Top menu

8 προτάσεις για αναγνώσεις τον Αύγουστο [Λέσχη ανάγνωσης]

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει:

1 - papadpapad

Έγκλημα χωρίς δολοφόνο, μυθιστόρημα, Χρήστος Παπαδημητρίου, εκδόσεις Μεταίχμιο 2016

Συνήθως, όταν διαβάζουμε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, γνωρίζουμε από πριν, τι περίπου θα συναντήσουμε. Ένα μυστηριώδες έγκλημα, που ένας δαιμόνιος αστυνομικός επιθεωρητής θα αναλάβει να εξιχνιάσει. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο αστυνομικός επιθεωρητής λύνει το μυστήριο με μαεστρία, βρίσκει το δολοφόνο και αποδίδει μια δική του δικαιοσύνη με λίγο πιστολίδι στο τέλος. Το πολύ-πολύ να υπάρχουν και μερικές ανατροπές, κυρίως για τον αναγνώστη, καθώς ο πολύπειρος αστυνομικός επιθεωρητής γνωρίζει από πολύ πιο πριν τη λύση του μυστηρίου. Όσον αφορά το πιστολίδι, ο αστυνομικός επιθεωρητής μένει πάντα ατσαλάκωτος και είτε συλλαμβάνει τον εγκληματία και τον στέλνει στη φυλακή, είτε τον σκοτώνει, αφού ήταν ένας στυγερός δολοφόνος, δεν πειράζει κανέναν η απώλειά του. Ένας λιγότερος. Κάπως έτσι, ικανοποιείται και το κοινό περί δικαιοσύνης αίσθημα.
        
Εξαίρεση στα παραπάνω, παρουσιάζει το αστυνομικό μυθιστόρημα του Χρήστου Παπαδημητρίου: «Έγκλημα χωρίς δολοφόνο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο».
       
Ας δούμε λίγο την υπόθεση: «Παρίσι, 1966: Η περίφημη ορχήστρα Μπαχ της Λειψίας παίζει τον Χειμώνα του Βιβάλντι. Ο διάσημος μαέστρος της πέφτει νεκρός καθώς σβήνουν οι τελευταίες νότες της μουσικής και ενώ το κοινό είναι έτοιμο να ξεσπάσει σε ξέφρενα χειροκροτήματα… Την υπόθεση του αιφνιδίου θανάτου του καλείται να διαλευκάνει ο νεαρός επιθεωρητής Ζακέ, ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με το μεγαλύτερο αίνιγμα της καριέρας του.»
       
Αν προσέξουμε την υπόθεση, μπορεί να τη θεωρήσουμε κλισέ και να υποθέσουμε ότι έχουμε στα χέρια μας άλλο ένα συνηθισμένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Όμως, τα φαινόμενα απατούν. Πέρα από τη ρέουσα πλοκή και τη γλαφυρή γλώσσα του συγγραφέα, πέρα από τις ανατροπές και την ένταση του μυστηρίου, το αστυνομικό μυθιστόρημα του Χρήστου Παπαδημητρίου παρουσιάζει μια πρωτοτυπία. Ο αστυνομικός επιθεωρητής Ζακέ δεν είναι πανέξυπνος. Για την ακρίβεια, ξεγελιέται σαν αρχάριος. Ο αναγνώστης θα φτάσει στη λύση του μυστηρίου μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Ο επιθεωρητής Ζακέ δεν θα φτάσει ποτέ. Δικαιοσύνη και τελική κάθαρση θα συναντήσουμε στο τέλος του μυθιστορήματος, όμως, ο Ζακέ θα έρθει δεύτερος και καταϊδρωμένος.
       
Σε αρκετά σημεία το μυθιστόρημα του Χρήστου Παπαδημητρίου αναφέρεται στις φρικαλεότητες των ναζί στον  Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού η ηρωίδα του θα προσπαθήσει να επιβιώσει στα κρεματόρια του Άουσβιτς.
      
Συμπερασματικά το αστυνομικό μυθιστόρημα του Χρήστου Παπαδημητρίου «Έγκλημα χωρίς δολοφόνο» είναι ένα συναρπαστικό έργο, που αξίζει να διαβαστεί απνευστί και που καταφέρνει να πρωτοτυπήσει και να ξεφύγει από τα κλισέ αστυνομικά μυθιστορήματα.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

**

2 - dabiklopin

Το διαμαντένιο σώμα, μυθιστόρημα, Ζοέλ Λοπινό, εκδόσεις Καστανιώτη 2016

Στη Βρετάνη του 1686 μία τραγική μοίρα περιμένει ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, την Γκαέλ, η οποία μην μπορώντας να ζήσει τον έρωτά της με τον Λόικ αυτοκτονεί πέφτοντας από ένα απόκρημνο βουνό.

Στον 21ο αιώνα ο Φοίβος ζει μία ασφυκτική ζωή, εγκλωβισμένος σε μία συμβατική σχέση, καταπιέζοντας τα όνειρα και τις επιθυμίες του, κυνηγημένος από τα τραυματικά βιώματα της παιδικής του ηλικίας.

Την Αλκυόνη την στοιχειώνουν οι δικοί της δαίμονες. Βυθισμένη σε μία αυτοκαταστροφική  πορεία, ένα μοιραίο γεγονός το οποίο την ακολουθεί από τη γέννησή της δεν την αφήνει να χτίσει μία φυσιολογική ζωή καθώς και να διαμορφώσει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις.

Οι τρεις ήρωες του μυθιστορήματος της Ζοέλ Λοπινό «Το διαμαντένιο σώμα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, συνδέονται με ένα περίεργο και μοιραίο τρόπο ο οποίος θα τους οδηγήσει μέσα από μία πνευματική και κυρίως μεταφυσική αναζήτηση στην ολοκλήρωση.

Ο καθένας από αυτούς έχει τα δικά του «σκληρά» βιώματα, τα δικά του φαντάσματα με τα οποία θα ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό ο αναγνώστης καθώς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υπάρχουν στις ζωές των περισσότερων και ανακόπτουν την πορεία τους προς την ευτυχία και την ψυχική ολοκλήρωση.

Οι ήρωες του μυθιστορήματος όμως θα μπουν στον κόσμο των σκιών, θα ψάξουν τα γεγονότα, τις αιτίες και τα αποτελέσματα και μέσα από την ψυχανάλυση, την εσωτερική αναζήτηση και κυρίως την αληθινή αγάπη θα οδηγηθούν στο φως.

Αλεξία Νταμπίκη

**

3 - xlwpapostol

Η νύχτα των πενήντα ημερών, ποίηση, Γιώργος Αποστόλου, εκδόσεις Ήτορ 2016

Αποτελεί ιδιαίτερο ευτύχημα, κατά τη γνώμη μας, να βλέπουμε φιλολόγους που παλεύουν με τις λέξεις και τα συναισθήματα στην ποιητική αρένα. Οι φιλόλογοι κουβαλούν μία υπέρογκη κουλτούρα λογοτεχνική• ωστόσο, τούτη είναι πάντα καταδικασμένη να μένει δεμένη με αλυσίδα με τη σιδερένια μπάλα των αναλύσεων που εμποδίζουν τελικά τον επιστήμονα να γίνει λογοτέχνης, ελεύθερος και ειλικρινής, χωρίς τον περιορισμό τούτο, παρά τις επιφανείς σημαντικές εξαιρέσεις (Δάλλας, Κριαράς κλπ).

Τη σκόπελο τούτη προσπέρασε το 2015 ο Γιώργος Αποστόλου με το θεατρικό «Αλκιβιάδης και τόσο πλήρως σε φαντάστηκα» (Ήτορ) και πλέον χάραξε τη λογοτεχνική του πορεία με την ποιητική συλλογή «η νύχτα των πενήντα ημερών» (ήτορ, 2016).

Στη συλλογή η ποιητική αυτοαναφορική αναζήτηση συνδέεται με τις υπαρξιακές αγωνίες σε στιχουργήματα μέσης έκτασης. Η γλώσσα του είναι η λιτή οικεία, καθημερινή. Κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά με ελεγχόμενη χρήση των επιθέτων. Παύσεις και μερική ελλειπτικότητα συμπληρώνουν την εκφραστική του σε κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις που σπάνια γίνονται επαυξημένες.

Συχνή είναι η χρήση του καβαφικού β΄ ενικού προσώπου που -αν και μοιάζει με το αοριστολογικό- διαμορφώνει έναν δίαυλο ψευδοδιαλόγου με τον αναγνώστη/ακροατή. Εντούτοις απαντώνται και δευτεροπρόσωπα βουβά πρόσωπα σε ερωτικά ποιήματα ή τεθνεώτων αγαπημένων στα οποία απευθύνεται ο δημιουργός. Το β΄ γραμματικό πρόσωπο συμπληρώνει το πρωτοενικό υποκείμενο που εκθέτει σε μία εξομολογητική διάσταση -συχνά με αλληγορικά χαρακτηριστικά- τις συνθέσεις της συλλογής. Εντούτοις  παρά τη "μονολογική" μονοτονία, το α΄ ενικό πρόσωπο λειτουργεί ως όχημα έκφρασης διαχρονικών και πανανθρώπινων αγωνιών μέσα από τη φωνή του ποιητή.

Ένας ελεγχόμενος λυρισμός εμφυσά τη στιχουργική του Αποστόλου. Το φυσικό στοιχείο έχει αισθητή παρουσία σε όλη τη συλλογή διαμορφώνοντας ένα ρομαντικό ποιητικό κάδρο. Ο δημιουργός απομακρύνεται έτσι από την αστική εικονοπλασία και πλησιάζει την "ποίηση της περιφέρειας". Η θάλασσα και η νύχτα αποτελούν ένα σταθερό μοτίβο, σε πλήρη αντίθεση προς την απουσία του αστικού τοπίου• ακόμα και συνθέσεις που δεν οπτικοποιούνται σε χώρους της υπαίθρου, θα μπορούσαν να διαδραματίζονται/αναφέρονται σε κάθε περιοχή (ποια λέξη είσαι, δύσκολη εποχή, νύχτα πρωινή, αναμονή, κομμός, το κόλπο, το δώρο, σαν χάρη, υγρά μάτια, νοσταλγία, απολιθώματα).

Βέβαια, η ποιητική του Αποστόλου κινείται πιο κοντά στην "ποίηση δωματίου" ή "κλειστού χώρου" παρά στην "ανοιχτή". Και τούτο δε συνδέεται τόσο με το καναβάτσο, όσο με την υπαρξιακή και ποιητική θεματική του, ενισχυμένη από την έντονη παρουσία της νύχτας -και συνηγορώντας από την απουσία εικαστικής μέρας. Ωστόσο, το κάδρο του δεν είναι σκοτεινό. Φωτίζεται από φανάρια, φεγγάρι και άστρα, ενισχύοντας το λυρικό στοιχείο, κι εκεί υποφώσκει ακριβώς ένα στοιχείο αισιοδοξίας.

Σημαντικό μέρος της συλλογής καλύπτουν τα ποιήματα για την ποίηση. Αν και η κλειστή ποιητική αυτοαναφορικότητα διακρίνεται γενικώς από έναν "αγοραφοβικό" εγωισμό, εντούτοις, εντυπωσιάζουν αρκετές συνθέσεις της συλλογής τόσο με τη μεταφορική έκφραση όσο και με τη συνειρμική/λιτή εικαστική του στίχου. Βέβαια, η ποιητική παράδοσή μας έχει υπερβολικά μεγάλο αριθμό για την ποιητική έμπνευση ή την καταφυγή στην ποίηση με εξαιρετικά δείγματα. Ωστόσο, πολύ συχνά τις τελευταίες δεκαετίες ποιητές καταφεύγουν σε αυτό το θέμα με αρκετές συνθέσεις ανά συλλογή προδίδοντας είτε αδυναμία έκφρασης είτε φίλαυτο ελιτισμό.

Σε κάθε περίπτωση όμως εκπλήσσει ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει την Ποίηση ο Αποστόλου. Άλλοτε είναι μετανάστης στη χώρα των ποιητών που ψάχνει εργασία χωρίς συστατικές επιστολές κι άλλοτε επιλέγει σαν ρούχο τις λέξεις (η χώρα των ποιητών, ποια λέξη είσαι, τρεις σημειώσεις για τη σιωπή, απορία, πορτ μαντό, ορισμοί, σαν χάρη, laterna magica, εντατική, αποκαθήλωση, λέξη ανεπίδεκτη).

Παράλληλα, ο ποιητής αγωνιά για το χρόνο που περνά (πρωινό ξύπνημα, φόβος, ένα δύσκολο παιχνίδι, το πτηνό του Θεού, αντοχή) προσδίδοντάς του μία εξανθρωπισμένη και συνάμα μαγική/υπέρκοσμη διάσταση, μα και εκφράζει τις ανησυχίες του με στοχαστική διάθεση για το θάνατο (αθανασία, οβολός, νοσταλγία, μια κάποια λύσις). Γράφει για τα όνειρα που ανατρέπονται  (αναμονή, στιγμή αγανάκτησης, απολιθώματα) και τη χειμαζόμενη κοινωνία της κρίσης (Ομόνοια, πάλι εγώ, κομμός, διαδώστε το).

Ο Αποστόλου με ποιητική ειλικρίνεια και χωρίς να επιδιώκει τον εύκολο εντυπωσιασμό, στα πρώτα του ποιητικά βήματα δίνει πολύ θετικά δείγματα με τη μεστότητα του λόγου του. Επιφανειακά ακαλλιέργητη η γραφή του μιλά με αμεσότητα και εκφράζει οικουμενικές αγωνίες των ανθρώπων.

Δήμος Χλωπτσιούδης

**

4 - papadgalan

Καρτ Ποστάλ, ποίηση, Κωνσταντίνος Γαλάνης, εκδόσεις Εκάτη 2015

Πριν από λίγο καιρό είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε τη νέα ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Γαλάνη: «Καρτ Ποστάλ».
       
Το πρώτο, που θα προσέξει ο αναγνώστης είναι ο τίτλος. Εδώ, ο όρος καρτ-ποστάλ μπορεί να αποδοθεί με δυο σημασίες. Υπάρχουν οι καρτ ποστάλ, που αγοράζουν οι τουρίστες σωρηδόν με σκοπό να εμπλουτίσουν την προσωπική τους συλλογή και απεικονίζουν διάφορα τοπία ή αξιοθέατα, άρα μπορούμε να δούμε και τα ποιήματα ως στατικές εικόνες, που εμπλουτίζουν την πνευματική συλλογή του αναγνώστη. Όμως, υπάρχει και η κατά λέξη έννοια της ταχυδρομικής κάρτας, που γράφουμε στο πίσω μέρος της δυο λόγια και τη στέλνουμε σε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Άρα τα ποιήματα γράφονται με τελικό σκοπό να φτάσουν ως μηνύματα στους αναγνώστες.
        
Τα ποιήματα της συλλογής του Κωνσταντίνου Γαλάνη: «Καρτ Ποστάλ» είναι κυρίως συμβολικά με αρκετές δόσεις υπερρεαλισμού. Ο ποιητής εκφράζει τις ανησυχίες του και τον κοινωνικό του προβληματισμό και αποτίει φόρο τιμής στο Πολυτεχνείο με τα «γαρίφαλα που πένθησαν / για της φωτιάς το μέλλον.»
       
Τα φυσικά φαινόμενα υποβοηθούν τον ποιητή να κάνει όμορφους συνειρμούς, όπως η βροχή, που γεννάει θλιβερά συναισθήματα: «Σταγόνες μουσκεύουν το κορμί, / μα την καρδιά βαραίνουν».
       
Σε μια κοινωνία όπου τα πάντα υπολογίζονται με το χρήμα και οι εμπορικές σχέσεις έχουν υποκαταστήσει τις ανθρώπινες ακόμα και το μητρικό γάλα είναι συσκευασμένο. Ο Κωνσταντίνος Γαλάνης θα γράψει με πικρία και ίσως κάποια δόση ειρωνείας: «Εκεί, δίπλα στ’ αναλώσιμα συναισθήματα, / βρίσκεται συσκευασμένο το μητρικό το γάλα, / καταδικάζοντάς τον στο αέναο κυνήγι της Ευτυχίας.»
       
Όπως, παρατηρούμε, λοιπόν, η ποιητική συλλογή «Καρτ Ποστάλ» εκφράζει μια απαισιόδοξη άποψη για την σύγχρονη κοινωνία και  διαβάζουμε πως «τα κάστρα έπεσαν, γιατί δε χτίστηκαν ποτέ», όμως, υπάρχει δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα και να φτάσουμε σε μια κατάσταση όπου «το σ’αγαπώ» θα «σβήνει / του πολέμου το γιατί.» Άρα, υπάρχει και μια σπίθα αισιοδοξίας στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Γαλάνη, έστω και καλά κρυμμένη.
         
Θα κλείσουμε εδώ, τη μικρή μας αυτή προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Γαλάνη «Καρτ Ποστάλ» τονίζοντας ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη εκδοτική απόπειρα. Περιμένουμε και τις επόμενες.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

**

5 - theodespot

Πνεύματα: Μια ιστορία της πικρής στροφής, μυθιστόρημα, Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη, εκδόσεις Mamaya 2016

Μια ενδιαφέρουσα ιστορία του νεαρού και όμορφου Παγκράτη μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον κοντά στην θάλασσα ξεδιπλώνεται σε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Το μυθικό βασίλειο της Αισωπίας ισορροπεί πάνω σε μια εύθραυστη διπλωματική ουδετερότητα που έχει επικρατήσει μετά την επέκταση μιας αυτοκρατορίας. Ο ήρωας είναι ένας πρακτικός άνδρας που πρέπει να χρησιμοποιήσει τόσο τις πνευματικές όσο και τις φυσικές του ικανότητες για επιβιώσει και να επιτύχει. Η τύχη φέρνει στον δρόμο του τον πρίγκιπα Τουνταλίγια και έναν εσμό από μάγους που ανήκουν στην ακολουθία του. Η πολιτική θέση του πρίγκιπα προσφέρει μια πρόκληση στον Παγκράτη που πρέπει να ανταποκριθεί και να μηχανευτεί τον τρόπο να βγει νικητής.  Βασικό χαρακτηριστικό των πρωταγωνιστών αυτής της περιπέτειας είναι ότι η χώρα καταγωγής τους είναι διαφορετική από τη χώρα κατοικίας και γέννησής τους. Η ατομικότητά τους καθορίζεται από αυτό το πλέγμα επαναπροσδιορισμού, σαν μια ευαίσθητη πολιτική και ψυχολογική ισορροπία. Η δράση τους θα τους οδηγήσει σε συγκρούσεις πολεμικές αλλά και θα τους αναγκάσει να πάρουν ηθικές αποφάσεις. Η βία του κόσμου που ζουν δεν τους αφήνει περιθώρια εφησυχασμού και αδιαφορίας. Η φύση συμμετέχει, δυσκολεύοντας τα εγχειρήματα τους, από την μία με τη γλυκύτητα μιας παραλίας και από την άλλη με την σκληρότητα μιας ερήμου, ή αλλιώς από τη μία με την εφευρετικότητα μιας κινούμενης πραγματικότητας και από την άλλη ενός αέναου ανταγωνισμού.

Η διαπραγμάτευση της ιστορίας από την Ευθυμία Δεσποτάκη έχει γίνει με μεγάλη μαεστρία στο επίπεδο της γλώσσας και της μελέτης του θέματος. Το βιβλίο κυλά σαν νερό στο αυλάκι για να προσφέρει μια βαθιά ευχαρίστηση. Το αποτέλεσμα είναι άρτιο, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς μια τεράστια δυσκολία που είχε να αντιμετωπίσει η συγγραφέας, αυτή του κλασσικού κόσμου. Γιατί, όταν διαθέτεις κλασική παιδεία, φέρεις ένα τεράστιο βάρος που βοηθά να εξηγήσουμε τη σπανιότητα νέων και δημιουργικών προσεγγίσεων μιας μακραίωνης παράδοσης. Η τυποποίηση της γνώσης του αρχαίου κόσμου από τους μελετητές του και όχι από τους κληρονόμους του επέβαλε μια σιωπή στους δεύτερους. Οι κληρονόμοι αυτοί σιώπησαν με σκοπό να διαχειριστούν το πλεονέκτημα της επαναδημιουργίας ταυτότητας που τους παρείχε η σύνδεσή τους με την κλασική αρχαιότητα. Με τους δυο παγκόσμιους πολέμους και την ανάλογη τεχνική εξέλιξη έχουμε τον ενταφιασμό του αρχαίου κόσμου και τη δυσκολία της κατανόησης του με όρους άμεσης εμπειρίας.

Παρ’ όλα αυτά, οι κληρονόμοι της κλασικής αρχαιότητας διαθέτουν μέσα στην καθημερινή τους ζωή τα στοιχεία εκείνα που τους επιτρέπουν να επαναδιαπραγματευθούν την ταυτότητά τους με νέους όρους. Οι κληρονόμοι είναι οι κάτοικοι μιας κλειστής θάλασσας.  Δεν τους κατονομάζω, αν και τα ονόματα είναι προφανή, καθώς και οι πρακτικοί λόγοι που τους κάνουν να ενεργούν όπως ενεργούν οι ήρωες του βιβλίου. Αν το έκανα, θα στερούσα τη μαγεία της ανάγνωσης που είναι ένα ταξίδι με απλά βήματα από την έξοδο του σπιτιού μας έως την ακροθαλασσιά. Τα πάντα μιλούν γι’ αυτό που υπάρχει και εξελίσσεται ακόμα και αποκαλύπτουν με καθημερινούς όρους ότι ο τόπος, οι γλώσσες και η διαπολιτισμικότητα δεν είναι κάτι νέο, αλλά κάτι πολύ παλιό που μπορούμε να το προβάλουμε με άλλους όρους και καλύτερη από αυτή της Ντίσνεϋ Λαντ. Και αυτή η πρόταση έχει ενδιαφέρον, πρωτοτυπία. Απολαύστε το.

Tέτη Θεοδώρου

**

6 - kokosderzek

Αμητός πόλης, ποίηση, Δημήτρης Δερζέκος, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012

Στην πρώτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Δερζέκου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη με τον υπαινικτικό/μυστηριώδη τίτλο «Αμητός Πόλης», κυριαρχεί ο χρόνος ,η μνήμη, οι αναμνήσεις, οι απόντες πλέον αγαπημένοι, η μοναξιά, το παρελθόν που πωλείται, το παρόν που ενοικιάζεται και το μέλλον που αγοράζεται.

"Δε θα κάνω παράπονα/Σε στεναγμούς όχι/Όμως θα καθυβρίσω με ουρλιαχτά το χρόνο και θα κρεμάσω από το δάκτυλο μου την κατακόρυφη κλωστή της μνήμης/Πάνω της θα αφήσω να κυλήσουν οι σταγόνες των ημερών μου/πριν λυθούν με νόημα στο ξύλινο πάτωμα."

Έντονη είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στο παρελθόν του ποιητικού υποκειμένου και το παρόν του στο οποίο κυριαρχούν οι αναμνήσεις, "Τοίχοι που ξεφλουδίζουν/Μια επιδερμίδα που αλλάζει τον εαυτό της/Και μαζί χάνονται/Επιφάνειες από αυτό που υπήρξαμε/Σε κάθε χιλιοστό πάχους εμείς”. Η παιδική ύπαιθρος του Ναυπλίου όπου και μεγάλωσε, με τις γειτονιές των παιδικών χρόνων που τρέχουν ποδήλατα ενσαρκώνουν το χθες στη ζωή του ποιητή, ενώ το αύριο του κοσμεί η οπλισμένη θάλασσα του μπετό.

Το ποιητικό υποκείμενο ανακαλύπτει σταδιακά τους πολλαπλούς εαυτούς του σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, σε ένα παιχνίδι υπαρξιακό όπου "περπατά μηχανικά/Χωρίς ν’ ακούει τα βήματα του/Χωρίς να βλέπει τον εαυτό του/Χωρίς να υπάρχει αυτός".

Μια νοσταλγική διάθεση διατρέχει τα ποιήματα του Δερζέκου, ένα παιχνίδι ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Τώρα πλάγια βήματα ώστε να μην προχωρήσουμε. Ούτε όμως και πίσω. Αν προσπεράσει ποτέ το παρελθόν ίσως ζήσουμε πάλι. Ο ποιητής φαίνεται να ταλανίζεται από το παρελθόν του, από τις αναμνήσεις του, από τη μοναξιά. Στο όνομά σου το σιγανό αντίκρισμα όπως πληγή θύμησης και σωπαίνω. Και παρακάτω, Και πολύ περισσότερο αγνοώ γιατί τα λεωφορεία τα βράδια δεν κυκλοφορούν όταν υπάρχει τόση μοναξιά να διανύσουμε.

Καταγράφει εικόνες και περιστατικά, συναισθήματα και λόγια, σε μια προσπάθεια να φωτογραφήσει τη στιγμή, να αναβιώσει στιγμές και να αποτυπώσει θραύσματα μνήμης. Με τη βοήθεια των λέξεων προσπαθεί να αποτυπώσει τις εικόνες και τα συναισθήματα που του ενέπνευσαν τα βιώματά του και οι άνθρωποι της ζωής του.

Στεφανία Κοκκόση

**

7 - selimkentrot

O Δερβίσης και ο θάνατος, μυθιστόρημα, Μέσα Σελίμοβιτς, μτφρ. Λ. Χατζηπροδομίδης, εκδόσεις Επίκεντρο 2015

Ανέβηκε στον ψηλότερο βατήρα και πήδηξε με μια τέλεια βουτιά ως τα  άδυτα της ψυχής του. Τα σκάλισε, τα κουκούλωσε, τα ξεσκέπασε, τα γέλασε, τα αμφισβήτησε, τα πήρε στα σοβαρά, τα πόνεσε, τον πόνεσαν, τον γνώρισαν και τα γνώρισε. Δεν τα φοβήθηκε. Τα κοίταξε βαθιά στα μάτια και παρασύρθηκε με τόλμη σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας και εσωτερικής αναζήτησης που αναιρεί τα αυτονόητα και τα στερεότυπα. Αποκωδικοποίησε έναν έναν  τους άτυπους κανόνας εξουσίας που προδιαγράφουν το είναι μας πριν καν γεννηθούμε.  Το ταξίδι του κράτησε είκοσι χρόνια. Κι έπειτα, στην ηλικία των 50, πήρε την πένα του και ξεκίνησε να γράφει την ιστορία του: «Ο Δερβίσης και ο θάνατος».

Δεν είχε σημασία το ποιος, το πότε ή το πού – τα σκέπασε όλα με μια διάφανη μπούρκα  κι έμεινε στο πιο σημαντικό: στην αλήθεια του. Ξεγυμνώθηκε μέσα από τις λέξεις του. Τις ξεδίπλωσε λίγο λίγο πάνω στο χαρτί όπως το φρεσκοπλυμένο σεντόνι αγκαλιάζει το διπλό κρεβάτι, απαλά, αέρινα, με προσοχή και καλοσύνη μέχρι να εξαφανιστεί και η τελευταία τσάκιση. Δεν είναι η άρτια τεχνική του το σπουδαίο της γραφής του, ούτε η ιστορία που διηγείται, αλλά η τόλμη του. Γραφή χωρίς ντροπή, με επίγνωση και συνείδηση. Συναισθηματική και δυνατή. Σκληρή κι ειλικρινής. Κάθε φράση του και μια αλήθεια, μια σμίλη που δίνει σχήμα στις ακαθόριστες σκέψεις του αναγνώστη. Επιδίδεται σε μια εσωτερική διαμάχη  χωρίς νικητές και ηττημένους, τσαλαβουτάει στις αντιφάσεις του μυαλού, πέφτει σ’ αδιέξοδα, αποκαλύπτει την σκαιότητα της εξουσίας που προέρχεται μέσα και πέρα απ’ αυτόν, αντιλαμβάνεται την ματαιότητα και αποκαλύπτει τα τερτίπια του εγωισμού του. Με λίγα λόγια,  απελευθερώνει από μάσκες και πανοπλίες την ουσία της ύπαρξης: «ότι ο άνθρωπος είναι πάντα σε απώλεια».

«Μπες από δω, πέρασε το κατώφλι, μόνο μια σπιθαμή μέρος, κι αμέσως θα μιλήσεις διαφορετικά». Αυτό ακριβώς είναι το βιβλίο του Μέσα Σελίμοβιτς. Μια πόρτα που αν την ανοίξεις και  μπεις, θα βγεις 500 σελίδες αργότερα διαφορετικός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως το βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, έτυχε πολλών βραβείων και το 1972 γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία. Και το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους. Και ειδικά σε όσους αγάπησαν τον “Ξένο” ή την “Δίκη”.

Μ. Κεντρωτή

**

8 - sotirakoglou

Μοναχοπαίδι, ποίηση, Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου, εκδόσεις Vakxikon.gr 2016

Και η συνάντηση αυτή έγινε όταν πρωτοδιάβασα τη λέξη μοναχοπαίδι στον τίτλο της συλλογής, το ουσιαστικό που δηλώνει την ύπαρξη ενός και μόνο τέκνου. Αν όμως αντιστρέψουμε τη σειρά των λέξεων τότε προσδιορίζεται ευκρινέστερα το θέμα της πρώτης ποιητικής συλλογής της Αλεξάνδρας Σωτηράκογλου. Ένα παιδί μονάχο είναι το ποιητικό υποκείμενο στην ανά χείρας συλλογή που ξεκινά μια πορεία ενηλικίωσης, ωρίμανσης και αναζήτησης.
 
Με ένα ποίημα επιστολή προς ένα αδερφό που δεν γεννήθηκε και δεν υπήρξε παρά μόνο για να παρακινήσει αυτή την πορεία ανοίγει η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή και διαρθρώνεται σε τέσσερις θεματικές ενότητες με άνισο αριθμό πεζών ποιημάτων.  
 
Στην πρώτη ενότητα ο χρόνος, διαρκώς παρών είναι άλλοτε συνοδοιπόρος κι άλλοτε συνένοχος στο ταξίδι κι άλλοτε “ανεπαίσθητα” περνά ενώ η απεύθυνση στον αδερφό συνέχει σχεδόν όλες τις ποιητικές ενότητες της συλλογής και λειτουργεί ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο:
Ας παίξουμε ένα παιχνίδι/ Τι βλέπω;/Περιέγραψε/ Την πόλη/ Μοιάζει με νεκρό τοπίο./ Ξέρεις πως είναι ένα νεκρό τοπίο.

Και στο τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας:
Αδερφέ μου, δε θέλω να μαντρωθώ./ Μόνο/ να πίνω τσιγάρα και τεκίλα να μιλώ για τον Καβάφη/ να εκβιάζω τις συνθήκες μη στραβώσουν.
Μα είναι ανάγκη, με νιώθεις/ αν μπορείς, πόνταρε στην τύχη μου./Κάπως έτσι – έστω κι ενοχικός -/ θα δικαιωθείς

Στη δεύτερη ενότητα το ποιητικό υποκείμενο αναστοχάζεται σε πρώτο πρόσωπο με μια διάθεση αυτοπαρατήρησης και εξομολόγησης εκκινώντας από την παιδική ηλικία “τις εποχές που με κοστολογούσαν από τις γραντζουνίες και τα γδαρμένα γόνατα” περνώντας σε μια εποχή  αμφιβολίας και εσωτερικής αναζήτησης  “Μόνο που θα θελα να με άντρας – και τώρα που δε θέλω  - έτσι ατίθασο που έμεινα να τους εκδικηθώ;”

Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η ιδιόμορφη στιχουργική σε δυο στήλες του  τρίτου ποιήματος αυτής της ενότητας με την εσωτερική θεματική συνάφεια και τη δυνατότητα αντιπαραθετικής ανάγνωσης, ανάμεσα στο υποκείμενο που προσπαθεί να συναναστραφεί χωρίς να ανταποκρίνεται επαρκώς στην οικειότητα των άλλων και τη προσπάθεια ενός εντόμου να γίνει πεταλούδα. Στο τέλος του ποιήματος αυτή η αντιπαραβολή καταλήγει στην ταύτιση των δυο παραδειγμάτων :

Μα τόσα έντομα
–το ξέρουν-
ποτέ τους δε θ' ανθίσουν
πεταλούδες.
Εγώ, στην τελική,
γιατί να διαφέρω;

Η εσωτερική πληγή και το αίσθημα απαισιοδοξίας διακρίνει τα ποιήματα αυτής της ενότητας και δίνει τη σκυτάλη  στην επόμενη προτελευταία τρίτη ενότητα, τη μεγαλύτερη της συλλογής σε αριθμό ποιημάτων αλλά και σε ένταση λεκτικών και στιχουργικών πειραματισμών. Το πρώτο ποίημα της ενότητας μέσα από το οξύμωρο της απομόνωσης και της επιθυμίας για επικοινωνία με τον αδερφό θεματοποιεί τη συντροφικότητα ως πρόσχημα. Τα επόμενα ποιήματα σκιαγραφούν την αναζήτηση σε πρότυπα εντός και εκτός οικογένειας ενώ συνάμα η μοναξιά κυριαρχεί άλλοτε ρητή κι άλλοτε υποδηλούμενη.

Σε αυτή την ενότητα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μια μετάβαση από τον οικείο χώρο και τα πρόσωπα της οικογένειας σε έναν τόπο αυτογνωσίας και αναζήτησης μεταίωρο και σκοτεινό όπου επικρατεί ένας ιδιότυπος ερωτισμός που οδηγεί στη μόνωση “γέμισαν την οθόνη μου με σέξ” κι ύστερα η αδυναμία να επιστρέψεις, να αγαπήσεις, να είσαι αληθινός.

Τα ποιήματα της συλλογής Μοναχοπαίδι φαίνεται να ιχνηλατούν πάνω σε μια διαρκή εσωτερική αμφισβήτηση, μια εναγώνια ανάγκη επικοινωνίας κυρίως με το επικοινωνιακό νήμα της αναζήτησης του αδερφού που έχει επιλέξει η Αλεξάνδρα ως Leitmotiv της συλλογής της. Μέσα από αυτό το τέχνασμα μπορεί κανείς να διακρίνει ίσως και μια διάθεση μετακίνησης  από το εγώ στο εμείς, χωρίς όμως αυτό να ανοίγεται σε έναν πληθυντικό του κοινωνικού ιστού και των προβλημάτων που τον ταλανίζουν. Πιο συχνά δημιουργείται η αίσθηση πως η αυτοαναφορικότητα που διακρίνει τα ποιήματα λειτουργεί ως κάλεσμα ταύτισης του αναγνώστη με το ποιητικό υποκείμενο ή ακόμα καλύτερα διατυπώνεται μια ομολογία του ποιητικού υποκειμένου στον έσω και έξω αδερφό για τη μάταιη προσπάθεια να μάθει τον εαυτό του.

Ο πειραματισμός και μια εσωτερική αμφισβήτηση διαπνεόυν όλη τη συλλογή της Αλεξάνδρας που μεταιωρίζει τις λέξεις, δεν υπακούει σε συμβατικές νόρμες και επιλέγει την αυτοναφορικότητα και την πρωτοπρόσωπη ποίηση. Η απομόνωση και το μάταιο μιας αληθινής επικοινωνίας ή συχνά ο θάνατος αποτελεί στα περισσότερα ποιήματα μια σταθερή επωδό. Το ποιητικό υποκείμενο φαντάζει απόμακρο από το κοινωνικό περιβάλλον, σαν ένας αμέτοχος παρατηρητής που δεν ταιριάζει σε αυτό, αλλά μόνο το ανέχεται. Η ευαισθησία του δεν ταιριάζει με το χώρο και τα άτομα που τον περιβάλλουν ενισχύοντας τη μοναχικότητά του. Η πρωτοενική έκφραση δημιουργεί ένα ύφος εξομολογητικό που συμπλέει με την αφηγηματική ροή άλλων ποιημάτων. Ταυτόχρονα, ενισχύει την αμεσότητα και τη θεατρική διάσταση της ποίησης της Αλεξάνδρας αναδύοντας μία μελαγχολική ευαισθησία που αγκαλιάζει τον αναγνώστη/ακροατή.

Το Μοναχοπάιδι αποτελεί ένα γράμμα σ' έναν αδερφό – άντρα – φίλο – alter ego – που δε γεννήθηκε ποτέ κι όμως υπήρξε μέσα στις λέξεις της ανα χείρας συλλογής, έζησε και αυτό σίγουρα δεν πεθαίνει, όπως γράφει και η Οριάνα Φαλάτσι:

Μα γιατι ή ζωή ύπάρχει, παιδάκι! Και λέγοντας πως  ζωή ύπάρχει, έπαψα να κρυώνω, έφυγε ο ύπνος νοιώθω πως η ζωή εΙμαι έγώ. Κοίτα, ανάβει κάποιο φώς. Άκούγονται φωνές. Κάποιος τρέχει, φωνάζει, άπελπίζεται . Μα κάπου αλλoύ γεννιούνται χίλια, εκατό χιλιάδες παιδάκια και μανάδες τών μελλοντικών παιδιών: η ζωή δεν έχει ανάγκη εσένα, ή έμένα. Έσυ είσαι νεκρό. Ίσως να πεθάνω κι έγώ. Αύτό δμως δεν έχει σημασία. Γιατί η ζωη δεν πεθαίνει.

Σωτήρης Γάκος