Top menu

Η Βάλλυ Κωνσταντοπούλου μιλάει στην Ανίσσα Χασίμ

 
Συνέντευξη
στην Ανίσσα Χασίμ
 
Την Βάλλυ Κωνσταντοπούλου την γνώρισα πριν ένα χρόνο ακριβώς, ούσα μαθήτρια στη σχολή που διδάσκει ιστορία τέχνης. Το πρώτο πράγμα που κατάφερα να διακρίνω σ’ εκείνη, χωρίς να χρειάζεται να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια, ήταν η διορατικότητα, η γενναιοδωρία και η υπομονή που φέρει ως χαρακτηριστικό της η προσωπικότητά της. Μερικούς μήνες μετά, ανατρέχοντας σε βιβλίο σχετικά με το σινεμά, το οποίο είχα αγοράσει πριν από αρκετά χρόνια, συνειδητοποίησα ότι η συγγραφέας είναι η καθηγήτρια μου.Όταν της ζήτησα να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη μέσα από την οποία θα μοιραζόταν μαζί μου τις απόψεις της για το σινεμά και όχι μόνο, χαμογέλασε με κάποια αμηχανία –είμαι βέβαιη ότι η προσωπική της προβολή δεν είναι στη λίστα των επιδιώξεων της, για να μου απαντήσει θετικά κάποιες μέρες μετά.

Είστε η συγγραφέας του βιβλίου Εισαγωγή στην Αισθητική του Κινηματογράφου, που κυκλοφόρησε το 2003 από τις Εκδόσεις Αιγόκερως. Θέλετε να μου πείτε ποιο ήταν το έναυσμα ώστε ν’ αποφασίσετε να μπείτε στη διαδικασία να γράψετε ένα βιβλίο σχετικά με το σινεμά;

Έκανα μάθημα, αισθητική του κινηματογράφου στη σχολή που διδάσκω, και έψαχνα υλικό για τους μαθητές μου. Συγκέντρωσα, λοιπόν, βιβλία για συγκεκριμένες περιόδους και συγκεκριμένα αισθητικά ρεύματα τόσο για την φιλοσοφία όσο και για τον κινηματογράφο, και τότε σκέφτηκα για πρώτη φορά να κάνω μια σύνδεση των σημειώσεων που κρατούσα, και να γράψω η ίδια το βιβλίο που δεν έβρισκα ολοκληρωμένο στην αγορά.

Το βιογραφικό σημείωμα που εμπεριέχεται στο βιβλίο αναφέρει ότι οι αρχικές σας σπουδές είχαν σαν αντικείμενο τις πολιτικές επιστήμες. Η ενασχόληση σας με την έβδομη τέχνη πώς προέκυψε;

Τη μαγεία του σινεμά την ανακάλυψα πιτσιρίκα ακόμα, αρχικά μέσα από τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Αργότερα, μαθήτρια γυμνασίου – λυκείου, θυμάμαι ότι πηγαίναμε ολόκληρες παρέες και παρακολουθούσαμε τα διάφορα αφιερώματα που διοργανώνονταν στο Στούντιο και στην Αλκυονίδα. Εκείνη την εποχή δεν έχανα προβολή. Πρακτικά, όμως, ξεκίνησα να ασχολούμαι στα 27 μου, όταν για χάρη του σινεμά και της ψυχικής μου ισορροπίας, εγκατέλειψα μια μόνιμη θέση δημοσίου υπαλλήλου και γράφτηκα σε σχολή σκηνοθεσίας. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν πρέπει να ζούμε απλώς για να επιβιώνουμε.

Είναι το σινεμά ένας εναλλακτικός τρόπος διαφυγής από την καθημερινότητα, μια προσωπική απόδραση μέσα από τις εναλλασσόμενες εικόνες;

Το σινεμά έχει κάτι το μαγικό και το μεταφυσικό. Αυτή τη μεταφυσική που κρύβεται πίσω από την τέχνη του κινηματογράφου μπόρεσα να την εξηγήσω όταν διάβασα το βιβλίο του ψυχιάτρου Μάικλ Νιούτον “Journey of Souls”. Εκεί, λοιπόν, έχουν μεταφερθεί οι αφηγήσεις διαφόρων πελατών του Νιούτον οι οποίοι αφού προηγουμένως έχουν τεθεί σε κατάσταση ύπνωσης, ταξιδεύουν σε προηγούμενες ζωές τους. Το πραγματικά αξιοσημείωτο της ιστορίας είναι ότι όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, αφηγούνται την ίδια πορεία. Μια από τις στάσεις αυτής της πορείας, είναι ένας χώρος –αν μπορούμε να τον αποκαλέσουμε έτσι, που παρεμβάλλεται μεταξύ των ενσαρκώσεων, μια “αίθουσα” στην οποία μεταβαίνουν οι ψυχές προκειμένου να δουν αποσπάσματα από την επόμενη ζωή τους, έτσι ώστε τελικά να μπορέσουν να επιλέξουν τόπο και ανθρώπους για την ενσάρκωσή τους. Οι πελάτες του Νιούτον περιγράφουν αυτή την αίθουσα σαν ένα χώρο μη χώρο, περιτριγυρισμένο από μεγάλες κρυσταλλικές οθόνες στις οποίες προβάλλονται “επεισόδια”, σαν μικρά σενάρια από τις ζωές που τους περιμένουν στη Γη. Ίσως να ακούγεται φαντασίωση αυτό αλλά για μένα είναι η ιδέα και η απαρχή του σινεμά που ξεκινάει καθαρά από τον πνευματικό κόσμο. Είναι μια προετοιμασία της ψυχής να έρθει αντιμέτωπη με τις συνέπειες των επιλογών της, προκειμένου να ολοκληρώσει τα προσωπικά της μαθήματα και να καταλάβει κάποια πράγματα για τον εαυτό της. Το σινεμά μιλάει στο υποσυνείδητό μας και στην ψυχή μας. Είναι και απόδραση και σκέψη. Και παθητικότητα και ενεργητική θέαση. Πάντα νιώθω μαγικά τη στιγμή που σβήνουν τα φώτα, δευτερόλεπτα πριν αρχίσει η προβολή. Όταν διάβασα το βιβλίο του Νιούτον κατάλαβα γιατί.

Τελευταία ακούμε όλο και πιο συχνά ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε τον κόσμο. Παλιότερα οι άνθρωποι πίστευαν ότι η υλοποίηση αυτού του οράματος μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω της τέχνης. Αισθάνεστε ότι αυτή η δύναμη εξακολουθεί να καλλιεργείται και στις μέρες μας;

Η δύναμη αυτή έχει διατηρηθεί, εξελιχθεί και μεταβληθεί σε κάτι άλλο. Μπορεί να την αντιληφθεί κανείς εύκολα έτσι κι ανατρέξει στην πρόσφατη ιστορία. Εκεί βλέπεις ότι ειδικότερα ο κινηματογράφος, έχει χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους, από τον Χίτλερ μέχρι τους Αμερικανούς, έχει χτίσει και έχει γκρεμίσει πολιτισμούς. Έχει παραποιήσει και αλλάξει την ιστορία ή την έχει αποκαταστήσει. Ό,τι κυριαρχεί μέσα στους ανθρώπους, αυτό και προβάλλεται στις ταινίες. Αν κυριαρχεί η επιθυμία για εξουσία, αυτό θα αναπαραχθεί από το σινεμά. Αν κυριαρχεί η διάθεση ανατομίας της ανθρώπινης συνθήκης και ψυχής ώστε να φτάσουμε σε μια αλήθεια, τότε αυτό θα γίνει ταινίες. Ο κινηματογράφος έχει αρχίσει να αποτελεί, και στο μέλλον θα γίνει εντονότερα αντιληπτό και αποδεκτό, τη βάση για την μόρφωση των ανθρώπων. Πολύ καλές ταινίες μπορούν να γίνουν η βάση για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ταινίες που ήταν και εμπορικές και καλοφτιαγμένες, τόσο όσον αφορά την παραγωγή και την σκηνοθεσία τους, και με ένα πολύ ξεκάθαρο μήνυμα που φέρουν μαζί τους. Το σινεμά θα εξακολουθεί να μορφώνει, να διασκεδάζει, αλλά και να παραποιεί την αλήθεια και εκεί χρειάζεται η ικανότητα της διάκρισης. Αν λάβουμε υπόψη μας ολόκληρο το καλό, αισθητικά και νοηματικά, το σινεμά σίγουρα μπορεί να φέρει έναν αέρα ανανέωσης. Ταινία με την ταινία, οι εντυπώσεις της κινούμενης εικόνας μένουν αλλιώς στη συνείδησή μας. Το να κάνεις όμως σινεμά και να νομίζεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο, είναι κι αυτό μια ψευδαίσθηση.

Το τι παράγει ένας καλλιτέχνης επηρεάζεται από γεωγραφικές συντεταγμένες;

Σαφώς και επηρεάζεται, αλλά κυρίως έχει να κάνει με την παιδεία και την καλλιτεχνική στόφα του κάθε δημιουργού, πέρα από τα σύνορα. Υπάρχει τοπικό ιδίωμα και τοπική κουλτούρα, αλλά τώρα πια βρισκόμαστε στην εποχή της σύνδεσης κάθε γωνιάς του πλανήτη και αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε ότι σε όλα τα μήκη και πλάτη υπάρχουν άνθρωποι με ψυχή που φέρει κοινά χαρακτηριστικά.  Σ’ αυτή την παγκόσμια ψυχή είμαστε, ούτως ή άλλως, όλοι μας συνδεδεμένοι και θα το νιώσουμε πιστεύω στο μέλλον. Η μουσική ήδη το αποδεικνύει αυτό.  Στην Ελλάδα οι καλλιτέχνες του κινηματογράφου έχουν επηρεαστεί από τη χώρα και την ιστορία της, όπως για παράδειγμα ο Αγγελόπουλος. Μακάρι να επηρεαζόμασταν περισσότερο με την έννοια να παράγαμε την πνευματική μας κουλτούρα κινηματογραφικά, δηλαδή να γυρίζαμε σε πολύ καλές και “ψαγμένες” παραγωγές τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και κωμωδίες, όπως έχουν κάνει και εξακολουθούν οι Άγγλοι με τον Σαίξπηρ. Οι Κακογιάννης με έντεχνο τρόπο το προσπάθησε, αλλά δεν αρκεί. Όλη η βαθειά πνευματική γνώση κάποτε συγκεντρώθηκε στην Ελλάδα, αλλά είναι τέτοια γνώση που αφορά όλους τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές και τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Αν κάποια στιγμή ο μέσος όρος μετακινηθεί από το lifestyle και μπει ο καθένας μέσα στην ψυχή του, θα δει ότι δεν διαφέρουμε και πολύ οι άνθρωποι, όπου κι αν έχουμε γεννηθεί.

Μήπως όμως και η μαζική παραγωγή εύπεπτων, ανώδυνων ταινιών τείνει να αποτελέσει όργανο στα χέρια όλων εκείνων που επιδιώκουν να αποκοιμίσουν σταδιακά τις συνειδήσεις των ανθρώπων;

Σε όποιον του χρειάζεται να αποκοιμηθεί θα αποκοιμηθεί ούτως ή άλλως. Υπάρχει ένα κενό έμπνευσης στα σενάρια, και κενό νοήματος στη ζωή μας γενικότερα, το οποίο διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις, κι από εκεί αρχίζει το  πρόβλημα. Ο Λάνθιμος για παράδειγμα, που είναι ένας νέος δημιουργός που εκφέρει προσωπικό λόγο, κατά την γνώμη μου έκανε επιτυχία γιατί τόλμησε να θίξει αυτή καθ’ αυτή την έλλειψη νοήματος, γι’ αυτό και άγγιξε τόσους ανθρώπους πέρα από σύνορα. Όπως το αντιλήφθηκα εγώ όταν παρακολούθησα τον “Κυνόδοντα”, αυτό που ήθελε να πει είναι ότι ενώ η ελληνική γλώσσα για παράδειγμα, είναι μια πολυσήμαντη γλώσσα, έγινε μια γλώσσα συμφωνημένη, κάναμε ένα άτυπο συμβόλαιο μεταξύ μας και την ακυρώσαμε.

Τι σκέφτεστε όταν ακούτε να συνδέουν το ελληνικό σινεμά με την προχειρότητα και τα “παρεάκια”;

Ότι γίνονται και ταινίες από “παρεάκια” που είναι πρόχειρες και άλλες που έχουν ένα ενδιαφέρον κι ένα ψάξιμο. Οι ταινίες ούτως ή άλλως από “παρεάκια” γίνονται, από ανθρώπους που πρέπει να συνδεθούν και να δουλέψουν μαζί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι Έλληνες σκηνοθέτες παλεύουν και αυτοί με κάποιο τρόπο να επιβιώσουν. Δυστυχώς, στη χώρα μας αν δεν έχεις λύσει τις βιοποριστικές σου εκκρεμότητες, δεν είναι πολύ εύκολο να κάνεις σινεμά. Όσο για την έμπνευση και όλα όσα απαιτούνται για να κάνεις καλό κινηματογράφο, αυτά είναι αποτέλεσμα ενδοσκόπησης, αυτογνωσίας και φυσικά το να διαθέτεις μια αληθινά καλλιτεχνική στόφα. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ασχολείται με το σινεμά αυτός που έχει μια έμφυτη ευχέρεια στην αφήγηση και την εικαστική αίσθηση. Είναι καλό ό,τι υπάρχει ένα γενικότερο πουσάρισμα της παιδείας ώστε να εκπαιδευτούν οι άνθρωποι για να έχουν οπτικοακουστικές γνώσεις, έτσι θα γίνουμε ενεργοί και σωστοί θεατές από το σχολείο ακόμη. Αλλά το ταλέντο του να γράφεις ένα σενάριο στο φτερό, και να καταφέρνεις μέσω αυτού να επικοινωνήσεις τα δύο – τρία πράγματα που θέλεις, νομίζω ότι ή το έχεις ή δεν το έχεις, σίγουρα δεν μπορείς να το καλλιεργήσεις. Πιστεύω στην έμφυτη ικανότητα κάποιων ανθρώπων να αφηγηθούν. Αυτό είναι μια μορφή ταλέντου. Αν μπορεί να μεταφραστεί σε απεικόνιση μέσα από την επιλογή συγκεκριμένων εικόνων που θα εκφράσουν αυτό που θες να μεταφέρεις, και μετά στο μοντάζ να το επεξεργαστείς σωστά ώστε να καταφέρεις να βγάλεις μια αίσθηση στο κοινό, αυτό είναι ταλέντο. Το σινεμά, όμως, πέρα από αυτό απαιτεί και έναν ιδιαίτερο συνδυασμό γνώσεων, ικανοτήτων και ψυχικού δοσίματος.

Φαντάζομαι ότι αναφέρεστε και σε ικανότητες που συνδέονται άμεσα με τα νέα μέσα που πλέον παρέχονται στους δημιουργούς. Κάπως έτσι, όμως, προκύπτει το ερώτημα για το που πρέπει να σταματάει τελικά η “επέμβαση” της τεχνολογίας σε ένα πνευματικό πόνημα.

Δεν είναι κακό να βρίσκουμε καινούργιους τρόπους και να ενισχύουμε τη γνώση μας στα νέα μέσα που μας παρέχει η τεχνολογική εξέλιξη, που έτσι κι αλλιώς έχει κατακτήσει η εποχή μας. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες και όταν δεν προορίζεται μόνο για τους έχοντες, η τεχνολογία μπορεί να πάει τα πράγματα ένα βήμα παρακάτω. Επιπλέον, ειδικά στον κινηματογράφο, μπορεί να λειτουργήσει σαν εργαλείο απελευθέρωσης της φαντασίας. Άλλωστε αυτό είναι που κάνει ο άνθρωπος από τα πολύ παλιά χρόνια, να σκέφτεται δηλαδή καινούργιους τρόπους ώστε να λύσει τα ζητήματα που φράζουν τον δρόμο του, και να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα. Αν βέβαια η χρήση της τεχνολογίας φωνάζει “κοιτάξτε τι κατάφερε ο άνθρωπος”, αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Η τεχνολογία για την ίδια την τεχνολογία δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο της αληθινής τέχνης. Η τεχνολογία πρέπει να  χρησιμοποιείται για να εκφράσει το όραμα του καλλιτέχνη, και αυτό είναι το όριο. Από την άλλη μεριά η τεχνολογία κατεβάζει στο ελάχιστο δυνατό το κόστος, απελευθερώνει την έκφραση και μειώνει τους προϋπολογισμούς. Ταυτόχρονα πολλές ιστοσελίδες στον παγκόσμιο ιστό είναι βήμα προβολής καλών ταινιών μικρού και μεσαίου μήκους, που έχουν κάτι να μας πουν.

Όταν επιλέγετε να δείτε μια ταινία, επηρεάζεστε από τα βραβεία και τις διακρίσεις που μπορεί να έχει κερδίσει;

Θα δω μια ταινία αν με ενδιαφέρει το θέμα της, αν έχω ακούσει καλά πράγματα γι’ αυτήν από φίλους που μου ταιριάζει το κριτήριό τους, ή αν υπάρχει ένα φρέσκο ψάξιμο στη φόρμα, δηλαδή ένας νέος τρόπος κινηματογραφικής γραφής. Δεν συμφωνώ γενικά με την λογική των αριστείων και των βραβείων. Το πρόβλημα πλέον ξεκινάει από το γεγονός ότι το σινεμά πηγαίνει χέρι – χέρι με την αγορά. Οι εκάστοτε προσταγές της αγοράς είναι που εκφράζονται μέσα από τις βραβεύσεις. Το ζήτημα είναι πως θα πετύχουμε να απαγκιστρωθούμε απ’ όλα αυτά. Αν θέλαμε να γιορτάζουμε και να τιμούμε το σινεμά πιο συχνά, θα μπορούσαμε να το κάνουμε μέσω προβολών καλών ταινιών σε γειτονιές, σε καφέ, σε χωριά, παντού. Να γεμίσουμε τον τόπο απ’ άκρη σ’ άκρη με καλό σινεμά, δίχως βραβεύσεις. Αυτός, ενδεχομένως, θα ήταν κι ένας καλός τρόπος να αναπτύξουμε την άμιλλα και την πνευματική συνδιαλλαγή, και ταυτόχρονα να καταπνίξουμε τον ανταγωνισμό που διακατέχει τις βραβεύσεις. Τις ταμπέλες και τα στερεότυπα πρέπει να τα κατεδαφίσουμε και να κρατήσουμε την αγάπη μας για την τέχνη.

Τελικά μπορούμε να βασιζόμαστε στην τέχνη ώστε να μας θεραπεύσει από τα δεινά της εποχής μας;

Για να μας θεραπεύσει ναι, για να μας σώσει όχι. Η τέχνη είναι ανακούφιση, είναι αποδοχή, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία της θεραπείας. Γι’ αυτό και το σύγχρονο lifestyle ασχολείται και πάλι μαζί της, βέβαια το κάνει εξωτερικά και επιδερμικά μέχρι εκεί που δεν ενοχλεί… Παρ’ όλα αυτά πρέπει να μάθουμε να παραμένουμε αισιόδοξοι και να προσδοκούμε το καλύτερο. Μόνο αν εκπαιδεύσουμε τους εαυτούς μας να σκέφτονται θετικά, μόνο τότε έχουμε ελπίδες. Από τα δεινά της εποχής μας, τη σκληρότητα, τον εγωισμό και την αλαζονεία δεν μπορεί να μας θεραπεύσει η τέχνη, μονάχα εμείς μπορούμε να θεραπεύσουμε ο καθένας τον εαυτό του. Η αληθινή τέχνη μας υπενθυμίζει πού είναι το φως και για λίγο μας συνδέει με αυτό.