Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

"Η εξαίσια ηδονή του βιασμού" του Τόλη Νικηφόρου

Η εξαίσια ηδονή του βιασμού, Μυθιστόρημα, Τόλης Νικηφόρου, Εκδόσεις Νεφέλη, 2006


Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει αρκετά το λογοτεχνικό σύμπαν. Eκ των ων ουκ άνευ η αναφορά στη συμβολή της Σιμόν Ντε Μποβουάρ σε ό,τι ονομάστηκε μετέπειτα 'φεμινιστική λογοτεχνία'. Άλλωστε γενικότερα οι λόγοι περί διαφορετικότητας πάντα ευνοούν τη λογοτεχνική συνθήκη που είθισται να αναζητά τις εξαιρέσεις. Μπορούμε λοιπόν να εντοπίσουμε σε έναν ικανοποιητικό βαθμό τις αντιστοιχήσεις της ιστορικής 'απελευθέρωσης' των καταπιεζόμενων κοινωνικών ομάδων με τη λογοτεχνική τους εκπροσώπηση. Εξαίσιο παράδειγμα ο Αόρατος Άνθρωπος του Ραλφ Έλισον που μεταφράστηκε στα ελληνικά μόλις πέρσι. Εν προκειμένω, εκκινώντας από το δοκιμιακό/πολιτικό λόγο και φθάνοντας ως τις στερεότυπες μικροαστικές αφηγήσεις, η γυναίκα πάντα αποτελούσε σημείο αναφοράς για το ξετύλιγμα μιας ιστορίας. Στην Εξαίσια ηδονή του βιασμού του θεσσαλονικιού Τόλη Νικηφόρου, συμβαίνει ο λόγος περί γυναίκας να συμπλέκεται με τα φλέγοντα ζητήματα της σεξουαλικότητας και της εξουσίας. Το άθροισμά συνεπώς μοιάζει ακόμα πιο ενδιαφέρον. Μην πιστέψετε όμως πως αποτελεί ένα 'γυναικείο' βιβλίο ή μια προσπάθεια ανατομίας της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Συνήθως μας κερδίζουν τα λογοτεχνήματα που η ιδιαίτερη τους γλώσσα ή θεματολογία μπορεί να γίνει αντιληπτή και από τους αναγνώστες που δεν έχουν εντρυφήσει σε αυτά.

Η Εξαίσια ηδονή του βιασμού είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Τόλη Νικηφόρου, και ουχί το πιο πρόσφατο καθώς ακολούθησε και το Έρημο Νησί στην Άκρη του Κόσμου. Πρόκειται για έναν δημιουργό που προσεγγίζει το πρότυπο του συγγραφέα ο οποίος δεν διστάζει να αναμετρηθεί με ποικίλες όψεις της γραφής δίχως να αυτό-περιορίζεται. Παρότι είναι γνωστότερος ως ποιητής, οι επιδόσεις του στη διηγηματογραφία και στο μυθιστόρημα είναι εξαιρετικές, χαρίζοντάς του μεταξύ άλλων κι ένα κρατικό βραβείο το 2009 για τον Δρόμο προς την Ουρανούπολη.

Επί του θέματος του βιβλίου: ο Άρις Παπακώστας είναι γνωστός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, γόνος αστικής οικογένειας με ιδιαίτερες κοινωνικές ευαισθησίες (και υποψιάζομαι σε κάποιο βαθμό alter ego του συγγραφέα). Συμβαίνει να αναλαμβάνει μεταξύ άλλων και υποθέσεις βιασμών. Οι βιασμοί που του εξιστορούνται ως υποθέσεις ποικίλουν ως προς τη συνθήκη, την περιρρέουσα εξουσία: εργασιακή, ενδοοικογενειακή, ενδοσχεσιακή.  Παρά την κριτική του ματιά στα νομικο-κοινωνικά ζητήματα, κατορθώνει -με τις αναπόφευκτες εξαιρέσεις- να κρατά την απαιτούμενη απόσταση από τις διηγήσεις των πελατών του. Αυτή η ισορροπία θα ανατραπεί όταν ένας βάναυσος βιασμός θα συμβεί στο άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον. Τούτη τη φορά το θύμα είναι η αδερφή της γυναίκας του και η υπόθεση αρκετά μπλεγμένη κοινωνικά και νομικά...

Περίπου δυο χρόνια πριν, προκλήθηκε ιδιαίτερος σάλος από κάποιες παλαιότερες δηλώσεις του Κώστα Τσόκλη περί συνυπευθυνότητας ορισμένων γυναικών στην τέλεση του βιασμού βάσει της προκλητικότητάς τους. Πρόκειται για την αναπαραγωγή του γνωστού στερεότυπου 'τα ήθελε κι αυτή'. Η λογοτεχνία λοιπόν σχεδόν πάντα αναπτύσσει έναν παράλληλο λόγο για τα μεγάλα ζητήματα των κοινωνιών, διαθέτοντας ένα πλεονέκτημα αλλά κι ένα μειονέκτημα: πλεονεκτεί στον απελευθερωμένο, φαντασιακό λόγο και μειονεκτεί σε επιστημονικό κύρος. Στο εν λόγω βιβλίο, μέσα από το ζήτημα του βιασμού ξεπροβάλλει όμως το κρυμμένο, υπονοούμενο και ενδεχομένως σημαντικότερο θεματολογικά ζήτημα του μυθιστορήματος: η αυτοδικία. Όταν οι θεσμοί αδυνατούν ή καθυστερούν να αποδώσουν δικαιοσύνη, υποθέτωντας ασφαλώς πως η δικαιοσύνη είναι κάτι που μπορεί να αποδοθεί έμπρακτα, το προσωπικό πάθος και η παρόρμηση αυτό-αναλαμβάνουν αυτό το ρόλο. Ο άνθρωπος μετεωρίζεται μεταξύ του ενστίκτου και της εμπιστοσύνης στις κοινωνικές θεσμίσεις, σε μεγάλο βαθμό επειδή προηγήθηκε κάποιος άλλος άνθρωπος που παραβίαζε ακριβώς αυτές τις θεσμίσεις κλονίζοντας τις βεβαιότητές του. Η πολιτισμική 'ηθική' επιτρέπει, αφήνει περιθώρια για παρεκκλίσεις όπως ο -ατιμώρητος- βιασμός, έτσι όμως πυροδοτούνται και οι μορφές αυτοδικίας.

Οι χαρακτήρες που σκιαγραφεί ο Νικηφόρου είναι λογοτεχνικά άψογοι: σε επίπεδο συγκρότησης και ύφους. Ενδιαμέσως της αφήγησης εμφιλοχωρούν μικρές τοιχογραφήσεις της Θεσσαλονίκης. Το λεξιλόγιο του είναι πολυεπίπεδο, καθώς χειρίζεται άψογα μια εκλεπτυσμένη γλώσσα αλλά και την αργκό του δρόμου. Χρησιμοποιώντας την πολυφωνική αφήγηση, κατορθώνει να αποφύγει τις δυο βασικές παγίδες των αφηγήσεων που άπτονται συνήθως των κοινωνικών ζητημάτων: τον διδακτισμό και τον καταγγελτισμό. Λογοτεχνία λοιπόν υψηλού επιπέδου και αξιώσεων που ψηλώνει τον πήχη για τους νεότερους...

Ιορδάνης Κουμασίδης