Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Στον "Καινό Διαιρέτη" του Γιάννη Ευθυμιάδη

της Ευτυχίας Παναγιώτου

Γιάννης Ευθυμιάδης, Καινός Διαιρέτης, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2007

Ο καινός διαιρέτης γυρνάει το ρολόι πίσω, στο χρόνο πριν το προπατορικό «αμάρτημα», μεταφέροντάς μας παράλληλα σε έναν τόπο πριν από τον παράδεισο. Η ποιητική φωνή αναζητεί το εγώ πριν από το εγώ πλάθοντας «μάτια έξω από τα μάτια» και επιχειρώντας να διαιρέσει το «σώμα» της ίδιας της συνείδησής της. Αν ήταν ποτάμι θα ήταν το ηρακλείτειο ποτάμι του χρόνου που ρέει σε τέσσερις φάσεις: πρώτος ο αισχύλειος θεός-«Ισμηνός», δεύτερος ο ομηρικός ειρηνοποιός «Σκάμανδρος» και τρίτος ο χριστιανικός θεραπευτικός «Ιορδάνης», τρία ποτάμια, που όσο είναι σταθμοί τόσο είναι και αέναοι «υποκινητές» της πορείας της Ποίησης, του θηλυκού Εσύ αυτής εδώ της ποιητικής φωνής. Οι τρεις φάσεις οδηγούν σε μια σύνθεση, που τιτλοφορείται και είναι «Ανάληψη».
Πρόκειται για ένα εγχείρημα που αγγίζει τα όρια του ακατόρθωτου, μα είναι κιόλας αυτό που μπορεί, σε αντίθεση με τη ζωή, να μας προσφέρει η τέχνη. Ένα κυνήγι του ασύλληπτου και της φαντασίας, το οποίο χρησιμοποιεί βιβλικά, μυθολογικά και λογοτεχνικά σύμβολα για να στηρίξει ένα δικό του οντολογικό παίγνιο. Εν μέρει αυτοφυές, εν μέρει δοσμένο. Από το μότο του βιβλίου «What is now proved was once only imagined» (William Blake, The Marriage of Heaven and Hell) δίδεται η εντύπωση πως η ποιητική φωνή θέλει να χτίσει κάτι εντελώς καινούργιο, αλλά αντιμέτωπη με γνωστή ύλη και γνώριμα υλικά. Ίσως η προφητική της δύναμη αποδειχθεί στο μέλλον όμοια με αυτή των προπατόρων.
Διαβάζοντας, δεν ξέρεις ακριβώς πού θα οδηγήσει η ποιητική «αφήγηση» που συγχωνεύει στοιχεία από έπος, δράμα, αλληγορία και ελληνική ποίηση. Για την ακρίβεια, η ποιητική φωνή η ίδια αγνοεί αυτό που θα επακολουθήσει: «Άγνωστη η συνέχεια», λέει στα μέσα περίπου της διαδρομής της. Αυτό συμβαίνει γιατί το ποιητικό στόμα και η φωνή, ο ποιητής και το ποίημα, το υποκείμενο και το αντικείμενο επιζητούν να ταυτίζονται. Ο άνθρωπος-ποιητής ντύνεται το δέρμα του χρόνου, γιατί είναι «υπέρτατη σοφία να είσαι ο χρόνος», γίνεται το ίδιο το νοητικό παιχνίδι εν τω γίγνεσθαι σαν σε ζωγραφικό πίνακα του Σεζάν όπου το αντικείμενο δεν θέλει να δοθεί εξολοκλήρου στο μάτι που το παρακολουθεί, το υποκείμενο, μα πάλλεται αβέβαιο ως προς το πού και το πώς να διαθέσει τον εαυτό του αξιότερα με την πρώτη εμφάνισή του στον κόσμο.
Η ποιητική φωνή εφευρίσκει τον εαυτό της σωματοποιώντας τον, γίνεται καινός διαιρέτης, αυτός (το ποίημα στο πάνω μέρος, που είναι το ποίημα εν εξελίξει) που βιώνει το χρόνο, διαιρεί και διαιρείται μέσα στην εμπειρία του, μα και εκείνος (το ποίημα στο κάτω μέρος, εν είδει β΄ φωνής) που τον νοηματοδοτεί προσδίδοντάς του μιαν αέναη μα και καινοφανή σημασία.
Στον πρώτο κύκλο της σύνθεσης, το νόημα που αποκαλύπτει η πολυκαιρισμένη εμπειρία οδηγεί και στο «Πλήρωμα του χρόνου»: «Γύμνωσε την ύλη• / βαθιά μέσα κρυμμένη θα βρεις / την ιδέα». Στο ποίημα «Αυτός κι εγώ μέσα στο όνειρο», αρχίζει να αποκαλύπτεται ένα είδος απόσχισης, που αφήνει να νοηθεί πως πρόκειται για αρρώστια ή ύβρη, να θέλει να κρατηθεί ενωμένο: «Η φωνή σώμα μου κι αντίστροφα, / όλο το σώμα μου να γίνεται φωνή». Η απόσχιση φαίνεται δεδομένη με την «Πρώτη μέρα της δημιουργίας», την κοσμογονία, που κλείνει τον πρώτο κύκλο.
Ο δεύτερος κύκλος είναι η νοσταλγία του παραδείσου και της ενότητας, η λειτουργία της μνήμης, ο προκεχωρημένος χρόνος και η κίνηση προς τη φθορά, που φέρνει τρόμο: «Τρόμος απ’ τη φωνή σου, όταν τη φέρνει ο χρόνος». Όταν το εγώ παύει να είναι ο χρόνος, όταν παύει να είναι ποτάμι αλλά καθρεφτίζεται μέσα του («Καθρέφτισμα»), στέκεται ενώπιόν του και απορεί και τρέμει: «Πού με πας; Σε ρωτώ και φοβάμαι». Όταν η ιδέα είναι «απόμακρη» και «το σώμα […] σέρνεται αγόγγυστα» να τη σμίξει.
Ο πόνος της αέναης επανάληψης, με ένα εκ νέου καθρέφτισμα («Καθρέφτες») στον τρίτο κύκλο μαρτυρεί ένα πρόσωπο που επιστρέφει στον εαυτό του. «Αμείλικτο σχήμα ο κύκλος» συμπεραίνει στον δεύτερο, μα κάπως πιο καθησυχαστικά συνεχίζει στον τρίτο, γιατί επιστρέφει παράλληλα και στις ρίζες της ποιητικής του φωνής: «Παλιά λόγια – αγαπημένα ωστόσο». Στο ανίδωτο ελυτικό σώμα, στην αχειροποίητη σεφερική στέρνα, αγαπημένα ερείσματα, τρόποι να μη νιώθει μόνος. Το συμπέρασμα μάλλον είναι πως η ποιητική φωνή τελικά δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μία. Υπάρχουν «Δυνάμεις»: Στο πάνω ποίημα: «Τόσες φωνές δικαιωμένες εντός μου / γίνονται το αναπόδραστο σχέδιο». Στο κάτω ποίημα: «Το παρελθόν κυοφορείται στο μέλλον μου». Στον τρίτο κύκλο οι δύο φωνές συγκλίνουν γνωσιολογικά δίχως να αποβάλλουν την ανεξάρτητη οντότητά τους.
Πρόκειται για ένα είδος συγκατάθεσης που επιτρέπει στον ποιητή να βγαίνει από το ποίημα και να ξαναμπαίνει μέσα σε αυτό. Να βυθίζεται στο ποτάμι όλων των χρόνων, να ανασταίνεται στους ουρανούς μα και να επιστρέφει ανανεωμένος. Αυτή μοιάζει να είναι η δημιουργική διαδικασία κι αυτό είναι η ποίηση, ανατρεπτική στα εγχειρήματα και τις προσδοκίες της, αλώβητη ως προς το αποτέλεσμά της: συνενώνει, χωρίζει και επαναφέρει μία άλλου είδους ενότητα• η ποίηση είναι διαφορετική αλλά άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή.
Πρόκειται άραγε για ένα είδος μετα-νεωτερικότητας; Ο Γιάννης Ευθυμιάδης μαρτυρεί προς το τέλος πως αυτό που υφίσταται στο κοσμικό σύμπαν της ποίησης είναι η αέναη συνέχεια μέσα από την οποία κάτι καινούργιο κατακτάται: «Δεν έχω πει τα λόγια / που γι’ αυτά γεννήθηκα» («Η συνέχεια»). Και μάλλον δεν θέλει να τα πει ακόμα. Για να ζει τη συνέχεια της ασυνέχειας, τον πρώτο έρωτα, αυτό το Εσύ, αυτό το κάθε φορά αλλιώτικο θηλυκό που τον θρέφει και ονομάζεται, φυσικά, Ποίηση:

ΚΑΙΝΟΣ ΔΙΑΙΡΕΤΗΣ

κάθεμέραλεπτήσυρτήγραμμ
ήσωρόςανεβαίνεισωρόςαδειά
ζειεπανάληψηστηνκίνησηκαν
ονικότηταστηζωήβγεςαπ’τοπ
οίημακαιδεςτηνατέρμονηπαν
ομοιότητατοποίημαανατρέπ
ειτηδιαίρεσηκαινόςδιαιρέτης
ηποίηση

Ο καινός διαιρέτης αποτελεί ένα βιβλίο-πρόκληση, εφόσον διηγείται με μελετημένη δομή και αφηγηματική συνέχεια την πορεία μιας ποιητικής φωνής στο γίγνεσθαι του κόσμου με εφόδια φιλοσοφικές αξίες, μυθολογικές, ιστορικές και λογοτεχνικές αναφορές για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα (τελικό ή και μεταβατικό) για τη σχέση ανάμεσα στην ποίηση, τους πολλαπλούς, υποσυνείδητους εαυτούς που κλείνει μέσα της (τα is-ea-id), και την ανανεωτική προσφορά της στη ζωή. Τις ιδέες αυτές τις εναρμονίζει με έξοχο ποιητικό ρυθμό, αποδεικνύοντας τη βαθιά σχέση του με τη μουσική και την Αρμονία και την ποιητική των Ελλήνων Νομπελιστών.
Ο καινός διαιρέτης φέρει παράλληλα και τα αρνητικά των προτερημάτων του. Δεσμεύεται από τα υλικά του και την αυστηρότητα της κοσμικής «ιδέας» που απαιτεί για τον εαυτό του ενώ κρατάει σε ελεγχόμενη απόσταση τον αναγνώστη του, προκαλώντας τον να ατενίσει τις λέξεις περισσότερο φιλοσοφικά από ό,τι συγκινησιακά. Ακόμη και στα σημεία που γίνεται πιο εξομολογητικός, πιο προσωπικός, εξακολουθεί να ωθεί τον αναγνώστη σε μια νοητική ακροβασία που στήνει όμως ενέδρες στο βίωμά του.
Αν είναι δίκαιο να ατενίζουμε ένα βιβλίο με βάση τις προθέσεις του και ισχύει κυριολεκτικά ο στίχος του Γιάννη Ευθυμιάδη «Όταν ακούς το πρώτο πρόσωπο, / είναι που έχει ήδη αποδημήσει», τότε ίσως να πρόκειται για ηθελημένη αισθητική προσέγγιση. Η υποκειμενικότητα του πρώτου προσώπου αποτελεί ενδεχομένως για τον ίδιο κάτι που έρχεται αργότερα, έπειτα από μακρά μαθητεία στον Κανόνα. Ένα είδος μετριασμού του ποιητικού Εγώ, που φωνασκεί μόνο σαν αποστερηθεί όλες τις φωνές που κάποτε αγάπησε.