Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 16

"Εν πορεία" της Μαρίας Τσιράκου

Eν πορεία, Ποίηση, Μαρία Τσιράκου, Εκδόσεις Πικραμένος, 2010

Το ξέρω καλά τώρα πια, τα λόγια του γερμανού ποιητή μου ‘χουν γίνει σχεδόν βίωμα. Λέγει: «Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σ’απέραντη μοναξιά, κι η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσεις». Λέγω: Πώς θα μπορούσα άραγε να αγγίξω το ποιητικό σώμα ενός άλλου ποιητή, εν προκειμένω μιας βαθύτατα αγαπημένης φίλης που με τα χρώματα των λέξεών της -ψηφιδωτά του πνεύματός της- κατάκτησε τις στιγμές και την μελέτη μου;

Πάντοτε προσέρχομαι στις λέξεις των ποιητών με την μεγαλύτερη ευλάβεια που μπορώ ποτέ μου ν’αισθανθώ. Πάντοτε υποφέρω μήπως και αφαιρέσω -ασυναίσθητα!- το σημαντικότερο εκείνο ελάχιστο που κάνει την ποίησή τους τόσο μεγάλη. Έτσι αποφασίζω κάθε φορά, να ταξιδέψω πάνω στο σώμα τους και καλώ τους άλλους να ταξιδέψουν για λίγο μαζί μου, έως ότου τολμήσουν μόνοι τους το μακροβούτι στην υγρασία των πληγών που αφήνει κάθε ποιητής στις συλλαβές του.

Ο Γάλλος γλωσσολόγος Vendryes έχει πει το εξής: βασικοί συντελεστές του πολιτισμού είναι το χέρι κι η γλώσσα. Μια συνεργεία κατά τ’άλλα ουσιαστική αφού ενσωματώνει στην φράση της την πεμπτουσία του πολιτισμού. Με άλλα λόγια αυτό που δημιουργεί το χέρι κι εξωραΐζει η γλώσσα. Και ίσως το μυαλό όλων πάει, κατευθείαν και αβίαστα φυσικά, στο ό,τι για να βρισκόμαστε εδώ, σ’αυτήν την ποιητική παρουσίαση, έχουμε να κάνουμε από την μια με την γραφή της ποιήτριας, δηλαδή με τις λέξεις, άρα γλώσσα, και από την άλλη, με την αποτύπωση αυτών στο χαρτί, άρα χέρι. Επιτρέψτε μου να επαναφέρω ευθύς εξαρχής το κέντρο βάρους της σκέψης σας στο σημείο που πραγματικά αξίζει να μεταφερθεί.

Την Μαρία Τσιράκου είχα και την χαρά και την τιμή αλλά και την έκπληξη να την γνωρίσω πρώτα ως ερασιτέχνη φωτογράφο και έπειτα να την αγαπήσω ως ποιήτρια. Αν κι εξαρχής η ποιητικής της ταυτότητα, πρόδιδε την  εκλεπτυσμένη εκείνη ποιότητα ανθρώπου που θωρεί τα πράγματα και τις καταστάσεις μέσα από το θολό φίλτρο της διαυγούς ποίησης.  Και να ήθελα λοιπόν να την δω ξεχωριστά ως ποιήτρια ή ξεχωριστά ως φωτογράφο, δεν θα μπορούσα να το κάνω χωρίς ν’αδικήσω την ολότητα της, χωρίς ν’αδικήσω τον αυθόρμητο εκείνο άνθρωπο που κοντοστέκεται με την ίδια ένταση περιέργειας και ανάγκης έκφρασης της, τόσο μπροστά σε μια καθημερινή σκηνή ζωής, όσο και μπροστά στον διακαή εκείνο πόθο έκφρασης των αισθημάτων της σε μία μόνο λέξη.

Λέω λέξη και όχι λέξεις, επειδή η Τσιράκου έμαθε να ζυγιάζει καλά την κάθε λέξη, να την τυραννάει πολύ, πριν τοποθετήσει σχεδόν χειρουργικά το βάρος της στο αβαρές σώμα του ποιήματός της. Και όταν θεωρεί πως καμία λέξη δεν αντισταθμίζει επάξια και μ’επάρκεια το σφρίγος ή την ευαισθησία της σκέψης της, τότε είτε, αναζητά καινούργια δεδομένα, π.χ γράφει: «δεν επαρκώ, δεν επαρκώ / εγώ η ίδια σε εμένα, / αναζητώ καινούργια δεδομένα, / αθροίζω το χρόνο, το μήνα, τη μέρα» είτε πλάθει λέξεις καδράροντας με σαφήνεια ό,τι και όπως θέλησε η ίδια να το πει ή να το γράψει, π.χ γράφει: «Στην επαφή μας, μίσασες την απόσταση. / Τι κι’αν στα μάτια σου κρατούσες μια σκιά, / ήρθες σε μένα, με τα μαλλιά γεμάτα αρμύρα.» Επαναλαμβάνω την φράση, στην επαφή μας μίσασες την απόσταση, μίσασες είναι η λέξη που δικαιώνει την  απόφασή της ποιήτριας να γράψει το ποίημα.     

Η γλώσσα της αποτυπώνει τη σκέψη της αφήνοντας στο χαρτί τα χνάρια μιας καθόλα απλοποιημένης, αλλά προσέξτε! καθόλου απλοϊκής, ποιητικής ιδιοσυγκρασίας που στοχεύει ν’αναδείξει με τον πιο καθαρό τρόπο τα ενδόμυχα. Η διαδικασία αυτή είναι, ομολογουμένως επώδυνη και επίπονη. Και σ’αυτό το σημείο επικαλούμαι την επεξήγηση της Marguerite Yourcenar:  «Να παίρνουμε πάντα την απλούστερη έκφραση αλλά να θυμόμαστε ότι η απλούστερη έκφραση δεν είναι ποτέ η πιο κοινότυπη, αντιθέτως είναι αυτή που βγαίνει απευθείας από τα πράγματα χωρίς να επηρεάζεται από καμία συμβατικότητα». Σ’αυτήν λοιπόν την διαδικασία, συνδράμει η άλλη ιδιότητα της Μαρίας που καταργεί εντελώς τις λέξεις και προτάσσει με δυναμισμό την κίνηση της ακινησίας, εκείνης που απαθανατίζει το χέρι της όταν κλικάρει με τον φωτογραφικό της φακό.

Σαν ένας άλλος Ανδρέας Εμπειρίκος ή Γιώργος Σεφέρης ή ακόμη και σαν  τον δικός μας Κλείτο Κύρου αποτελεί από μόνη της  μια ξεχωριστή κατηγορία μοντέρνου ανθρώπου που ζει κι αισθάνεται την ζωή όχι ν’αποτυπώνεται στις φωτογραφίες αλλά ν’αποτυπώνει πάνω της την ποίηση όπως ή ίδια την αφουγκράζεται και την ορέγεται. Βαθιά βιωματική η γραφή της αρδεύει τους δύο βασικούς άξονες της συγγραφικής της ιδιοσυγκρασίας.  Μία εκ των έσω συναίσθηση της πραγματικότητας της και ένας εκ των έξωθεν καταιγισμός ερεθισμάτων που διαρκώς φιλτράρεται, είναι οι βασικοί πυλώνες της ποίησης της. Η ίδια βρίσκεται στη μέση, πορεύεται και ισορροπεί με την γραφή της στα δύο άκρα, που το ένα την τραβά προς τα μέσα και το άλλο προς τα έξω. Το βλέμμα ωστόσο είναι προσηλωμένο  στα μέσα και όχι στα έξω, διασώζοντάς την έτσι από το εφήμερο και το επιφανειακό της ποίησης που συχνά διαπράττουν αμαθείς αλλά και έμπειροι ποιητές.

Ο Rainer Maria Rilke το είχε γράψει συμβουλεύοντας τον νεαρό ποιητή «Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω∙ αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια». Η ματιά της δική μας ποιήτριας είναι γυρισμένη προς τα μέσα. Δεν αψηφεί τα εξωτερικά, δεν ζει εκτός του κόσμου, δεν εθελοτυφλεί στα σημαντικά που κακώς κείτονται και υπάρχουν. Όχι, δεν είναι ανέστια παρά μόνο όταν η ίδια το θελήσει προκειμένου να αναπλάσει, να μετασχηματίσει, ν’αναπροσδιορίσει, να ποιήσει εν τέλει, έναν καινούργιο κόσμο: «Γίνομαι σώμα φωτεινό, / τέλος στην ύλη. Αποχωρώ. / Μ’όλη τη σκέψη μου μπορώ, / παράδεισο να φτιάχνω. … μέσα στο άπειρο χωρώ, / με τη συναίσθηση οδηγό. … αλλάζω σχήμα και μπορώ, / καινούργιο κόσμο ν’αγαπώ».

Η πορεία της ποιήτριά μας δεν συντελείται μόνο  από το εγώ στο εσύ που συχνά επαναλαμβάνεται ως δυαδικό μοτίβο είτε στην ερωτική της αναζήτησης/σχέσης είτε στην κοινωνική της ευαισθησία αλλά είναι κυρίως μια πορεία από το βαθύτατο παρελθοντικό εγώ της στο παροντικό της εγώ. Και αυτό είναι θαρρώ πιο δύσκολο για την ποιήτρια, καθώς βασανίζει συνέχεια και τις αφορμές και τις αιτίες προκειμένου να φτάσει στις ρίζες της, τις υπαρξιακές. Και επειδή το κάνει αυτό κατορθώνει ν’αγγίζει με την ευαισθησία της και τις ρίζες του κόσμου.

Εν ολίγοις, επειδή η Μαρία Τσιράκου είναι βαθύτατα υπαρξιακή γίνεται και βαθύτατα κοινωνική, γράφει: «σα να χάνεται ο χρόνος / σε τούτο το χώρο φαντάζει. / Σα να βρίσκω τις ρίζες ξανά / στου κόσμου το γίγνεσθαι». Όσο επίπονη κι αν είναι αυτή η πορεία την έχει αποδεχτεί, έχει τολμήσει την βουτιά της. Γράφει: «Στα αποσιωπητικά μου, / τολμώ την βουτιά μου» και ακριβώς επειδή έχει τολμήσει την βουτιά κατορθώνει να κραυγάζει την ελπίδα, ακόμη και εκεί που όλα φαίνονται αδιέξοδα ή παράλογα. Γράφει: «να μιλήσω θέλω, / για τις ώρες, / που γεννούν ελπίδα.». Μέχρι κι ο λιτός ρηματικός ρυθμός των στροφών σε κάθε ποίημα φανερώνει την ελπίδα που η δημιουργός κρύβει έντεχνα στην κατωφέρεια των στίχων και αποκαλύπτει  με μαεστρία στις τελευταίες της αράδες. Γράφει: «Η άνοιξη απέχει ένα μονάχα βλέμμα» Μια αράδα λέξεων και έχει μέσα της συμπυκνώσει όλη την έμπονη πορεία της ποιήτριας που ξεκινά από τα σκοτάδια για να βγει στο φως.

Μην κάνετε το λάθος και αναζητήσετε την Μαρία Τσιράκου σε σκοτεινές γωνίες, σε μυστικές ψυχές, σε ήχους από ξεραμένα φύλλα, σε σπασμένους καθρέπτες, σε απόκρημνους στεναγμούς και αφημένα βάθη. Μην… δεν θα την βρείτε ή ίδια εξάλλου το λέει: «έλα και ψάξε με στο φως… έλα και ψάξε με εδώ». Εκεί θα την βρείτε στο φωτογραφικό φλας να φωτίζει σκηνές τις καθημερινότητάς μας που συχνά προσπερνούμε αδιάφορα ή αγχωτικά. Εκεί θα την βρείτε στην ποιητική της πορεία ν’αγγίζει κάθε πολύτιμη λέξη που προσπερνά η έκφραση. Εκεί θα την βρείτε στο χέρι και στην γλώσσα να προάγει πολιτισμό. Να προάγει τον εαυτό της στην επόμενη εν πορεία μετάβαση… εκεί στο φως…