Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

επιΣτροφή από την απόΣταση - Ανάγνωση της Μαρίας Τσιράκου

επιΣτροφή από την απόΣταση, Ποίηση, Μαρία Τσιράκου, Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2012


Η δεύτερη συλλογή της Μαρίας Τσιράκου, δύο χρόνια μετά την «Εν πορεία…» φέρνει μαζί της καταγεγραμμένη ποιητική ωρίμανση και πορεία τω όντι προς τα μέσα που εξωτερικεύει σε εικόνες απλές, στιλπνές αλλά ουδέποτε λαμπερές.

Στροφή από τη στάση προς την κίνηση, λοιπόν.

Αυτή η ποιητική συλλογή βρίσκεται εν κινήσει, του σώματός, του νου, του εαυτού. Με υψωμένες και τεντωμένες στην άκρη της ύπαρξής της κεραίες μπαινοβγαίνει σε αναμνήσεις, με κουβέντες καθημερινές, κοφτές, λίγες και σταράτες, απρόοπτες, εντούτοις, στην πορεία του ποιήματος, αντιγράφω: «…Κλείνοντας έξω από τον θάνατό μου. Την αιωνιότητα της μνήμης και της φθοράς…».

Η Τσιράκου επιχειρεί, ίσως κι άθελά της, μετάθεση συναισθημάτων, ετεροτοπική πρόθεση που συνήθως δεν ολοκληρώνεται και σε τούτο συναντά το μέγιστο ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Μια ποίηση σαν να κατασκευάζεται χειροποίητα σ’ ένα ενυδρείο, να σπάζει το γυαλί και να βγαίνει το ποίημα στον καθαρό αέρα του Πατραϊκού κόλπου.

Πώς να ξεχωρίσει ο αναλυτής την φωτογράφο από την ποιήτρια, όταν διαβλέπει διαισθητικά ότι έχει θητεύσει νοητά όχι μόνο στον Kopelcka αλλά και στους Έλληνες Πλάτωνα Ριβέλλη –που η γράφουσα με παρρησία κατατάσσει στους καλλίτερους Ευρωπαίους φωτογράφους του 20ου αι, - και στον απέριττο Άλκη Ξανθάκη,  εναργείς, συνάμα,  δασκάλους της τέχνης της φωτογραφίας;

Κι όταν «βλέπει» την ποίηση της επιΣτροφής από την απόΣταση  να προσομοιάζει στην κλασική ζωγραφική σχολή του Σαλονιού του Γάλλου Μπονάρ στα τέλη του 19ου αι. με την   μόνιμη επωδό προς φερέλπιδες ζωγράφους «να γλύφετε τον πίνακά σας»;

Γνωρίζουμε ότι η λογοτεχνία είναι συγγενής, αν όχι αδελφοποιητή, με τη ζωγραφική που μας έδωσε τη φωτογραφία και ύστερα τον κινηματογράφο. Διότι στη λογοτεχνία είναι γνωστό τοις πάσι  ότι δεν ενδιαφέρει τι θα πει ο δημιουργός αλλά πώς θα το πει. Tο ίδιο δεν ισχύει και για τις προαναφερθείσες τέχνες;

Η γραφή της Μαρίας Τσιράκου, εκκινώντας από την πρώτη της συλλογή  «Ἑν πορεία» και φθάνοντας στην ανά χείρας, δημιουργεί ποίηση που φωτοποιείται. Και φωτογραφία, συνεπίκουρο πολλές φορές των ποιημάτων της, που ποιητικοποιείται. Διότι η Μαρία Τσιράκου «φωτοποιεί» εικόνες, συναισθήματα και αισθήσεις: Λέει, αίφνης,  και ξαφνιάζει τον υποψιασμένο νου: «… ο έρωτάς μας έχει ανάγκη οικειότητες συμφώνων…» -από το ποίημα «Οικειότητα της γλώσσας κι ο έρωτας»- ’  και μετά: «…έπειτα κούμπωσες όπως όλοι το σακάκι σταυρωτά. Κι ήρθε η στιγμή να σε πληγώσει…» -από το ποίημα «Ανεπανόρθωτη στιγμή». Σ’ αυτό το ποίημα, η γράφουσα βλέπει πίνακες ζωγραφικής του ύστερου Πικάσο, σχεδόν όλο τον Χουάν Γκρις και αρκετόν Κλίμτ. Καλώ την ομήγυρη να δικαιολογήσει ή να αντικρούσει τα γιατί…

Αν θέλαμε, σώνει και καλά, να κατατάξουμε την ως σήμερα ποίηση της Πατρινής Μαρίας Τσιράκου σε κάποια σχολή, θα λέγαμε ότι εντάσσεται με ευχέρεια στην Υπαρξιακή σχολή, του λεπτού ύφους.

Όχι μόνο η γραφή της μας παραπέμπει στη φωτογραφία, - αν είναι ασπρόμαυρη είναι καθαρή, «νετ» ως ο τεχνικός όρος, αν είναι έγχρωμη, δεν την κάνει ποτέ πολύ λαμπερή, τεχνικολόρ, α λα Μπονάρ μεν, ποτέ απαστράπτουσα σαν Μπονάρ, δε -, αλλά δημιουργείται η αίσθηση ότι η ποιήτρια, με αφορμή συν-αισθήσεις και βιώματα, χρησιμοποιεί τα ελάχιστα δυνατά εργαλεία του ποιητικού οπλοστασίου για την παραγωγή ευτυχούς αποτελέσματος.

Η Μαρία Τσιράκου είναι στραμμένη προς τα μέσα, προς τον εσώτερο εαυτό. Αυτοσαρκάζεται με ύφος λιτό και στακάτο, με λεξιλόγιο απλό, χωρίς την αναζήτηση σπανίων λέξεων και χωρίς περίπλοκες κατασκευές στη δομή του ποιήματός της. Χρεία είναι εδώ να θυμίσουμε και την Γαλλίδα Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και την Βραζιλιανή Κλαρίσε Λισπέκτορ στην αδήριτη ανάγκη της αποφυγής σπανιοτήτων στις λέξεις για την οικοδόμηση ενός ποιήματος,  στην επιταγή, θα λέγαμε, για τη χρήση των απλούστερων υλικών, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε αποτέλεσμα λογοτεχνικής ικανής πνοής.

Αυτή την εσωστρέφεια, η Μαρία Τσιράκου εξωτερικεύει συχνά με νοήματα και εικόνες απρόβλεπτες, με ευθύτητα που εγγίζει, πολλές φορές, την «ψυχρή» καταγραφή, παράδειγμα το εξαιρετικό, για τη γνώμη της γράφουσας, ποίημα της συλλογής: «Ἑνοικιάζεται»  θρηνώντας ποιητικά πάνω στο ατελέσφορο.

Αυτή η ποίηση, δωρικά στεγνή, κι όμως, πλούσια από τους χυμούς της ψυχοσύνθεσης της ποιήτριας, μας χαρίζει μικρές το δέμας τοιχογραφίες, υπερ-καλυμμένες εντούτοις σε περιεχόμενο.

Δεν είναι μόνο οι τίτλοι ποιημάτων της συλλογής που αναφέρονται στο Φύλο. Η Μαρία Τσιράκου γράφει από σκοπιά γυναικεία, καταθέτοντας ολόκληρο τον εαυτό της στο τραπέζι και καλώντας τον -όποιον- άλλο να έρθει να ενωθεί μαζί της. Διότι η ποιήτρια ευρίσκεται στην συνεχή αναζήτηση του άλλου για να οικοδομηθεί και από τους δύο ένα στέρεο «εμείς». Αν στην πρώτη της συλλογή αυτή η επίκληση στο συμπλήρωμα του εαυτού -που είναι ο άλλος, ο ερωτικά, πληρωτικά άλλος-, λάμβανε εναγώνιες εκφάνσεις, στην σημερινή της συλλογή η Μαρία Τσιράκου σχολιάζει συχνά με πικρία και σαρκασμό το ατελέσφορο της ένωσης με το άλλο μας μισό, όπως στο θαυμάσιο, ομοίως, ποίημά της  «Εμμονικό Δίκαιο». Στα δύο ποιήματα «Φύλο γυναίκα» και «Φύλο καθρέφτης» η ποιήτρια παραπέμπει εν γνώσει ή εν αγνοία της στις Αμερικανίδες Αν Σέξτον και Έμιλυ Ντίκινσον.

Είναι όμως η ποιήτρια άνθρωπος που αγαπά το φως κι όχι τα σκοτάδια. Και για τούτο σε όλα της, να επιμείνω σ’αυτό;, σε όλα της τα ποιήματα υπάρχει μία αισιόδοξη επωδός αλλά και ένας ανθρωπισμός που ο ψυχισμός της Μαρίας Τσιράκου δεν μπαίνει στον κόπο να φτιασιδώσει:  παραδείγματος χάριν, στο ποίημα: « Εισερχόμενη  κλήση», καταλήγει:  «…Μη χαλαρώνεις την προσπάθεια να γίνεις άνθρωπος».

Αν με τις δύο της πρώτες συλλογές η Μαρία Τσιράκου μας παρουσιάσθηκε με σκευή και πανοπλία ικανή, έχουμε λόγο να τρέφουμε χιλιάδες ελπίδες ότι στο μέλλον η Πατρινή ποιήτρια θα κομίσει στη σημερινή Ελληνική ποίηση νέους χυμούς, για να την μπολιάσει  ολόφωτα  -κι ας είναι, κάποτε,  με μικρές φωτοσκιάσεις που τόσο αγαπάει-.

Αμαλία Ρούβαλη