Top menu

8 προτάσεις για αναγνώσεις τον Φεβρουάριο [Λέσχη ανάγνωσης]

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον Φεβρουάριο του 2017:

Τα αδέσποτα των Χριστουγέννων, διηγήματα, Γιώργος Μανιώτης, εκδόσεις Λέμβος 2016

[…]Ο φόβος μου γίνεται θάλασσα κι εγώ σιγά σιγά παίρνω το χρώμα του βυθού.

Σ’ αυτή τη φράση του Μανιώτη αξίζει να σταθεί κανείς καθώς διαβάζει τα διηγήματα στο νέο του βιβλίο. Πού εστιάζεται ο φόβος του συγγραφέα, σε ποιο βυθό ενσωματώνεται; Και, ακόμα περισσότερο, αυτή η καταβύθιση είναι απολύτως προσωπική, δική του, ή μήπως μιλάει για τον κοινό τόπο των φόβων μας;

Ο τίτλος της συλλογής ήδη σε αποτρέπει από μια εύκολη θεώρηση ότι, δηλαδή, πρόκειται για συνήθη χριστουγεννιάτικα διηγήματα. Αδέσποτες σκέψεις που βρήκαν τη συστέγασή τους κάτω από μια κοινή χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα; Αδέσποτα τα ίδια τα διηγήματα, σαν να μην καταφέρνουν να βρουν ένα κοινό σημείο αναφοράς, παρά μόνο μια αόριστη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα; Γνωρίζοντας ότι ο Μανιώτης αγαπά  να προκαλεί με το γράψιμό του, θεωρώ καλύτερη εκδοχή τη συστέγαση αυτών των διηγημάτων στο ίδιο βιβλίο, προκειμένου να εκτεθεί  ο απώτερος φόβος του, σε αναζήτηση των αναγνωστών που θα συμπλεύσουν προς τη συγκεκριμένη θέαση της πραγματικότητας.

Πράγματι τα διηγήματα αυτά έχουν βρει τον δικό τους κοινό τόπο. Επιχειρούν -με μια απλή και σίγουρη για την αποτελεσματικότητά της γραφή- την ανατομία της σημερινής εικόνας που παρουσιάζει η ζωή μας. Σε ένα πρώτο, επιπόλαιο κοίταγμα φαίνεται να βρισκόμαστε εν μέσω κρίσης, η οποία έχει καταργήσει τον μέχρι πρόσφατα επιθυμητό τρόπο ζωής και επιδιωκόμενο με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο. Φαίνεται να εκτιμάμε τη σημερινή κατάσταση σαν μια δυστυχία που μας απομάκρυνε από το όνειρο της ζωής των πολλαπλών παροχών. Και σαν να ελπίζουμε σε επανάκαμψη σύντομα, ώστε το ισοζύγιο να βγει τελικά θετικό. Ο Μανιώτης θα ανατρέψει αυτή την εικόνα. Δεν ζούμε μέσα σε ένα λάθος που προέκυψε από την πολύμορφη κρίση. Στην πραγματικότητα το λάθος το είχαμε κάνει πριν, όταν εμπιστευθήκαμε το μέλλον μας στο κυνήγι των στόχων που διαιώνιζαν μια υπαρκτή κατάσταση παράλογη, ατελέσφορη και υβριστική, απέναντι σε αληθινές αξίες που είχαμε απεμπολήσει ανενδοίαστα.

Εδώ και χρόνια βλέπουμε ανάποδα θα μας πει.

Κλεισμένος μέσα σ’ ένα δωμάτιο, σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο προσπαθούσα νυχθημερόν να γίνω κάτι παραπάνω από τους άλλους, για να κάνω πιο εύκολη τη ζωή μου. […]όλα προγραμματισμένα και τα αισθήματα και οι συγκινήσεις και οι προσπάθειες και οι θυσίες και όλες αυτές οι απολαύσεις και οι χαρές που μας υπόσχονταν σαν το μέγιστο βραβείο, ήρθανε πάντοτε κατόπιν εορτής. Τίποτα στην ώρα του, όλα μεταχρονολογημένα και μπαγιάτικα.[…] μόνο πίστη στο πρόγραμμά τους και προσπάθειες από το βάθος της ψυχής για να νικήσουμε τον χρόνο και να ’μαστε εγκαίρως στο ραντεβού μας με την επιτυχία και την ευτυχία μας κατόπιν.

Έτσι, θα μας πει,  δεν καταλάβαμε ότι πρώτα σκοτώσαμε το παιδί μέσα μας, αφού έπρεπε από νωρίς να δρομολογηθούμε στη λογική ενός σκηνικού που θα διαιωνίζαμε με τη δική μας συμβολή, χωρίς να σκεφτούμε καθόλου την ανατροπή του. Και σιγά σιγά σκοτώσαμε και τις αληθινές μας επιθυμίες ως ενήλικοι, γιατί ο χρόνος δεν επαρκούσε για πρωτοβουλίες, ώστε να αφεθεί κάτι το αυθεντικό να δημιουργήσει τον κατάλληλο χώρο για να βιωθεί.

Πίσω από τη διατύπωση αυτής της ξεκάθαρης θέσης, ωστόσο, διακρίνεται η διάθεση του συγγραφέα να καταθέσει τη σκέψη του, σαν μια τελική εκτίμηση των συνθηκών ζωής που επηρέασαν και τον ίδιο. Σε κάποια από τα διηγήματα η χρήση του πρώτου προσώπου δεν είναι μόνο το τέχνασμα που επιτρέπει σ’ έναν συγγραφέα να αποδώσει με μεγαλύτερη αμεσότητα κάτι που θα χανόταν σε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιείται για να δούμε πίσω από τις λέξεις το «εγώ» του συγγραφέα. Μια άμεση κατάθεση της σκέψης του, με την ειλικρίνεια που η πείρα της ζωής καθιστά πλέον αναπόδραστη. Αλλά και στις περιπτώσεις εκείνες που η αφήγηση επιλέγει την αποστασιοποίησή της τάχα από τον γράφοντα, ο οποίος μοιάζει απλώς να καταγράφει, είναι διακριτή η μελαγχολία μιας αποδοχής των αφηγημένων καταστάσεων. Μπορούμε να δούμε και εκεί την προσωπική του τοποθέτηση μέσα στα γεγονότα, ακόμα και στα πιο μυθοπλαστικά επινοημένα. Γιατί και τα παραμύθια που γράφουμε, απηχούν τη θέα του κόσμου μας. Είναι όμως ένας άλλος τρόπος να μιλήσεις μέσα από μύθους, ίσως για να ακουστεί καλύτερα η αλήθεια.

Όταν οι άνθρωποι χάνουνε την πίστη τους σε αυτά που ζούνε, όταν χάνουνε την πίστη τους στον προσωρινό τους θεό και βλέπουνε καθαρά ποιο είναι το πρόσωπό του, τότε αρχίζουν και πετρώνουν. Μόνον λαοί με γερό ένστικτο αυτοσυντήρησης παθαίνανε αυτήν την αρρώστια. Τελικά η αρρώστια της πέτρας δεν ήταν αρρώστια ήταν η έσχατη επανάσταση της φύσης.

Πώς αλλιώς να μιλήσεις γι’ αυτή την έσχατη επανάσταση της φύσης, αν όχι με το εξαίσιο παραβολικό παραμύθι Το παραμύθι με τις τσακμακόπετρες; Το έχει πει άλλωστε και ο Σεφέρης:

«Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα» (Τελευταίος σταθμός)

Η ουσία πάντως είναι πως με όποια γλώσσα κι αν  μιλά η λογοτεχνία, θα βρει τον στόχο της, να φθάσει δηλαδή στον αναγνώστη, αρκεί να έχει μέσα της ευθύτητα θέσεων και ειλικρίνεια προθέσεων. Κι εδώ, με τον λόγο του Μανιώτη έχουμε αυτή την  ευθύβολη  γραφή. Ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή της μικρής φόρμας. Θέλοντας να μιλήσει για τον σημερινό κόσμο της απόγνωσης, το διήγημα μεταφέρει καλύτερα την ατμόσφαιρα, απομονώνοντας σκηνές και εικόνες, εκεί που η εκτενέστερη γραφή θα ήθελε βιωμένο χώρο για να αναπτυχθεί. Το μυθιστόρημα θα απαιτούσε την απόσταση του χρόνου για να δει και να εκτιμήσει το σύνολο της τοιχογραφίας. Ο Μανιώτης, όμως, ήθελε να μιλήσει τώρα. Και καλά έκανε. Το διήγημα αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο την τραγικότητα της στιγμής, και μεταφέρει την αίσθηση του ανθρώπου που νιώθει παγιδευμένος στις επιλογές που μοιάζαν δικές του, ενώ δεν ήταν.

Προσκαλεί τον αναγνώστη, μέσα από τις ιστορίες του να δει μια άλλη όψη των πραγμάτων και να προσπαθήσει να επανεκτιμήσει τις προτεραιότητές του.

Ελάτε να το ψάξουμε μαζί, ποιος είναι ο μέγας ένοχος που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επενδύει τις ζωές μας και μας κάνει στάχτη.

Μέσα από τις «χριστουγεννιάτικες» ιστορίες του, τις τόσο διαφορετικές από όσες έχουμε συνηθίσει, μας δείχνει την άλλη όψη μιας εορταστικής ατμόσφαιρας, έχοντας κάτι από την αίσθηση της εμβληματικής χριστουγεννιάτικης ιστορίας του Ντίκενς, που στοίχειωνε τα παιδικά μας αναγνώσματα με αμφίθυμη διάθεση. Αυτή την ιστορία άλλωστε έχει ως πρότυπο το πρώτο δικό του διήγημα, ακριβώς για να μας βάλει στον χώρο που επιθυμεί, τόσο μακριά από ψεύτικες χαρές και πλαστή ευτυχία.

Τελειώνοντας το βιβλίο ξανακοιτάζω το εξώφυλλο. Η φιγούρα της ρακένδυτης γυναίκας με το παιδί στην αγκαλιά, έτσι όπως γράφει πάνω στο χριστουγεννιάτικο στολίδι,  θα αρκούσε για να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα. Μαζί με το περιεχόμενο των διηγημάτων ολοκληρώνει το τοπίο. Στην προμετωπίδα ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του:

Στα παιδιά που κυνηγημένα από τη φωτιά προσπάθησαν να περάσουν τη θάλασσα.

Υπόμνηση για έναν άλλο κόσμο που ζει δίπλα μας και επιμένει να δηλώνει την παρουσία του ως αντίλογο στην «ευτυχία» μας. Ίσως και μια υπόμνηση για τη λάμψη που προσδίδουμε σε ανούσια πράγματα αγνοώντας την αλήθεια των πιο ταπεινών και απλών αξιών.

Διώνη Δημητριάδου

*

Η Σιωπή της Σίβας, ποίηση, Ζ. Δ. Αϊναλής, εκδόσεις Βακχικόν 2016

Ο Ζήσης Αϊναλής, με μια δεκαετή παρουσία στα ελληνικά γράμματα, μετράει ήδη τρεις ποιητικές συλλογές, μια συλλογή με ποιητικά αφηγήματα, έχει μεταφράσει και έχει  μεταφραστεί. Από την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή Ηλεκτρογραφία (Γαβριηλίδης, 2006) έθεσε κάποια βασικά ζητήματα που τον ακολουθούν έκτοτε συστηματικά και στο μετέπειτα έργο του.
    
Ένα πρώτο, κομβικής σημασίας, ζήτημα είναι ο ίδιος ο χρόνος που πολλές φορές παρουσιάζεται σαν φυλακή, σαν ένα μη βιωμένο διάστημα. Ο ποιητής τον μετράει τα βράδια κλεισμένος στο δωμάτιό του, παρακολουθώντας τις ώρες να περνούν, αργές και στείρες.
    
Η αίσθηση του εγκλωβισμού κυριαρχεί επίσης σε αρκετά ποιήματα. Η απραξία και η έλλειψη διεξόδου, καταπιέζει, τσιτώνει τα νεύρα, πιέζει για αναχωρήσεις «τις νύχτες που λείπω από τον εαυτό μου», «αλλότρια μαδώντας φτερά»,  «λαμαρίνες και λύπες ακέραιες».
    
Ενώ βλέπει και αναγνωρίζει τα γεγονότα όπως αυτά συμβαίνουν γύρω του, παρόλα αυτά ο ίδιος αισθάνεται «άπρακτος» όπως γράφει χαρακτηριστικά: «κι εγώ κάθομαι με το μαρμάρινο τούτο στα χέρια (σσ. κεφάλι), άχρηστο, άπρακτος, μη ξέροντας τι να το κάνω»
    
Μεγάλο ρόλο στη ποίηση του Αϊναλή παίζει το πάθος που σφύζει σε κάθε στίχο του σχεδόν, χωρίς κι εκείνο να μπορεί να βρει διέξοδο. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι, νομίζω, το ποίημα «Ακολουθία» από την Ηλεκτρογραφία:

Τα πιο καλά σου χρόνια πέρασαν
μέσα στην ησυχία της νύχτας
τσαλακωμένα
μ’ αυτό το περιτύλιγμα των άστρων
περιττό
μέσα σε ευπαθείς σιωπές
περήφανες
και σε αποσιωπήσεις

Στο βάθος έκαιγε η πληγή του Κυναίγειρου

Να θυμίσω εδώ πως ο Κυναίγειρος ήταν ο Αθηναίος ήρωας, αδερφός του Αισχύλου, που μετά την νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα δεν άφηνε ένα περσικό καράβι να αποπλεύσει και προσπαθούσε να το σταματήσει κρατώντας το με το ένα χέρι του. Ένας Πέρσης στρατιώτης του το έκοψε για να ελευθερώσει το καράβι, ο Κυναίγειρος όμως το έπιασε με το άλλο. Όταν του έκοψε και το άλλο χέρι, ο Κυναίγειρος προσπάθησε να συγκρατήσει το πλοίο με τα δόντια, οπότε ο Πέρσης τον αποκεφάλισε. Τέτοιο αίμα νοιώθει να τρέχει στις φλέβες του ο ποιητής. Ένα κόκκινο ποτάμι από ψυχές που ζητούν επανάσταση και αλλαγή.
    
Σε αυτή την κατάσταση προβληματίζεται για την αξία της γνώσης αντλώντας παράλληλα από τα γραπτά κείμενα που έχουν παραδοθεί από τους παλαιότερους έμπνευση για εστίες αντίστασης και αναδημιουργίας.

κι ας με προειδοποίησε
Ο μαΐστορας των επαναστάσεων
Εκείνος κοιτούσε στο μέλλον
Ο δικός μου αμφιβληστροειδής κατοπτεύει το παρελθόν
Οι δύο μαζί
ιχνογραφούσαμε παραπληρωματικά,
ένα παρών
χαλκευμένο
    
Από μια πρώτη ποιητική συλλογή με έντονη την κοινωνική κριτική και εμφανές το επικαιρικό πρόσημο, γραμμένη σε ένα πολύ προσωπικό ύφος, ο Αϊναλής περνάει με τη Σιωπή της Σίβας στην αφήγηση μιας ιστορίας που συνέβη σε έναν άλλο τόπο, αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν. Το βιβλίο που επανεκδόθηκε πρόσφατα με τίτλο Η σιωπή της Σίβας, φαινομενικά αφορά τον Σολομώντα, τον τελευταίο βασιλιά του εκλεκτού, από τον Θεό, λαό, Ισραήλ και την παράδοση της Κιβωτού της Διαθήκης -υλικό και φαντασιακό ταυτόχρονα σύμβολο της υποστασιοποιημένης γνώσης-, σ’ έναν νόθο «απόγονο», καρπό του έρωτα του με την βασίλισσα του Σαβά, τον γιο της «Σίβας», Μενελίκ.
    
Το ποίημα δεν είναι σε καμιά περίπτωση ιστορικό κι ας χρησιμοποιεί ή ανασκευάζει τα υλικά ενός συγκεκριμένου θρύλου. Κατ’ επέκταση δεν χρειάζεται να παραθέσουμε όλα τα γεγονότα που οι ιστορικό-θρησκευτικές πηγές κυρίως, αναφέρουν ότι συνέβησαν στο Βασίλειο του Σαβά και στο Βασίλειο του Ισραήλ. Αντίθετα, εκεί που αξίζει να σταθούμε είναι στον ίδιο τον μύθο που το νεότερο ποίημα ανακυκλώνει και ανασκευάζει.
    
Μετά τον θάνατο του Σολομώντα και την νόμιμη διαδοχή του από τον γιο του Ροβοάμ έρχεται η παρακμή του κράτους του Ισραήλ, ο χωρισμός σε δυο κράτη, η επικράτηση της ειδωλολατρικής θρησκείας και η κατάκτηση και λαφυραγώγηση της Ιερουσαλήμ από τους Αιγύπτιους. Η εποχή της μεγάλης νύχτας επικρατεί, όπως διαγιγνώσκει ο ουσιαστικός κληρονόμος του Σολομώντα, ο γιος της Σίβας, ο Μενελίκ.
    
Ο Σολομών, ο σοφός και πλούσιος βασιλιάς του Ισραήλ, βιώνει το δράμα χωρίς να μπορεί να το αποτρέψει. Αντιλαμβάνεται το επερχόμενο αδιέξοδο αλλά δεν κάνει τίποτα για να το εμποδίσει. Εγκαταλείπει την ευθύνη της αντιμετώπισής του στους ώμους του διαδόχου του. Η λαχτάρα του είναι ο γιος του ο αγαπητός να τα καταφέρει να πραγματώσει όλα όσα εκείνος δεν πρόλαβε. Φροντίζει να μεταβιβάσει σε αυτόν ότι πολυτιμότερο έχει και τον καλεί να κάνει το καθήκον του, όπως εκείνος, ο πατέρας, το αντιλαμβάνεται ή το εύχεται. Τον προτρέπει μάλιστα να κινηθεί γρήγορα και να ανατρέψει ότι εκείνος έφτιαξε. Ο Σολομών ξέρει ότι ο δρόμος προς το μέλλον ξεκινάει από την δική του ανατροπή από το μονάκριβο δικό του παιδί. Εκείνος πρέπει να ορίσει το μέλλον με τον δικό του τρόπο.

Τώρα   Καιρός   Του   Μισήσαι
                                                  Καιρός   Του   Πολέμου

                        Υπάρχουν πράγματα που πρέπει,
                        γιε μου,
                            θέλεις δεν θέλεις,
                        να τα πράξεις.

Ο Μενελίκ όμως εγγράφει αλλιώς την πραγματικότητα και αδυνατεί ή -ίσως- δεν επιθυμεί να ανταποκριθεί στις αξιώσεις και τις προσδοκίες του πατέρα του. Αποτυχαίνει κι αυτός με τη σειρά του και μεταθέτει τη λύση του προβλήματος γι’ αργότερα, σε κάποια απ’ τις επόμενες γενιές.
    
Η μεγάλη νύχτα έρχεται με «χρυσαυγό λευκό έως του διάφανου».
    
«Και είδα και λέω εκείν’ όπου είδα: ότι ο Ταύρος στη λίμνη του Ουρανού ν´ ανακινεί με τα κέρατα του το πανάρχαιο Χρυσαυγό. Και να αναταράσσονται της νύχτας τα ύδατα κι όπου να ξημερώνοντας ανάγκη τρεις νύχτες για τρεις ώρες πρώτη φορά μετά από τρεις φορές εκατό ζωές ανθρώπων.»
    
Η Σίβα, απρόσιτη και μυστηριακή, αποτελεί πηγή έμπνευσης τόσο για τον Σολομώντα όσο και για τον ποιητή.
    
«Εισακούσθηκαν οι προσευχές μου», λένε μ’ ένα στόμα όταν αφηγούνται ότι την συναντάνε.

«Ήρθες στολισμένη πετράδια βαρύτιμα κι αρώματα μύρα / και ξοπίσω σου το όραμα ασθμαίνοντας» αναθυμάται ο ήρωας του ποιήματος.

Εκείνη όμως παραμένει σιωπηλή. Είναι ο καταλύτης που πυροδοτεί τις συνειδησιακές αναταράξεις που βιώνει ο κεντρικός ήρωας του ποιήματος, ο Σολομών, αλλά και το ίδιο το ποίημα. Και όμως η ίδια παραμένει απ’ την αρχή, από τον τίτλο, απούσα.

    «Κι έφυγες.
    Όπως ήρθες.
    Μυστήριο μειδίαμα.»  λέει ο Σολομών.

Η Σίβα δεν είναι ποτέ εκεί, μας παρουσιάζεται μόνο μέσα από τις σκέψεις του Σολομώντα και την αγωνία του ποιητή. Υπάρχει απούσα. Κι όμως είναι η αναχώρησή της που υποχρεώνει τον ήρωα του ποιήματος να αναλάβει, με κάποιον τρόπο, δράση μόνος του.
    
«Κρέμασα την καρδιά μου σε τριακόσια δόρατα χρυσά ελατά
Να σε ξορκίσω και να σ’ εξαργυρώσω»
    
Στην προσπάθεια να βρει μια γλώσσα και μια φωνή «δεν ήμουν εγώ που μιλούσε», λέει, «και βλάστησε πόνος και αίμα και κλάμα.»
    
Σ’ έναν κόσμο άδειο, χωρίς κατοίκους και γεγονότα, αυτός που προσπαθεί να δει, αντιλαμβάνεται έναν ρου χωρίς νόημα, μια αέναη κίνηση χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Ένα παρών ακυρωμένο κι ένα μέλλον υποθηκευμένο, μια γενιά χωρίς βιώματα, «ένα ποτάμι περιστατικών» χωρίς ένα σημείο σταθερό για να πιαστείς. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της γενιάς του ποιητή που φαίνεται προορισμένη να παίξει ρόλο αναλώσιμου στην ιστορία.
    
«Αλλά ποιος είμαι εγώ όταν δεν μπορώ να σταθώ σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο και να παρατηρήσω έξωθεν τη διαδρομή;» Τα βασικά θέματα που απασχολούν την Ηλεκτρογραφία βρίσκονται  εδώ σε νέα μορφή.
    
Χρόνος ακίνητος, εγκλωβισμός, σύγχυση, προβληματισμός για την αξία της γνώσης και  επίγνωση της ιστορικής ευθύνης.

«Κι ανάβλεψα τον μέσα άνεμο
και γύρισα και είδα

πρώτη φορά σιωπή πεποίθηση
ηρεμία.»

Ο ποιητής ζητάει έμπνευση αλλά δεν παίρνει. Ο ποιητής κραυγάζει για ένα παρών δίχως περιεχόμενο.

«Κι έγινε η κραυγή συνείδηση
κι αρθρώθηκε φωνή.»

Στη Σιωπή της Σίβας εγκαταλείπεται ο πρώτος ενικός και χρησιμοποιείται ένα μυθολογικής υφής τρίτο πρόσωπο. Η γλώσσα παραμένει ποικίλη αλλά καθημερινή παρά τη μίξη με λόγιες εκφράσεις και ασυνήθιστες λέξεις, προϊόν της χρόνιας ενασχόλησης του Αϊναλή με την ιστορία και τα χριστιανικά κείμενα. Παρόντα, σε μεταγγραφή στη γλώσσα του ποιητή είναι βίοι αγίων, συναξάρια, το λειμωνάριο, ένα μεγάλο μέρος της παράδοσης της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας.
    
Το κείμενο, έτσι κι αλλιώς, είναι ανοιχτό σε διαφορετικές οπτικές και αναλύσεις. Ανανεώνει το ποιητικό έργο του Αϊναλή μορφικά και κληρονομεί τύπους εκφράσεων που προέρχονται από παλαιότερα, ξεχασμένα σχεδόν είδη, σε μια στέρεα, ιδιαίτερη, χαρακτηριστική και πειστική αφήγηση.
    
Σαν επίλογο σε αυτό το σημείωμα θα ήθελα να χρησιμοποιήσω ένα ποίημα από την Ηλεκτρογραφία με τίτλο «Εγκαλούμενοι» που πιστεύω ότι εμπλέκεται βαθιά στην προβληματικής της Σιωπής της Σίβας, την προοιωνίζει κατά κάποιον τρόπο και δίνει ώθηση στην κατοπινή δουλειά του ποιητή. Γιατί ό,τι γράφουμε και κάνουμε έχει πολιτική χροιά αλλά στην περίπτωση του Αϊναλή η πολιτική τον ορίζει από πάνω μέχρι κάτω, βρίσκεται πίσω και μπροστά από τις λέξεις ως βαθιά αγωνία κι αδιάλειπτος προβληματισμός:

Να γινόταν να ξεφύγουμε από την άπειρη έρημο
τα χείλη μας φρυγμένα
τα πόδια μας πρησμένα
τα μάτια κόκκινα από τον άνεμο και την άμμο
μέρες και νύχτες πεζοπορίας
άσκοπη περιπλάνηση
κι ούτε μια στάλα νερό να σβήσομε τη δίψα μας
να γινόταν να ξεφύγουμε από αυτή την άνυδρο έρημο
αδύνατο
σκοντάφτοντας όλο σε σκελετούς πανάρχαιων καραβανιών
ξεχάσαμε τη ζωή μας
κατ’ απ’ τους δρόμους του ήλιου
οστά να ξασπρίζουν
περιπλανώμενοι άσκοπα
τη νύχτα ο φλέβες μας σκλήρυναν
το τελευταίο αίμα
πάγωσε
έτσι
πεθάναμε
διψασμένοι

νιώθοντας
πρώτη φορά
να βαραίνει στους ώμους μας έτσι αβάσταχτα
η ευθύνη.

Στέλιος Κραουνάκης

*

Reunion, μυθιστόρημα, Γιώργος Αράπογλου, εκδόσεις Ownbook 2016

Μερικές φορές θα πρέπει κανείς να αγνοήσει τις περιεκτικές αναφορές του οπισθόφυλλου. Μια τέτοια στάση θα μπορούσε να προσθέσει στο αναγνωστικό ενδιαφέρον ενώ δεν αφήνει το ελάχιστο περιθώριο για βεβιασμένα συμπεράσματα και προσωπικές αρεσκείες. Αυτές οι γρήγορες εκτιμήσεις πολλές φορές με προβλημάτισαν και μ΄έκαναν να σκεφτώ αν πράγματι ένας ρυθμός του συρμού αξίζει περισσότερο από μια ατμοσφαιρική βινιέτα με μολύβι ή την απλή και καθολική σιωπή των υλικών. Η ιστορία που μας προσμένει αλλά και ο κόπος του δημιουργού μπορούν να σταθούν οι πιο καίριοι παράγοντες της έκπληξης που ίσως ακολουθεί.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και εκείνη του Reunion που εφεξής για λόγους οικονομίας θα αποκαλείται R και τον συγγραφέα Γιώργο Αράπογλου. Το βιβλίο του από τις εκδόσεις ownbook αθροίζεται σ΄αυτή τη μεγάλη, εκδοτική ιστορία που συντελείται δεκαετίες τώρα. Η ξέφρενη, ελληνική βιβλιοπαραγωγή που έχει ξεσπάσει προς όφελος του είδους και του κοινού παραμένει αμείωτη, φέρνοντας που και που  στον αφρό συναρπαστικές ιστορίες γραμμένες σε μια άλλη άκρη της πόλης,

Ο τίτλος φέρνει στο νου πλάνα ραπροσέρ από ελληνικές ταινίες του '90 που άφησαν εποχή. Πολλοί απ΄τους σημερινούς αστέρες του θεάτρου και της τηλεόρασης κράτησαν έναν ρόλο στις σπουδαίες παραγωγές που συντελέστηκαν πριν από είκοσι πλέον χρόνια . Μια ανάλογη επανασύνδεση, μια σκληρή αφορμή, το τραγικό της ζωής και οι αντιήρωες που ξεχώρισαν στον δικό μας Σκαρίμπα αλλά και σε μια ολόκληρη μπητ εποχή που ποτέ δεν αρκεί και ποτέ δεν τελειώνει. Η ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ είναι ό,τι κρατώ σαν πρώτη εντύπωση απ΄αυτό το ξαφνικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Ίσως η γενιά στην οποία ανήκει ο δημιουργός και η οποία δεν έχει ακόμη δείξει τα χαρακτηριστικά της ασκεί τη γοητεία της εξερεύνησης. Στην ιστορία του Αράπογλου υπάρχει η αυθεντική χροιά του αστυνομικού μυθιστορήματος , ενός είδους που στην εγχώρια αγορά κερδίζει διαρκώς έδαφος με βάση το επίκαιρο και προσεγμένο ενδιαφέρον των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων απέναντι σ΄εξαιρετικούς δημιουργούς. Στις πρώτες κιόλας σελίδες “διαβάζει” κανείς τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Σπουδές ανθρώπινων χαρακτήρων, ένα ιδιότυπο περιθώριο, ανομολόγητα μυστικά, -το κυρίαρχο κομμάτι του φετινού βεστιαρίου μας-, πρόσωπα δανεικά των κινηματογράφων διαμορφώνουν το ύφος, ελέγχουν την ένταση. Η ιστορία του μοιάζει να΄ρχεται από διαφορετικούς δρόμους. Μ΄ευκολία ο φακός αλλάζει γωνία, μοιάζει πως στ΄αλήθεια μπορεί μια ιστορία να ξεκινήσει από διαφορετικούς δρόμους, έτσι όπως το τυχαίο συμπλέκει τις ζωές μας με τον πιο αυθαίρετο τρόπο. Η φυσική εκφορά, η έκπληξη που κερδίζει το ενδιαφέρον απ΄ την πρώτη στιγμή αθροίζονται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα αυτού του εξ ενστίκτου αφηγητή.

Το R μπορεί να σε συντροφέψει με έναν ιδιαίτερα, αμερικανικό τρόπο. Κάπου στις σελίδες του ξετυλίγεται ένα σπάνιο κορίτσι και τότε μπορεί κανείς ν΄αναγνωρίσει σπαράγματα της Αμερικής του ΄30 όταν η Νόρμαν Σίλερ έσπαγε τα ταμεία. Τέτοια κορίτσια μπορούν ν΄ανακαλύψουν τον δολοφόνο και ακόμη ένα δυο καταιγιστικά μυστικά που θ΄αλλάξουν τις σταθερές ενός σύμπαντος. Σταράτα λόγια και χαμένες ψυχές μες στην πόλη. Απομένει η προσωπική ικανότητα του τεχνίτη, το δικό του, ειδικό ύφος που, στ΄αλήθεια Τερέντιε, είναι το μόνο που μετρά. Ο Γιώργος Αράπογλου με λήψεις φωτορεπόρτερ αλλάζει τους κανόνες σε μια συνηθισμένη ιστορία. Δίχως καμιά υπερβολή, καμιά υπέρβαση στο ρυθμό της αφήγησης, ο συγγραφέας υποβάλλεται σε κινηματογραφικά καρέ, κυμαινόμενος απ΄το κλισέ της ζωής μας ως τις αξίες της που λάμπουν, λάμπουν ενώ καίγονται. Η έκπληξή του προετοιμάζεται, υφαίνεται διακριτικά μέσα απ΄την παρουσία προσώπων, άλλοτε τυχαίων και γοητευτικών που αρκεί μια τροπή της ιστορίας για να ρίξουν τα πέπλα τους.

Το R περιφρονεί φιλόδοξες σπουδές τύπου δον Ισίδρο. Η ιστορία είναι αθηναϊκή, αγγίζει τον παλμό της, τη σκοτεινιά και την καλοσύνη που δοκιμάζεται κάτω απ΄όλες τις συνθήκες στις κοσμοπόλεις του καιρού μας. Η μυστηριώδης και αιρετική Αθήνα της νύχτας, αυτή η ανεξιχνίαστη εκδοχή της που παραμένει εξόχως αμαρτωλή για ν΄αποκαλυφθεί μες στο γεγονός της μέρας  αποτελεί το θέατρο ενός κόσμου που νοσεί, που ταλαντεύεται, χάνει και κερδίζει τη φωνή του με βάσανα, μ΄απελπισία, με φθορά.

Η ιστορία του Αράπογλου διαθέτει ποίηση χαρακτήρων και όχι γραφής. Αυτή είναι φτιαγμένη από αλήθεια και ήθος, όπως απαντάται μες στους κόλπους της ίδιας της ζωής μας. Φέρνει στο νου τον παλμό μιας ολόκληρης εποχής που ολοένα και περισσότερο σήμερα αναδεικνύονται. Φαίνεται πως ο καιρός ωρίμασε και τώρα μπορούμε να διαπιστώσουμε τα λάθη της ζωής μας τριαντά χρόνια πριν. Θυμάμαι εκείνο που λέει ο Χένρι Τζέιμς για τη ζωή του στην απόκοσμη Βενετία των αρχών ενός παλιού κιόλας αιώνα. Το R διαθέτει λίγο απ΄ τ΄ όνειρο του συγγραφέα, πολύ ζωή, πολλή αγάπη και μοίρα. Το αίνιγμα και τα πιο ουσιώδη στοιχεία μιας αστικού τύπου περιπέτειας  προσδίδουν κύρος στο έργο, καθώς ενώ οι ήρωες πεθαίνουν κάτω απ΄ τα φώτα του προσωπικού τους θεάτρου ξεγυμνώνονται αφήνοντας τις πιο τρομαχτικές εκδοχές του είδους να λάμψουν.

Μετέωροι ανάμεσα στο λάθος και τη ζωή, κερδίζοντας τον θάνατο στα σημεία, αφήνοντας κρυμμένα για πάντα μυστικά. Έτσι διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου οι άνθρωποι του Αράπογλου, ήρωες από μια ξαφνική στροφή της ζωής και των διαρκώς εναλασσόμενων σεναρίων της.

Ιστορίες. Άλλοι τις ονειρεύονται, άλλοι τις δημιουργούν και άλλοι τις ζουν. Εγώ έμεινα ακόμα στα όνειρα, αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του R. Και αφού προβώ στην παραδοχή πως στράφηκα μ΄ενδιαφέρον στις λιγοστές παραγράφους αφού είχα γνωρίσει τον κόσμο του συγγραφέα, θα τολμούσα να πω πως η επιτυχία του συνοψίζεται στον ειλικρινή και αυθεντικό τρόπου που απαιτούν οι ιστορίες. Στις σελίδες του ισορροπεί η φαντασία και το πραγματικό, έτσι που όλα να περιπλέκονται και να υπακούουν στις ωδίνες της ζωής. Είναι η νοσταλγία του Αράπογλου ή απλά μια ηθογραφική συγκίνηση που προσθέτει στην αυθεντικότητα του R και τον κρατά δέσμιο μιας εποχής με χαρακτηριστικά που αρκετοί από εμάς βιώσαμε στη γέννησή τους; Δεν θα μ΄απασχολήσει, δεν έχει να κάνει με την ατμοσφαιρική ιστορία που παρουσιάζει μέσα από έναν καινούριο, εκδοτικό οίκο ο Γ. Αράπογλου.

Κρατώ το βιβλίο με το καλαίσθητο εξώφυλλο της Κορίνας Πριμηκυρίου και αναρωτιέμαι για την τύχη του όταν θα σκεπαστεί μες στην ατέλειωτη καταλογογραφία του παρελθόντος. Η ελπίδα πως ο συγγραφέας θα επανέλθει με καινούρια έργα του, προικισμένα μ΄ ακόμη μεγαλύτερη οικονομία, η ελπίδα της συνέχειας που υπερτερεί καμιά φορά του ίδιου του ταλέντου είναι ο κυρίαρχος παράγοντας.

Αυτό το σημείωμα δεν διεκδικεί με κανέναν τρόπο τον τίτλο της δίκαης ή απλά ικανής κριτικής. Είναι γραμμένο απ' έναν αναγνώστη που αντικρίζει στη γραφή του Αράπογλου τον αναγκαίο σεβασμό στην αισθητική και τη νοημοσύνη του. Η έντασή του, ο παλμός του καθώς η ιστορία ξετυλίγεται, το είδος του δεσμού που μπορεί να διαμορφωθεί ανάμεσα στον μύστη μιας ιστορίας και τον άγνωστο δημιουργό της καθορίζει και προϋποθέτει ο βαθμός ενδιαφέροντος του καθενός μας. Απ΄ αυτήν τη σκοπιά λοιπόν και δίχως καμιά διάθεση διδακτισμού, προτροπής ή καλλιέπειας αναγνωρίζω στο έργο του Γιώργου Αράπογλου τ΄ αναγκαία συστατικά για να κατατάσσεται στα ενδιαφέροντα που ξαφνιάζουν μες στην ελληνική, ακατάσχετη βιβλιοπαραγωγή.

Είναι τέλος κάτι στον τίτλο, κάτι που πάντα θα ελπίζουμε. Η πεντατονική του Αράπογλου θα μπορούσε να κλείνει απόψε την προσευχή μας. Μ΄αυτή είναι μια άλλη ιστορία, εξίσου ανθρώπινη μ' αυτήν του Νίκου Χρήστου, του Λευτέρη, της Ελένης, της Ειρήνης.

Απόστολος Θηβαίος

*

Διαδοχικά φωτοπέταλα, ποίηση, Πόπη Γκερούση, εκδόσεις Εκάτη 2016

Συμβαίνει συχνά, μια ποιητική συλλογή να εντυπωσιάζει με τον τίτλο της, όμως, αρκετές φορές, ο αναγνώστης δεν βρίσκει περιεχόμενο ανάλογο του τίτλου, που τον εντυπωσίασε. Λίγες ποιητικές συλλογές κατορθώνουν να δικαιολογήσουν τον τίτλο τους και μια από αυτές είναι η ποιητική συλλογή της Πόπης Γκερούση: «Διαδοχικά φωτοπέταλα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη».
       
Τα «Διαδοχικά φωτοπέταλα» της Πόπης Γκερούση είναι πέντε μεγάλα ποιήματα ή αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πέντε ποιητικές συνθέσεις, που ακροβατούν μεταξύ υπερρεαλισμού και συμβολισμού χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς και με εύστοχα νοήματα, όπως, οι στίχοι, που παραθέτει για τους ανθρώπους, που φοβούνται να τολμήσουν για να κάνουν τα όνειρά τους αληθινά: «Έπλεκες κι ύφαινες / τα ταπεινά εκείνα όνειρα / που δεν πραγματοποιούνται ποτέ / επειδή φοβούνται» και αλλού: «κάτι παιδιά / που το ‘παιζαν μεγάλοι / επειδή έπρεπε».
       
Η Πόπη Γκερούση εκφράζει στα «Διαδοχικά φωτοπέταλα» έναν κοινωνικό προβληματισμό. Οι άνθρωποι, που αγαπάνε είναι πάντα πληγωμένοι: «για αγάπη μιλούσε / -τον άκουσαν κι ήταν σίγουρα- / Ήταν κι αυτός  ένας πληγωμένος άνθρωπος», ενώ η πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα εφιαλτικό δημιούργημα: «η πραγματικότητα / είναι δημιούργημα των άλλων / κι ενός θηρίου συστήματος» και οι άνθρωποι, που έχουν ξεχάσει να γελούν είναι διαλυμένοι: «μα πού να ‘ρθουν; Αφού ξέχασαν να γελούν / μια γκριμάτσα τους τεντώνει τα χείλη κι είναι άσχημοι / οι διαλυμένοι άνθρωποι δεν έφτασαν ποτές εδώ / Τους αγνοήσαμε / Τους σκοτώσαμε».
       
Αρκετά σημαντική είναι και η αντιμετώπιση, που έχει η ποιήτρια στα υπαρξιακά ζητήματα. Εξ’ ολοκλήρου, θα ‘λεγε κανείς, τα «Διαδοχικά φωτοπέταλα» περιβάλλονται με μια μυστικιστική διάθεση, όμως, η αντιμετώπιση του θανάτου είναι αρκετά οπτιμιστική, θυμίζοντας την φιλοσοφία του Επίκουρου και αντιστρέφοντας τους όρους, που θέλουν τον θάνατο να είναι ένα τέλος: «Σκέτος θάνατος / παντοτινός / δηλαδή άπειρο / απέθαντο / δηλαδή αιώνιο / άρα ζωντανό».
       
Ο έρωτας για την Πόπη Γκερούση θέλει θυσίες και μπορεί η παραπάνω φράση να ακούγεται κλισέ, αλλά στο νου της ποιήτριας αποκτά άλλες διαστάσεις και την εμπνέει να μας χαρίσει αυτούς τους υπέροχους στίχους: «Εσένα που σου άρεσαν οι φωτιές / θα καώ μπροστά σου / για να σου φτιάξω τη μέρα».
       
Διαβάζοντας τα «Διαδοχικά φωτοπέταλα» της Πόπης Γκερούση παρατηρήσαμε ότι σε αρκετά σημεία απουσιάζουν τα σημεία στίξης, ενώ υπάρχουν έντονα γράμματα σε ορισμένες λέξεις για έμφαση και σε λίγα σημεία υπάρχει σχηματική ποίηση. Όλα τα παραπάνω γνωρίσματα είναι συνηθισμένα στη μοντέρνα ποίηση και άρα δεν αποτελούν ελάττωμα της συλλογής, αφού δεν γίνεται κατάχρησή τους.
       
Συμπερασματικά, τα «Διαδοχικά φωτοπέταλα» είναι μια όμορφη ποιητική συλλογή, που δικαιώνει απόλυτα τον τίτλο της.

Θεοχάρης Παπαδόπουλο

*

Σελίδες από το πουθενά, δοκίμια, Περικλής Μποζινάκης, εκδόσεις Ars Nocturna 2016

"Ο Ρασκόλνικοφ είναι ένα καθρέφτισμα του Άμλετ. Για την ακρίβεια είναι ο Άμλετ, το σύμβολο του νεανικού ρομαντισμού που φλερτάρει με την παράνοια, με μία και μόνη διαφορά: η αίσθηση του χρέους που κινητοποιεί τον Πρίγκιπα απουσιάζει από τον Φοιτητή. Ο Άμλετ υποψιάζεται πως ‘υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας’. Ο Ρασκόλνικοφ ξέρει πως τα πάντα γύρω του είναι σάπια''.

Αυτή ακριβώς η παραπάνω διαπίστωση είναι και η θεμελιακή ιδέα που διέπει όλα τα κείμενα του πρόσφατου βιβλίου του Περικλή Μποζινάκη. Από τη μια το καθρέφτισμα, ο τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τη ζωή και τον κόσμο που μας περιβάλλει σαν εικόνες που αντιστοιχούν η μία με την άλλη, ακόμη κι αν τα είδωλα είναι ανεστραμμένα. Η ζωή αντιμέτωπη με τη ζωή, με την άλλη εκδοχή της, ή αλλιώς οι πολλές εκδοχές μιας  πραγματικότητας που σαν απατηλό βιωμένο τοπίο επιμένει να παρουσιάζεται σαν μια  κυρίαρχη, επαναλαμβανόμενη ίδια εικόνα. Και από την άλλη αυτή η αίσθηση του σάπιου σώματος, που απλώνει την αποφορά του παντού, μόνο που γίνεται και αυτή αντιληπτή από όσους έχουν την ευαισθησία να αποκαλύπτουν τη ζοφερή εικόνα κάτω από την παραπλανητικά όμορφη και απαυγάζουσα ψεύτικη ευτυχία.

Τα κείμενα που με την εντυπωσιακή τους συντομία απαρτίζουν το βιβλίο απευθύνονται, έτσι, στον αναγνώστη που ελκύεται από μια ενδιαφέρουσα οπτική πάνω στον κόσμο μας, ακόμα κι αν αυτή είναι σκληρή συχνά ή αποκαρδιωτική, φυσικά για όποιους αρέσκονται σε αναγνώσεις που ωραιοποιούν την πραγματικότητα. Ο δοκιμιακός λόγος, στον οποίο αντιστοιχούν τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα, είναι απαιτητικός στις διακειμενικές του αναφορές, καθώς ο αναγνώστης πρέπει να ανατρέξει σε κοινούς τόπους (λογοτεχνικούς, φιλοσοφικούς, κινηματογραφικούς) προκειμένου να λειτουργήσουν οι συνειρμοί του συγγραφέα. Ο κόσμος του Κάφκα (ως απόλυτη συμπαντική εικόνα) με τις εφιαλτικές εικόνες του αδιεξόδου, των αντιφάσεων που διαπερνούν την υπόσταση των ατόμων (σε ένα αυθεντικό συνταίριασμα με το αντιφατικό περιεχόμενο θεσμών που διέπουν τη ζωή τους) διατρέχει θαρρείς σχεδόν όλα τα κείμενα είτε με ξεκάθαρες αναφορές και συνδέσεις είτε με μια υποκρυπτόμενη αίσθηση οικείου περιβάλλοντος.

"Οι χαρακτήρες του Φραντς Κάφκα παγιδεύονται πολύ συχνά σε μια αμείλικτη γεωμετρία που τους υπερβαίνει και τελικά τους αφανίζει. Ο σπουδαιότερος συγγραφέας του 20ού αιώνα, είχε την τάση να επινοεί αντικείμενα, χώρους και συνθήκες που έχουν καταλήξει να είναι κάτι άλλο από αυτό που φαίνεται. Επιτεύγματα και θεσμούς που έχουν χάσει τον αντικειμενικό τους σκοπό κι έχουν μεταλλαχθεί σε κάτι απροσδιόριστο, διφορούμενο και αποτρόπαιο."

Από την άλλη ο Μπόρχες, ως απόλυτη ανάγνωση (νιώθεις ότι θα μπορούσε να αποτελέσει το μοναδικό ανάγνωσμα που ο συγγραφέας θα ήθελε να διασώσει από έναν κόσμο που χάνεται), μοιάζει να συνυπογράφει τη θέα του κόσμου, όπως αυτή παρουσιάζεται στο βιβλίο.

"Ρώτησε τον Μπόρχες τι θα του φαινόταν πραγματικά αποτρόπαιο: Να μεταμορφώνεται κάποιος σε ζώο; Ένας αιμοσταγής δολοφόνος; Ένα απωθητικό ον από άλλο πλανήτη; Ή μήπως ένας γείτονάς σου που δεν τον ξέρεις καλά, και που όποτε τον συναντάς έχει κλειστό το δεξί του χέρι σε γροθιά; Κι αν αυτός ο μακρινός γνωστός άνοιγε το χέρι του μια μέρα και ανακάλυπτες πως στην άκρη του δάχτυλού του έχει ένα ατροφικό μάτι; Αν το έβλεπες να ανοιγοκλείνει;"

Παράλληλα ο πολύ αγαπητός χώρος του συγγραφέα, αυτός της λογοτεχνίας του φανταστικού, με πολλές αναφορές, ίσως για να υπογραμμίσει το δίλημμα του σύγχρονου ανθρώπου: ποια είναι η πραγματική εικόνα; Αυτή η ρεαλιστικά εμφανιζόμενη ή μήπως η μυθοπλαστικά διαμορφωμένη;

"Ένας εξωανθρώπινος παρατηρητής θα κατανοούσε πιο βαθιά την παγκόσμια ιστορία μελετώντας τους μύθους, παρά τις επιστήμες μας. Η ίδια η πραγματικότητα θα ήταν πολύ διαφορετική χωρίς τον Οδυσσέα, χωρίς τον Άμλετ, χωρίς τον Ρασκόλνικοφ, τον Αύγουστο Ντυπέν, τον Τομ Σόγιερ, τον δρα Τζέκιλ ή τον Γιόζεφ Κ. Τόσο διαφορετική όσο αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο Αριστοτέλης, ο Αβραάμ Λίνκολν ή οποιοσδήποτε από εμάς, που δ ε ν είμαστε φανταστικά πρόσωπα. Ή μήπως είμαστε;"

Αληθινός είναι ο προβαλλόμενος κόσμος στη συνείδησή μας, κάτω από την  επιρροή ποικίλων μηχανισμών που δρομολογούν τον αφανισμό μας σε μια ισοπέδωση αποχαυνωτική, ή μήπως η άλλη όψη που χρησιμοποιεί τον μυθοπλαστικό μανδύα ίσα ίσα για να διεγείρει αυτήν ακριβώς την υπνώττουσα συνείδηση;

"Εμφανίζονται πρόσωπα που μόνο το περίβλημά τους είναι ανθρώπινο, πράκτορες θολών δυνάμεων, αινιγματικών, φριχτοί οργανισμοί που κρύβονται μέσα σε ανθρώπινο κέλυφος, πίσω από καθημερινά χαρακτηριστικά…

Ανυπομονούν να πετάξουν τις μάσκες τους. Στην κορύφωση ενός δαιμονικού οργασμού απειλούν να εξαπλωθούν, να μολύνουν και να αφομοιώσουν όσα περισσότερα ανθρώπινα όντα μπορέσουν. Ο Αυτοσκοπός της επιβολής, του απόλυτου ελέγχου δηλαδή, περιγράφεται χρησιμοποιώντας τη μεταφορά του Εθισμού, κάθε είδους".

Ένας ολόκληρος κόσμος από πρόσωπα και καταστάσεις σε μια ακολουθία σχέσεων, και στο κέντρο η απόλυτη μοναξιά του υποκειμένου, με την κυριολεξία του όρου, το ον που υπόκειται, έχοντας ταυτόχρονα ( όπως θα μας μεταφέρει ο συγγραφέας την παρατήρηση του Burroughs, του πατριάρχη των beatniks) τη συνείδηση του εαυτού του και συνακόλουθα την επίγνωση της τραγικότητάς του. Όπως διαβάζεις τα κείμενα αντιλαμβάνεσαι τις εσωτερικές τους συνδέσεις, όχι μόνο γιατί είναι διαποτισμένα από την οξεία οπτική του συγγραφέα που τα συναρμολογεί σε μια ενιαία εικόνα, αλλά και γιατί θα μπορούσαν να συναποτελέσουν το σύμπαν, τον συνολικό ιδεολογικό κόσμο του, που προσφέρεται στον αναγνώστη σαν μια προνομιούχος θέα. Αυτό έτσι κι αλλιώς το κάνει η λογοτεχνία, εδώ όμως είναι εμφανής η πρόθεση του γράφοντος να κοινοποιήσει τη δική του οπτική, μέσα από τον δοκιμιακό του λόγο αλλά και μέσα από τις πιο προσωπικές (λιγότερες αυτές) αφηγήσεις. Μια κοινοποίηση που αποσκοπεί στην αφύπνιση του ανθρώπου που εφησυχάζει και αδυνατεί να αντιληφθεί τις αλυσίδες που τον κρατούν δεμένο σε μια αδρανή κατάσταση.

"Η απόλυτη τυραννία βασίζεται στην ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Δεν είναι τοπική. Είναι διεθνής. Και δεν είναι εξωτερική. Εγκαθίσταται και λειτουργεί εσωτερικά, μέσα στον ψυχισμό των ανυποψίαστων. Είναι ένας εκφυλιστικός ιός που μεταδίδεται από τα ΜΜΕ στον άνθρωπο. Ζούμε έναν ολοκληρωτισμό χειρότερο από αυτόν που φαντάστηκε ο Όργουελ. Το έχω ξαναπεί: πρέπει να χρησιμοποιήσουμε άλλα μέσα. Ο καθένας ξεχωριστά, και όλοι μαζί. "

Εκτιμώ πολύ την ικανότητα ενός δοκιμίου να μιλάει με ευθύτητα, με ειλικρίνεια προθέσεων και με σαφήνεια θέσεων. Ένα δοκίμιο οφείλει να προβληματίζει, μέσα από την ξεκάθαρη θέση του δοκιμιογράφου, πρέπει να θέτει ερωτήματα, να προκαλεί σε αναθεώρηση  απόψεων που εμφανίζονται δογματικά ακλόνητες, να θέτει εν αμφιβόλω καθιερωμένες καταστάσεις. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται ο Περικλής Μποζινάκης, που μας λέει στο πιο προσωπικό του από τα κείμενα, μια αφήγηση από εκείνες τις αρχικές του μνήμες, που καθόρισαν αναπόφευκτα και τη θέση του απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα:

"Η αισθητική είναι υποτιμημένη από τον περισσότερο κόσμο, λόγω βιασύνης ή παρεξήγησης. Όμως πρόκειται για κάτι θεμελιώδες: αισθητική είναι το περιβάλλον που επιλέγει η ψυχή για να κατοικεί και να ανασαίνει.
[…]

Το αισθητικό γεγονός δεν μπορεί ποτέ να μεταφραστεί, ούτε να πιστοποιηθεί. Μεταμορφώνεται κάθε λεπτό, ίσως γιατί κάθε λεπτό είμαστε και άλλο πρόσωπο. Έχουμε πάρει τη σκυτάλη απ’ τον προηγούμενο, αλλά δεν είμαστε αυτός. Απλά έχουμε μάθει καλά τις ιστορίες του".

Είναι θέμα επιλογής, λοιπόν, το περιβάλλον που θα μας δώσει την απαραίτητη ανάσα προκειμένου να μην πνιγούμε από τον ασφυκτικό κλοιό των προκαθορισμένων επιλογών που κάποιοι άλλοι επινόησαν για μας. Αν σκεφτούμε ότι αυτό είναι η αρχή μιας διαφορετικής συνειδητοποίησης, τότε μπορούμε να δούμε πιο εύκολα τη συνέχεια. Η αυτογνωσία (ως απαραίτητη γνώση του εσωτερικού μας κόσμου) είναι το πρώτο στάδιο για κατάκτηση. Η γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει (στις αληθινές του διαστάσεις, μακριά από σφαλερές και θολές εικόνες) είναι το δεύτερο βήμα. Τέλος ο συνδυασμός των δύο παραπάνω: ο σαφής προσδιορισμός της θέσης μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι το τρίτο βήμα, αυτό που θα μας δώσει και το έναυσμα για την ανατροπή (όσο γίνεται) του σάπιου περιβλήματος. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ένας δοκιμιακός λόγος, όπως αυτός που προκλητικά εδώ μας προσκαλεί για ανάγνωση, συμβάλλει καθοριστικά στην υπόθεση αυτή; Ίσως ναι. Αλλά και οι υπερβάσεις απαιτούν συχνά την υπερβολή, η οποία αποδεικνύει τότε ότι η πρόκληση σε ύφος και σε λέξεις μπορεί να οδηγήσει  πιο διεξοδικά μέσα από ένα ζοφερό σκηνικό σε μια άλλη θέα του κόσμου. Πιο αισιόδοξη και οπωσδήποτε πιο ενδιαφέρουσα.

Διώνη Δημητριάδου

*

Σημεία ρήξης, ποίηση, Κέλλυ Μαλαμάτου, εκδόσεις Μελάνι 2015

Τον τελευταίο καιρό διαπιστώνουμε ότι εκδίδονται αρκετές ποιητικές συλλογές, που έχουν γραφτεί από νέους ποιητές και παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον.
       
Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Κέλλυ Μαλαμάτου με την ποιητική της συλλογή: «Σημεία ρήξης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μελάνι». Πρόκειται για το δεύτερο πόνημα της ποιήτριας, που έχει ήδη εισβάλει δυναμικά στην πόλη των τεχνών.
         
Σε αντίθεση με πολλούς σύγχρονους ποιητές, η Κέλλυ Μαλαμάτου δεν αρκείται σε μερικούς έξυπνους σκόρπιους στίχους μέσα στα ποιήματά της, αλλά καταφέρνει να απλώσει το ταλέντο της σε ολόκληρο το ποίημα. Έτσι, ενώ τα περισσότερα ποιήματα είναι πολύστιχα, δεν πλατειάζουν, δεν φλυαρούν και ο αναγνώστης νιώθει ότι κάτι θα έλειπε, αν η ποιήτρια περιορίζονταν σε λιγότερους στίχους. Γιατί μπορεί να μας αρέσουν τα όμορφα και ολιγόστιχα ρυάκια, αλλά κάποιες φορές χρειάζεται και ο χείμαρρος. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην συγκεκριμένη ποιητική συλλογή υπάρχουν και μερικά πολύ όμορφα ολιγόστιχα ποιήματα.
       
Τα ποιήματα της Μαλαμάτου είναι έξυπνα γραμμένα και παίζουν με τις λέξεις, όχι με ένα στείρο γλωσσοκεντρισμό χωρίς νόημα, αλλά με λογοπαίγνια, που πάντα έχουν κάτι να πουν: «Κι όμως / τα ψάρια τελικά / δε χάνουνε την όρεξή τους / στο ενυδρείο / Έτσι μας ξεγελούν / εκείνα με τη σειρά τους / Εκείνα που τηρούνε πάντα / σιγήν ιχθύος».
       
Η Κέλλυ Μαλαμάτου γράφει για τα χαμένα όνειρα. Όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Όνειρα για ανεκπλήρωτους έρωτες. Όνειρα, που καταλήγουν σε δάκρυα. Τι γίνεται, λοιπόν, όταν γκρεμίζονται τα όνειρα; Τι γίνεται όταν ανοίγουν πληγές; Η ποιήτρια θα διαπιστώσει: «Οι πτώσεις μας όμως / και κυρίως οι πληγές μας από αυτές / είναι ό,τι πιο ειλικρινές έχουμε».
      
Όμως, τα σημεία, που μας αρέσουν καλύτερα είναι, όταν οι στίχοι της Μαλαμάτου γίνονται καυστικοί και αποκτούν μια τραγική ειρωνεία. Ο άνθρωπος, που έχει μάθει να ζει ακίνητος, πεθαίνει από ακινησία. Η ποιήτρια καταλήγει: «Τι ειρωνεία / Από ό,τι ζεις / από το ίδιο να πεθαίνεις τελικά». Και πιο πέρα σε άλλο ποίημα, που αναφέρεται στην ανθυγιεινή εργασία θα γράψει: «Κι έπειτα πληρώνεσαι / Πληρώνεσαι για τόσο θάνατο / Τι φοβερή αμοιβή / Αν και με τίμημα την αναπνοή σου / Αν και συνήθως τόσο λίγα / ή με τόση καθυστέρηση».
       
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η Κέλλυ Μαλαμάτου, στα περισσότερα ποιήματα απλώνει το ταλέντο της σε ολόκληρο το ποίημα. Όμως, σε ορισμένα ποιήματα βρίσκουμε και κάποιους αποφθεγματικούς στίχους, που αξίζει να σταθεί κανείς και να τους προσέξει ιδιαίτερα όπως στο ποίημα «Εγκλωβισμός vs αγάπη», που διαβάζουμε: «Η αγάπη δεν ευδοκιμεί στα σίδερα / ούτε στα κάστρα».
       
Υπάρχει κάτι αρνητικό στην συγκεκριμένη ποιητική συλλογή; Ίσως, η παντελής έλλειψη των σημείων στίξης, όμως, έχουμε δει τόσα και τόσα στις καινούργιες ποιητικές συλλογές, που κυκλοφορούν, που η συγκεκριμένη έλλειψη δεν μας φαίνεται και τόσο αρνητική. Ίσως, η ποιήτρια να θέλει να δώσει μια εικόνα με τον τίτλο: «Σημεία ρήξης» σε ένα έργο, που τα σημεία στίξης απουσιάζουν.
       
Θα κλείσουμε εδώ, τη μικρή μας προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Κέλλυ Μαλαμάτου: «Σημεία ρήξης» περιμένοντας τις νέες πνευματικές της δημιουργίες.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

Τελευταία νέα από την Ιθάκη, μυθιστόρημα, Κώστας Ακρίβος εκδόσεις Μεταίχμιο 2016

Σύνθεση λόγων, σπαράγματα ύφους, σπαραγμοί ψυχής. Γλώσσα που δοκιμάζει και δοκιμάζεται.  Μία τοιχογραφία αισθημάτων και περιπετειών: η αφήγηση στα «Τελευταία νέα από την Ιθάκη» έχει την ποικιλία της πολυμορφίας. Είκοσι έξι μικρές ιστορίες ολοκληρώνουν τη σύνθεσή της. Στην αρχή της κάθε μιας καρφιτσωμένο ένα μικρό απόφθεγμα της Οδύσσειας δίνει το παράγγελμα για το παρακάτω. Αν ο Όμηρος είναι ο λόγος, η αφήγηση είναι ο αντί-λογος. Και τα δυο αναμετριούνται και μετρούν το βάθος τους -το βύθισμα στην Ιστορία και στον χρόνο: ο αγωνιστής του '21, ο αγράμματος «Υπονωμοτάρχης», ο άτυχος ημιονηγός των βαλκανικών πολέμων, ο βυζαντινός Βασίλειος, ο δωσίλογος Πούλος, ο αντιστασιακός Πέτρος Κόκκαλης και άλλοι, όλοι με τη χθόνια μοίρα τους αντάμα στο διάσελο της Ιστορίας κι από κει, ξεκολλημένος, ο επιστολογράφος Καβάφης, μία κληρονόμος κόρη, η μικρασιάτισσα της Χίου, μία κυνηγημένη αρμένισα, ένας φονιάς, ένας καλόγερος, πρόσωπα που διασταυρώνονται, βίοι αποκαθηλωμένοι, καθαγιασμένες μορφές.
    
Η σχέση ανάμεσα στα ομηρικά αποσπάσματα και τις ιστορίες που τα συνοδεύουν; Εδώ θα επιστρατευτεί ο «επαρκής αναγνώστης». Αυτός θα εκτιμήσει συσχετισμούς, το δέσιμο του νέου κόσμου με τον παλιό, της παρούσας ζωής με τη ζωή την αλλοτινή, το αντάμωμα και το ξεχώρισμά τους. Ο αναγνώστης θα μαζέψει το αναπάντητο, το παράλογο και το κωμικό για να εξηγήσει, καμιά φορά, το ανεξήγητο. Διότι κάπου εκεί, ανάμεσα στον Όμηρο και στη σύγχρονη εποχή, παραφυλάει το κενό. Το άδειο του κόσμου, όπως το άδειο της λευκής σελίδας. Το κενό της σεφερικής προσωπίδας, κενό ύπαρξης και ανυπαρξίας στα δόντια της γραφής και της δημιουργίας.
    
Αν λοιπόν οι αφηγήσεις σκαλώνουν στον Όμηρο και αναδύονται μέσα από την ομηρική μνήμη, φτιάχνουν τον δικό τους μύθο και τη δική τους αλήθεια. Αναδεύονται μέσα από τον χρόνο με τέτοιο σπαραγμό που είναι αδύνατο να τις αγνοήσεις, να αγνοήσεις τη ζωή, τα πρόσωπα, τους χαρακτήρες. Άνθρωποι που δεν κινδυνεύουν από την κανονικότητα, ήρωες που ζούνε τον πιο βαθύ τους κίνδυνο. Κρυφές πτυχές, επεισόδια που μεταφέρονται από το ιδιαίτερο χωρόχρονό τους σε ένα χωρόχρονο ενιαίο -εκείνο της αφήγησης. Απομνημονεύματα, διοικητικές αναφορές, αναγνώσεις παλαιών ημερών, επιστολές, βραχύβιες ημερολογιακές σημειώσεις, ένα προικοσύμφωνο του 17ου αιώνα, ένας εσωτερικός μονόλογος, άλλες αναφορές στη βυζαντινή χρονογραφία, κομμάτια ηθογραφίας, βιογραφικός λόγος, όλα μαζί ακολουθούν τις μεταμορφώσεις μιας γραφής που βουτάει βαθιά στη δεξαμενή της ελληνικής γλώσσας, ξεδιψάει από κει, δροσίζεται και δροσίζει. Είναι ένας λόγος μαεστρικός που ορίζει μια διαδρομή, μια περιπέτεια: την περιπέτεια της γραφής, αυτή τη φορά. Την οδύσσειά της. Θα 'λεγες, πως ο βαθύς ιστορικός χρόνος του κειμένου ορίζει στο ύφος της γραφής το πέρασμά του. Κι επειδή η λογοτεχνία είναι, πάνω απ' όλα γλώσσα, ο πόνος και ο ζήλος των χαρακτήρων γίνεται ο πόνος και ο ζήλος της γλώσσας τους.
    
Το κείμενο συνθέτει πολλές φωνές. Είναι μία σύνθεση, μία συμφωνική των φωνών. Το σοβαρό ανακατεύεται με το κωμικό, ο διοικητικός λόγος παραχαράζεται με χιούμορ, η αδιάφορη υπηρεσιακή γλώσσα εμπλουτίζεται με το μεράκι της τέχνης του αυτοσχεδιασμού.
    
Τρυφερός με τους ήρωές του ο συγγραφέας ομιλεί την ιδιόλεκτό τους, παραλλάζοντας τεχνηέντως και τα χαρακτηριστικά της γραφής του, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε αφήγησης. Ο λόγος συμπλέει με την εκάστοτε εποχή, συμπάσχει με τους χαρακτήρες (από το συν+πάσχω), ακολουθεί το ταμπεραμέντο τους, υπηρετεί τις προθέσεις τους τόσο εύλογα και πιστά, λες και γράφονται όλα με συμπαθητική μελάνη! Η «μίμηση» αυτή και με την αριστοτελική σημασία του όρου είναι τελικά και η πιο δραστική και δραματική πράξη γραφής. Μεταμορφώνει τα πάθη της λέξης και κάνει το πεζό, ποίημα. Ένας λόγος τεντωμένος ίσαμε την ποίηση που ακονίζει τις λέξεις του, σφυροκοπάει, γίνεται ποίηση, τραγούδι, ρυθμός. Αναδύει τα βαθύτερα, βυθίζει τα εφήμερα στην πρώτη ύλη της έκφρασης: την ποιητική. «Δεκάδες, χιλιάδες οι λέξεις στάζουν αίμα», λέει ένα από τα ποιήματα του βιβλίου. Μια ποίηση καταβύθιση στον βαθύτερο εαυτό; Στο φόνο και το αίμα, τον έρωτα και τη ζωή;
    
Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Οδυσσέας που αποκαλύπτεται έχει πολύ παράξενα χαρακτηριστικά. Είναι ένας νέγρος τραγουδιστής του ριθμ εν μπλουζ που συνθέτει μελωδίες υπερατλαντικές, ανακατεύοντας μαζί με στίχους ελληνικούς τις νότες ενός παλιού ρεμπέτικου που άκουσε ο ίδιος στα παιδικά του. Ξέμπαρκος στη Κρήτη. Από κει το πήρε να το διαλαλήσει σ' όλον τον κόσμο. Οι στίχοι του τραγουδιού που επαναλαμβάνονται διακόπτουνε τον πεζό λόγο, ρυθμικά, μια άλλη μελωδία.
    
Αν η ποίηση είναι η καταβύθιση στη γλώσσα, το σεργιάνι της στον κόσμο είναι η διαπλάτυνσή της. Παράξενο. Μέσα σ' όλα αυτά τα λιμάνια, τους σταθμούς της ιστορίας, τα μήκη και τα πλάτη, μέσα σε μια τέτοια ετερότητα σαν να ψάχνει να βρει ο λόγος το συνδετικό του υλικό, κάτι βαθύ, ενιαίο, μία πηγή, μία ταυτότητα. Ούτε είναι τυχαίο που υιοθετεί τον ρυθμό: εκεί που ψάχνει ο λόγος την πηγή του, εκεί δροσίζει και ο στίχος του Ομήρου. Ο ρυθμός, η μελωδικότητα, η ποίηση γίνονται στο βιβλίο αυτό η ραχοκοκαλιά της αφήγησης, κρατούνε τον εσωτερικό σφυγμό του λόγου. Στο τραγούδι και στην ποίηση συναντιέται ο Οδυσσέας με τον κόσμο, ένας Οδυσσέας οικουμενικός, αυτή τη φορά. Ό,τι και να θέλουνε να μας πούνε «Τα τελευταία νέα από την Ιθάκη» μας το λένε τραγουδιστά.

Μαγδαληνή Θωμά

*

Φυγαδεύοντας συναισθήματα, ποίηση, Νεφέλη Πόπη Ζάνη, εκδόσεις Γεωργίου 2015

Σε μία εποχή που το συναίσθημα καταδικάζεται ως ανορθολογικό, η Νεφέλη Πόπη Ζάνη με την ποιητική της συλλογή  «φυγαδεύοντας συναισθήματα» (Γεωργίου, 2015), διατρανώνει την ανάγκη να αισθανόμαστε, να νιώθουμε. Και αυτή την ανάγκη υπηρετεί μέσα από το εξομολογητικό ύφος.

Στα ποιητικά της σημειώματα διακρίνεται μία ασυνήθιστη ειλικρίνεια, που εκφράζεται  με τη στιχουργική απλότητα και τη διαύγεια του προφορικού λόγου. Η γραφή της Ζάνη παραμένει ανεπιτήδευτη και αντιποιητική, δίχως όμως να χάνει τον λυρικό της χαρακτήρα. Αντίθετα, η λιτή εκφραστική και το πεζολογικό ύφος της ενισχύουν τον λυρισμό σε ένα υπαρξιακό περιεχόμενο.

Με επίκεντρο το ποιητικό εγώ η Ζάνη γράφει για τις μνήμες, τον έρωτα, την ίδια τη ζωή. Το μονολογικό ύφος  προσδίδει, μέσα στον καθημερινό λόγο και την αυτοαναφορικότητα, μία σπάνια -στην απλότητά της- παραστατικότητα. Τούτη η ζωντάνια ενισχύεται από το ψευδοδιαλογικό β’ γραμματικό πρόσωπο, που συχνά έχει έναν διδακτικό χαρακτήρα ή ταυτίζεται με ένα βουβό πρόσωπο και το αντικείμενο του έρωτα. Άλλοτε, το ίδιο το πρωτοενικό υποκείμενο κρύβεται -ευγενικά- πίσω από το αοριστολογικό β' πρόσωπο.

Δήμος Χλωπτσιούδης