Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

γεύμα στη χλόη - Ανάγνωση του Φώτη Γερασίμου

γεύμα στη χλόη, Ποίηση, Φώτης Γερασίμου, Εκδόσεις Κουκούτσι, 2012


Η λογοτεχνία ως ξόρκι θανάτου, ως αποτροπαϊκή τού φόβου, ως μηχανή ανακτήσεως του χαμένου χρόνου, ήδη από τον Όμηρο έως τον Προυστ και μέχρι τις ταραγμένες μέρες μας, επιτελεί ακριβώς αυτό το σκοπό: ομοιοπαθητικό φάρμακο εξιλέωσης του αναγνώστη από τις προαιώνιες ενοχές του (πολλές από τις οποίες δεν του ανήκουν, όπως ανακαλύπτει διαβάζοντας – αφού δεν υπάρχει κάτι απολύτως προσωπικό, σύμφωνα με την επιθανάτια διαπίστωση του Αύγουστου Στρίντμπεργκ).

Οι σύγχρονες λογοτέχνες αυτοψυχαναλύονται και μηρυκάζουν – οι περισσότεροι – τις φενάκες που οφείλονται στη ναρκισσιστική φιλαυτία του και τον απύθμενο (κυριολεκτικά) εγωκεντρισμό τους. Βεβαίως, έχουν κάθε δικαίωμα, αφού κάποια είδη ποιήσεως (και μονολογικής ή μη) πεζογραφίας ξεκινάνε, αναπτύσσονται με το «εγώ» και καταλήγουν στο «εγώ». Ακόμα κι όταν αναφέρεται το «εσύ» ή το «εμείς», ακόμα και τότε είναι προσχηματικά μάλλον πρόσωπα στην πλημμυρίδα του πόθου του πάσχοντος υποκειμένου να καταπλήξει το Όλον παρά να ενωθεί με το Ά-παν. Με αποτέλεσμα να παράγεται παν-ικός που επιτείνεται διαρκώς και οδηγεί σε θεαματικές αυτοκτονίες (συνήθως συμβολικές ή και πραγματικές, ιδιαίτερα αργές για να απολαύσει ο απερχόμενος τα τελευταία ισχνά χειροκροτήματα). Αυτόν τον κανόνα έρχονται να σπάσουν νέοι άνθρωποι, αφανείς, άγνωστοι αλλά όχι άσημοι, που δεν θα είναι ποτέ στις «σορτ» (ή μήπως «σορτς»;) «λίστ» των λογοτεχνικών βραβείων που αραδιάζουν άπαντες, επιζητούν οι πάντες και εκτιμούν ελάχιστοι.

Σπουδή θανάτου κι αγωνία παρατάσεως της (ουσιαστικής) ζωής είναι η ποιητική συλλογή του Φώτη Γερασίμου με τον ελαφρά σκωπτικό τίτλο «γεύμα στη χλόη». Η χλόη που φυτρώνει πάνω από το χώμα που θα μας καταπιεί; Ίσως. Ο έρωτας απών, η φιλοσοφία πενιχρή παυσίλυπος φρεναπάτη, ο κόσμος ένα στεγνό σφουγγάρι που δεν έχει τίποτα πια να μας αποδώσει, αλλά ζητάει επίμονα να αποστραγγίσει και την τελευταία ικμάδα του κορμιού μας. Χαρακτηριστική η φράση: «Ρε, Μάρτιν, έχω είναι. Χρόνο θέλω». Εδώ συμπυκνώνεται όλη η προβληματική κι η θεματική του έργου: η αγωνία του θανάτου, η αγωνία του ατόμου που αρνείται να εκμηδενιστεί και καθυστερεί την ανακύκλωση των συστατικών του. Κι όλα τα άλλα είναι καπνός και ψευδαίσθηση. Και η δόξα και το χρήμα και τα δήθεν αισθήματα λιώνουν στη χοάνη του Καιρού για να σχηματίσουν ποιος ξέρει τι αμάλγαμα για κάποιο απροσδιόριστο υλικό στα χέρια ενός μελλοντικού γλύπτη (ή μήπως θα έπρεπε, καλύτερα, να πω: «πηλοπλάστη»;).

Φράσεις κοφτερές, διάσπαρτες σε μια πρόζα που δεν ωραιοποιεί, δεν νοσταλγεί, δεν χαρίζεται. Απομυθοποιεί κι αυτοσαρκάζεται. Ειρωνεύεται και σπαράσσεται. Αποδομεί κι ανασυνθέτει φευγαλέες ουτοπίες.

Βεβαίως και υπάρχει πολλή γνώση, πολλή ψυχολογική παρατήρηση κάτω από τις γραμμές. Όπως, παραδείγματος χάριν «Αχ, έχετε σκεφτεί πως μας πεθαίνουν μέσα τους οι αγαπημένοι μας / για ν’ αντέξουν όταν θα ’χουμε πεθάνει / πόσο μισούμε αυτούς που αγαπάμε που τους πεθαίνουμε μέσα μας / για ν’ αντέξουμε όταν θα έχουν πεθάνει» (σσ. 44-45). Ή όταν θα έχουν φύγει, συμπληρώνω εγώ, για να θυμηθούμε τους καβαφικούς ανθρώπους «που είναι για εμάς χαμένοι σαν τους πεθαμένους».

Ζωή χωρίς προφυλάξεις και θάνατος με επιφυλάξεις. Φεγγερά σκοτάδια και αναβληθέντα ραντεβού με τον Χάρο. Στο τέλος η ομιλούσα ποιητική φωνή αποχαιρετά τον αναγνώστη με μάλλον μελοδραματικούς αναστάσιμους τόνους, αφήνοντας μια ελπίδα (έστω και ειρωνικώς υπονομευμένη) για μια επόμενη συνάντηση γράφοντος-αναγιγνώσκοντος.

Ένα βιβλίο άξιο να διαβαστεί από τις πάντα εκλεκτικές εκδόσεις (με τη φιλοσοφικώς φορτισμένη επωνυμία) «Κουκούτσι».

Κωνσταντίνος Μπούρας