι μένει στο τέλος, στην τελευταία πράξη του ποιητικού δράματος.

Πέρασε χρόνος πολύς από την πρώτη μου νεότητα κι ο Αλέξης ως γνήσιος δημιουργός αφουγκραζόταν και κατέγραφε τους δρόμους της ζωής και των ανθρώπων. Συνομιλούσε πάντα με κείνη την ουτοπία της ουσίας, όπου η ποιητική δημιουργία αλλάζει σελίδα για να πλησιάσει, τολμώντας να πάρει μαζί της μόνο ό,τι μιλάει και ηχεί αληθινά, αποκόβοντας συνειδητά κάθε εξάρτηση απ’ όλες τις φιλολογικά αναγνωρίσιμες μορφές ποιητικού λόγου, παίζοντας με το καινούργιο ή το ακόμα ανεξήγητο.

Ώσπου ο χρόνος σε τούτη τη συλλογή απέδωσε τους καρπούς του. Το δέντρο βαρύ και βαθιά ριζωμένο σε χώμα καινούργιο με κορμό πλατύ. Χαρακωμένο απ’ όλο τον κόπο της γραφής κάρπισε «Το Περιεχόμενο Του Υπόλοιπου», νιώθοντας κάτω απ’ τη σκιά του τόσο αναγνώστες όσο και δημιουργούς.

Στο πρώτο έργο του ο Αλέξιος Μάινας προκαλεί τον αναγνώστη να επιστρέφει σε σκηνές ποιητικού λόγου, όπου οι στίχοι σαν πρωταγωνιστές διατρέχουν ποικίλες και ετερόκλητες μορφές ποιητικής δημιουργίας, ενορχηστρωμένες σε περίτεχνη αλληλοδιαδοχή. Από μικρά αλλά πλήρη ολιγόστιχα όπως «Το Αίνιγμα Του Απολύτως Οικείου», «Τα Βράχια», ή «Το Τρένο Για Το Λένινγκραντ», μέχρι εκτενή, σχεδόν κινηματογραφικής αφήγησης ποιήματα ή μεγάλους πίνακες όπως «Το Τέλος Του Αόρατου Κόσμου», «Σαντορίνη», ή «Η Κατάργηση», ο αναγνώστης περιηγείται σ’ ένα ποιητικό κτήμα γεμάτο μονοπάτια αμφιδέξιας γραφής που μόλις ξεκινούν το ταξίδι τους στο ποιητικό στερέωμα ή προκαλούν σθεναρά το παρελθόν, ανοίγοντας μια πιθανότητα ή μια ακόμη πύλη για ό,τι θα ακολουθήσει στην Ποιητική Τέχνη.

Καθώς το βιβλίο ξεκίνησε ήδη το ταξίδι του, θα είναι πολλά αυτά που θα γραφτούν και αναπόφευκτα περισσότερα όσα θα ειπωθούν για τούτα τα 88+1 ποιήματα. Έγκριτες και τεκμηριωμένες παρουσιάσεις θα συνοδέψουν αυτή τη συλλογή όταν ανοίξει στα κατάλληλα χέρια. Εγώ ως απλός αναγνώστης περιδιαβαίνω αρχικά στα ξέφωτα των άκοπων σελίδων (σα να πρέπει να παρελάσει ξανά εκείνη η πρώτη νεότητα), πριν σταθώ ενδεικτικά ή αινιγματικά στο «Αίνιγμα Του Απολύτως Οικείου», υποκύπτοντας στη συνήθεια να διαβάζω ποιήματα ολιγόστιχα. Στην ποίηση του Αλέξιου Μάινα ωστόσο, η πολυμορφία των ποιητικών μέσων χτίζει τον πλούτο των ίδιων των μορφών. Υπήρχε στ’ αυτιά μου λοιπόν ο ήχος μιας μπάντας που παιάνιζε πάντα, ίσως από εκείνη τη νεότητα, κι εγώ άκουγα τους στίχους της καθώς οι εικόνες εναλλάσσονταν πέρ’ απ’ το χρόνο. Κι ο χρόνος των ανθρώπων επέστρεφε στους τάφους καθώς ό,τι προπατορικό εξαγνίζεται αενάως σαν το θυμίαμα των καμινάδων από τις άδειες και οικείες «οικίες» μας. Και τα σπίτια συνυπάρχουν με τους ανθρώπους ως ναοί με τις ζωφόρους τους γεμάτες κήπους κι αλτάνες και ά-λογα με την αλληγορία του παραλόγου να καθρεφτίζεται στο ερωτικό κάλεσμα της Εύας… Κάθε στίχος αυτού του τετράστιχου φαντάζει ορίζοντας της ύπαρξης και της προοπτικής της, κι ας είναι μόνο ένα από τα ποιήματα της συλλογής.

Το αίνιγμα του απολύτως οικείου

                                                Παιανίζει η μπάντα.

Οι καμινάδες των άδειων σπιτιών
κρέμονται πίσω απ’ τον κήπο σαν άλογα.
Το ρολόι του ήλιου στραβό πάνω απ’ τους τάφους.
Η Εύα γυμνή στην πιλοτή της μηλιάς.

Σε αυτή την πρώτη συλλογή ο δημιουργός Αλέξιος Μάινας τιμά επωνύμως δια μνείας φίλο του αναγνώστη. Μα αν για την αλληγορία της ζωής μας υπάρχει κι ένας Ποιητής που αποτυπώνει «Το Περιεχόμενο Του Υπολοίπου» μας σ’ ένα βιβλίο, τότε όλοι βρισκόμαστε στις σελίδες του για πάντα τιμώμενοι…

Το βιβλίο (Αθήνα 2011) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.  

Πέτρος Στεργιόπουλος


Ν' ακούσω τη λέξη που λείπει, Ποίηση, Μαρία Στρίγκου, Άνεμος Εκδοτική, 2012


Ν’ ακούσω τη λέξη που λείπει.
Η ποιητική συλλογή της Μαρίας Στρίγκου, χαράζει απαλά, σαν πάνω σε άμμο, τη λέξη ρομαντισμός.
Διαπνέεται εξολοκλήρου και έντονα από το ερωτικό στοιχείο. Απέναντι στον ιδανικό εραστή, αλλά και απέναντι στον κόσμο όπου ζει και κινείται.

Φορές θυμίζει παιδί που κάνει τα πρώτα του βήματα, γεμάτο από εικόνες παραμυθιών, φορές γυναίκα ώριμη που έχει ερωτευτεί, έχει αγαπήσει, έχει δοθεί, προδοθεί και πονέσει, φορές άνθρωπο που οραματίζεται έναν κόσμο άλλο, καινό, γεμάτο από αγάπη.

Η Μαρία Στρίγκου, μέσα στα 54 ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή της, όπως αρμόζει σε κάθε γνήσιο ποιητή, αναζητά με φροντίδα περισσή τις λέξεις. Όχι τις οποιεσδήποτε λέξεις, αλλά εκείνες που θα μπορέσουν να αποδώσουν τα βαθύτερα νοήματα της δικής της αλήθειας. Απαλλαγμένη από το περιττό, μαζεύει με επιμέλεια τις εικόνες της, τις τοποθετεί με ακρίβεια σε θέσεις κλειδιά, που ανοίγουν στον ανυποψίαστο αναγνώστη την πόρτα για το ιδανικό γίγνεσθαι του κόσμου.

Διατρέχοντας φευγαλέα, με το μάτι, τους τίτλους και μόνο των ποιημάτων της, ενυπάρχει η ανάγκη της για επικοινωνία με τον άνθρωπο, με τον εραστή, με τον εαυτό της, με την κοινωνία, με την ουσία από την οποία σμιλεύεται η ίδια μας η ύπαρξη. Δανείζομαι τίτλους: Παραλήρημα προσευχής, Πέτρες, Τα αναπάντεχα μάτια σου, Καθρέφτης, Δεν είμαι πια χαρούμενη, Τζο, Gillette, Σκάβοντας, Με την πειθώ του Αδύνατου, Ξεπούλημα, Η Κυριακή των Αστέγων, Η δικτατορία του Εγώ.

Απαλλαγμένη η ίδια από το εγώ της, μοιάζει να θέλει να μυήσει με την ποίησή της, σε άλλες συμπεριφορές όσους τη διαβάσουν και θελήσουν να την αφουγκραστούν να την νιώσουν, δε λέω να ακούσουν- γιατί απλά αρνείται να φωνάξει- τη λέξη που λείπει.

Διαβάζοντας τη Μαρία Στρίγκου, αρχαίες τελετές, θυσίες, μύθοι, ο Σεβάχ, ο Κοντορεβυθούλης, νεράιδες, ξωτικά και δαίμονες, λέξεις από παλιούς καιρούς, ξεχασμένες, ή μάλλον επιμελώς κρυμμένες από φόβο για τη χαμένη αθωότητα, για το χλευασμό, ίσως, μιας ετεροχρονισμένης αναβίωσης της αφελούς παιδικότητας, βρέθηκαν ξανά μπροστά μου, ζητώντας να πάρουν το μερίδιο που τους αξίζει, μέσα στην οδυνηρή καθημερινότητα, και προς τέρψιν ψυχής, μου πρόσφεραν απλόχερα το ταξίδι.  

Ο ποιητικός της λόγος, ανοίγει ρωγμές στον κόσμο που υφίσταται, αποκαλύπτοντας αυτό που υπάρχει αλλιώς. Στην ουσία του ρίχνει φως, πάνω στην ίδια γη, στη θάλασσα, στον ήλιο, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μέσα από τον προσωπικό της ρυθμό που υπακούουν οι στίχοι της: «Αρχαίες τελετές ακολουθώ,/ λιβάνια που καίνε,/ θυσίες στη Θεά,/ με χιτώνες λευκούς και πορφυρά ιμάτια/ενδύω της στιγμής τη σαγήνη.» και αλλού: «Η Βαβυλώνα τα φώτα της όλα ανάβει/ χορεύοντας γυμνή/ κάτω από πυρσούς που φλογίζουν/ ανόσια πάθη. / Ήχοι δαιμόνων/ κι αγγέλων ρινίσματα.»

Τον ανεκπλήρωτο έρωτα δεν τον κάνει κραυγή, αντίθετα, ανέχεται την ιδιαιτερότητα της φυγής του, αντέχοντας ταυτόχρονα την προσμονή του ενός Έρωτα (με το Ε κεφαλαίο). Γνωρίζει πώς να κουβαλά όλους τους έρωτες μέσα της, να τους μεγαλώνει καρτερικά για να μεγαλώσει ουσιαστικά η ίδια μέσα από αυτούς, να ξεπεράσει κοινωνικές επιταγές και όρια, να γεννηθεί ή να πεθάνει, στιγμιαία όμως, για να μπορέσει ξανά, να επουλώσει τραύματα, να κλείσει πληγές ανοιχτές, να προσεγγίσει την ιδεατή ένωση του «εγώ» με το «εσύ». Ενδεικτικά αναφέρω:
«Έρωτας- Θάνατος/ ή αλλιώς/ όσο κρατάει μια στιγμή.»
«ίσα για να θυμίσει/ στον αμνήμονα Έρωτα/ πως έζησε και ξανάζησε όμορφα/ εντός των τειχών,/ αλλά θριάμβευσε μονάχα/  όταν ανδρώθηκε εκτός ορίων.»
«Θέλει και το τραύμα την πολυτέλειά του.»
«Δεν ξεχωρίζει εύκολα το όμοιο.»

Παντού, μέσα στους στίχους της Στρίγκου, υπάρχει διάχυτη η αισιοδοξία και η ανάγκη για το παραπέρα. Η αγάπη της για τον άνθρωπο είναι εμφανέστατη και μάλιστα σε  επίπεδο, που ξεπερνά τα κλειστά χωρικά όρια. Σαν να θέλει να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους όλου του κόσμου, δανείζεται λέξεις από γλώσσες ξένες και τις προσαρμόζει στους τίτλους των ποιημάτων της. “Folie au deux”, “Explosion”, “Gillette”, “rebirth”, “take five”, “Female moon”.

Με τα μάτια πάντα στραμμένα στην πραγματικότητα όπου ζει και κινείται, έχει τη δύναμη να περπατήσει στα σοκάκια, να αντικρίσει τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη θλίψη, να παραδεχτεί πως «δεν φταίω», να τολμήσει να αφιερώσει στίχους της στην «ουτοπία της νεότητάς» της. Αποκαμωμένη, τέλος, να μην ντραπεί τη γύμνια της ψυχής της και να πει: «Η τελευταία που/ μ’ εγκατέλειψε/ ήταν η ενοχή.»

Σαν σε περιθώριο σκέψεων βουτηγμένη, εκτίθεται- έχει μάθει να εκτίθεται η ποιήτρια Μαρία Στρίγκου- κάνοντας άρτια χρήση της ελληνικής γλώσσας, πάντα σε χρόνο ενεστώτα- ακόμα και όταν χρησιμοποιεί παρελθοντικό-  χωρίς να περιττολογεί την αλήθεια της.
Και όλα αυτά γιατί όπως μας εξομολογείται: «Δεν χτίζονται, μάτια μου, ουρανοί/ μονάχα με τα λόγια.»

Μαρία Τσιράκου