Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός, Η σκιά

Mεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης
Benito Perez Galdós

Ο Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός (Benito Perez Galdós) είναι από τους σπουδαιότερους Ισπανούς συγγραφείς, ο σπουδαιότερος μετά τον Θερβάντες. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1843 στα Κανάρια Νησιά και πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1920 στη Μαδρίτη. Σπούδασε καλές τέχνες και νομικά, και τα πρώτα χρόνια της ζωής του εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το γνωστότερο έργο του είναι το Fortunata y Jacinta (1886-1887), ένα μνημειώδες μυθιστόρημα εφάμιλλο σε αξία και έκταση του Πόλεμος και Ειρήνη. Άλλα σημαντικά έργα του είναι τα Doña Perfecta (1876), Marianela (1878), Miau (1888), Ángel Guerra (1891), και τα Episodios nacionales (Εθνικά επεισόδια), μια τοιχογραφία 46 τόμων της καθημερινής ζωής των Ισπανών του 19ου αιώνα.
Ο Γκαλδός υπήρξε μέλος της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας και βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το 1912 έχασε το φως του, αλλά συνέχισε να υπαγορεύει τα βιβλία του μέχρι το τέλος της ζωής του.Η σκιά (La sombra) είναι ένα από τα πρώιμα έργα του. Γραμμένο το 1870, πραγματεύεται την παράνοια και τις ψευδαισθήσεις ενός γιατρού που έχει απομονωθεί από τον κόσμο. Αποτελεί κομβικό έργο για τα ισπανικά γράμματα, γιατί είναι το πρώτο με έντονες φροϋδικές προεκτάσεις, ενώ συνδυάζει το μυστήριο του γοτθικού μυθιστορήματος και την πολυπλοκότητα του ψυχολογικού μυθιστορήματος.

Τάσος Ψάρρης


Κεφάλαιο I

Ο δόκτωρ Ανσέλμο


Καλύτερα να ξεκινήσω από την αρχή, πληροφορώντας δηλαδή τον αναγνώστη για το ποιος είναι αυτός ο δ. Ανσέλμο· εξιστορώντας τη ζωή του, τις συνήθειές του και μιλώντας για τον χαρακτήρα και το παρουσιαστικό του, χωρίς να παραλείψω τη γνώμη που είχαν για εκείνον όλοι όσοι τον γνώριζαν, ότι επρόκειτο δηλαδή για θεότρελο. Τούτη ήταν καθολική, ομόφωνη, βαθιά ριζωμένη, μια γνώμη που δεν μπορούσαν να την αντικρούσουν τα χαρακτηριστικά ιδιοφυίας εκείνου του απαράμιλλου άντρα, οι στιγμές λογικής σκέψης και ευγλωττίας του, η ευπροσήγορη ευγένεια με την οποία προθυμοποιούνταν να διηγηθεί τα πιο παράξενα γεγονότα της ζωής του, χρησιμοποιώντας με διακριτικότητα στις διηγήσεις του την εκπληκτική δημιουργική του φαντασία. Έλεγαν γι’ αυτόν ότι έκανε μεγάλες επιπολαιότητες, ότι η ζωή του ήταν μια σειρά από αναρίθμητες υπερβολές κι ότι καταγινόταν με κάτι αλλόκοτες και ακατανόητες ασχολίες που δεν τις επιχειρούσε κανένας άλλος, ότι, εν ολίγοις, ήταν μια ύπαρξη η οποία δεν έκανε ποτέ τίποτα με τον συνηθισμένο τρόπο, ούτε σύμφωνα με ό,τι κάνουμε όλοι στην καθημερινή μας ζωή.

Λίγοι τον συναναστρέφονταν· μετά βίας υπήρχε ένας μικρός αριθμός ατόμων που αποκαλούνταν φίλοι του· οι περισσότεροι τον περιφρονούσαν, κι όλοι όσοι δεν γνώριζαν κάτι για το παρελθόν του, ούτε μπορούσαν να διακρίνουν οτιδήποτε ιδιαίτερο και ξεχωριστό υπήρχε σ’ εκείνο το πνεύμα, τον κοίταζαν με καταφρόνια, ακόμα και με αποστροφή. Αν ήταν δίκαιο αυτό, δεν είναι εύκολο να ειπωθεί, όπως επίσης δεν είναι απλή υπόθεση το να γίνει μια ακριβής εκτίμηση για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αν θα πρέπει δηλαδή να τον κατατάξουμε ανάμεσα στους πιο σπουδαίους ή αν θα πρέπει να του υποδείξουμε έναν χώρο δίπλα στους μεγαλύτερους βλάκες που έχει γεννήσει η πλάση. Ο ίδιος, στην πορεία αυτής της αφήγησης, θα μας αποκαλύψει κάποια πράγματα που, αποτελώντας ισάριθμα στοιχεία, θα μας χρησιμεύσουν για να τον κρίνουμε όπως του αξίζει.

Διέμενε στον τέταρτο όροφο ενός μεγάλου στοιχειωμένου αρχοντικού απ’ όπου δεν έβγαινε ποτέ, εκτός κι αν υπήρχαν επείγοντα περιστατικά που τον καλούσαν εκτός σπιτιού. Αυτό βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, που σε κάποιον άλλον αιώνα, λιγότερο ταραγμένο, η λαϊκή φαντασία θα είχε τοποθετήσει στο εσωτερικό του όλα τα μέλη μιας νυχτερινής σύναξης μαγισσών.

Τη σημερινή εποχή, η μόνη μάγισσα που υπήρχε εκεί μέσα ήταν κάποια δόνια Μόνικα, οικονόμος, υπηρέτρια και διαχειρίστρια.

Το δωμάτιο του γιατρού έμοιαζε με εκείνα τα εργαστήρια που έχουμε συναντήσει σε περισσότερα από ένα μυθιστορήματα και που έχουν αποτελέσει πλειστάκις το φόντο σε ολλανδικά κάδρα. Φωτιζόταν από την ίδια μελαγχολική λάμπα με την οποία βλέπουμε σε θεατρικά έργα και ζωγραφικούς πίνακες να φωτίζεται το χλωμό πρόσωπο του δόκτορα Φάουστ, του δασκάλου Κλάες, των υαλοφυσητών του Μεσαίωνα, του καλού μαρκησίου της Βιγιένα και των κατασκευαστών δηλητηρίων και φαρμάκων στις ιταλικές δημοκρατίες. Αυτό έκανε τον ήρωά μας να θυμίζει κάτι σε νεκρομάντη ή σπαγκοραμμένο, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν, μολονότι στο σπίτι του, που ήταν εκατό τοις εκατό αυθεντικό, όπως θα δούμε παρακάτω, υπήρχαν κρεμασμένα από το ταβάνι εκείνα τα εξωτικά ζώα που κάνουν ένα όνειρο του Τενιέρ να μοιάζει με πραγματικότητα, φτεροκοπώντας σε διάταξη μπερδεμένης φάλαγγας σ’ όλο το μήκος και πλάτος της αψίδας.

Εδώ δεν υπήρχε γοτθική αψίδα, ούτε παράθυρο με περίτεχνα σκαλίσματα, ούτε σκούρο φόντο, ούτε τα μυστηριώδη εφέ φωτός με τα οποία το τεχνούργημα του πίνακα μας αποκαλύπτει τις κρυψώνες εκείνων των βαριεστημένων χημικών που, σκεπασμένοι με διάσημους ιστούς αράχνης, σκύβουν αδιάκοπα πάνω από έναν παλιό τόμο γεμάτο καλλικατζούρες. Το γραφείο του δόκτορα Ανσέλμο ήταν ένα συνηθισμένο δωμάτιο, από εκείνα στα οποία κατοικούμε όλοι, αποτελούμενο από τέσσερις ανισεπίπεδους τοίχους κι ένα διαλυμένο ταβάνι, που στην επιφάνειά του ο γύψος είχε πέσει από την αμέλεια του χρόνου κι από την αδιαφορία των κατοίκων, αφήνοντας πολλές και μεγάλες τρύπες. Δεν υπήρχε χαρτί, ούτε άλλη ταπετσαρία πέρα από εκείνη των αραχνών που άπλωναν από γωνιά σε γωνιά τα πολύπλοκα στημόνια τους.

Στον μεγάλο τοίχο υπήρχε ένας σκελετός που δεν είχε χάσει ακόμα την ευθυμία του τάφου, σε τόσο φοβερά γέλια ξεκαρδίζονταν τα φαφούτικα σαγόνια του, ενώ η ιδιομορφία της όψης του μεγάλωνε χάρη στο μικρό καζάνι που του είχε τοποθετήσει ο γιατρός πάνω στο κρανίο, το δίχως άλλο γιατί δεν είχε καλύτερο μέρος για να το βάλει. Δίπλα υπήρχε ένα ξύλινο ράφι με αναρίθμητα άχρηστα φτηνοπράγματα, ανάμεσα στα οποία δεν είχαν καμία απολύτως θέση κάποια σπασμένα ποτήρια ανυπολόγιστης αξίας και τεμάχια από τα πιο κακοφτιαγμένα πήλινα σκεύη. Ένα βαλσαμωμένο και μισοσαπισμένο πουλί προσέδιδε, με το ζωηρό χρώμα των τελευταίων του φτερών, λαμπρότητα σε αυτό το ανοσιούργημα, δίπλα στο οποίο ένα φίδι γεμάτο άχυρο απλωνόταν ζωγραφίζοντας στον τοίχο τις καμπύλες του σώματός του, πάνω στις φολίδες του οποίου στεκόταν ένας καχεκτικός ηλίανθος. Όχι μακριά από τον τελευταίο κρεμόταν μια πανοπλία τόσο βρώμικη, που θα νόμιζε κανείς πως είχε να καθαριστεί από την εποχή του Ρολάνδου (ο ιδιοκτήτης της, ενδεχομένως). Κάποια άλλα όπλα, άσπρα και στο χρώμα της φωτιάς, κρέμονταν εκεί κοντά, συνυπάρχοντας αρμονικά μ’ ένα μεγάλο τηγάνι, που το χερούλι του ακούμπαγε στα πόδια ενός Εσταυρωμένου, από εκείνους που, με το σώμα πελιδνό, τα μέλη συστραμμένα, το πρόσωπο αγωνιώδες, μαύρα τα χέρια, αιματοβαμμένα το σάβανο κι ο σταυρός, έχει δημιουργήσει η ισπανική τέχνη για να τρομάζει τους πιστούς και να αποσβολώνει τους νεωκόρους. Ο Χριστός ήταν κίτρινος, μελαψός, λείος, άκαμπτος σαν βαλσαμωμένο ζώο: το πρόσωπο, παραμορφωμένο από το βερμιγιόν, δεν είχε σχήμα και τα πόδια ήταν κρυμμένα ανάμεσα στις διπλώσεις ενός μεγάλου κόμπου που υπήρξε σίγουρα τόπος προσκυνήματος για όλες τις μύγες της γειτονιάς, αφού εκεί είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια από το πέρασμά τους. Στην άλλη πλευρά διακρίνονταν μερικά σαλιγκάρια, μια γκραβούρα άγνωστο ποιανού μάρτυρα, κοχύλια από μάργαρο, δυο πιστόλια κι ένα ροζάριο με θαλασσινές χάντρες μπλεγμένο σ’ ένα μαύρο από τη σκόνη κλαδί από κοράλλι. Δυο μεγάλα ιπποτικά σπιρούνια και μια σέλα κρέμονταν από έναν άλλο γάντζο δίπλα σε κάτι λιγδιασμένα ρούχα, ανάμεσα στις πτυχές των οποίων ξεχώριζε το μπράτσο μιας κιθάρας με θαυμάσια μαρκετερί από σεντέφι και ελεφαντόδοντο.

Ήταν βαθουλωμένη, και η μία και μοναδική χορδή της, σιωπηλός σήμερα μάρτυρας του αλλοτινού της μεγαλείου, μπορούσε να μεταδώσει στη σημερινή γενιά μια ηχώ από τις παρελθούσες αρμονίες. Κάτι στρατιωτικές μπότες κυλιόντουσαν στο πάτωμα δίπλα στην κιθάρα, ενώ στην απέναντι πλευρά κρέμονταν καζάκα και σακάκι του περασμένου αιώνα, αμφότερα γεμάτα τρύπες και λεκέδες. Ένα τρίκοχο καπέλο ήταν τοποθετημένο πάνω σ’ ένα λαγήνι που έπαιζε τον ρόλο του κεφαλιού, ενώ ένα στραπατσαρισμένο λυχνάρι, σε σχήμα μεγάλου τριγωνικού κηροπήγιου, λέρωνε με τα υπολείμματα του υπεραιωνόβιου λαδιού του ένα προσκυνητάρι με λεπτεπίλεπτα σκαλίσματα και τόσο διαλυμένο, που σχεδόν δεν είχε σχήμα. Στον γειτονικό τοίχο υπήρχε ένα ρολόι σταματημένο εδώ και πενήντα χρόνια: ο μηχανισμός του ήταν το στρατηγείο των αραχνών, και τα τεράστια μολυβένια βαρίδια, πεσμένα με πάταγο πριν από είκοσι πέντε χιλιάδες νύχτες, είχαν καταστρέψει ένα σκαμνί· μια κανάτα, ένας μικρός Ιησούς κείτονταν ακίνητα καταγής, με την μεγαλοπρέπεια δύο αερόλιθων.

Δεν απέφευγε ένα συναίσθημα έκπληξης όποιος έμπαινε σ’ εκείνο το δωμάτιο, όπου το λιγοστό φως της λάμπας επέφερε πολύ παράξενα αποτελέσματα· γιατί, πέρα από τις παλιατζούρες που περιγράψαμε, ο χώρος κατακλυζόταν από ένα σωρό μαραφέτια με πολύπλοκα και απίθανα σχήματα. Αποστακτήρες που έμοιαζαν με γυάλινα φίδια καθρέφτιζαν τις σπείρες τους πάνω σε πελώριους γυάλινους σωλήνες, που τις κοιλιές τους θέρμαινε ένας λύχνος σταθερής καύσης. Μούγκριζε ο δίσκος ενός ηλεκτρικού μοτέρ, και ολόκληρη η συσκευή μάς απειλούσε ασταμάτητα με τις ενοχλητικές της διαμαρτυρίες. Το υπόκωφο βουητό της φλόγας του τζακιού, το τσιτσίρισμα της χόβολης, παρόμοιο με τη μακρινή δόνηση μυστηριώδους μουσικού οργάνου, η μυρωδιά των οξέων, η διάχυση των αερίων, το ασθματικό φύσημα του φυσερού που λειτουργούσε αγχωδώς και κουρασμένα, όπως ένας άρρωστος πνεύμονας, όλα αυτά δημιουργούσαν στον θεατή μια ανησυχία και μια ζαλάδα που είναι αδύνατον να περιγραφούν.

Όταν ο γράφων είχε την τιμή να εισέλθει στο μελετητήριο, γραφείο ή εργαστήριο του δόκτορα Ανσέλμο, η έκπληξή του υπήρξε μεγάλη, και δεν μπορεί παρά να ομολογήσει ότι, μαζί με την έκπληξη, ένιωσε και κάποιο τρόμο, που δεν καταλάγιασε παρά μόνο στη σκέψη ότι εκείνος ο άνθρωπος ήταν ο πιο προσηνής και άκακος απ’ όλους όσους υπήρχαν. Πέραν τούτου, ποιος δεν γνώριζε ότι ο δ. Ανσέλμο δεν ήταν νεκρομάντης κι ότι δεν εξασκούσε κάποια από τις διαβολικές τέχνες της αρχαιότητας; Δεν υπήρχε σχεδόν κανείς που να έπαιρνε τις ασχολίες του στα σοβαρά, και στη γειτονιά τον είχαν περισσότερο για τρελό ή βλάκα, παρά για άνθρωπο επαρκώς νοήμων, με ψήγματα τουλάχιστον κοινής λογικής. Ο ίδιος παρ’ όλα αυτά βυθιζόταν σ’ εκείνη την αδιάκοπη εργασία από την οποία δεν βγήκε ποτέ κανένα αποτέλεσμα, και κρίνοντας από τη σοβαρότητα με την οποία φύσαγε τους λύχνους του και την τεταμένη προσοχή με την οποία έκανε τα πράσινα και κόκκινα υγρά να κυκλοφορούν μέσα στα κρύσταλλα των αποστακτήρων, το μυαλό του ταλανιζόταν από μεγάλα και σημαντικά προβλήματα.

Η αγάπη του για τη χημεία ήταν κάτι το καινούργιο μέσα του, μόλις πρόσφατα άρχισε να κάνει σκέψεις για απλές χημικές ενώσεις. Σχεδόν σ’ όλη του τη ζωή, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του το είχε αφιερώσει στην ανάγνωση κάθε είδους βιβλίου, εκτός από τις στιγμές που κάποιος αδιάκριτος διασκέδαζε μαζί του ακούγοντας τις γραφικές αφηγήσεις του, στις οποίες μπορούσες να θαυμάσεις τη λαμπρότητα και την απογείωση της μεγάλης του επινοητικότητας. Ο λόγος του περιστρεφόταν πάντοτε γύρω από περιστατικά της ζωής του, που ο ίδιος τα ξεφούρνιζε σε κάθε ευκαιρία. Δεν χρειαζόταν ποτέ να τον παρακαλέσουν, κι ό,τι διηγιόταν ήταν σε γενικές γραμμές τόσο πρωτότυπο, που όλοι θεωρούσαν τα πάντα καθαρό αποκύημα της φαντασίας του. Την ώρα που αναθυμόταν το παρελθόν του, παρατηρούσε όλα εκείνα τα φτηνοπράγματα που ήταν κρεμασμένα εκεί πέρα, και γελούσε εκπέμποντας μια γλυκιά θλίψη, λέγοντας:

«Έχω υπάρξει κι εγώ νέος, έχω υπάρξει αυλικός, καλλιτέχνης, ζωγράφος, μουσικός· έχω ταξιδέψει πολύ· έχω υπάρξει δανδής, μ’ έχουν κυνηγήσει, έχω αντιμετωπίσει προκλήσεις, γνωρίζω τον κόσμο, έχω αγαπήσει τη ζωή και την έχω υποτιμήσει, έχω αγαπήσει και σιχαθεί με μεγάλη σφοδρότητα».

Μια φορά, αφού είχε μιλήσει με αυτόν τον τρόπο, ακούμπησε το κίτρινο, κοκαλιάρικο και άκαμπτο δάχτυλό του στη μοναδική χορδή της κιθάρας, η οποία δονήθηκε μ’ ένα πνιχτό κλαψούρισμα, διώχνοντας με την ταλάντευσή της όλη τη σκόνη που είχαν συσσωρεύσει πάνω της είκοσι χρόνια ησυχίας. Και σώπασε, απομένοντας για πολλή ώρα σκεφτικός και κοιτώντας με προσήλωση την κίνηση του κόκκινου υγρού κατά μήκος του γυάλινου εντέρου που μετέφερε από το ένα δοχείο στο άλλο μια λεπτή ουσία.

Εκείνες τις στιγμές της σιωπής, που διακόπτονταν μόνο από την απαλή δόνηση της χορδής, το βουητό της φλόγας κι εκείνον τον ακατανόητο και επιβλητικό ήχο που χαρακτηρίζει κάθε μυστηριώδες μέρος, ήταν που τα ιδιόμορφα αντικείμενα της οικίας τού σοφού προκαλούσαν μέσα μου τον μεγαλύτερο τρόμο. Μου φαινόταν ότι όλα εκείνα είχαν ζωή και κίνηση: ότι η καζάκα σάλευε, λες και οι ουρές της σκέπαζαν κάποιο σώμα, κι ότι τα μανίκια είχαν μέσα τους χέρια. Νόμιζα ακόμη πως έβλεπα το τρίκοχο καπέλο να κουνιέται πέρα δώθε, λες και το λαγήνι που το συγκρατούσε είχε μυαλό γεμάτο ευφυΐα και όρεξη· νόμιζα πως έβλεπα τις μπότες να σπιρουνίζουν το προσκυνητάρι και τα κογχύλια να κρούουν το ’να τ’ άλλο, σαν καστανιέτες δεμένες στα δάχτυλα ενός ανδαλουσιάνικου χεριού. Ο σκελετός μού φαινόταν ότι χασμουριόταν κι ότι το μικρό καζάνι τού έπεφτε στα μάτια, γέρνοντας προς τη μια μεριά και δίνοντάς του αστεία όψη· νόμιζα ότι τον έβλεπα να προτάσσει το αριστερό του πόδι, όπως κάποιος που πιάνει τον χορό, και να στέκεται προσοχή, με τα δυο του χέρια κολλημένα στη μέση που χώραγε μέσα σε δύο δάχτυλα.

Είχα επίσης την εντύπωση ότι το ρολόι λειτουργούσε με τον ζήλο και την ταχύτητα μιας μηχανής που επιθυμεί να διανύσει σε διάστημα λεπτών τα χρόνια που έχει περάσει εκεί δείκτη τον δείκτη, δηλαδή ροδέλα τη ροδέλα· ένιωθα το τικ τακ των γραναζιών και νόμιζα πως έβλεπα την ταλάντευση του εκκρεμούς που μοίραζε μπουνιές αριστερά και δεξιά σ’ όλα τα βαλσαμωμένα πουλιά που έβαζαν τα δυνατά τους για να πετάξουν, κουνώντας με κόπο τα λιγοστά πούπουλα των σάπιων τους φτερών· και τέλος, εν μέσω αυτής της χλαπαταγής, μου φάνηκε πως ο Χριστός τέντωνε τα χέρια και τον λαιμό του, ανακλαδιζόμενος με ύφος υπέρτατης ενόχλησης.