Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

Μια ζωή σαν.. μυθιστόρημα - Ανάγνωση των Κωνσταντίνου Τζούμα & Νίκου Νικολαΐδη

του Νέστορα Ι. Πουλάκου

tzoumas.jpgΩς Εκ Θαύματος, Κωνσταντίνος Τζούμας, Αφήγημα, Σελ. 404, Εκδόσεις Καστανιώτης, 2008

Κάπως έτσι μεγαλώσαμε... σαν ένα στοίχημα κόντρα σε κανόνες που δεν ίσχυαν, ενός συστήματος που δεν υπήρχε. Ευτυχώς, όμως, τα καλύτερα παιδιά που κάναμε παρέα μάς έκαναν να νιώθουμε ότι δεν ήμαστε μόνοι, ακόμα κι όταν μας έζωναν τα φίδια μ' εκείνο το ''ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμο έξω'' του Αλεξανδρινού, καίτοι είχαμε ακούσει και κρότους χτιστών και ήχους μαστόρων.

Πόσο όμορφα μπορεί κάποιος τεχνίτης του λόγου να διηγηθεί τη ζωή του, τις περιπέτειές του και την ενασχόλησή του με την καλοζωΐα και την ανέμελη ενασχόληση με το «παιχνίδι» με τέτοιο λογοτεχνικό τρόπο ώστε ο αναγνώστης να ταυτιστεί μαζί του. Να μην κοιτά, δηλαδή ο αναγνώστης, από την κλειδαρότρυπα τη ζωή του συγγραφέα, να μη γίνεται ο Μεγάλος Αδελφός του, αλλά να συμμετέχει στην καθημερινότητα που εκείνος περιγράφει, μέσα από τους άρτια δομημένους χαρακτήρες.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας αποτελεί μια επιφανή προσωπικότητα της κουλτούρας της σύγχρονης Ελλάδας. Ασχολήθηκε, ως ηθοποιός, με τον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση, υπήρξε χορευτής επί σειρά ετών στην Αθήνα και τη Νέα Υόρκη, ενώ τα τελευταία χρόνια θεωρείται από τους πλέον πετυχημένους ραδιοφωνικούς παραγωγούς της χώρας μας. Σε ένα απόγειο, αν μη τι άλλο, ακραιφνούς δημοφιλίας, στα 64 χρόνια του, καταπιάνεται με την αυτοβιογραφία του, η οποία εκδίδεται σε τρεις τόμους –τρεις εποχές της ζωής του καλλιτέχνη/ συγγραφέα Τζούμα- από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Οι επόμενοι δυο τόμου, που θα βγουν σε κυκλοφορία μέσα στον επόμενο ένα χρόνο, περιλαμβάνουν τη ζωή στην Αμερική ο ένας, και τον επαναπατρισμό και τη ζωή στην Αθήνα ο δεύτερος.

Στον πρώτο τόμο, που κρατάμε στα χέρια μας και τιτλοφορείται «Ως εκ θαύματος», συναντάμε τα παιδικό-εφηβικά χρόνια του Τζούμα στον Πειραιά, με τα πρώτα του μουσικά ακούσματα, φιλμικά ερεθίσματα, σεξουαλικά αγγίγματα, φιλικά ατοπήματα. Στη συνέχεια, η ζωή στο στρατό και οι φυλακίσεις, η ανέμελη ζωή στο Κολωνάκι, τα χρόνια της Δραματικής Σχολής Αθηνών, οι περιοδείες με τον χορευτικό θίασο της Ζουζού Νικολαΐδη, οι εστέτ απόψεις και η σεξουαλική απελευθέρωση ενός ατίθασου φιλικού κύκλου στη δεκαετία του ’60 και, εν μέσω, χούντας.

Οι αυτοβιογραφικοί παράγραφοι του Τζούμα δεν κουράζουν και δεν είναι ανιαρές αφηγήσεις μιας –δοσμένα- ωραιοποιημένης ζωής, αλλά μια μυθιστορηματική προσέγγιση μιας.. μυθιστορηματικής ζωής ενός σύγχρονου δανδή της ελληνικής κοινωνίας του β’ μισού του 20ου αιώνα.

nikolaidis.jpgΜια Στεκιά Στο Μάτι του Μοντεζούμα, Νίκος Νικολαΐδης, Μυθιστόρημα, Σελ. 440, Εκδόσεις greekworks.com, 2008

Όλες οι βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη.
Ήταν ή εποχή που είχαμε άφθονο ροκ ν’ ρόλ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά.
Πaρ’ ολ’ αυτά νομίζω ότι δεν τά πήγαμε καί τόσο άσχημα.
Κατέβαινα κουτρουβαλώντας τή μεγάλη χωμάτινη κατηφόρα πλάϊ στά Τουρκοβούνια καί πίσω μου λαχάνιαζε ή Μπέττυ καί γκρεμοτσακιζότανε πάνω στίς ψηλοτάκουνες γόβες της γκρί σουρί σουέτ.
Μόλις είχα ρίξει μιά στεκιά στό μάτι τού Μοντεζούμα καί χρυσαφένιος κ’ ελαφρύς σάν τόν Ντόν ντέ λ’ Όρο μέ βίτσιζε στό πρόσωπο τό τέλος τού Νοέμβρη καί όλα αυτά γιατί μόλις είχα ρίξει ένα γερό γαμήσι στή Μπέττυ που έβριζε πίσω μου γιατί είχε μπλεχτεί σέ κάτι πικραγγουριές δίπλα στό ρέμα.
Αφήσαμε στό πλάι τά παραπήγματα τού Πολυγώνου καί πήραμε τόν μαλακό δρόμο γιά τό λοφάκι τού Γκύζη νά πέσουμε έτσι στήν αλάνα δίπλα στό Πάρκο πίσω απ’ τήν παράγκα τής Λήθης τέσσερα αναχώματα μετά κ’ έξω απ’ τή μικρή αυλή τής Μόλλυ.

Ο παλμός μιας γενιάς. Η καρδιά μιας εποχής. Οι δεκαετίες της παλιάς Αθήνας, που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Οργισμένη νεότητα, άφθονο ροκ εν ρολ. Σεξ, ποτά και αλητείες. Συμπεριφορές αλήστου μνήμης, κορίτσια σε εξέγερση, αγόρια στη μαγκιά. Η δεκαετία του ’50, το ’60 πριν τη χούντα, με επίκεντρο τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, την Πατησίων, την Πλατεία Βικτώριας, τα Τουρκοβούνια και το Γκύζη, τα Εξάρχεια και τη Νεάπολη, την Πανεπιστημίου με τις στοές της. Φιλμ νουάρ σε πρώτο πλάνο, ροκιές στα τζιουκ μποξ, πάρτυ για τους άγριους νέους, στέκια για τσαμπουκάδες και βερμούτ, πόρνες, κομμουνιστές, ονειροπόλοι…

Τον περασμένο Σεπτέμβριο (.. του 2007) –ακριβώς ένα χρόνο πριν-, η σημαία της γενιάς «της χολέρας», όπως την αποκάλεσε ο ίδιος, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Νίκος Νικολαΐδης, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την τρίτη του σκηνοθετική τριλογία, όντας απογοητευμένος από την αποδοχή της τελευταίας του ταινίας «The Zero Years», είχε όμως προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του μυθιστόρημα. Οι κληρονόμοι του, τα παιδιά του δηλαδή, απευθύνθηκαν στον, ελληνικής καταγωγής, νεοϋορκέζικο εκδοτικό οίκο «greekworks.com», το επίμετρο το έγραψε ο ποιητής και στιχουργός Μάνος Ελευθερίου, και voila..

Ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» Νικολαΐδης, καθώς ισσοροπούσε τόσα χρόνια μεταξύ σελιλόϊντ και βιβλίου, σκιαγραφεί τους χαρακτήρες μιας παρέας και συνθέτει τα «μαύρα χολεριασμένα» χρόνια των πρώτων δεκαετιών μετά τον εμφύλιο της διασποράς, στην Ελλάδα. Με επίκεντρο τον Σπόρο, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα, απλώνεται μπροστά μας ένα δυναμικό και βωμολοχικό μυθιστόρημα, που στηρίζεται σε ποικίλες αυτοβιογραφικές αναφορές. Κακώς, πολλοί παρουσιάζουν την –εδώ- γραφή του Νικολαΐδη με τα βιβλία-δυναμίτες του ’40 του Μπόρις Βιαν ή Βέρνον Σάλιβαν. Ο «Γουρούνια στον Άνεμο» ανεξάρτητος και επαναστάτης καλλιτέχνης της μεταπολεμικής Ελλάδας, δίνει το δικό του στίγμα, σχηματοποιεί τη δική του γραφή, και φτιάχνει ένα μυθιστορηματικό παραλήρημα που προκαλεί από κάβλα.. μέχρι εμετό! Ο Νικολαΐδης, περιγραφικότατος και τολμηρός, ανακατεύει στο βιβλίο δυο περιόδους, που πιθανότατα θεωρεί ο ίδιος ότι τον σημάδεψαν ως άνθρωπο, τα σχολικά χρόνια της δεκαετίας του ’50, και τα μετά-Σταυράκου χρόνια της δεκαετίας του ’60, λίγο πριν την έλευση της χούντας. Δυο ταραγμένες περιόδους για την ελληνική κοινωνία, για την πολιτική, για τους ανθρώπους.

Ο Νίκος Νικολαΐδης σε όλη του τη ζωή, δεν είχε σκοπό να προκαλέσει ούτε με τις αντι-εξουσιαστικές ταινίες του ούτε με τα «βλεννορροιακά» βιβλία του, αλλά σκοπό είχε να χτυπήσει κατευθείαν και με θόρυβο κάθε κέντρο παραγωγής μικροαστισμού και κοινωνικής παραφοράς, με τη σκέψη του, τον τρόπο ζωής του και.. τη στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα, που ο ίδιος είχε εφεύρει!