Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Gathered Avant-garde Poets - Η Παρουσίαση Μέρος Γ'

Διαβάστε το α' και το β' μέρος


Ντανύ Χατζησταματίου


Όλο που με νοιάζει

Όλο που με νοιάζει
Είναι που υπάρχεις
Κι ας μη σε δω ποτέ.
Να ξυπνώ
και να λέω
στον ίδιο κόσμο ζούμε.
Να λογαριάζω
τις ανάσες σου
και να αναπνέω.
Να γράφω λέξεις
και να βλέπω
να γεμίζεις τα κενά.
Να’ μαι στους δρόμους
στις φωνές
και να λέω
κάπου εδώ είναι
η δικιά σου.
Να βρέχει
και να νιώθω
πως δίδυμες στάλες
μας αγγίζουν.
Να φεύγουν μέρες
Να’ ρχονται νύχτες
και να μη φοβάμαι
το τέλος που έρχεται
Να λέω
Όλο που με νοιάζει
Είναι που υπάρχεις.

Ελένη Λουβερδή


(χωρίς τίτλο)

Το μέλλον δεν θα είναι ευθύγραμμο.
Ούτε εύκολο να το διαβάσεις.

Το μέλλον θα είναι σύγχυση.
Ένας μπλεγμένος ιστός από θεωρίες σάλιο
και πυκνές σωματικές
εκκρίσεις,
που θα συνομιλούν πότε με γλώσσα ειδημόνων πότε
με γλώσσα φρικιών
μεταξύ τους,
όσο εσύ
ευτυχώς
δεν θα μπορείς να καταλάβεις
γιατί τόσο καιρό
δεν τολμούσες να ονομάσεις το σπέρμα σου

ποίηση.

Λεωνίδας Κωνσταντινίδης

Στιλέτα


Από λέξεις
στιλέτα
που βυθίζονται
μέχρι τον πυρήνα,
αγγίζουν
εκείνο που δε
φανερώνεται,
να περιμένεις
μόλις σαϊτέψουν τον αέρα
δίχως γυρισμό , αμετάκλητα
να μη συγχωρέσουνε ποτέ!

Ασυγκίνητες σφάζουν
μπρός στα μάτια σου,
ακρωτηριάζουν ότι
μια ζωή ολόκληρη
φρόντιζες, χάιδευες,
φιλούσες, αγγάλιαζες.

Λέξεις στιλέτα που
πετάγονται στον αέρα
δίχως γυρισμό.

Στράτος Τρογκάνης


Μπαλάντα ενός φυλακισμένου

Όσο τα μάτια μένουν σφαλιστά
τον ήλιο δεν θα βλέπω
να μου χαρίζει ονείρατα
και μπόρεση ν’ αντέχω.

Ω, ήλιε!
Έλα και κάψε μου τα βλέφαρα
λευτέρωσε των ομματιών την κόρη
μήπως βγει απ’ τη φυλακή του δράκοντα
το φοβισμένο μου αγόρι.

Βασίλης Ντιλιάς

Αντιθέσεις

Ύστερα, που απόκαμε η βροχή
να πλατσουρίζει ολονυκτίς με τις κεραμιδένιες έγνοιες των σπιτιών,
αφήσαμε τη διάσταση του τρία, ενεργητικό σύμβολο στην αριθμολογία.
Θρονιάστηκε η ελπίδα, στην αντίθεση του δύο, του ζυγού
όπως τα ζευγαράκια χέρι, χέρι, περνοδιαβαίνουν τις αλέες.
Ο κήπος ακόμα νοσταλγεί τα χαρωπά τραγούδια των παιδιών κάτω απ’ τη συκαμιά .
Διότι, η αντίθεση είναι σα την διελκυνστίδα, όποιος τραβήξει δυνατότερα.
Εκεί, εμφανίστηκε ο συμβουλάτορας, νομικός, εργένης από συνείδηση, όχι απ’ ανάγκη
να αφαλοκόψει, όποιες συνθήκες επαναπροσέγγισης ξεγλίστρησαν.
Έχει το μυαλό κάτι διακλαδώσεις, όμοιες με τα πειράματα της Φιλαδέλφειας.
Αποκοπή λοιπόν, χωμένος στη χούφτα της επαναπροσδιόρησης
στα άδυτα της αυτοεξορίας, χόρτασαν οι ερινύες απ’ το μεδούλι της αυτοκριτικής.
Το μπόλιασμα των αξιών να βλασταίνει στο ρηχόσπερμα της βεράντας,
τα περιστέρια να τσιμπολογούν τα ψίχουλα της αποσαφήνισης
οι καρακάξες πιάσανε δουλειά στη λεωφόρο του απογεύματος.
Τα σύννεφα στα πάνω διαζώματα αντιπαραθέτουν τον αντίλογο.
Πρόβαλε η χειραφέτηση, μέσα απ’ τα προγονικά κληροδοτήματα
κι εγώ βολεμένος, πάνω στα τσιτάτα που πλιατσικολόγησα
από τις μάχες των ξυραφιών ενάντια στις τρίχες.

Παντελής Καλογεράκης


Φιλάρετος Βούρκος

Η πτώση είναι μία. Από τον τέταρτο.
Γενική πτώση.
Όλα πέφτουνε και σπάνε χάμω και γίνονται θρύψαλα,
μουσικά όργανα, συκώτια μαράκες, σπλήνες ντραμς, εντόσθια χυμένα.

Η κρούση είναι μια. Από τον τέταρτο στον ακάλυπτο με τις βερικοκιές.
Ονομαστική κρούση.
Ο Παντελής, κουτούλησε, έγινε αλοιφή, ένα με το χώμα...

Η ώρα είναι μια. Από τον τρίτο ακούγεται μια ιστορία.
Δεν κοιμάται ποτέ αυτή η πολυκατοικία, μια γυναίκα μονολογεί.
Από ότι κατάλαβα, την παλιά Αθήνα περιγράφει. Παλιά, ιστορεί, δεν έπεφταν από τα μπαλκόνια του τετάρτου ορόφου οι ερωτευμένοι, ούτε από τα ρετιρέ.
Γενικά δεν έπεφταν, μόνο έβγαζαν τα πόδια τους έξω από τα παράθυρα και πετούσαν,
για φαντάσου Αγάπη μου, πετούσαν λέει, πετούσαν ελεύθεροι, σαν τα πουλιά,
κι έγραφαν τα ονόματα τους στον ουρανό, με τέμπερες αέριες, κάτι σαν κλανιές με χρώμα.

Φέρε μου να κάνω ένα τσιγάρο, κι άκου να δεις πως έχει το σχέδιο. Πέφτω πρώτος εγώ.
Μετά από μισή ώρα φωνάζεις το όνομα μου και με ρωτάς αν στο ισόγειο έχει υγρασία,
με ακολουθείς μόνο αν δεν με ακούσεις να σου απαντώ.
Ειδάλλως περιμένεις άλλα τρία τέταρτα, ρωτάς την ίδια ερώτηση, κι πράττεις αναλόγως.
Λογικά τη δεύτερη φορά δε θα λάβεις απάντηση, δεν έχω δα και τόσο γερή κράση,
πάνω κάτω μετά από μία ώρα, θα είναι το έδαφος πάλι ουδέτερο,
σαν πρώτα κι εγώ λίπασμα για τις βερικοκιές.

Οφείλω να ομολογήσω πως την τελευταία στιγμή,
προσπάθησα να πέσω ανάσκελα με τα χέρια μου ανοικτά, για να προσγειωθείς στην αγκαλιά μου, μόνο που ποτέ δεν έμαθα αν κάτι τέτοιο συνέβει.
Ωστόσο υποψιάζομαι πως τα καταφέραμε
διότι σήμερα τρώμε μαζί στο ίδιο τραπέζι
και τα σκυλιά μας γερνάνε πιο αργά από ότι γερνάμε εμείς.