Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

Μάριο Ντομίνγκεζ Πάρρα: Μία ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης "σε εξέλιξη"

Mετάφραση στα ισπανικά
& πρόλογος
Mάριο Ντομίνγκεζ Πάρρα
Με την ευκαιρία που μου έδωσαν η ποιήτρια και μεταφράστρια Άτη Σολέρτη (με την συνέντευξη που μου πήρε) και ο εκδότης του περιοδικού Vakxikon.gr, ο Νέστορας Πουλάκος, άρχισα, ξαφνικά και μετά από πολλή σκέψη (παραδόξως), να έχω την πρόθεση να εκδόσω μια ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Ξαφνικά, δηλαδή μία μέρα που μου ζήτησε η Άτη Σολέρτη να δημοσιευτούν μεταφράσεις για αυτό το περιοδικό. Η πολλή σκέψη αναφέρεται στον καιρό κατά τον οποίο αναλογιζόμουν αυτή την πρόθεση, σε σχέση με τις πόρτες που θα ανοίξουν το δρόμο σε ένα καινούριο ποιητικό χώρο για ισπανόφωνους αναγνώστες/ισπανόφωνες αναγνώστριες.

Η αρχή έγινε με τη δημοσίευση μεταφράσεών μου στο έργο κάθε ποιητή και ποιήτριας αυτής της (μελλοντικής) ανθολογίας στο παράρτημα El perseguidor, που βγαίνει κάθε Σάββατο με την εφημερίδα Diario de Avisos, στην Τενερίφη (Κανάρια Νησιά). Οι εκδότες του παραρτήματος τούτου, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Eduardo García Rojas και ο ποιητής Coriolano González Montañez, μου έδωσαν την ευκαιρία, εδώ και τέσσερα χρόνια, να δημοσιεύσω μεταφράσεις από τα αγγλικά, από τα ελληνικά, και φέτος από τα πορτογαλικά.

Αποφάσισα να επικεντρωθώ στη μετάφραση ελληνικής ποίησης επειδή είναι ώρα πια να γίνει γνωστό το έργο ποιητών και ποιητριών, που κατά την γνώμη μου, πολύ το αξίζουν. Σε αυτή την περίπτωση, το Vakxikon.gr θα δημοσιεύσει κυρίως ποιήματα νέων ποιητών/ποιητριών, αφού θεωρώ ότι οι νέες φωνές πρέπει επίσης να έχουν το χώρο τους στην δουλειά μου ως μεταφραστής. Έχω γράψει για το ενδιαφέρον μου απέναντι στο έργο της τετράδας «Καβάφης, Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης», αλλά αν θέλω να μάθω (και το θέλω πολύ) για την ελληνική ποίηση του τελευταίου αιώνα, πρέπει άνευ αμφιβολίας να διαβάσω νέες ποιητικές φωνές και ποιητές/ποιήτριες γνωστούς/γνωστές στην Ελλάδα και ίσως όχι τόσο πολύ ή ακόμα και καθόλου στον ισπανόφωνο κόσμο.

Συνάμα, αυτή η ανθολογία βεβαίως θα περιέχει και ποιήματα διάσημων ποιητών/ποιητριών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κάποια από τα έργα τους έχουν μεταφραστεί τουλάχιστον στα αγγλικά, ισπανικά, γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά. Προτιμώ να μην αθροίσω εδώ ονόματα που θα περιλαμβάνει η ανθολογία στην τελική της μορφή, διότι θα αργήσει να έρθει η στιγμή της έκδοσής της εφόσον ακόμα δεν έχω βρει εκδοτικό οίκο. Για αυτό, η ανθολογία που εσείς θα διαβάσετε στο Vakxikon.gr είναι (όπως μου είπε η Άτη Σολέρτη κάνοντας μετάφραση της έκφρασης από τα αγγλικά «in progress») «σε εξέλιξη».

KOSTAS KUTSURELIS (1967)
Tres poemas de Aire augusto


I.    

AIRE AUGUSTO. Las hojas en sopor
al hombro del austro apenas se asen.
Más allá, el aroma del mar. El temblor

de un motor que palpita donde no cubre.
En caída libre la lente del sol
escanea cuerpos boca abajo en desorden.

Sobre la arena perdidas huellas ubicuas.
Ojos entreabiertos. Desnudos vítores infantiles.
Aire augusto. En la espera de occidente

envuelve el césped, tul celestial, el horizonte.
Un lagarto, invisible en las nupcias del fulgor,
hacia la calma umbrátil se arrastra.

De los grifos del bar gotean primicias:
Europa. Tercer Milenio. Grecia.
Ecos de una vida ignorada.

Aire augusto. Aire de ascuas.

II.

HORA: DIEZ y media. Yaciente.
Los ojos se niegan a levantar el telón.
Tras las persianas amarillo y rebosante

se inquieta el sol. Una alegoría
bellísima: la humanidad narcotizada
que desde siempre se conforma con la lobreguez.

Y no obstante, se desarrolla el mundo sin mezclarse
cada mañana. Cortés cual invitación. Cual tapiz.
O cual bofetada de una mano rauda

cuasi castrense. Él mismo estandarte
a ritmo de marcha nos invita
a un eterno izamiento, sin arriada.

Unos dicen: en definitiva caerá lo que sube.
Otros: se elevará hacia la luz lo que cae.
Hora: once y diez. Aquí dentro la Sombra.

Fuera el cielo ciclópeo y el día.

III.

COMIENZOS DE AGOSTO y la lluvia vacila.
Pero de súbito una mala noticia
en los dientes del buen locutor tropieza

y, filántropo, antes de contarla recela.
Y sepamos todos cuánto nos hechiza
la fatal noticia, invencible, violenta.

Que tanto más fuerte cuanto más remisa,
tanto más purificadora nos aniquila.
Como la lluvia de agosto. Como la nieve

primera del invierno en las estribaciones.
Cuando silabean de nuevo las emociones
algo de la oculta métrica de la naturaleza.

La nieve. El dolor. La lluvia. Lo que vive
y vivos nos revela.
La mirada que creíamos inhumada será vidente.

Una Grecia indeleble. Más allá de la ceniza.

 
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
http://www.koutsourelis.gr/index1.php?

Τρία ποιήματα από ΑΕΡΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


Ι.
ΑΕΡΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. Τα νυσταγμένα φύλλα
κρατιούνται δύσκολα απ' τον ώμο του νοτιά.
Πέρα, η οσμή της θάλασσας. Η ανατριχίλα

ενός μοτέρ που σφύζει στα ρηχά.
Του ήλιου ο φακός από ψηλά πέφτοντας χάμω
σαρώνει ανάκατα σώματα πρηνηδόν.

Χαμένα βήματα παντού πάνω στην άμμο.
Μάτια μισόκλειστα. Ιαχές γυμνές παιδιών.
Αέρας αύγουστος. Στην προσμονή της δύσης

γαλάζια γάζα ο ορίζοντας τυλίγει το γκαζόν.
Μια σαύρα, αθέατη μες στου φωτός τον γάμο,
έρπει προς τη γαλήνη μιας σκιάς.

Από τις στρόφιγγες του μπαρ στάζουν ειδήσεις:
Ευρώπη. Τρίτη Χιλιετία. Ελλάς.
Μιας αγνοούμενης ζωής ανταποκρίσεις.

Αέρας αύγουστος. Αέρας της φωτιάς.

ΙΙ.

Η ΩΡΑ ΔΕΚΑ και μισή. Κλινήρης.
Τα μάτια αρνούνται να σηκώσουν την αυλαία.
Πίσω απ' τις γρίλιες κίτρινος και πλήρης

ο ήλιος να αδημονεί. Μια πανωραία
αλληγορία: η ναρκωμένη ανθρωπότητα
που ανέκαθεν αρκείται στο σκοτάδι.

Κι όμως, ο κόσμος ξετυλίγεται ανερώτητα
κάθε πρωί. Σαν κάλεσμα αβρός. Σαν χάδι.
Ή σαν χαστούκι από χέρι σε ετοιμότητα

οιονεί στρατιωτική. Ίδιος σημαία
με ήχο εμβατήριο μας καλεί
σε μια αιώνια έπαρση, χωρίς υποστολή.

Λένε: ό,τι ανέρχεται θα πέσει οριστικά.
Κι άλλοι: ό,τι πέφτει θα υψωθεί στο φως.
Η ώρα έντεκα και δέκα. Μέσα εδώ η Σκιά.

Έξω η μέρα κι ο πελώριος ουρανός.

ΙΙΙ.

ΑΡΧΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ κι η βροχή διστάζει.
Όπως στα δόντια του καλού εκφωνητή
σκοντάφτει αιφνίδια μια είδηση κακή

κι αυτός, φιλάνθρωπος, προτού την πει κομπιάζει.
Κι ας ξέρουμε όλοι πόσο ανίκητη, ραγδαία
μας συνεπαίρνει η είδηση η μοιραία.

Που όσο άργησε, τόσο πιο δυνατή,
τόσο πιο καθαρτήρια μας σαρώνει.
Σαν τη βροχή του Αυγούστου. Σαν το χιόνι

το πρώτο τού χειμώνα στα βουνά.
Τότε που οι αισθήσεις συλλαβίζουνε ξανά
κάτι απ' της φύσης την κρυμμένη μετρική.

Το χιόνι. Ο πόνος. Η βροχή. Αυτό που ζει
και ζωντανούς μας φανερώνει.
Το βλέμμα που νομίσαμε θαμμένο αλλά θα δει.

Μια Ελλάδα ανεξίτηλη. Πέρ' απ' τη σκόνη.

YANNIS LIVADÁS (1969)
Tres poemas de Ate: poemas dispersos 2001-2009


Buda duerme tranquilo

Buda duerme tranquilo
No hallo otra desdicha más espantosa
Que la mía
Hígado bazo estómago corazón
En la pared sin cornisa

Parece que soy el único
Parece que el único solitario

Quizás pienso en los dispersos dientecillos
De aquella muchacha
Quizás en lo que existe en la no-propiedad

Buda duerme sentado
La soledad de todos fracasa
Como movimiento.

Tánger

 Las nubes estivales de Tánger se suicidan
Consumadas. Por la ventana del balcón yo documento
Con un bolígrafo verde los sonidos de la calle
Las voces de la gente las condenas de las chilabas
Las aserradas luces de los barrios hasta la
Ribera y el vacío de la imagen hasta el horizonte
Que es una rebanada de pan azul.
El viaje que hizo Tánger para encontrarse conmigo
Es más largo y cruel que el viaje
Que hice yo para encontrarme con ella.
El atardecer parece una pera ajada.
Pero a nada más se parece.
El retrato del rey con roja
Cinta adhesiva: la imagen de un agujero en la pared.
Acrobacias en sepia se clavan
En las voces de aquéllos que venden pescado.
Hojeo el cuaderno al principio
Encuentro poemas de otros años, deseos y lástima.
Mi reflexión se basta a sí misma en esta jarra
Llena de café, en el olor de los cigarrillos árabes.
En la gran araña delicada que medita
Apoyada en su cadáver envuelto.
Pienso lo que recuerdo:
Tus ojos estrellas qué estrellas.

Salida nocturna
(Nota poética inédita de un diario de viaje)

Tormenta que se clava en la arena.
Se considera muy natural
Como una camisa limpia
Que cualquiera mida sus palabras
Que anochezca sobre
Aquello de lo que no ha quedado
Ni esto
Al final
Del allí.

Aquí floreció la locura de un Nelson
La mano que le amputaron
T e n e r i f e
Y algunos dicen que una vez se torció
El mar.
Las fermentaciones
Volcán en botella
El humo
Palabras que llegan
De nuevo desde otra noche.
Incordio.
Y de las segundas materias.
La isla existe solo en la oscuridad.
Y es de noche
Cuando se malgastan los diagnósticos.
Lugar absorbido
Donde atracan los barcos
Como una verdad momentánea.

La única nube es mucho más
Que compleja
Pero su sombra sobre el volcán
Es cuatro dedos que lo enganchan
Como la vanidad.
La oscuridad en algún lugar se ha tendido
Nos ensucia de azul
Y sin embargo son las tres y media
Hora oceánica que a cada poco se detiene.
Esta noche es la aporía de un
Murmullo en tu oscura oreja mujer.
Tenerife significa árbol
Que de noche brotó del mar
Y que da a luz lluvia salada.
Esto se repite no como
Repetición porque la noche es
 Permanente en las gotas de lluvia.
Arte las gotas sobre el barco.
Septiembre tranquilidad
Como única ultra special quality.
Me apoyo con los codos en la popa
En este barco que esta noche fiestea.
Mi pensamiento una época.
La tormenta un souvenir.
Las palabras no entienden
De personas.
Escucho me alejo
La isla tras de mí deviene estola
Marrón que flota y
Su garganta gradualmente se pierde.
La espuma de la turbina
Permanentemente allí
Donde la noche es pan
De ayer.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ
http://livadas.blogspot.com/

Τρία ποιήματα από ΑΤΗ: ΣΚΟΡΠΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2001-2009


Βούδδας κοιμάται ήσυχα

Βούδδας κοιμάται ήσυχα
Δεν βρίσκω συμφορά άλλη πιο φοβερή
Απ’ την δική μου
Συκώτι σπλήνα στομάχι καρδιά
Στον τοίχο χωρίς κορνίζα

Λες και είμαι ο μόνος
Λες και μόνος μοναχικός

Μάλλον σκέφτομαι τα αραιά δοντάκια
Εκείνης της νεανίδας
Μάλλον αυτό που υπάρχει στη μη-ιδιότητα

Βούδδας κοιμάται καθιστός
Η μοναξιά όλων αποτυγχάνει
Σαν κίνημα.

Ταγγέρη

Τα καλοκαιρινά σύννεφα της Ταγγέρης αυτοκτονούν
Εκπληρωμένα. Στο μπαλκονο-παράθυρο καταγράφω
Μ’ έναν πράσινο στυλό τους ήχους του δρόμου
Τις ομιλίες των ανθρώπων τις καταδίκες των τζελάμπας
Τα πριονισμένα φώτα των συνοικιών ως την
Παραλιακή και το κενό της εικόνας ως τον ορίζοντα
Που είναι μια γαλανή φέτα ψωμί.
Το ταξίδι που έκανε η Ταγγέρη για να με συναντήσει
Είναι πιο μεγάλο και άκαρδο απ’ το ταξίδι
Που έκανα εγώ για να την συναντήσω.
Το σούρουπο μοιάζει με χαλασμένο αχλάδι.
Μα τίποτε άλλο δεν μοιάζει.
Το πορτραίτο του βασιλιά με κόκκινη
Κολλητική ταινία: η εικόνα μιας τρύπας στον τοίχο.
Ακροβασίες της σέπιας καρφιτσώνονται
Στις φωνές εκείνων που πουλούν ψάρια.
Ξεφυλλίζω το σημειωματάριο στην αρχή
Βρίσκω ποιήματα άλλων χρόνων, ευχές και αλίμονα.
Η περισυλλογή μου αρκείται σ’ αυτήν την κανάτα
Γεμάτη καφέ, στη μυρωδιά των αραβικών τσιγάρων.
Στη μεγάλη λεπτεπίλεπτη αράχνη που διαλογίζεται
Ακουμπισμένη στο τυλιγμένο της ψοφίμι.
Σκέφτομαι αυτό που θυμάμαι:
Τα μάτια σου αστέρια τι αστέρια.

Νυχτερινή Αναχώρηση
(Ανέκδοτο ποιητικό σημείωμα από ταξιδιωτικό ημερολόγιο)

Καταιγίδα καρφώνεται στο χώμα.
Θεωρείται πολύ φυσικό
Όπως ένα καθαρό πουκάμισο
Να μασάει κανείς λόγια
Να νυχτώνει μέσα σ’
Αυτό απ’ το οποίο δεν έχει μείνει
Ούτε τόσο
Στο τέρμα
Του εκεί.

Εδώ άνθισε η μανία ενός Νέλσον
Το χέρι που του έκοψαν
Τ ε ν ε ρ ί φ η
Και κάποιοι λεν πως κάποτε τραβήχτηκε
Η θάλασσα.
Τα αναβράζοντα
Ηφαίστειο σε μπουκάλι
Ο καπνός
Λέξεις που έρχονται
Ξανά από άλλη νύχτα.
Παιδεμός.
Και των δεύτερων υλών.
Η νήσος υπάρχει μόνο στο σκοτάδι.
Και είναι νύχτα
Που ξοδεύονται διαγνώσεις.
Τόπος απορροφημένος
Όπου σταματούν τα πλοία
Όπως μια στιγμιαία αλήθεια.

Το μοναδικό σύννεφο είναι παραπάνω
Από πολύπλοκο
Μα ο ίσκιος του πάνω στο ηφαίστειο
Είναι τέσσερα δάχτυλα που το γαντζώνουν
Σαν ματαιοδοξία.
Το σκοτάδι κάπου έχει ακουμπήσει
Μας λερώνει με γαλάζιο
Κι όμως η ώρα είναι τρεις και μισή
Ωκεάνια ώρα που σταματά κάθε τι.
Αυτή η νύχτα είναι η απορία ενός
Ψιθύρου στο μελαψό σου αυτί γυναίκα.
Τενερίφη σημαίνει δέντρο
Που φύτρωσε νύχτα στην θάλασσα
Και γεννάει βροχή αλμυρή.
Αυτό επαναλαμβάνεται όχι σαν
Επανάληψη γιατί η νύχτα μέσα
Στις σταγόνες της βροχής είναι μόνιμη.
Οι στάλες πάνω στο πλοίο τέχνη.

Ο Σεπτέμβρης γαλήνη
Σαν μόνη extra premium quality.
Ακουμπώ με τους αγκώνες στην πρύμνη
Σ’ αυτό το πλοίο που απόψε γιορτάζει.
Η σκέψη μου μια εποχή.
Η καταιγίδα σουβενίρ.
Τα λόγια δεν καταλαβαίνουν
Από ανθρώπους.
Ακούγομαι ξεμακραίνω
Το νησί πίσω μου γίνεται μια καφετιά
Εσάρπα που επιπλέει και
Ο λαιμός της σταδιακά χάνεται.
Ο αφρός της προπέλας
Μονίμως εκεί
Που η νύχτα είναι χθεσινό
Ψωμί.


ZODORÍS VORIÁS (1970)
Tres poemas de El techo agujereado


La Grecia del sueño

Cogí la piedra,
cogiste la brisa del alba.
Cogí la rama seca,
cogiste la llama del mediodía.
Cogí el barro desecado,
cogiste el exantema de la tarde.
En la playa de Skotina me senté
y en la cumbre del Olimpo tú,
para soñar,
para crear una nueva Grecia.

Y soñamos toda la noche
y soñamos bajo cielos estrellados,
¡aún soñamos con aquella Grecia!

Huyeron nuestros sueños

Huyeron nuestros sueños,
los dispersó el viento.
En las calles
se borraron nuestras huellas,
se olvidó nuestra silueta,
se perdieron los carteles.
Detrás no quedó nadie
o muy pocos.

Huyeron nuestros sueños.
Nuestros hijos, jueces,
no tendrán mucho que escuchar,
nos condenarán.

El fragmento

En un terreno un trozo de bomba
herrumbroso esperaba
encajarse en mis nervios.

Arrojo desde la mañana
fragmentos a los culpables.
Aquella herrumbre,
sangre desecada,
secó hoy el color por doquier.

Cuento las víctimas que destrocé,
el fragmento sobre la mesa
admite la responsabilidad
de la matanza.

 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ
http://vorias.blogspot.com/  

Τρία ποιήματα από Το τρύπιο ταβάνι


Ελλάδα του ονείρου
Πήρα την πέτρα,
πήρες το αγέρι της αυγής.
Πήρα το ξερόκλαδο,
πήρες τη φλόγα του μεσημεριού.
Πήρα την ξεραμένη λάσπη,
πήρες το κοκκίνισμα του δειλινού,
κάθισα εγώ στην παραλία της Σκοτίνας
κι εσύ στην κορυφή του Ολύμπου,
να ονειρευτούμε,
να φτιάξουμε καινούργια Ελλάδα!
Κι ονειρευτήκαμε όλη τη νύχτα…
Κι ονειρευτήκαμε στην ξαστεριά…
Ακόμα εκείνη την Ελλάδα ονειρευόμαστε.

Ξέφυγαν τα όνειρά μας

Ξέφυγαν τα όνειρά μας,
σκορπίστηκαν στον άνεμο.
Στους δρόμους
σβήστηκαν τα ίχνη μας,
ξεχάστηκε η μορφή μας,
χάθηκαν οι αφίσες.
Πίσω δεν έμεινε κανείς
ή έμειναν πολύ λιγότεροι.
Ξέφυγαν τα όνειρά μας.
Τα παιδιά μας, δικαστές,
δε θα ‘χουνε ν’ ακούσουνε πολλά,
θα μας καταδικάσουν.

Το θραύσμα

Σ’ ένα χωράφι πρόσμενε
να σφηνωθεί στα νεύρα μου
ένα κομμάτι βόμβας σκουριασμένο.
Θραύσματα σε φταίχτες
εκτοξεύω απ’ το πρωί.
Εκείνη η σκουριά,
ξεραμένο αίμα,
ξέρασε χρώμα σήμερα παντού.
Μετρώ τα θύματα που σάρωσα,
το θραύσμα στο τραπέζι
αντέχει να σηκώσει
την ευθύνη της σφαγής.

N.G. LYKOMITROS (1977)
Tres poemas de Rastreadores del fin

LA CRUCIFIXIÓN

Llevo una corona de alambres en la cabeza.
Estoy desnudo de arriba abajo.
De mis ojos se derraman lágrimas rojas.
La gente me escupe y me maldice.
Soy, como ves, el perfecto chivo expiatorio.
La coartada perfecta para todos aquéllos
que decidieron mi sentencia.
Ninguna compasión, ira por todas partes.
Clavos agujerean todo mi cuerpo
y ellos ríen y celebran.
No puedo resistirme.
Agonizo frente «a la locura de la multitud»
que se deleita en el perfume de la muerte.
Beben de mi sangre y lamen mis heridas,
porque saben que nada tienen que temer.
Para mí no habrá vuelta atrás.

LA ARAÑA

Las dudas, los miedos y los fracasos
se apartan súbitamente
en un perpetuo juego sin reglas.
Lo único seguro es que habrá
un ganador y muchos perdedores.
La espera, la impaciencia y la lucha
aumentan sin precedentes
puesto que nadie sabe qué le ocurrirá.
Lo único que pueden hacer
es esperar pacientemente su turno.
Los celos, las hostilidades y las delaciones
crecen a un ritmo increíble,
mientras todos hablan de forma conspiratoria
y sospechan unos de otros
sin arrepentirse de sus errores.
La poesía urde su malla.
Los límites se estrechan.

LA AFRODITA ROJA SE SUMERGE

Las sombras giran despacio.
Ostentan vinyl y siluetas fluorescentes.
Se hablan al oído
y se burlan una de otra.
Apenas ríen y hablan un griego fragmentario.
Fuman ahítas y esperan su turno.
En su mirada conviven el cinismo,
la melancolía y la renuncia.
Ofrecen su carne a cometas y sanguijuelas,
basta con que los requisitos se cumplan.
Al pasar seis meses
se trasladarán a otra torre.

Ν.Γ. ΛΥΚΟΜΗΤΡΟΣ
http://the-sound-of-loss.blogspot.com/

Τρία ποιήματα από Ιχνηλάτες του τέλους


Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ

Στο κεφάλι φορώ συρμάτινο στεφάνι
Είμαι γυμνός από πάνω ως κάτω.
Απʼ τα μάτια μου στάζουν κόκκινα δάκρυα.
Οι άνθρωποι με φτύνουν και με καταριούνται.
Είμαι, βλέπεις, ο ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος.
Το τέλειο άλλοθι για όλους αυτούς
που αποφάσισαν την καταδίκη μου.
Κανένας οίκτος, παντού χολή.
Καρφιά τρυπούν όλο μου το σώμα
κι αυτοί γελούν και γιορτάζουν.
Δεν μπορώ νʼ αντισταθώ.
Ψυχορραγώ μπροστά «στη μανία του πλήθους»
που ηδονίζεται στη μυρωδιά του θανάτου.
Πίνουν το αίμα μου και γλείφουν τις πληγές,
γιατί ξέρουν πως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα.
Για μένα επιστροφή δε θα υπάρξει.

Η ΑΡΑΧΝΗ

Οι δισταγμοί, οι φόβοι και οι αποτυχίες
παραμερίζονται αναπάντεχα
σʼ ένα αέναο παιχνίδι χωρίς κανόνες.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα υπάρξει
ένας νικητής και πολλοί ηττημένοι.
Η προσμονή, η απελπισία και η αγωνία
μεγεθύνονται χωρίς προηγούμενο
αφού κανείς δε γνωρίζει τι θα του συμβεί.
Το μόνο που μπορεί να κάνει
είναι να περιμένει υπομονετικά τη σειρά του.
Οι ζήλιες, οι έχθρες και οι αλληλοκατηγορίες
αυξάνονται με απίστευτο ρυθμό,
καθώς οι πάντες μιλούν συνωμοτικά
και υποπτεύονται ο ένας τον άλλο
χωρίς να μετανιώνουν για τα λάθη τους.
Η ποίηση υφαίνει τον ιστό της.
Τα περιθώρια στενεύουν.

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ

Οι σκιές περιστρέφονται αργά.
Έχουν vinyl και φωσφοριζέ περίγραμμα.
Συνομιλούν μεταξύ τους ψιθυριστά
και περιπαίζουν η μια την άλλη.
Γελούν σπάνια και μιλούν σπαστά ελληνικά.
Καπνίζουν βαριεστημένα και περιμένουν τη σειρά τους.
Στο βλέμμα τους συνυπάρχουν ο κυνισμός,
η μελαγχολία και η εγκαρτέρηση.
Προσφέρουν τη σάρκα τους σε κομήτες και βδέλλες,
αρκεί να τηρούνται οι προϋποθέσεις.
Όταν περάσουν έξι μήνες
θα μεταφερθούν σε άλλο πύργο.

ATI SOLERTI
Tres poemas de Torbellino de ébano


EL NACIMIENTO

En una casa llena de anatemas…
¿Quién da importancia a los deseos?
Aún desenrollan el ovillo las Parcas…
¿Quién da importancia a los deseos?
Aún se quema el aceite en el candil…
¿Anatemas susurran o los conjuran?
¿Quién se encarga de los deseos?
La luz de su lámpara
hace enorme la sombra de mi cama…
Parece una torre, castillo inexpugnable, abstruso monte de los Santos.
¿Quién se encarga de los pecadores?
Agua pido.
Mucha.
Tengo sed.
Agua maldita y aceite consagrado…
presentes que me trajeron las Parcas.
¿Quién se encarga de los pecadores?
En una casa llena de sepultureros…
¿Quién da importancia a los vivos?

EL POZO

A hurtadillas, avanzada la noche,
alguien me susurra secretos…
y luego risas se escuchan contenidas.
A hurtadillas en el pozo,
en sueños vi gatear a una vieja…
y luego devino bebé que parecía lucifer.

A hurtadillas en el barrio de más allá,
cirios encendidos…
¡atizan el fuego y queman a Satanás!
Y después hebras de fuego
cercan la sementera…
¡fuegos de artificio!

A hurtadillas, avanzada la noche,
aún gatea la luna en el pozo.
Llantos se escuchan contenidos…
y mi vieja madre que traiga agua grita,
para conjurar el fuego de la sementera…

DEBILIDAD

Voces exhortatorias y risas burlonas…
hace dos días que resuenan en mis oídos.
El viento congela cada zona de poder que halla.
En la oscuridad primero se congelan los pies.
Imposible elevar mi vil estatura…
Hacia algún…
otro…
hermano...
diferente y compasivo.
Me detengo en el umbral de la exhortación y la burla
de cada progreso estéril,
personificado y huérfano.
Me detengo y me rindo.
El frío…
La oscuridad…
Corrompo.
Un escudo de uñas elevo y tras él me encierro.
La reina pecadora
se movió…
tropezó…
Luego sacó su diamantina corona de su dedálica cabellera.
Se la puso en el dedo.
En el mismo dedo cuelgo el escudo.
No me moveré.
¡Quizás me vea!
Con rabia robaré…
la primera hora de dolor que anida en almas débiles y humildes,
…¡su idolatrado anillo!
¡Y correré!
¡A por ayuda correré!
Doy gracias al Viento…
que congeló la putrefacta confianza,
el tercer día de desesperación.
La soñada fuga consumió cada uña.
¡Este hurto nunca ocurrió!

ΑΤΗ ΣΟΛΕΡΤΗ
http://atisolerti.blogspot.com/

Τρία ποιήματα από ΕΒέΝΙΝΗ ΔίΝΗ


Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Μες σ' ένα σπίτι γεμάτο κατάρες…
Ποιος δίνει σημασία στις ευχές;
Ακόμα ξετυλίγουν το κουβάρι οι Μοίρες...
Ποιος δίνει σημασία στις ευχές;
Ακόμα καίει το λάδι στο καντήλι...
Κατάρες ψιθυρίζουν ή τις ξορκίζουν;
Ποιος μεριμνά για τις ευχές;
Το φως απ' το λυχνάρι τους,
κάνει τεράστια τη σκιά του κρεβατιού μου...
Μοιάζει με πύργο, κάστρο απόρθητο, άβατο όρος των Αγίων.
Ποιος μεριμνά για τους αμαρτωλούς;
Νερό ζητάω.
Πολύ.
Διψάω.
Νερό καταραμένο και λάδι αγιασμένο....
τα δώρα που μου φέρανε οι Μοίρες.
Ποιος μεριμνά για τους αμαρτωλούς;
Μες σ' ένα σπίτι γεμάτο νεκροθάφτες...
Ποιος δίνει σημασία στους ζωντανούς;

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Κρυφά αργά το βράδυ,
κάποιος μου ψιθυρίζει μυστικά...
κι ύστερα γέλια ακούγονται πνιχτά.
Κρυφά μες το πηγάδι,
στον ύπνο μου είδα μια γριά να μπουσουλά...
κι ύστερα γίνηκε μωρό που μ' άστρο έμοιαζε αυγερινό.

Κρυφά στην πέρα γειτονιά,
λαμπάδες αναμμένες...
βάζουν φωτιά και καίν' το Σατανά!
Κι ύστερα νήματα φωτιάς,
περικυκλώνουν τα σπαρτά...
πυροτεχνήματα!

Κρυφά αργά το βράδυ.
μες το πηγάδι μπουσουλά ακόμα το φεγγάρι.
Κλάματα ακούγονται πνιχτά...
κι η γριά μάνα μου φωνάζει, νερό να φέρω,
να ξορκίσω τη φωτιά απ' τα σπαρτά.

ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Φωνές προτρεπτικές και γέλια κοροϊδευτικά...
δυο μέρες τώρα αντηχούν στ' αυτιά μου.
Ο άνεμος παγώνει την κάθε ζώνη εξουσίας που συναντά.
Μες στο σκοτάδι παγώνουνε πρώτα τα πόδια.
Αδύνατον να υψώσω το ποταπό ανάστημά μου...
Σε κάποιον...
άλλον...
διαφορετικό...
και συμπονετικό αδελφό.
Στέκομαι στο κατώφλι της προτροπής και του εξευτελισμού
κάθε άγονης προόδου,
προσωποποιημένης κι ορφανής.
Στέκομαι και λυγίζω.
Το κρύο...
Το σκοτάδι...
Εκμαυλίζω.
Ασπίδα από νύχια υψώνω και κλείνομαι πίσω απ' αυτή.
Η αμαρτωλή βασίλισσα,
σάλεψε...
παραπάτησε...
Ύστερα έβγαλε το διαμαντένιο στέμμα απ' τη δαιδαλική της κόμη.
Το φόρεσε στο δάχτυλο.
Στο ίδιο δάχτυλο κρεμάω την ασπίδα.
Δε θα σαλέψω.
Ίσως με δει!
Με μανία θα κλέψω...
την πρώτη ώρα της οδύνης που φωλεύει σ' αδύναμες και ταπεινές ψυχές,
...το λατρευτό της δαχτυλίδι!
Και θα τρέξω!
Για βοήθεια θα τρέξω!
Ευχαριστώ τον Άνεμο...
που πάγωσε τη σάπια εμπιστοσύνη,
την τρίτη μέρα της απόγνωσης.
Η ονειρεμένη απόδραση μαράζωσε το κάθε νύχι.
Αυτή η κλοπή δεν έγινε ποτέ!

ANNA NIARAKIS (1979)
Tres poemas de Cuaderno de experimentos

La triste ciudad de los humanos
De los humanos de lógica perdida,
de sentimientos perdidos –
que asfixia bajo sábanas de carne,
bajo soledades prestadas– buscando
la muleta de la existencia.

Te deseo, me dijeron tus ojos
Te deseo, me dijo tu cuerpo

Y yo,

busco ciudades astrales
diferentes de las que mis antenas
detectan,
iguales que las que tus venas
indican.

Lampiri, 23-03-03

bad bargain

En la renuncia a los placeres.
En un cuchillo de cocina
concentro la refutación telescópicamente.
Corto los puentes.
Corto las verduras.
Pensamientos automáticos brotan
de costumbres orgásmicas.
Movimientos maquinales.
Manufacturo definiciones en
un crucigrama inexistente.
Las palabras ya cuelgan
crucificadas.
Las descuelgo y las arrojo
en desorden por el suelo.
Pasan los días. Las miro
con desesperación.
No las entiendo.
Pruebo a decirlas
pero mi lengua se niega
a pronunciar consonantes.
En esto, nunca estábamos
en consonancia.
Cuando durante mi niñez
me abandonaste, te llevaste
mi efluvio más inocente.
Y me dejaste palabras
infinitas, inválidas,
como compañía.

a ti

A Yannis Livadás

A ti se dirige este poema.
Como tantos otros.
A ti que garabateas jeroglíficos
bajo la luna de un desierto.
O de una ciudad desierta, manchando
sus sucios muros con pintura roja.
Que deambulas al rayar el día,
medio borracho, medio loco
por callejuelas, plazas y vacías
avenidas,
inmóvil.
A ti que te alzas a un lado
del silencio, balbuciendo frente
al fuego y su perpleja ira.
Que plantas jacintos en una seca
vertiente de palabras muertas y
aguardas la primavera.
Portador de palpitaciones dispares,
de buena figura,
inquebrantable y pesado
en la lucidez de tu tristeza.
Perdido.
Descubres lo que
perderás una y otra vez.
Sacudes desde la negrura
charreteras de colores
y sigues tu camino.
Increíble esperanza de mi porfía.
A ti,
que no sé
quién eres;
solo sé que
vienes…

 
ΑΝΝΑ ΝΙΑΡΑΚΗ
http://antipoihsh.wordpress.com/

Τρία ποιήματα από Τετράδιο πειραμάτων


Η λυπημένη πολιτεία των ανθρώπων

Των ανθρώπων με τα χαμένα λογικά,
με τα χαμένα αισθήματα-
που ασφυκτιεί κάτω από σάρκινα σεντόνια,
κάτω από δανεικές μοναξιές-αναζητώντας
το δεκανίκι της ύπαρξης.

Σε θέλω, μου είπαν τα μάτια σου
Σε θέλω, μου είπε το κορμί σου

Κι εγώ,

αναζητώ αστροπολιτείες
διαφορετικές από αυτές που συλλαμβάνουν
οι κεραίες μου,
ίδιες μ’ αυτές που οι φλέβες σου
υπαγορεύουν.

Λαμπίρι, 23-03-03

Bad bargain

Στην εγκατάλειψη των ηδονών.
Σε ένα μαχαίρι της κουζίνας,
εστιάζω τηλεσκοπικά την αναίρεση.
Κόβω τις γέφυρες.
Κόβω σαλάτα.
Αυτόματες σκέψεις ξεπηδούν
από οργασμικές συνήθειες.
Κινήσεις μηχανικές.
Κατασκευάζω ορισμούς σε
ένα ανύπαρκτο σταυρόλεξο.
Οι λέξεις κρέμονται ήδη
σταυρωμένες.
Τις ξεκρεμάω και τις πετώ
άτακτα στο πάτωμα.
Περνάνε μέρες. Τις κοιτάζω
με απόγνωση.
Δεν τις καταλαβαίνω.
Δοκιμάζω να τις πω
μα η γλώσσα μου αρνείται
να προφέρει σύμφωνα.
Δεν συμφωνήσαμε
γι’ αυτό ποτέ.
Όταν με άφησες παιδί
πήρες μαζί την πιο αθώα
μυρωδιά μου.
Και μου άφησες λέξεις
άπειρες, ανάπηρες
για συντροφιά μου.

σε σένα
Στον Γιάννη Λειβαδά

Σε σένα απευθύνεται αυτό το ποίημα.
Όπως και τόσα άλλα.
Σε σένα που ορνιθοσκαλίζεις ιερογλυφικά
κάτω από το φεγγάρι μιας ερήμου.
Ή μιας πόλης έρημης, λερώνοντας τους
βρώμικους τοίχους της με κόκκινη μπογιά.
Που περιφέρεσαι, χαράματα
μισομεθυσμένος, ημίτρελλος
σε σοκάκια, πλατείες και άδειες
λεωφόρους,
ακίνητος.
Σε σένα που στέκεις παράμερα
της σιωπής, κομπιάζοντας μπροστά
στη φωτιά και τη σαστισμένη οργή της.
Που φυτεύεις υάκυνθους σε μια ξερή
βουνοπλαγιά πεθαμένων λέξεων και
περιμένεις την άνοιξη.
Φορέας ανισόρροπων παλμών,
καλοφτιαγμένος
στέρεος και βαρύς
μες στη διαύγεια της θλίψης σου.
Χαμένος.
Ανακαλύπτεις όσα
θα χάσεις ξανά και ξανά.
Τινάζεις από το μάυρο
τις χρωματιστές επωμίδες
και τραβάς την πορεία σου.
Απίθανη ελπίδα της εμμονής μου.
Σε σένα,
που δεν ξέρω
ποιος είσαι,
ξέρω μόνο ότι
έρχεσαι…

EFTIJÍA PANAYIOTU (1980)
Tres poemas de gran jardinero y Negra Moralina


ars poetica

nadie vio al enmascarado de las rosas.
salió de la casa con tijeras en las manos y un
gato negro en brazos hacia el bosque de los secretos –no
lo supo nadie– hasta que labios enormes hablaron
de crímenes en el río, de ferales agujas de pino,
de latidos peri mórtem y trenos a todo volumen.
fue entonces cuando manos como espinas lo desnudaron, arrancaron
el iracundo hongo infectado.

un espejismo

vivo para aquel día
del manicomio.
para la festividad del mundo,
cuando todos en casa se encerrarán, las mujeres se cortarán
los cabellos, los hombres con las narices ensangrentadas llorarán.
se cortará la corriente y el agua, al principio, será
solo polvo y un corazón de estroboscopio
que regulará los tonos de la luz, en una gélida cámara
estarán todos contra todos, todos se rebelarán contra
la revolución y plañirán verdades tiritando de terror,
y un ojo estará dentro de su dentadura refulgente
y una lengua muy incisiva que proferirá la jerigonza
de rerum natura / de natura deorum        somnolienta
más o menos así se contraerá, así se retorcerá hasta que
el alma les abandone, saldrá esta señora y el día será
exquisita fiesta  –  apátrida festividad de la fiesta  –  mientras yo,
con un trozo de cristal en el nuevo mundo de los espejos,
viviré la independencia (todos somos iguales  –  idénticos y
muertos  –  ante la eterna burocracia),
es decir yo, del psiquiátrico, de todas formas yo,
y sin el alta, en la figura de los pájaros viviré,
normalmente vivo
y volveré a vivir el día.

la tenaza

Escorpio surcó los pies de ella.
desde aquel día girar sobre su cabeza
era una utopía perversa.
las adivinaciones de los expertos se revelaron erróneas.
nunca regresó ni una carta envió que
explicara el sitio de su álveo
y el reloj de la noche clavado profundamente en su pecho.
el escorpión, como ves, de nadie es amigo

le regaló sin embargo una brújula
para hallar mis rostros en la oscuridad
le enseñó la culpa
la lectura otra vez y de nuevo la escritura
y lee en la ventana sus ojos
y traza en la lista de casos mis ojos
y con las manos de alguno de los dos
golpea con ímpetu en la pared.
cabeza de negra en la pared

tanto tiempo, aquí había
un aerostato, un horror
que yo tenía que aceptar  –  cómo eras
era débil para amar
que me amaras
quería yo.

 ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
http://exwtico.wordpress.com/

Τρία ποιήματα από τα βιβλία μέγας κηπουρός και Μαύρη Μωραλίνα


ars poetica

κανείς δεν είδε το μασκοφόρο με τα τριαντάφυλλα.
έφευγε απ’ το σπίτι με ψαλίδια στα χέρια και μ’ ένα
γάτο μαύρο αγκαλιά στο δάσος με τα μυστικά —δεν
το ’ξερε κανείς— μέχρι που χείλι τεράστια μίλησαν
για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου,
για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών.
τότε ήταν που αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν
το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο.

 
μια αυταπάτη

για κείνη τη μέρα ζω
του φρενοκομείου.
για τη γιορτή του κόσμου,
που όλοι στα σπίτια θα κλειστούν, οι γυναίκες θα κόβουν
τα μαλλιά τους, οι άντρες με ματωμένες μύτες θα κλαίνε,
το ρεύμα θα χαθεί, και το νερό, στην αρχή θα ’ναι
μόνο σκόνη, και μια καρδιά στροβοσκοπίου
να ρυθμίζει τους τόνους του φωτός, σε θάλαμο παγωμένο
θα ’ναι όλοι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν κατά
της επανάστασης, και θα θρηνούν αλήθειες τρόμο τρέμοντας,
κι ένα μάτι θα ’ναι μες στ’ αστραφτερά τους δόντια
και γλώσσα κοφτερή πολύ που θα εκστομίζει κορακίστικα
de rerum natura / de natura deorum            ναρκωμένη
κάπως έτσι θα συσπώνται, έτσι θα σφαδάζουν ώσπου
να τους βγει η ψυχή, θα βγει αυτή κυρία και η μέρα θα ’ναι
εξαίσια εορτή – απάτριδα γιορτή της εορτής  –  ενώ εγώ,
μ’ ένα κομμάτι κρύσταλλο στον νέο κόσμο των κατόπτρων,
την ανεξαρτησία θα ζω (όλοι ίδιοι είμαστε  –  ίσοι και
νεκροί  –  μπρος στην αιώνια γραφειοκρατία),
δηλαδή εγώ, του φρενοβλαβείου, ούτως ή άλλως εγώ,
και δίχως εξιτήριο, στο σχήμα των πουλιών θα ζω,
κανονικά ζω
και ξαναζώ τη μέρα.

η δαγκάνα

ο Σκορπιός διέσχισε τα πόδια της.
από εκείνη τη μέρα το να στρέψει επάνω το κεφάλι
ήταν δυστοπία.
οι μαντείες των ειδικών απέβησαν λανθασμένες.
ποτέ δεν επέστρεψε μήτε γράμμα έστειλε που
να εξηγεί το σημείο του βυθού της
και το ρολόι της νύχτας βαθιά καρφωμένο στο στήθος της.
ο σκορπιός, βλέπεις, φίλος δεν είναι κανενός

της χάρισε όμως μια πυξίδα
να βρίσκει τα πρόσωπά μου στο σκοτάδι
της έμαθε την ενοχή
ανάγνωση πάλι και ξανά γραφή
και διαβάζει στο παράθυρο τα μάτια του
και χαράζει στο πινάκιο τα μάτια μου
και με κάποιου απ’ τους δύο τα χέρια
χτυπά μ’ ορμή στον τοίχο.
κεφάλι νέγρας στον τοίχο

τόσο καιρό, εδώ ήταν
ένα αερόστατο, μια φρίκη
που έπρεπε ν’ αποδεχτώ  –  πώς ήσουν
ήταν ανήμπορος ν’ αγαπήσει
να αγαπήσεις
ήθελα εμένα.

MIJALIS PAPANTONÓPULOS (1980)
Tres poemas del libro D


A

No quería saber su nombre;
sonreía y caían
al suelo los dientes
hablaba y su boca sangraba errores.

Una muchacha en el infierno
en otro tiempo se me presentó. Llevaba
blanquísima la lengua y sostenía
mi mano en la suya.

A ciegas yo buscaba
el camino hacia la siguiente.

B

Antes de medianoche
y tras la cortina
se vestía de gruesa piel roja,
se arreglaba el pelo
y abría la ventana que daba al interior de la casa
y corría la noche.
«Nada es al azar», me decía a mí mismo,
«nada» y me levantaba por la mañana
con dolor de mandíbula.

C

Andaba D. metida en líos en la esquina
–sus piernas hasta los muslos en asfalto–
se arrodillaba y se recogía el pelo
y sacudía las estrellas de la nuca.

Como si yo presintiera qué había ocurrido;
yo desarraigaba los blancos ciclaminos
que habían conseguido aparecer
bajo mi lengua.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
http://mixalispapantonopoulos.blogspot.com/

Τρία ποιήματα από Δ


α΄

Δεν ήθελα να ξέρω τ’ όνομά της·
χαμογελούσε κ’ έπεφταν
στο πάτωμα τα δόντια
μιλούσε και το στόμα της μάτωνε λάθη.

Ένα κορίτσι στην κόλαση,
κάποτε μου συστήθηκε. Φορούσε
κάτασπρη τη γλώσσα και κρατούσε
το χέρι μου στο χέρι.

Έψαχνα στα τυφλά
το δρόμο για την επομένη.

β΄

Λίγο τα πριν μεσάνυχτα
και πίσω απ’ την κουρτίνα
ντυνότανε χοντρό κόκκινο δέρμα,
χτένιζε τα μαλλιά
κι άνοιγε το παράθυρο στο μέσα σπίτι
κ’ έτρεχε νύχτα.
«Τίποτα δεν είναι τυχαίο», μονολογούσα,
«τίποτα» και σηκωνόμουν το πρωί
με πόνους στο σαγόνι.

γ΄

Τραβιόταν η Δ. στη γωνία
–τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα–
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά
και τίναζε τ’ άστρα απ’ τον αυχένα.

Σαν να ‘νιωθα τι είχε συμβεί·
ξερίζωνα τ’ άσπρα κυκλάμινα
που είχαν προλάβει να φανούν
κάτω απ’ τη γλώσσα μου.

 EVI PLATITSA


las palabras primigenias no son heridas
Nikos Sfamenos, «Lugares ignotos»


Poesía: alquimia del expresionismo
(Proemio para tres poemas de Nikos Sfamenos)

La poesía es por definición expresionista. Un expresionista «desea manifestar sobre todo su propio ser», según el teórico del arte checo Antonin Matejcek, y transformar la realidad empírica en experiencia personal. Lo maravilloso estriba exactamente en esto: aunque las impresiones o los impulsos parten de la realidad exterior, se interiorizan de manera tan extraña que los hechos frecuentemente se reorganizan y se distorsionan con maestría. La fantasía es la fuerza cohesiva y sediciosa que convierte los mensajes de los sentimientos en fragmentos verbales que se unifican casi de manera imperceptible y sorpresiva. El Todo se une con el Todo y los fragmentos de la experiencia personal se fusionan y reunifican por medio de las miradas verbales. Porque la poesía no carece de fantasía óptica. ¿Quién podría afirmar que no ve a la Vestida de Luna en la poesía de Solomós o a Beatriz en la Divina Comedia?
Los poetas, por tanto, son los alquimistas del expresionismo. Como los pintores, así también los poetas se comunican con todo lo que encuentran a su alrededor por medio de los sentimientos. Por ello, la poesía está siempre secularizada y yuxtapuesta al cuerpo de manera austera. Es un espíritu encarnado en olores, memoria y nombres; aquellos invisibles contornos de las impresiones tras un encuentro sexual; los gorjeos de los pájaros antes de la tormenta; lo indescriptible que nos atraviesa. El espacio invisible entre el sol y las nubes, el espacio entre el hálito y la palma de la mano, todo lo que podría ser dicho y no se dijo.
El expresionismo verbal de la creación poética es un proceso reproductor por excelencia; embarazo y nacimiento permanentes. En poesía, el motivo de la naturaleza muerta no existe, sino que en todo momento se insinúa. Por ello, la poesía imita la muerte. Georg Büchner lo dijo de manera hermosa: «La muerte imita el nacimiento; cuando morimos, estamos desnudos e indefensos como recién nacidos» (1). Con el desconcierto de la desnudez del recién nacido o de los primeros hombres, capturamos las secuencias de las impresiones verbales que continuamente se transforman sin el compromiso de la imagen, necesaria condición de la pintura. La quietud y la belleza estática que caracterizan a las naturalezas muertas solo existen como elecciones conscientes del poeta o del lector.
Porque los poetas, exactamente, no coquetean con la muerte, como hace la mayoría desde la distancia, sino que exigen su degustación. Una de los destinos básicos de la poesía es aquél que formularon, con una simplicidad y una honestidad que asustan, los pioneros del expresionismo alemán Kurt Hiller y Jacob van Hoddis, miembros de Der Neue Klub: «Juraron que nunca más permanecerían indiferentes ante las blasfemias del presente y que manifestarían su repulsión frente a cualquier creación artística y científica establecidas, por una parte, y su admiración por cualquier espíritu único, por otra» (2). Y afortunadamente:    

en la obstinación de los tiempos
algunos encendieron una lumbre
con ropa rasgada y rostros deshechos
caminaron por los sótanos
avanzaron
avanzaron
cuando todo en derredor les decía
quedaos
ahí (3)

NIKOS SFAMENOS (1982)
Tres poemas


noche primaveral (4)

el barco calienta sus motores
y tú sentado en un banco excoriado
sin memoria
sin varita mágica
sin talento
nubes y primeras lloviznas
las parejas aceleran el paso y en nada nadie
quedará
los perros se ocultan en los camiones
algo saben los perros
algo mágico que no sabemos
la lluvia se intensifica
un periódico en el suelo
«todos los secretos de una carrera de éxito»
sonríes
en el banco palabras de amor eterno

los pasajeros miran desde las ventanas opacas
los perros miran queriendo decir algo
te enroscas en tu chaqueta empapada
anochece
aguanta amigo

partes hacia tu cuarto
cruzando las mismas luces cenicientas
mientras
cantan las sombras
los niños sueñan al mirar la lluvia
el barco calienta sus motores
y tú no estás a bordo

palabras dagas
sagradas
intactas
viajan hacia el horizonte
libres
pero yo

SEÑALES EN LA OSCURIDAD (5)

Trenes que regresaron
vacíos cada alba
poetas
cómo podemos movernos sin sentir
nos palpamos sin sentirnos
temblamos
dame una estrella y un hálito de cielo
un fragmento de sol y una fuente
ciudades monstruos
extrañas criaturas de un dios invisible
qué escudriñan en una negra incubadora
cómo es que respiramos
sin existir
dame una estrella y un hálito de cielo
ahora
ahora
antes de conseguir
descubrirlos por mí mismo

una gran noche (6)

«No hay salida», dijo
«de amor nos hablaron, de
esperanza nos hablaron, no
hay salida».
«bebamos», respondí
«¿y cómo ocurrirá?»
«bebamos».
«pero escribes».
«sí, pero no ayuda».
«lo veo en sus rostros,
en sus miradas muertas,
toda la historia del
género humano apesta».

Vacié mi botella
Salí al balcón.
Bocinazos
peleas maritales
perfume de mujer.
Un vagabundo delira en la distancia.
Muchos años existió el mundo.
«Y que dure, amigo».
Sería otra gran noche.
Me mantuve firme sobre los escalones y
sonreí

Notas de Evi Platitsa

(1) Georg Büchner, «La muerte de Danton», traducción de Yorgos Depastas, Ekdosis Nefeli, 2011 (hasta aquí, la nota de Platitsa). En español: Georg Büchner, Obras completas, traducción de Carmen Gauger, Madrid, Editorial Trotta, 1992. Gauger traduce: «La muerte es un remedo del nacimiento, cuando morimos estamos tan desnudos y desamparados como niños recién nacidos» (Danton replica a Camille, Acto IV, escena 3, p. 127, tal y como Platitsa me informa). Büchner hace decir a Danton lo siguiente: «Cuando fuimos creados hubo un error, algo nos falta, no tengo nombre para ello, pero ese algo no vamos a sacárnoslo mutuamente de las entrañas, ¿por qué entonces abrir los vientres? Marchaos, somos míseros alquimistas» (op. cit., Acto II, escena 1, p. 99). Platitsa escribe en su proemio que los poetas son «los alquimistas del expresionismo».
(2) De un artículo en el periódico Avyí: Ioanna Avramidu, «Expresionismo sobre fondo obrero» (fecha de publicación: 28/02/2010).
(3) Nikos Sfamenos, Noches florecidas (poesía, 2010).
(4) Nikos Sfamenos, Lo escrito bajo luz sucia (2008).
(5) Nikos Sfamenos, Escuchando un vals en la oscuridad (2007).
(6) Nikos Sfamenos, Ira y flores en un país de muertos (2007).

ΕΥΗ ΠΛΑΤΙΤΣΑ
http://www.dada-cathedra.com/


οι λέξεις πρώτη φορά δεν είναι πληγή
(Άγνωστοι τόποι, Νίκος Σφαμένος)


Ποίηση: η αλχημεία του εξπρεσιονισμού
ένα προοίμιο για το Νίκο Σφαμένο

Η ποίηση είναι εξ ορισμού εξπρεσιονιστική. Ένας εξπρεσιονιστής "επιθυμεί να εκφράσει πάνω απ' όλα τον εαυτό του" σύμφωνα με τον Τσέχο θεωρητικό τέχνης Antonin Matejcek και να μεταστοιχειώσει την εμπειρική πραγματικότητα σε ατομική εμπειρία. Το θαυμαστό έγκειται ακριβώς εδώ : αν και οι εντυπώσεις ή οι παρορμήσεις ξεκινούν από την εξωτερική πραγματικότητα, εσωτερικοποιούνται τόσο παράδοξα ώστε τα δεδομένα της πραγματικότητας αναδιατάσσονται και συχνά παραμορφώνται με δεξιοτεχνία. Η φαντασία είναι η συνεκτική και ανατρεπτική δύναμη που μετατρέπει τα μηνύματα των αισθήσεων σε λεκτικά θραύσματα που ενοποιούνται σχεδόν ανεπαίσθητα και απροσδόκητα. Το Παν συνδέεται με το Παν και τα θραύσματα της ατομικής εμπειρίας ενοποιούνται και επανενώνονται  μέσω των λεκτικών βλεμμάτων. Γιατί η ποίηση δε στερείται οπτικής φαντασίας. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δε βλέπει τη Φεγγαροντυμένη στη σολωμική ποίηση ή τη Βεατρίκη στη Θεία Κωμωδία;
Οι ποιητές, λοιπόν, είναι οι αλχημιστές του εξπρεσιονισμού. Όπως οι ζωγράφοι, έτσι και οι ποιητές επικοινωνούν με τις αισθήσεις με όσα βρίσκονται γύρω τους. Γι' αυτό η ποίηση είναι πάντα εκκοσμικευμένη και αυστηρά δεμένη με το σώμα. Είναι ένα πνεύμα σωματοποιημένο με μυρωδιές, μνήμη και ονόματα, εκείνα τα αόρατα περιγράμματα των εντυπώσεων μετά από μια ερωτική συνάντηση, τα τιτιβίσματα των πουλιών πριν την καταιγίδα, αυτό που μας διαπερνά, αλλά είναι απερίγραπτο. Ο αόρατος χώρος ανάμεσα στον ήλιο και τα σύννεφα, ο χώρος ανάμεσα στην ανάσα και την παλάμη, όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν και δεν ειπώθηκαν.
Ο λεκτικός εξπρεσιονισμός της ποιητικής δημιουργίας είναι κατεξοχήν αναπαραγωγική διαδικασία, διαρκής κυοφορία και γέννα. Το μοτίβο της νεκρής φύσης δεν υπάρχει, αλλά οπωσδήποτε υπονοείται στην ποίηση. Γι' αυτό η ποίηση μιμείται το θάνατο. Ο Γκέοργκ Μπίχνερ το είπε πολύ ωραία: "Ο θάνατος μιμείται τη γέννα, όταν πεθαίνουμε, είμαστε γυμνοί και αβοήθητοι σα νεογέννητα παιδιά"[1]. Με την αμηχανία της γύμνιας του νεογέννητου ή των πρωτοπλάστων συλλαμβάνουμε τα στιγμιότυπα των λεκτικών εντυπώσεων που αναδιαμορφώνονται διαρκώς χωρίς τη δέσμευση της εικόνας, που είναι απαραίτητη συνθήκη στη ζωγραφική. Η ακινησία  και η στατική ομορφιά  που χαρακτηρίζει τις νεκρές φύσεις υπάρχουν  μόνο ως συνειδητές επιλογές του ποιητή ή του αναγνώστη.
Ακριβώς, επειδή οι ποιητές δεν ερωτοτροπούν με το θάνατο, όπως οι περισσότεροι από μακριά, αλλά αξιώνουν να τον γεύονται διαισθητικά, ένας από τους βασικούς προορισμούς της ποίησης είναι αυτός που διατυπώθηκε με αφοπλιστική ευθύτητα και ειλικρίνεια από τους πρωτεργάτες του γερμανικού εξπρεσιονισμού της Νέας  Λέσχης  Kurt Hiller και Jakob van Hoddis: ορκίστηκαν να μην μένουν πλέον απαθείς απέναντι στις βλασφημίες της εποχής και να εκδηλώνουν την αηδία τους απέναντι σε κάθε κατεστημένη καλλιτεχνική και επιστημονική δημιουργία αφενός και τον θαυμασμό τους για κάθε μοναχικό πνεύμα αφετέρου [2]. Και ευτυχώς που:

"σε πείσμα των καιρών
κάποιοι άναψαν μια μικρή φλόγα
με σκισμένα ρούχα και λιωμένα πρόσωπα
βάδισαν στα υπόγεια
εκείνοι προχώρησαν
προχώρησαν
όταν όλα γύρω τους έλεγαν
μείνε
εκεί "  [3]

Τρία ποιήματα


ανοιξιάτικο βράδυ [4]

το πλοίο ζεσταίνει τις μηχανές του
και συ κάθεσαι σε ένα ξεθωριασμένο παγκάκι
χωρίς μνήμη
μαγικό ραβδί
ταλέντο
σύννεφα και οι πρώτες ψιχάλες
τα ζευγάρια επιταχύνουν το βήμα και σε λίγο δεν μένει
κανείς
τα σκυλιά κρύβονται στα φοφορτηγά
τα σκυλιά κάτι ξέρουν
κάτι μαγικό που δεν ξέρουμε εμείς
η βροχή δυναμώνει
μια πεταμένη εφημερίδα
«όλα τα μυστικά μιας πετυχημένης καριέρας»
χαμογελάς
στο παγκάκι λέξεις αιώνιας αγάπης

οι επιβάτες κοιτάνε απ' τα θολά παραθύρια
τα σκυλιά κοιτάνε θέλοντας κάτι να πουν
τυλίγεσαι στη μουσκεμένη ζακέτα σου
βραδιάζει
κρατήσου φίλε

ξεκινάς για τη κάμαρα σου
διασχίζοντας τα ίδια σκονισμένα φώτα
ενώ
οι σκιές τραγουδάνε
τα παιδιά ονειρεύονται κοιτάζοντας τη βροχή
το πλοίο ζεσταίνει τις μηχανές του
και συ δεν είσαι μέσα

λέξεις μαχαίρια
άγιες
ανέγγιχτες
ταξιδεύουν στον ορίζοντα
ελεύθερες
όμως εγώ

ΣΙΝΙΑΛΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ [5]

Τρένα που γυρίσαν
άδεια τις αυγές
ποιητές
πως μπορεί να κινούμαστε χωρίς να νιώθουμε
αγγίζουμε χωρίς να αισθανόμαστε
τρέμουμε
δώσε μου ένα αστέρι και μια ανάσα ουρανού
ένα κομμάτι ηλιαχτίδας και μια πηγή
πόλεις θηρία
παράξενα πλάσματα ενός άφαντου θεού
τι γυρεύουν σε μια μαύρη γυάλα
πως γίνεται να ανασαίνουμε
δίχως να υπάρχουμε
δώσε μου ένα αστέρι και μια ανάσα ουρανού
τώρα
τώρα
πριν προλάβω
και τ’ ανακαλύψω μόνος μου

Μια μεγάλη νύχτα   [6]

«Δεν υπάρχει διέξοδος» , είπε
«μας είπαν για την αγάπη , μας
μιλήσανε για την ελπίδα , δεν
υπάρχει διέξοδος».
«ας πιούμε» , απάντησα
«και πως θα γίνει ;»
«ας πιούμε».
«γράφεις όμως».
«ναι αλλά δε βοηθάει».
«το βλέπω στα πρόσωπά τους,
στα νεκρά βλέμματά τους ,
ολόκληρη η ιστορία του
ανθρωπίνου γένους βρωμάει».

Άδειασα το μπουκάλι μου.
Βγήκα στο μπαλκόνι .
Κορναρίσματα
συζυγικοί καυγάδες
μυρωδιά γυναικείου αρώματος .
Ένας αλήτης πέρα παραμιλούσε.
Ο κόσμος υπήρχε για πολλά χρόνια .
«Όσο πάει φίλε»
Θα ’ταν άλλη μια μεγάλη νύχτα .
Κρατήθηκα γερά στα κάγκελα και
χαμογέλασα

[1] Γκέοργκ Μπίχνερ, "Ο θάνατος του Δαντόν", μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, 2011.
[2] από άρθρο στην εφημ. Αυγή: Ιωάννα Αβραμίδου, "Εξπρεσιονισμός σε εργατικό φόντο" (ημερομηνία δημοσίευσης 28/02/2010).
[3] Νίκος Σφαμένος, Ποίηση -ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ.
[4] Νίκος Σφαμένος, ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΒΡΟΜΙΚΟ ΦΩΣ.
[5] Νίκος Σφαμένος, ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΒΑΛΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ.
[6] Νίκος Σφαμένος, ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΝΕΚΡΩΝ.