Top menu

10 ποιητές δημοσιεύουν στο Vakxikon.gr

Η Θαλαμηγός

Tο αφιερώνω είς μνήμη του Αγγέλου Ιωάννη του Σπυρίδωνος

Θυμάμαι ένα πρωινό
Που είχαμε για κουβέντα
Ένα μεγάλο δειλινό
Να πάμε σ'άλλους τόπους

Έτσι και γεφυρώσαμε
Τη μέρα με τη νύχτα
Το κλάμα ενός μικρού παιδιού
Με νύχια και με δίχτυα.
Μας έφερε τα ιδανικά
Να πάμε να το βρούμε
Στα Τάρταρα και στους γκρεμούς
Στον Άδη να βρεθούμε.

Κόρες, στοιχειά και ένα βάλσαμο
Για να το φέρουμε πίσω
Να ξεπαγώσει η καρδιά
Το δάκρυ να στερέψει
Και όλη μας πια η ζωή
Να μας γεμίσει τέρψη.

Ο Παύλος Αγγέλου ζει στην Αθήνα.

Νεκρός κείται στην πλατεία
(6/4/12 εις μνήμη Δημήτρη Χριστούλα)

Νεκρός κείται στην πλατεία

Τιμή και Δόξα
Ορκιστείτε ‘σεις οι Ζωντανοί.
Αίμα Νεκρού
πότισε αυτό το χώμα,
φυτέψτε σπόρο Τώρα
να φυτρώσει το Δέντρο της Ζωής,
το Αίμα του Νεκρού
στα φύλλα να κυλίσει,
οι Καρποί του να χορτάσουν
τους πεινασμένους αυτής της Γής.

Νεκρός κείται στην πλατεία

-Φοβισμένες άγνοιες
συνεδριάζουν στα μέγαρα και στα γραφεία
την Ψυχή αναρωτιούνται πώς θα ξεστοιχιώσουν,
μα πώς να ξεστοιχιώσει μια Ψυχή;

«Γενηθήτω το θέλημα της,
μόνον έτσι».

Νεκρός κείται στην πλατεία

«Τιμή και Δόξα.
Αυτό ταιριάζει στην ηρωική την πράξη
στα γόνατα να πέσω.
Προσκυνώ».

Νεκρός κείται στην πλατεία

«Σήκω πάνω Γιε μου
και ‘συ Κόρη,
να σας κοιτώ στα μάτια
αυτό είναι το σωστό.
Άνθρωπος που σκύβει το κεφάλι
καλύτερα να του το κόψουν».

Νεκρός κείται στην πλατεία

«Κοιμήσου τώρα Πατέρα
θα ‘ρθει καιρός που θα ξυπνήσεις.
Ο θεός «λένε», ξυπνάει
με την Ανάσταση,
ο Άνθρωπος όμως,
ξυπνάει με την
Επ-ανάσταση».
Αμήν.

O Xρήστος Ελευθεριάδης ζει στην Κέρκυρα.

Νικημένη Μοναξιά

Φθινοπωρινά φύλλα σκέπασαν τις σκέψεις.
Απελευθερωμένες ιδέες χορεύουν μανιασμένες.
Κόκκινα σπουργίτια ξεπροβάλλουν από παντού.
Ένα βρεγμένο παγκάκι στη μέση του πουθενά,
φιλοξενεί μια οικογένεια αδέσποτων σκύλων.

Κι εσύ να στέκεσαι δίπλα στην παγωμένη λίμνη.
Τα μαύρα σου μαλλιά ανεμίζουν στην ομορφιά
των πρωινών αισθήσεων.
Ενώ το πρόσωπό σου καθρεφτίζεται
στην επιφάνεια του θλιμμένου νερού.
Τα χέρια σου σαστισμένα κάτω απ’ την κίτρινη ζακέτα,
εκλιπαρούν διαφυγή απ’ το προδομένο κορμί.

Δεν είσαι μόνος.
Ένας λευκός κρίνος,
τσαλαπατημένος απ’ τα βήματά σου,
στέκει και σε κοιτά μελαγχολικά.
Αναρωτιέται γιατί στέρησες την ομορφιά του.

Εκείνη τη στιγμή ένα δάκρυ σου κύλησε αργά.

Ο κρίνος άνθισε.
Τα φθινοπωρινά φύλλα έκρυψαν τον πόνο της λίμνης.
Οι απελευθερωμένες ιδέες αφομοιώθηκαν μέσα σου.
Τα κόκκινα σπουργίτια ελευθέρωσαν
τις σφιγμένες γροθιές σου.
Οι αδέσποτοι σκύλοι κούρνιασαν στην αγκαλιά σου.
Η τρυφερότητα επέστρεψε
κι η μοναξιά έχασε τη μάχη.

Η Θεοδοσία Ζαμπάκα ζει στη Θεσσαλονίκη.

Αβάνα

Οι τελευταίες προβολές του προσώπου σου
Το ακουμπισμένο βλέμμα,
Εκείνη η  τρομερή εικόνα,
Η τρομερή εκείνη,
Βαρύτητα των σχημάτων,
Τα ακίνητα μάτια,
Τα γερασμένα,
Η εκκωφαντική,
των αγαλμάτων σιωπή.
Ετούτα θυμάσαι μόνο
Από την εποχή των σφαγείων.
Έπειτα πήρες να μετράς τα οδοφράγματα
Που καίγονταν στο βάθος των καιρών.
Ήσυχος, σαν βράδυ
περιεργάστηκες
Το υψόμετρο των κτιρίων,
Την περιστρεφόμενη πινακίδα
Της εταιρείας βουλκανισμού,
τους παλιούς, καλούς φίλους
Από τις λησμονημένες Κυριακές,
Που έγνεφαν χαρούμενοι
Από τα αντίθετα ρεύματα.
Εσύ όμως,
Δεν θυμάσαι τίποτα,
Παρά μόνο κάτι εικόνες
Διακεκομμένες,
Από την εποχή των σφαγείων.
Εσύ δεν θυμάσαι πως τότε,
Που συνέβησαν όλα ετούτα,
Ήταν η εορτή του μάρτυρος Καλλιστράτου
Κατά την τεσσαρακοστή εβδομάδα του έτους,
Και στον εμπορικό βραχίονα του λιμένα
Μετεωριζόταν περήφανο,
το φορτηγό πλοίο
«Αβάνα»,
Με την υπέροχη, ακίνητη σημαία,
Ως ένδειξη των συμφερόντων
Και των καταβολών.

O Aπόστολος Θηβαίος ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Νόμισμα στην Όχθη (Μπαρτζουλιάνος, 2008), Πολύχρωμο Θάρρος (Mιχάλης Σιδέρης, 2009), Mendizabal (Μιχάλης Σιδέρης, 2010), Οδός Πόλεως, Αριθμός 28 (Πάτσης, 2010), 17 (Εκάτη, 2011), Τα Όνειρα της Μάριελ (24grammata.com, 2012). Είναι τακτικός συνεργάτης του Vakxikon.gr.


Επέκεινα

Έρωτας. Χωρίς. Ουσία. Συνουσία. Ένα.
Άγγιγμα. Κορμί. Ψυχή; Διαφυγή.
Γυμνός. Ιδρώτας. Χαρτί και πένα. Εσύ κι εμένα.
Καλλίπυγες νότες. Αλλότριες ρότες.
Φίλοι. Ευωχία. Αυθωρεί ευδαιμονία.
Μοναξιά. Αδόκητη. Σκέψη. Αφόρητη.
Νύχτα. Φεγγάρι. Αστέρι. Μακάρι.
Μάτια. Κλειστά. Όνειρα. Αχνά.
Ημέρα. Καινή. Πραγματικότητα. Κοινή.
Χέρια. Ανοιχτά. Μαζί. Αγκαλιά.

Ο Γιώργος Κακαές ζει στην Αθήνα.

Τώρα ξύπνησα

1
Έτσι ονειρεύομαι τα χελιδόνια
μ’ ασπρόμαυρες κινήσεις
κάτω από γαλάζιους ουρανούς
μηνύματα όλο σιωπή
αποκαΐδια τρέλας.

Δεν επιμένω
όλα είναι επιταγές -
μένα μου μένουν μπερδεμένα λόγια -
όλα
απλήρωτες αναφλέξεις.

Μια φορά οι κάβοι μ’ ονειρεύτηκαν
και πήρα νυχτιάτικο τους δρόμους.
Ήμουν χωρίς σημασία.

Θα ‘λεγα πως ήμουν δίχως χέρια -
θα ‘λεγα,
αν έβρισκα τη γλώσσα.

Η απώλεια της ρίζας –
τώρα μείναμε αυτοί κι εμείς –
η λήθη του αίματος –
τώρα ο θεός έβαλε ταμπέλα «Ενοικιάζεται»,
τώρα είναι λόγος πιο πολύς για θάνατο –
τα Σάββατά μας,
τι έγιναν τα Σάββατά μας;

Πόσο θα ‘θελα να ‘σουν εδώ
και να γυρίζαμε τη μεθυσμένη πόλη
ένα δυο βήματα κοντύτερα
στου απελπισμένου έρωτα την ειλικρίνεια.

Όλα είναι μολυβιές σε κίτρινο χαρτί
ή σχέδια για το παρελθόν.

Πάει πέρασες.

Παίρνει πολύ να μάθεις το σκυμμένο σβέρκο
ή να πεις πως τέλειωσε η εποχή
όπου μιλούσες στο άγνωστο στον ενικό.

Πότε θα συναντήσω το φιτίλι μου
το αληθινό φιτίλι,
δεν το ξέρω.

Άμα προλάβω πρόλαβα
Ως τότε
περιμένω.

2
Τώρα που ξύπνησα είναι αργά·
ναυάγιο τα μάτια στον καθρέφτη
τελειώνοντας
το μονοπάτι του ύπνου.

Δέσμιο έαρ και
πρωταρχική μου γη
πρώτε μου αέρα
νερό, γεννήτορά μου
φωτιά
μέσα μου αεισάλευτη,
η καλοσύνη δεν αργεί
κι ας θέλει θάνατο
κι ας θέλει αλλιώτικη διαθήκη.

Τώρα τα τέρατα ξαπλώνουνε μαζί μου
να γεννηθεί το ύστατο
να γεννηθεί ο μύθος της καιόμενης ασφάλτου
και ν’ ανταλλάξουμε εμβατήρια για πέρασμα.

Η ποίηση να κατέβει
στους πρόποδες του ανθρώπου -
λευκό φιλί ανακωχής
λευκό τραγούδι λερωμένο
και ο μεγάλος Νέγρος
να τραγουδάει ρεμπέτικο.

Τώρα ξύπνησα
μέσα στ’ αγκάθια.
Πάρθηκεν από μάγους
κι εγώ θεσπίζοντας αστέρια.

Έτσι, λοιπόν,
η πόλη στο βυθό
η μνήμη αλώθηκε
ο κόσμος έφυγε

ο κόσμος περπατάει.

*

Κρίση Πανικού

1
Τα πρωινά είναι δηλητήριο
και μεθυσμένοι ήλιοι.
Πόσο έφταιξα,
πόσο μου διέφυγα.

Πόσο οι τιμωροί
δεν άφηναν ούτε σχισμή ουρανού για μένα.

Καθώς τα γόνατα συσπώνται,
κι οι τένοντες εγείρονται,
η έκρηξή μου αφορά τη νύχτα
τους μοναχικούς δρόμους
κι άγνωστους παλμούς.
Δεν είμαι
παρά μια ακόμη
εκκένωση γλώσσας.

Ζητώ απεγνωσμένα τη βαρύτητα
την ώρα που οι παλιοί θεοί εγκαταλείπουν
κι οι συνωμότες καλούν σε δράση.

Ζητώ το άναρθρο
τον λάθος ήχο
την κραυγή
και πού να βάλω
της αγωνίας την τελεία.

Απ’ τα οράματα δεν έφαγε κανείς ψωμί
κι όταν λυσσάς
η μόνη ποίηση
είναι το μεροκάματο.

Άμα τα βάλεις με τον άνεμο θα σπάσεις
αν αφεθείς
όπου σε βγάλει.

Στη μέση η νέκρα των πουλιών
στην άκρη τα τσιμέντα
πιο κάτω ένας περαστικός –
- στο βάθος άγνωστες
νυχτερινές λεωφόροι.

2
Εν τέλει οι Κύκλωπες
δεν ήταν παρά είδωλα
και σκιές βουνών.
Στο κάτω κάτω
δεν γνώριζαν ούτε τη θάλασσα –
κρατούσα όστρακα για πληρωμή.

Πες πως με τον ήχο τους
δωροδόκησα τη γη.

Τότε θυμήθηκα
όταν αρνήθηκα
να μου συμβεί
κάτι λιγότερο από θαύμα.

Πες πως η έκρηξη του άστρου μου
σε κάποιο ουρανό
δε θα γεννήσει μοιρολόι.
Πες όμως
πως και τα θραύσματα
δε θα ζητήσουνε ποτέ
τα ρέστα απ’ τις τροχιές τους.

Έτσι
κατρακυλώ
όπως οι ρίζες των δέντρων στο νερό
όπως ένα μανίκι ως τον καρπό
όπως η αρρώστια  κάποτε στο στήθος μου.

Συγυρίζω.
Θυμάμαι αθέλητα
πιάνοντας τις κλωστές στην πλάτη μου
τα ψέματα στον ύπνο τους
την αθωότητα απ’ το λαιμό –
αυτήν την έπνιξα για τα καλά.

Γεμίσαμε λουλούδια σάπια εδώ κάτω
άνθρωποι και οθόνες
όλο δρόμοι
όλο σκουπίδια
όλο παράταση –
εισαγωγές-εξαγωγές και πεζοδρόμια
φανάρια κι εισιτήρια
γεμίσαμε σφραγίδες
και λυπημένες ανθοδέσμες.

Με τη στίξη ξεμπερδεύεις
με τη γλώσσα ποτέ.
Τώρα μιλάω με τη γραμματική του ύπνου,
ν’ ακούσω τη συντέλεια καθαρά
να πλυθώ στον καιρό.

Στο μαιευτήριο των χιλιάδων θανάτων
ίσως γίνω κατά λάθος πατέρας.

Ο Σταμάτης Καλογερόπουλος ζει στην Αθήνα.

Καπνίζοντας

Πολιορκούσα την άκρη του τσιγάρου μου.
Αργές, βαθιές ανάσες καπνού
που υπνωτίζουν τα ζωντανά μου κύτταρα
για να τα ξεσηκώσουν.

Φτιάχνω μορφές αιθάλης.
Ρουφάω βαθιές ανάσες,
γιατί θέλω τα μάτια
μαύρα και μεγάλα.
Ρουφάω ασθενικές ανάσες,
γιατί θέλω το σώμα
λευκό, απείραχτο.

Αχνές μορφές καπνίζω.
Θολές. Καπνό γεμάτες.
Η παραίσθηση του τσιγάρου
μοναχά μου επιτρέπει
να έχει σκιά αυτό που ονειρεύομαι.
Κι  ας ξέρω ότι θα μένει για πάντα
μορφή στην άκρη του τσιγάρου μου.

Η Γεωργία Κορδατζάκη ζει στο Ρέθυμνο της Κρήτης.

Σκιές

Γιατί κρύβεσαι;
Ποιος δαίμονας είσαι;
Πού είσαι;
Βλέπω την σκιά σου, να γλιστράει ντροπαλά
Κάτω από το κρεβάτι με τα ανακατωμένα σεντόνια
Σαλεύει η σιλουέτα σου πίσω από τις κλειστές κουρτίνες
Ο θόρυβος του δρόμου σκεπάζει την ανάσα σου
Τι θέλεις από μένα γιατί με ακουμπάς;
Φτιάχνεις γλυκό καφέ φίλτρου, κερνάς τσιγάρο
Ε, και έπειτα;
Μια σκιά που μιλάει, νιώθει, νευριάζει, χάνεται
Είσαι αόρατος άρα δεν υπάρχεις
Μια ζέστη, μια μυρωδιά μόνο που αναδύεται από το κορμί σου
Στρέφει την ματιά μου πάνω σου
Το βλέμμα μαλακώνει, τα χείλη σαλεύουν
Τα λόγια ταξιδεύουν σε ένα άγνωστο σύμπαν
Οι σκιές μεγαλώνουν, σκεπάζουν
Τα έπιπλα, το κρεβάτι, το τραπέζι
Στο σκοτάδι είσαι σκοτάδι
Αλλά μέχρι το πρωί που θα ανατείλει
Ο  ήλιος θα έχεις διαλυθεί
Κι εγώ θα σε ζητώ στις σκιές
Και θα νιώθω ζεστή και ζωντανή.

Η Μαρίνα Μαλάνου ζει στον Πειραιά.

Το Ημερολόγιο ενός Ψεύτη

Ημέρα 28η


η ανάμνηση

Χωρίς καμιά αμφιβολία θα απορείς. Με όλη μου τη βαθιά, ταπεινή ειλικρίνεια, λέω να καταφρονήσω τον εαυτό μου που δεν είναι αρκετά ποιητής, να γίνω φτωχή, ζητιάνα, φυλακισμένη σε ήχους. Εγκλωβισμένη σε οθόνες και οράματα. Και θα αγκαλιάσω τη μοίρα μου και θα την κουβαλώ για πάντα στην ψυχή μου.  


η ψυχή

Μπορεί κουτό, μπορεί ανώριμο. Αλλά εγώ σ'αυτό βρίσκω το έμβρυο μιας προσωπικότητας. Αν καταφέρω ποτέ να συνταράξω βίαια την ύπαρξη μου και στρέψω τη ματιά μου στο ερώτημά σου. Και βγάλω την ειρωνεία από το χείλι μου. Αυτό είναι όλο, με δυο λόγια: να Ζω την τέχνη. Να αφήνω κάθε σπόρο συναισθήματος να φυτρώσει στα γραφτά μου. Κι ο χρόνος ανύπαρκτος να είναι. Στην ανείπωτη μοναξιά του με έκλεισε ο χρόνος.


ο χρόνος

Βυθίστηκα στον εαυτό μου και έψαξα τις ρίζες στις πιο ανήλιαγες γωνιές του μυαλού, στο εξομολογήθηκα. Δεν έγραψα ερωτικά τραγούδια ή πιασάρικα μυθιστορήματα, μον' αυτό το ανώριμο απόσπασμα. Με μια αυθόρμητη υποψία για τις σκληρές δοκιμασίες του ποιητή. Επιτηδευμένες ανησυχίες θα πεις εσύ και θα προσηλυτιστείς στον κόσμο των ανέραστων. Στο αγωνιώδες πεπρωμένο σου.


το πεπρωμένο

Μέσα μόνο σε μια σκέψη κρύβονται χιλιάδες οργασμοί δημιουργίας. Γι'αυτό επανέρχομαι στο χρόνο και κρίνω πως επιδίωξη είναι μόνο η βαθιά εσωτερικευμένη μοναξιά. Ο νους απαλλαγμένος από κάθε είδους βία και περιφρόνηση κατέχει τη γνώση. Να εκφράζει τον έρωτα και την υπόσταση. Κολυμπά στα βαθιά, σωσίβιο δεν υπάρχει. Πόσοι και πόσοι στάθηκαν ανίκανοι να σωθούν.. Πιάστηκαν από τα ψεύτικα παιχνίδια που επινόησε ο άνθρωπος, όχι για να αγαπήσει τους τρόμους του, αλλά για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτατη σοβαρότητα της ζωής.


τα ατροφικά 'αλλά'

Δεν υπάρχει τίποτα εδώ μέσα που θα μπορούσα να το καταλάβω.

Τρομαγμένη η ψυχή  β ο υ β α ί ν ε τ α ι.

Η Σοφία Μερμίγγη ζει στη Θεσσαλονίκη.

Η μόνη μου ευχή

Η μόνη μου ευχή
και προσδοκία
είναι να εκφράσω τον κόσμο
σε μια πρόταση

Υποκείμενο – Ρήμα – Αντικείμενο

έτσι απλά
χωρίς πολλά επίθετα και άλλες φιοριτούρες
ο Λόγος μου θα διεμβολίζει τα σύμβολα
θα γκρεμίσει για πάντα
είδωλα και Ιδέες
θα αφαιρέσει την αμφιβολία
ο κόσμος τότε θα σταθεί
λαμπρός σαν ηλιόλουστη βροχή
σε κάποια χώρα του Νότου

η ειλικρίνεια θα είναι η μόνη μας μουσική
ο Έρωτας, σαν κοσμική φωτιά, η μόνη ποίηση

Ο Κωνσταντίνος Σαμπάνης ζει στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας.