Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Ad hoc & άλλα ποιήματα - Σπύρος Κανιούρας

AD HOC
Έναν ορισμό:  Η νόηση του χάους ως τρύπα στο μυαλό
Καμιά απόσταση:  Τρύπα του χάους  η νόηση του μυαλού
Στον καπιταλισμό θα’ μαι πίθηκος
και στους ανθρώπους θηριοδαμαστής
Πληρώνω φόρο γονικής αξίας και εξουσίας
–  εντός φιλοξενείται η ομαλότητα της κοινωνίας
εκτός κατοικεί η διάλεκτος των Αβοριγίνων
Οι εστέτ προσόψεις των σπιτιών
η συμμετρία του κήπου
οι ουρές στις δημόσιες υπηρεσίες
–  η μεγαλύτερη τυραννία του αμφιβληστροειδούς

Τα μπαλκόνια με θέα το γαλάζιο του ουρανού
το ανοίκειο του θεού
στα δάχτυλα μου ιδρώνει η θρησκεία σας
–  τόσα χρόνια βασιλεύει σαν ερωμένη
έρχεται πάντα το πρωί ή αργά τη νύχτα
υετός το φιλί
φόβος το σεντόνι
μισή πίστη                                                             ξερό κομμάτι

Πάρεργο η ζωή
Πρωταγωνιστής το εκμαγείο και το είδωλο
Χαρταετός η μνήμη                                                   το σκοινί η λήθη
Και η αλήθεια
καταρράκτης                                                       εφτά μέτρα ψηλή
–  την πέρναγα πάντα για κοντή πονηρή γυναίκα

Θα συντάξω τα λόγια ως ένσημα
και τα χρόνια θα τα κολλήσω γραμματόσημα
η συλλογή μου έχει όνομά
το γράμμα αποστολέα
η φυγή πεθαίνει σαν φυγή                                    τ’ όνειρό στην κρύπτη

ΑΣΥΝΕΙΔΑ

Ένα βράδυ θα παίξουμε
την κλεψύδρα ανάποδα
τον χρόνο κάθετα
την παρουσία μας
αντικριστά

Θα χορέψεις τις νότες άηχα
να σπάσεις την παράπλευρη σιωπή μου
και μην νομίζεις
πως η φωνή μου
έχει ρίζα αειθαλή
πιο πολύ με πέτρα μοιάζει  – παράταιρη κραυγή

Το φως με καρτερία
θα στέκει πάνω σου
η σκιά που θα μπει ανάμεσά
το πιο λευκό σεντόνι – καμένο μου φλας

Όταν σου παραγγείλω
ν’ αφήσεις το σκοινί
έγινε κουραστική αυτή η ακροβασία – πονάνε και οι φτέρνες

Το βάρος της πτώσης
άλλωστε
σαν της ομορφιάς σου
Κι αυτή η Άνοιξη – μνήμη χειμώνα και φορεμένη ντροπή

ΔΡΑΠΕΤΕΣ


Εκεί που βαδίζει η σκέψη σου
εκεί θέλω να με πας
Μην υποσχεθείς τίποτα – για μια φορά τίποτα
Θέλω να κλείσουν όλα τα φώτα απόψε
τ’ αστικά
 τα συνοικιακά και τ’ άλλα
αυτά που κάνουν τους ανθρώπους να ξυπνάνε μες
τη νύχτα με μάτι αλαφιασμένο και ψυχή υπνοβάτη
Αφού τα κλείσεις
έλα να με πάρεις
σταμάτα τροχοφόρα και πεζά
ονειρέψου ένα χρόνο φυλακισμένο
εμάς δεσμοφύλακες που χάσαμε τα κλειδιά
Αύριο θα τα βρουν αυτοί
για να κινήσουν ήμερα την ζωή τους
Εσένα μην σε νοιάζει
να περπατήσουμε μαζί πολύ
σα να μην είχαμε πόδια
παρά μόνο γι’ αυτή την νύχτα
– μίλα μου και κοίταξε με
αύριο θα μας τα πάρουν κι’ αυτά;
Κι ο θόρυβος να πάψει
μόνο τα βήματα μας ν’ ακούγονται
και η ανάσα στο σκοτάδι – μελωδία και σκιά
Κάποτε μου την μάθαινες
με προσήλωση και τεχνική
απόψε άσε την μόνη της –  σαν άπειρο παιδί

Εκεί με πας χρόνια τώρα
με τη σκέψη σου
Όταν την παγώνεις όμως
σταματά ο ήχος
μουδιάζει η εικόνα μας

– λες και μπήκαμε σε κάδρο
χαμογελάσαμε ή λυπηθήκαμε
και μας παγίδεψε το φλας
σε μια βουβή αιωνιότητα
σε ξεθωριασμένο καρτ ποστάλ
καρφωμένοι στον τοίχο
με μάτια ορθάνοιχτα να τρεμοπαίζουν
και σώμα σε παραπληγία

Μην ανησυχείς μήπως βαρεθείς
Αύριο αλλάζουμε οδό και αριθμό
δρόμο και γείτονες
Το κελί νοικιάζεται ξανά

Ο Σπύρος Κανιούρας ζει στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος.