Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Ο βίος της Μαρίας της Αιγυπτίας Μέρος Γ'

του Ζ.Δ. Αϊναλή

Κεφάλαιο IV

Κι ολόκληρο τον χρόνο που ακολούθησε απέκρυψε τα πάντα και σε κανέναν δεν τόλμησε να διηγηθεί τίποτ’ απ’ όσα είδε. Και μέσα του ικέτευε το Θεό αμέσως ναν του δείξει το πρόσωπο εκείνο που ποθούσε να ξαναδεί. Κι εδυσχέραινε και δυσφορούσε αναλογιζόμενος τη διάρκεια του έτους, κι ήθελε, αν γινόταν αυτό, που να γίνει μέρα το έτος. Κι έφτασε κάποτε κι η πρώτη Κυριακή των άγιων νηστειών κι αμέσως μετά την συνηθισμένη ευκή οι άλλοι όλοι ψάλλοντας αναχώρησαν. Κι αυτός ν’ αρρωστήσει αρρώστια και ναν τον ψήνει ο πυρετός και που τον ανάγκασε μέσα να παραμείνει. Και θυμήθηκεν τότε ο Ζωσιμάς που του ‘π’ η αγία που μήτε θα θέλει να βγει απ’ τη μονή μήτε και θα μπορεί. Και περάσανε λίγες μέρες, κι απ’ την αρρώστια ανάρρωσε και στο μοναστήρι παράμενε.

Όταν οι μοναχοί επέστρεψαν πάλι κι έφτασε η εσπέρα του δείπνου του μυστικού εκείνος έκανε όσα που του παράγγειλε η αγία. Και παίρνοντας σ’ ένα μικρό δισκοπότηρο από το άχραντο σώμα κι από το τίμιο αίμα του Χριστού του Θεού ημών, έβαλε σ’ ένα μικρό καλάθι χουρμάδες, σύκα ξερά και λίγη φακή βρεμένη σε νερό. Και φεύγει μέσα στη μαύρη νύχτα και κάθεται στο χείλος του Ιορδάνη την άφιξη της που του παράγγειλε η αγία να περιμένει. Κι έτσι που αργούσε η αγία γυναίκα ο Ζωσιμάς δεν ενύσταξε αλλά δίχως να ξαπλώσει που την έρημο ατένιζε προσμένοντας να δει εκείνην που τόσο πεθύμησε. Κι εκεί που καθότανε έλεγε στον εαυτό του ο γέροντας, μην άραγες την εμπόδισε το ανάξιον μου να έρθει; μην ήλθε και μη βρίσκοντας κανέναν εδώ αμέσως ξανάφυγε; Κι αυτά λέγοντας αμέσως εδάκρυσε και δακρύζοντας στέναξε και στον ουρανό τα μάτια σηκώνοντας ικέτευε το Θεό κι έλεγε, μη με στερήσεις, Δέσποτα, κι αμέσως να δω εκείνη οπού ‘δα ότι συγχώρησες. Να μη φύγω κενός, τις αμαρτίες μου να φέρω σε έλεγχο. Και τούτα με δάκρυα προσευκόμενος σε λογισμούς άλλους έπεσε ο νους του. Έλεγε στον εαυτό του λοιπόν, κι αν τυχόν έλθει τι θα γίνει λοιπόν; πλοιάριο δεν υπάρχει και πως θα περάσει τον ποταμό σε μένα για να ‘ρθει τον ανάξιο; Αλί, αλί, της αναξιότητας μου αυτής! Αλί, αλί της ελεεινότητας μου αυτής! Ποιος τέτοιου καλού δίκαια μ’ αποστέρησε[1];

Κι αυτά ενώ σκεφτόταν ο γέροντας, ιδού φτάνει και η γυναίκα και στέκοταν στην αντίπερα όχθη του ποταμού απ’ όπου και ήρθε. Και σηκώθηκ’ ο Ζωσιμάς χαίρων κι αγαλλιώμενος και δοξάζοντας το Θεό. Κι αμέσως ξανάφερε μ’ αγωνία στο νου του τη σκέψη πως δεν θα μπορούσε αυτή τελικά να διασχίσει τον Ιορδάνη. Και βλέπει τότε αυτήν με το σημείο του τιμίου σταυρού να σφραγίζει το ποταμό – η νύχτα ήταν πανσέληνος, καθώς έλεγε – κι εν συνεχεία να ανεβαίνει στα ύδατα και να περπατά επί των υδάτων και προς το μέρος του να βαδίζει[2]. Κι εκείνος που θέλησε ναν κάμει μετάνοια εκείνη φωνάζοντας τον εμπόδιζε, και, περπατώντας πάντα επάνω στα ύδατα, τι κάνεις, αββά, του εφώναζε, δεν ντρέπεσαι, συ ιερέας άνθρωπος και τα θεία που βαστάζεις μυστήρια; Και καθώς συμμορφώθηκε αυτός με τα λόγια της, πατώντας έξω απ’ το νερό του λέγει, ευλόγησον, πάτερ, ευλόγησον. Και της αποκρίθηκε τότε αυτός έντρομος, έκπληκτος απ’ το παράδοξο θέαμα, μα την αλήθεια, δεν έλεγε ψέματα ο Θεός όταν υπόσχοταν σε όσους καθαρίσουν τους εαυτούς τους πως θα ομοιάσουν σ’ Εκείνον! Δόξα σοι, Χριστέ, ο Θεός μας, ο που την προσευκή μου δεν την παράκουσες μήτε και το έλεος σου από το δούλο σου στέρησες! Δόξα σοι, Χριστέ, ο Θεός μας, ο που μου ‘δειξες μέσω της δούλης σου τούτης από την τελειότητα το πόσο απέχω! Κι αυτά αφού είπε, ζήτησε η γυναίκα να πει το άγιο της πίστεως σύμβολο, και το Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς να ξεκινήσει. Κι αφού έγινε κι αυτό κι αφού τελείωσε κι η ευκή φίλησε κατά το έθιμο στο στόμα τον γέροντα[3]. Κι αφού μετάλαβε τα θεία μυστήρια σήκωσε τα χέρια στον ουρανό, κι εστέναξε, δάκρυα στα μάτια, κι έτσι αναφώνησε, Νυν απολύεις την δούλην σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριον σου[4].

Τότε λέγει στο γέροντα, συγχώρησε με αββά κι εκπλήρωσε ακόμα μια μου επιθυμία. Γύρνα τώρα στο μοναστήρι, με τη χάρη του Θεού να σε φρουρεί, και το επόμενος έτος έλα και πάλι σε κείνον τον χείμαρρο όπου εγώ για πρώτη φορά σε συνάντησα. Να ‘ρθεις οπωσδήποτε, να ‘χεις την ευκή του Θεού, και πάλι θα με δεις άμα το θέλει ο Κύριος. Κι εκείνος τότε της αποκρίθηκε, είθε να ήτανε μπορετό να σε ακολουθήσω εγώ και στο εξής συνέχεια να βλέπω το τίμιο σου πρόσωπο! Μα έλα αν θέλεις κι εσύ να εκπληρώσεις μία του γέροντα παράκληση κι απ’ όσα που ‘φερα πάρε λίγη από τούτη δω την τροφή. Και λέγοντας αυτά, της δείχνει όσα που ‘χε μες το καλάθι. Κι αυτή με τ’ ακροδάκτυλα αγγίζοντας τη φακή, και παίρνοντας τρεις κόκκους, τους φέρνει στο στόμα, λέγοντας πως με τη χάρη του Πνεύματος αρκούν για να συντηρήσουνε την ουσία της ψυχής μου αμόλυντη. Κι αυτά λέγοντας λέγει και πάλιν στο γέροντα, προσευχήσου στον Κύριο για μένα, προσευχήσου, και θυμήσου την αθλιότητα τη δική μου. Κι ο γέροντας ρίχνεται μπροστά της στο χώμα κι αγγίζει τα πόδια της αγίας κι αφού της ζήτησε να προσεύχεται για την Εκκλησία, για τη βασιλεία και για τον ίδιο, δάκρυα στα μάτια, την άφησε κι απήλθε στενάζοντας κι οδυρόμενος ότι δεν ετόλμαγε για πολύ να κρατήσει εκείνην που δε κρατιότανε. Κι εκείνη αμέσως τον Ιορδάνη σφραγίζοντας ανέβηκ’ επάνω στα ύδατα και διέσχισε και περπάτησε κι έφτασε εκεί απ’ όπου πριν είχε έρθει. Κι έστρεψε ο γέροντας το κεφάλι με χαρά και φόβο ναν την κοιτάει και τον εαυτό του κατηγορώντας που ξέχασε και πάλι να ζητήσει τ’ όνομα της αγίας να μάθει. Ήλπιζε όμως που θα το μάθαινε του χρόνου.

Κι αφού πέρασ’ ο χρόνος, τρέχει αμέσως στην έρημο, τα πάντα δηλαδή έχοντας ήδη τελέσει κατά το σύνηθες, για ν’ αντικρίσει ξανά το παράδοξο θέαμα. Κι αφού διάνυσε της ερήμου το διάστημα και βλέποντας κάποια σημάδια που φανερώναν που βρήκε κείνον που ζητούσε τον τόπο, κοιτούσε δεξιά κι αριστερά[5] (5) περιφέροντας το βλέμμα παντού καθώς κυνηγός εμπειρότατος που καταδιώκει το γλυκύτατο θήραμα[6]. Και μη βλέποντας τίποτα πουθενά να κινείται, άρχισ’ αμέσως τον εαυτό του να βρέχει με δάκρυα. Και το βλέμμα προς τα πάνω σηκώνοντας έλεγε, δείξε μου, Δέσποτα, τον ασύλητο θησαυρό σου, που σε τούτη κατέκρυψες έρημο. Δείξε μου, σου ζητώ, τον εν σώματι άγγελο, ο κόσμος όπου δεν του ‘ναι αντάξιος. Κι αυτά προσευχόμενος φτάνει στον τόπο που ‘ταν σχηματισμένος σε χειμάρρου μορφή, κι είδε προς το μέρος όπου ανέβαινε η ήλιος να κείτεται η αγία νεκρή, κι όπως έπρεπε ακουμπισμένα τα χέρια της, και το κορμί της να κοιτά στην ανατολή. Κι εκείνος τρέχοντας τότε ρίχνεται στ’ άψυχο πάνω κορμί κι αγκαλιάζοντας το να κλαίει τρέμοντας μ’ αναφιλητά και με τα δάκρυα του καυτά να πλένει τα πόδια της τρυφερά ότι δεν τόλμαγε άλλο μέρος του κορμιού της κανένα ν’ αγγίσει.

Κι αφού έκλαψεν ώρα πολλή κι είπε ψαλμούς οπού ταιριάζανε στην περίπτωση κι είπε την επιτάφια ευκή, αναρωτιότανε μέσα του, άραγε ταιριάζει στην αγία να θάψω το λείψανο; Μήπως τούτο δεν της αρέσει; Κι ενώ σκεφτότανε αυτά βλέπει ξαφνικά, λίγο πιο πέρα απ’ το κεφάλι της, χαραγμένα πάνω στην άμμο γράμματα που ‘γραφαν: Θάψε, αββά Ζωσιμά, σε τούτο το τόπο της ταπεινής Μαρίας το λείψανο, δώσε πίσω στο χώμα το χώμα[7] και να προσεύχεσαι πάντα για μένα στο Κύριο. Και ότι απέθανε το μήνα Φαρμουθί (σύμφωνα με το αιγυπτιακό ημερολόγιο και Απρίλη σύμφωνα με το ρωμαϊκό), την ίδια εκείνη τη νύχτα του σωτήριου πάθους, αμέσως μετά την μετάληψη του θείου και μυστικού δείπνου[8]. Κι αυτά ο γέροντας διαβάζοντας τα γράμματα χάρηκε ότι έμαθε το όνομα της αγίας και κατάλαβε που μόλις μετάλαβε τα θεία μυστήρια στις όχθες του Ιορδάνη, αμέσως έφτασε στον τόπο αυτό όπου κι απέθανε. Και το διάστημα αυτό που πάσκιζ’ ο Ζωσιμάς είκοσι μέρες τώρα να διανύσει, σε μιαν ώρα μέσα μόνο η Μαρία το διέσχισε, κι αμέσως προς το Θεό αποδήμησε.

Δοξάζοντας το Θεό και δάκρυα βρέχοντας το κορμί, καιρός είπε, Ζωσιμά, να κάνεις τώρα το που σου ζήτησαν. Αλλά πώς να κάμεις, ταλαίπωρε, τρύπα με χέρια γυμνά; Κι αυτά λέγοντας μόνος του είδε λίγο πιο κει ένα μικρό ξυλαράκι πεταμένο στην έρημο και παίρνοντας το άρχισε σιγά-σιγά να σκάβει. Και θεόξηρη ήταν η γη και καθόλου το γέροντα δεν υπάκουε που μοχθούσε. Και στέναξε τότε μεγάλο στεναγμό από τα βάθη της ψυχής του και σηκώνοντας το κεφάλι βλέπει ένα λιοντάρι τρανό να στέκεται πλάι στο λείψανο της αγίας και να γλείφει με στοργή τις πατούσες της. Κι ο Ζωσιμάς βλέποντας το θηρίο έγινε σύντρομος και φοβόταν πολύ, πολύ περισσότερο που θυμήθηκε τα λεγόμενα της Μαρίας που του ‘χε κάποτε πει ότι ποτέ δεν συνάντησε πλάσμα ζωντανό σε τούτη την έρημο. Και κάνοντας το σημείο του σταυρού πίστεψε που θα τον εφύλαγε αβλαβή της πεθαμένης η δύναμη. Και το λιοντάρι στράφηκε προς το μέρος του γέροντα κι όχι μόνο δεν φανέρωνε εχθρικές διαθέσεις αλλά τουναντίον τον καθησύχαζε με κινήματα. Κι είπεν ο Ζωσιμάς στο λιοντάρι, επειδή, θηρίο, η Μεγάλη επέτρεψε να ταφεί το κορμί της κι επειδή εγώ είμαι γέρος και δεν έχω τη δύναμη να σκάψω την τρύπα κι ούτε έχω και τα κατάλληλα εργαλεία και δεν γίνεται τώρα να γυρίσω πίσω για να πάω να φέρω, κάνε κείνο που πρέπει, αν θες, με τα νύχια σου, ώστε να δώσουμε πίσω στη γη το σκήνωμα της αγίας. Και δεν πρόλαβε να μιλήσει τα λόγια του κι αμέσως που το λιοντάρι πήρε να σκάβει μια τρύπα κι έγινε σε λίγο μεγάλη αρκετά να χωρέσει το λείψανο.

Και πάλι με δάκρυα τα πόδια να πλένει της αγίας ο γέροντας κι αφού την ικέτευσε τώρα περισσότερο από ποτέ να προσεύχεται υπέρ πάντων, κάλυψε το κορμί της με χώμα, που ήταν καθώς και πρώτα γυμνό, με το κουρέλι μονάχα που κάποτε της είχε πετάξει ο Ζωσιμάς άτσαλα να καλύπτει κάποια σημεία του κορμιού της. Κι είπεν τη προσευχή με το λιοντάρι να στέκεται πλάι του και μόλις τελείωσε αναχωρήσαν κι οι δυο. Και το λιοντάρι σα πρόβατο χάθηκε στα βάθη της έρημος κι ο Ζωσιμάς στο μοναστήρι επέστρεψε δοξάζοντας κι ευλογώντας το Χριστό το Θεό μας. Και με το που γύρισε στο κοινόβιο πήρε να διηγείται τα πάντα στους υπόλοιπους μοναχούς και τίποτα δεν απόκρυψε απ’ όσα που είδε κι απ’ όσα που άκουσε. Και τα διηγήθηκε όλα απ’ την αρχή έτσι που αφού ακούσουνε όλοι να απορήσουνε με τα μεγαλεία του Θεού και με φόβο και πόθο να εκτελούνε το μνημόσυνο της αγίας. Κι ο Ιωάννης ο ηγούμενος βρήκε στη μονή κάποιους που χρειαζότανε διόρθωμα κι έτσι δεν πήγε χαμένος και άκαρπος της αγίας ο λόγος. Και πέθανε ο Ζωσιμάς σε κείνο το ίδιο το μοναστήρι σχεδόν εκατό χρονών.

Κι από τότε οι μοναχοί άγραφη την διηγούνταν την ιστορία η μια γενιά μετά την άλλη, θέλοντας να συμβάλλουνε στη κοινή ωφέλεια μέσα από τούτο το παράδειγμα αρετής και να βοηθήσουν έτσι όποιον που ήθελε ν’ ακούσει. Και μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε κάτσει να γράψει την ιστορία. Έτσι, κι εγώ άγραφη την άκουσα και γραμμένη τώρα την παραδίνω. Ίσως πάλι να έχουνε γράψει κι άλλοι το βίο της αγίας, και μάλιστα πολύ καλύτερα από μένα, αλλά να μην έτυχε γω ναν το γνωρίζω. Πλην κι εγώ το κατά δύναμιν έγραψα τούτη την ιστορία, μη θέλοντας τίποτ’ άλλο παρά την αλήθεια να γράψω. Κι ο Θεός που πολύ ανταμείβει εκείνους που σ’ αυτόν καταφεύγουνε, ας μ’ ανταμείψει κι εμένα με το μισθό της ωφελείας που θα ‘χουνε όσοι τύχει να διαβάσουν την ιστορία, κι ας ανταμείψει το ίδιο κι εκείνον που ζήτησε να γραφτεί αυτή η ιστορία. Κι ας μας αξιώσει ο Θεός να σταθούμε αντάξια απέναντι στο παράδειγμα της ευλογημένης Μαρίας, αντικείμενο τούτης της ιστορίας, καθώς κι όσους άλλους που ευαρεστήσανε κάποτε με λόγια και έργα το Κύριο. Κι ας δοξάσουμε με τη σειρά μας κι εμείς το Θεό τον βασιλέα του σύμπαντος και του χρόνου να μας αξιώσει το έλεος του ναν τύχουμε την ημέρα της κρίσεως, εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, στον οποίον πάσαν του πρέπει δόξα και τιμή, και προσκύνημα πάντοτε, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Σημειώσεις :

[1] Είναι εξόχως ενδιαφέρον ο τρόπος που παρουσιάζει εδώ ο συγγραφέας τα συναισθήματα του ήρωα του. Ο Ζωσιμάς απεικονίζεται σαν τον ερωτευμένο εκείνον άνδρα που φτάνει πρώτος στον ορισμένο τόπο του ραντεβού αλλά που το αντικείμενο του έρωτα του δεν είναι εκεί. Ένα σύννεφο δυσοίωνων σκέψεων κατακλύζει τότε τη σκέψη του και σιγά-σιγά μπαίνει στη διαδικασία να εικάζει όλες τις πιθανές αιτίες που μπορεί να καθυστέρησαν ή να εμπόδισαν την προσφιλή ερωμένη να έρθει, ή τους λόγους για τους οποίους μπορεί εκείνη να μετάνιωσε, ενώ δεν διστάζει ακόμη και να αγχωθεί a priori για πιθανά προβλήματα που ενδέχεται να ματαιώσουνε τη συνάντηση τους. Λόγω μάλιστα της ηλικίας του ιδιότυπου αυτού ζεύγους η εικόνα που σχηματίζουμε είναι εκείνη της τρυφερής σχέσης μεταξύ δυο ηλικιωμένων. Ο Βίος της Μαρίας, λοιπόν, ξαναπαίρνοντας τα σημαντικότερα δομικά μοτίβα του αρχαίου μυθιστορήματος (όπως τον «χωρισμό» και τον «αναγνωρισμό») και τοποθετώντας στο πυρήνα της πλοκής του τη σχέση μεταξύ του Ζωσιμά και της Μαρίας, λειτουργεί ως ένα είδος χριστιανικού ερωτικού μυθιστορήματος, η μεγάλη πρωτοτυπία του οποίου έγκειται στο γεγονός ότι το ζευγάρι των ‘εραστών’ δεν βρίσκεται πλέον στην πρώτη του νεότητα…

[2] Ο συμβολισμός της σκηνής αυτής είναι πραγματικά πολυδιάστατος. Κατ’ αρχάς παραπέμπει καταφανώς στην αφήγηση που συναντάμε στα Ευαγγέλια, όπου ο Ιησούς περπατά επί των υδάτων (πρβλ. Κατά Ματθαίον, XIV, 22-36/ Κατά Λουκάν, VIII, 22-25). Ταυτόχρονα όμως η εικόνα αυτής της ημίγυμνης (αν όχι εντελώς γυμνής) γυναίκας που περπατά στην επιφάνεια του νερού μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί μακρινή ειδωλολατρική ανάμνηση της αναδυομένης Αφροδίτης. Επιπροσθέτως, το νερό ως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης συμβολίζει το σύνδεσμο ανάμεσα στην ανυπαρξία (που συμβολίζεται από το μέρος εκείνο της ερήμου απ’ το οποίο έρχεται η Μαρία και το οποίο απεικονίζεται με τους όρους ενός τόπου ‘ουτοπικού’ – με την ετυμολογική σημασία του όρου: ο « ouj tovpoV ») και την ύπαρξη (το μέρος εκείνο της ερήμου στο οποίο βρίσκεται το μοναστήρι, οι μοναχοί καθώς και ο αξιότερος εκπρόσωπος τους – ακριβώς επειδή μόνον αυτός αξιώθηκε να γνωρίσει την αγία μέσα στα σαράντα επτά αυτά έτη που εκείνη ζει στην έρημο – ο Ζωσιμάς) (πρβλ. B. FLUSIN, « Le serviteur caché ou le Saint sans existence », dans Les Vies des Saints à Byzance. Genre littéraire ou biographie historique ?, ed. P. ODORICO - P. AGAPITOS, Paris, 2004, σ. 66). Τέλος, το νερό ως αρχαιότατο και πανανθρώπινο θρησκευτικό σύμβολο σηματοδοτεί το πέρασμα από την παλαιά ζωή στη νέα. Συμβολίζει πάντα – και ταυτοχρόνως – το Θάνατο και την Αναγέννηση. Και είναι ακριβώς αυτή η επαφή με το νερό που επιτρέπει την «αναγέννηση» ή καλύτερα τη «νέα γέννηση» (πρβλ. M. ELIADE, οπ. παρ., σ. 212 – 225). Ειδικά μέσα στα πλαίσια του χριστιανισμού είναι το νερό, που μέσω του βαπτίσματος, επιτρέπει το πέρασμα σε ένα άλλο, νέο επίπεδο ύπαρξης: βαπτιζόμενος, ο παλαιός άνθρωπος που βυθίζεται στο νερό ‘πεθαίνει’ για να αναδυθεί αναγεννημένος ο καινούργιος, ικανός πλέον να συμμετάσχει στην αιώνια ζωή. Ως εκ τούτου, η διάβαση του Ιορδάνη συμβολίζει για τη Μαρία τη διαδικασία του βαπτίσματος καθότι όπως είδαμε μέχρι στιγμής δεν έχει αναφερθεί πουθενά το πότε ή το πώς βαπτίστηκε η ηρωίδα (άλλωστε τη πρώτη φορά που διέσχισε η Μαρία τον Ιορδάνη για να βρεθεί στην έρημο, το έκανε με τη βοήθεια μιας βάρκας, χωρίς δηλαδή να ‘ρθει σε επαφή με το νερό του ποταμού). Γι αυτόν ακριβώς το λόγο θα μπορέσουμε, μόνον τώρα, να δούμε σε λίγο την ηρωίδα να κοινωνεί σε ‘ζωντανό’ χρόνο μέσα στο κείμενο. Έτσι, το βαθύτερο νόημα της σκηνής είναι η επιστροφή της Μαρίας από τη χώρα των νεκρών (συμβολιζόμενη όπως είδαμε από την έρημο και τα σαράντα επτά χρόνια άσκησης που χρειάστηκαν για την εξιλέωση του σαρκικού ανθρώπου) και, μέσω της θείας κοινωνίας, η είσοδος της στην χώρα των ζωντανών και της αιώνιας ζωής.

[3] Είναι αλήθεια ότι υπήρχε καθ’ όλην τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, μεταξύ των μοναχών του ιδίου φύλου, το έθιμο να ασπάζονται ο ένας τον άλλον στο στόμα μετά την θεία μετάληψη, αλλά αυτό το έθιμο ουδέποτε ίσχυε για μοναχούς διαφορετικού φύλου, όπως άλλωστε το αποδεικνύει και το ακόλουθο απόσπασμα από το Βίο της Ματρώνης, όπου ο ηγούμενος του μοναστηριού επιπλήττει την αγία επειδή μεταμφιεσμένη σε άντρα συμμετείχε κανονικά στην ζωή του μοναστηριού, παραγνωρίζοντας έτσι τις ιδιαιτερότητες που επέβαλλε ως προς την αντιμετώπιση της η γυναικεία της φύση : « Έστω ελάνθανες γυνή ούσα επί τοσούτον χρόνον, και ουδέν ημάς παρέβλαπτεν τούτο αγνοούντας. Πως γυμνή τη κεφαλή τοις θείοις μυστηρίοις προσήρχου; Πως δε και το σον προς ειρήνην επεδίδους στόμα τοις αδερφοίς;» (Βίος και πολιτεία της οσίας και αγίας Ματρώνης, Acta Sanctorum, Novembris, tom. III, σ. 794, 7B).

[4] Κατά Λουκάν, ΙΙ, 29

[5] Στο κείμενο αντί για «αριστερά» αναφέρεται η λέξη «ευώνυμα». Είναι γνωστό βέβαια ότι για τους χριστιανούς η ‘πλευρά’ η ‘καλή’ ήταν η δεξιά και ότι η αριστερή ήταν επικίνδυνη κι απορριπτέα. Κατ’ επέκτασιν, ο όρος είχε καταλήξει να δηλώνει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα το αριστερά (πρβλ. G. W. H. LAMPE, A Patristic Greek Lexicon, Oxford, 1961 – 1968, λήμμα «ευώνυμος»). Εντούτοις, αναρωτιέμαι, αν ο όρος χρησιμοποιούταν κάπως σαν το νεοελληνικό «ακατανόμαστος», ένδειξη δηλαδή μιας λαϊκής δεισιδαιμονίας.

[6] Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίον ο δημιουργός του έργου απεικονίζει την άγρια επιθυμία του Ζωσιμά να ξαναδεί την Μαρία, χρησιμοποιώντας ακριβώς την παρομοίωση με τον κυνηγό ενώ το ίδιο το ‘θήραμα’ χαρακτηρίζεται – στον υπερθετικό βαθμό – γλυκύτατο!

[7] Πρβλ. Εκκλησιαστής, ΙΙΙ, 20.

[8] Η Μ. Kouli σχολιάζει ότι, δεδομένου του γεγονότος ότι η Μαρία ήταν αγράμματη, η γραφή στην άμμο πρέπει να θεωρηθεί ως θαύμα (πρβλ., M. KOULI, οπ. παρ., σ. 91). Η γραφή αυτή στην άμμο έχει αναμφίβολα κάτι το θαυματουργικό αλλά νομίζω ότι το σχόλιο της Kouli δεν συνάδει με το πνεύμα του κειμένου. Υπό το πρίσμα όλων όσων ήδη είπαμε περί αρχικής προφορικής σύνθεσης του έργου, θα μου φαινότανε περισσότερο εύλογο ο δημιουργός του, προκειμένου να επιτύχει τη συναισθηματική φόρτιση που επιθυμεί, να εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να δημιουργήσει εδώ μια συγκινητική και φορτισμένη συναισθηματικά τελική σκηνή (‘ξεχνώντας’ την ‘λεπτομέρεια’ ότι η ηρωίδα δεν ξέρει να γράφει), βάζοντας την ετοιμοθάνατη Μαρία να χαράζει με το χέρι της το επιθανάτιο μήνυμα στον ίδιο εκείνο τόπο όπου έχει δώσει ‘ραντεβού’ με τον άνδρα που ξέρει ότι θα βρει το πτώμα της. Σε αυτήν τη συνάφεια το θαυματουργικό δεν έγκειται πλέον στο γεγονός της ίδιας της ύπαρξης της γραφής αλλά στο ότι μετά από ένα χρόνο όχι μόνον το λείψανο της Μαρίας δεν έχει αποσυντεθεί αλλά και στο ότι δεν «σβήστηκε η γραφή»…