Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

Η Αμαλία Ρούβαλη & η Μαρία Τσιράκου διαβάζουν την "Τελευταία Πόλη" του Διονύση Μαρίνου

H τελευταία πόλη, Μυθιστόρημα, Διονύσης Μαρίνος, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012


Το δεύτερο βιβλίο πεζογραφίας του Διονύση Μαρίνου είναι ένα αφήγημα για την απώλεια. Ή, μήπως, για πολλές απώλειες; τόπου, χρόνου, πατρίδας, εαυτού, συναισθήματος, μυαλού, οικογένειας, ως το ασάρκωτο σαρκίο του ατόμου. Της σχέσης προς τον άλλο. Ακόμα και η αίσθηση της κοινότητας του ζευγαριού τίθεται εν αμφιβόλω.

Αφήγημα με αφορμή τον αδελφοκτόνο πόλεμο στη Βοσνία μεταξύ 1992 και 1995, άπτεται της κοινωνιολογίας του πολέμου. Αυτό το τμήμα της επιστήμης της κοινωνιολογίας δεν είναι πολύ αναπτυγμένο, περισσότερο έχουν ασχοληθεί οι Γάλλοι κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι, με κύριον εκπρόσωπο τον Georges Ballandier. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια έχουμε ένα εμπεριστατωμένο εγχειρίδιο «Κοινωνιολογία της βίας και του πολέμου» από τον κοινωνιολόγο Γιώργο Καφφέ, εκδ. Παπαζήση, 2001.

Σε καιρούς πολέμου, η στάση ζωής  των ομάδων και συνόλων, αλλά, ιδίως, των ατόμων, μεταλλάσσεται: Η ίδια η διαδικασία του πολέμου δημιουργεί απόλυτη ψυχοκινητική αναστάτωση στον άμαχο πληθυσμό-και αυτό μας ενδιαφέρει εδώ-. Το πρώτο στοιχείο που αποδομείται είναι η ασφάλεια των ατόμων: ο εξαναγκασμός σε βιαστική μετακίνηση μεταθέτει όλες τις παραμέτρους που διέθεταν ως τη στιγμή, τόπο, χρόνο, οριοθετημένη διαβίωση. Οι εξαναγκασμένοι νομάδες γαντζώνονται συχνά από τα ελάχιστα υπάρχοντα που πήραν μαζί τους, εν είδει ψευδαίσθησης ασφάλειας (το βλέπουμε στην σελ. 26 όπου η γυναίκα αναλογίζεται τι να πετάξει από τα απαραίτητα που βαραίνουν τον σάκο της).

Ο πόλεμος, όπως σημειώνει ωραία ο Μαρίνος, καταλύει τα ανθρώπινα όρια, ο χρόνος ως βίωμα διαστέλλεται ή προσλαμβάνεται πρισματικά. Προξενούνται αλλεπάλληλες μεταλλάξεις στις αισθήσεις, τα συναισθήματα, τη σκέψη και την βούληση του ατόμου. Ο άνθρωπος τελεί υπό συνεχή μετακίνηση και στο εσωτερικό του, κυριολεκτικά. Κύριο ζητούμενο είναι η αίσθηση της ασφάλειας.

Στο σημείο αυτό τίθεται, επίσης, το θέμα της ετερότητας υπό ανθρωπολογική έννοια: η  σημαντική δυνατότητα του ανθρώπου να είναι άλλος, διάφορος, διαφορετικός. Αυτή, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη ελευθερίας. Σε καιρούς πολέμου η έννοια της ελευθερίας καταλύεται, η ετερότητα του ατόμου ακυρώνεται.  Για τούτο, τα ζωτικότερα στοιχεία για το άτομο (και κατ’ επέκτασιν για σύνολα) γίνονται κατά σειράν: η αυτοσυντήρηση (να αντέξει για να επιβιώσει), η ασφάλεια (περιβάλλον) και η ελευθερία  (παύση της απειλής τής υπάρξης και της σωματικής ακόμη ακεραιότητας) ή, εν τέλει, επιστροφή στα πρότερα. Εν μέσω αυτών των διαδικασιών, το άτομο τελεί υπό απόλυτη απορρύθμιση. Εξάλλου, ο πόλεμος ρημάζει όχι μόνον σώματα και ψυχές αλλά αλώνει και συνειδήσεις (στην ιστορία του βιβλίου, φερ’ ειπείν, με το παζάρεμα για το παιδί).

Η φυγή προς τη θάλασσα που επιχειρεί το ζευγάρι με το μικρό παιδί, η θάλασσα με τον ανοιχτό της ορίζοντα, σε αντίθεση με την απειλή του περίκλειστου που επιφέρει η πολεμική σύρραξη είναι, νομίζουμε, και επιθυμία για «ξέπλυμα» του ταλαιπωρημένου εαυτού όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχοσυναισθηματικά, επιστροφή στην ασφάλεια ως μήτρα και στην πρότερη ευτυχισμένη κατάσταση. Το βλέπουμε στις σελίδες (79-82) με τη σκηνή της γυναίκας στη θάλασσα.

Από μεριάς μορφής τώρα, πρόκειται περισσότερο για ένα αφήγημα που στρέφεται προς το εσωτερικό των ατόμων, εξετάζοντας ενδελεχώς και επιτυχημένα την διαδικασία μεταλλαγής του ατόμου, θέτοντας ζητήματα όπως η μετανάστευση του ατόμου σε ένα άλλο σύμπαν από κείνο που γνώριζε ως σήμερα και εντός του, η παρατήρηση από το άτομο τού εν μεταβολή εαυτού του, που επιτάσσει η φυγή προς τη σωτηρία.

Οι σκηνές περιγραφής φέρουν δυνατές ποιητικές πινελιές, δημιουργώντας από δίπλα εικόνες στεγνές. Υπό αυτή την έννοια, θυμίζουν τις «Στεγνές Ζωές»  -Vidas secas- (1938) του σημαντικού βραζιλιανού συγγραφέα Γκρασιλιάνο Ράμος, μυθιστόρημα που πραγματεύεται την αναγκαστική μετακίνηση στην ενδοχώρα της Βορειοανατολικής Βραζιλίας μιας οικογένειας και του σκύλου της την περίοδο της μεγάλης ξηρασίας του 1930. Άλλη η αιτία, ίδιος ξερριζωμός, η αποξένωση των ανθρώπων από το οικείο περιβάλλον, τη γης, την πατρίδα, μεταβάλλοντάς τους σε νομάδες κι αλλοτριώνοντάς τους από τον ίδιο τους τον εαυτό. Συγγενής τρόπος γραφής.

Αυτή η στεγνότητα μεταφέρεται προσφυώς στην Τελευταία πόλη από τα τοπία στον τρόπο αισθάνεσθαι και σκέπτεσθαι των ηρώων, ιδιαίτατα του κυρίως ήρωα, του Νίκολα. Τα καταιγιστικά γεγονότα της αναγκαστικής φυγής και της συνεχούς εναλλαγής περιβάλλοντος, κατά την πορεία της οικογένειας προς τη θάλασσα, χρωματίζονται με όλες τις αποχρώσεις της ποιητικής παλέτας του Διονύση Μαρίνου. Είναι ενδιαφέρουσα λογοτεχνική πρόταση, κατά την οπτική μας, τούτο το πάντρεμα της ποιητικής ενατένισης με το στεγνό –γεγονότων-προοπτικών-αισθήσεων. Δημιουργείται στην πορεία η εντύπωση ότι η ποιητική προδιάθεση ακυρώνεται από τη στέρφα και σκληρή πραγματικότητα της δράσης. Θεωρούμε, μόνο κατ΄επίφασιν.

Διότι να που η ίδια ποιητική στάση στην αφήγηση ανατροφοδοτεί τη στέγνα των καταστάσεων, στάσεων και συναισθημάτων των ηρώων, ενσταλάζοντάς της τη δροσιά της ανά στιγμές, εμφυσώντας αναλαμπή ελπίδας, έστω κι από την απελπισμένη ματιά του τέλους, απροσδόκητου και τελεσίδικου, της σύντομης πορείας στο «πουθενά», σε μια καταλυτική κι απόλυτα κινηματογραφική σκηνή κλεισίματος της αφήγησης.

Με πλούσια λογοτεχνική γλώσσα κι εξαιρετική χρήση της Ελληνικής, ο Διονύσης Μαρίνος στήνει ένα σκληρό σκηνικό, δομεί γερά το υλικό του κι αναπτύσσει την αφήγηση και σ’ αυτό του το πεζό με μαεστρία. Με το δεύτερό του αυτό βιβλίο, ο Διονύσης Μαρίνος αποδεικνύει ότι κατέφθασε στην σημερινή λογοτεχνία μας για να παραμείνει, έχοντας ήδη κερδίσει ζωτικό χώρο.

Αμαλία Ρούβαλη


Διαβάζοντας την Τελευταία Πόλη του Διονύση Μαρίνου, βάδισα στα στενά σοκάκια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Και αυτό γιατί, δεν πρόκειται για το τυπικό μυθιστόρημα, με την πλοκή και τους ήρωες που βρίσκονται στη φαντασιακή σφαίρα του συγγραφέα, που σκοπό έχουν να σε μεταφέρουν σε έναν άλλον κόσμο.

Ούτε πρόκειται για ένα πολεμικό μυθιστόρημα, αφού ο Διονύσης, δε θέλει να περιγράψει τον πόλεμο και τα επακόλουθά του από θέση πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Δεν προσπαθεί να αποδώσει ευθύνες, αλλά αντίθετα, να μας δείξει πώς ο άνθρωπος αλλάζει και γίνεται άλλος, μέσα από τις δίνες- τον ξεριζωμό, την απανθρωπιά, την κτηνωδία- ενός, του όποιου, πολέμου.

Πρόκειται για ένα μικρό, αργό, τελετουργικό κείμενο με κύριο χαρακτηριστικό του την έκπληξη που προκαλείται από τις λέξεις, τις φράσεις, τις εικόνες ωμότητας.

Δομώντας το, με πολύ λεπτούς χειρισμούς, πάνω στους δύο βασικούς άξονες του θανάτου και της μόνωσης, δοκίμασε να αναπαραστήσει σκληρά, σοκαριστικά τολμηρά θα έλεγα, την ατμόσφαιρα ενός εφιάλτη, συνδυάζοντας την πεζογραφία με την ποίηση.

Το αποτέλεσμα εκπληκτικό, αφού μέσω της πολύ προσωπικής του σφραγίδας γραφής, ο Διονύσης Μαρίνος, μας εξωθεί στο να βιώσουμε την ωμότητα των γεγονότων και συνάμα να αναρωτηθούμε σκάβοντας μέσα μας, μήπως τελικά, Η Τελευταία Πόλη θα μπορούσε να οριστεί ως ο τελευταίος τόπος κατοικίας του ανθρώπου και όλων εκείνων των στοιχείων που τον κάνουν Άνθρωπο.

Η ιστορία που αφηγείται, δεν είναι απλή, δεν είναι καθημερινή. Θα μπορούσε να είναι η ιστορία του κάθε ξεριζωμένου από το πρόσφατο παρελθόν, το παρόν, αλλά και το απώτερο μέλλον.

Αντιγράφοντας από το οπισθόφυλλο: « Ένας άντρας, μία γυναίκα και ένα παιδί. Ένα ταξίδι σωτηρίας και κατάλυσης των ανθρώπινων ορίων εν μέσω πολέμου στη Βοσνία. Ένα τραγικό και σαρωτικό φινάλε χαμού που δεν αφήνει περιθώρια.»

Σε όλο το βιβλίο το ιστορικό γεγονός εισβάλλει υπαινικτικό και μεταμφιεσμένο και αυτό γιατί θέλει να υπογραμμίσει τη βαναυσότητα της ιστορίας. Σιγά- σιγά όμως, το ιστορικό θαμπώνει και η εικόνα άχρονη και άχωρη διαγράφει την ανθρώπινη μοίρα στο σύνολό της.

Ο αναγνώστης συμμετέχει με τα άγρυπνα μάτια της ψυχής του στα ενεργήματα και τα παθήματα, αισθάνεται ότι μύθος και εμπειρία τον αφορούν άμεσα, αναφέρονται στη ζωή του ή ακριβέστερα είναι η ζωή του.

Πρόκειται για μια κίνηση συνεχή από την κυριολεξία στη μεταφορά, από την ύλη στο ίχνος της, από το περιεχόμενο στο περιέχον, από την περιγραφή στη μανία για  επιβίωση.

Η Τελευταία Πόλη, μας μεταφέρει με ρεαλιστικό τρόπο τον ξεριζωμένο άνθρωπο, όχι από δικιά του επιλογή, αλλά από τους κινούντες τα νήματα. Τονίζει με τρόπο εναργή την εξουσία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο, την προσπάθειά του να ορίσει ζωές, γεγονός που τον οδηγεί στον εξανθρωπισμό και εν τέλει στον αφανισμό του.

Ο άντρας, οδοιπορώντας μέσα στον ανοιχτό κόσμο της ανάγκης του, να σώσει τα αγαπημένα του πρόσωπα, τη γυναίκα και το παιδί του, να σώσει τον ίδιο του τον εαυτό, σπαθίζει με τις αντοχές του κάθε αντιξοότητα- την πείνα, το μολυσμένο νερό, το ανύπαρκτο ασφαλές κατάλυμα, τις σφαίρες που πέφτουν γύρω τους- προκειμένου να φτάσει στη θάλασσα. Σημειολογικά θα λέγαμε πως η θάλασσα ορίζει το ταξίδι, τη φυγή στο άλλο. Σε έναν τόπο, μακριά από την κόλαση που ζει, από το μέρος όπου μαίνεται ο πόλεμος και οι χαμένες ελπίδες και ταυτόχρονα πιο κοντά στην ηρεμία και το χτίσιμο μιας νέας ζωής, αντίστοιχης με αυτής που ζούσε πριν τα γεγονότα τον προλάβουν.

Φτάνοντας στην Τελευταία Πόλη, όπου βρίσκει μία κάποια ασφάλεια σε ένα ερειπωμένο σπίτι, ανακαλεί τις μνήμες. Ζει σε μια πεθαμένη ουσιαστικά διάσταση, σαν κοιμητήριο πραγμάτων που είναι αδύνατο όμως να ζωντανέψουν στο παρόν και μέσω αυτών προσπαθεί να νιώσει ξανά την ανθρώπινη-χαμένη από την αρχή των εχθροπραξιών - φύση του. Όπως ακριβώς, όταν ήταν σε καιρό ειρήνης. Και αυτό το κάνει με πλήρη συνείδηση -θα έλεγα πως ζει σε μια συνειδητή ατομική μνήμη- αφού γνωρίζει πολύ καλά, ότι μέλλον δεν υπάρχει. Τουλάχιστον όχι όπως το παρελθόν που θυμάται. Εγκλωβισμένος παραμένει σε ένα παρόν που τον πιέζει, με μόνη προοπτική αυτή της επιβίωσης. Ποιας επιβίωσης όμως; Σε ποιο παρόν;

Ο λόγος του Διονύση Μαρίνου, σε όλο το κείμενο, ανοίγει διαρκώς ρωγμές στον κόσμο που υφίσταται, σε αυτόν που υπήρχε, και αποκαλύπτει αυτό που υπάρχει, ιδωμένο υπαρξιακά, ρίχνοντας ουσιαστικά φως, σε όσα και όσους μετά την Τελευταία Πόλη, δε θα υπάρχουν.

Αντιγράφω από τη σελίδα 69:
«Οι άτιμοι! Δεν άφησαν τίποτα όρθιο» είπε ένας γέρος εκεί μπροστά του. «Τίποτα. Έκαψαν τα πάντα. Σκότωσαν. Λεηλάτησαν. Βίασαν.
«Τουλάχιστον ας άφηναν ήσυχα τα παιδιά. Τι τους έφταιξαν; Τι πρόλαβαν να δουν;» απάντησε η σιχαμερή γριά.
«Θέλετε να πείτε πως σκότωσαν όλα τα παιδιά;» ρώτησε έντρομη η Κάλι σφίγγοντας με τρόμο το μωρό της στην αγκαλιά της.
«Ναι τα σκότωσαν» της είπε η γριά. «Γιατί, αν υπήρχε μέλλον, αυτά θα ήταν οι φορείς του, αλλά δεν υπάρχει μέλλον. Ποτέ δε θα υπάρξει… και τα σκότωσαν».
Έπεσε σιωπή με κάτι ψίχουλα μουρμουρητού.
[…]
Ο γέρος βγήκε μπροστά. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
«Εσύ που έκανες τόσο δρόμο για να φτάσεις έως εδώ, τι είδες; Τι κατάλαβες;»
Ο Νίκολα έσκυψε το κεφάλι.
«Δεν ξέρω. Είδα μόνο φόνο και μίσος. Έχει πρόσωπο το μίσος; Έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να καταλάβεις από πού έρχεται και πού πάει; Απλώς υπάρχει και θυμίζει στον άνθρωπο από τι σκάρτο υλικό είναι φτιαγμένος».

Τελειώνοντας την ανάγνωση της Τελευταίας Πόλης, λυτρωμένη από το τέλος, θυμήθηκα μία φράση του Γ. Χειμωνά «Ο κόσμος τελείται ερήμην του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος φέρει τον κόσμο μέσα του».

Μαρία Τσιράκου