Top menu

8 προτάσεις για αναγνώσεις τον Νοέμβριο [Λέσχη ανάγνωσης]

kolaz_arthro3110

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον Νοέμβριο 2016:

1-dimpan

Γραφικός χαρακτήρας, διήγημα, Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκδόσεις Μεταίχμιο 2016

«Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια και θρύψαλα» («οικογενειακή φωτογραφία»)

Αυτά τα κομμάτια και θρύψαλα, που συνιστούν το αποθηκευμένο στη μνήμη παρελθόν, αναδομούνται στις σελίδες του πρόσφατου βιβλίου του Νίκου Παναγιωτόπουλου χτίζοντας ένα οικοδόμημα που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει αυτοβιογραφικό. Κι ας είναι αποσπασματικό. Κι ας σκέφτεσαι καθώς το διαβάζεις πως ίσως η μνήμη ενός μικρού παιδιού δύσκολο να κρατάει αψεγάδιαστα τις σκηνές, τις ομιλίες, τα συναισθήματα. Ο χρόνος, οι νέες εμπειρίες αλλά και η συσσωρευμένη πείρα ζωής αποτελούν το αναπόφευκτο φίλτρο, μέσα από το οποίο οι εικόνες διαφοροποιούνται μεγεθύνοντας τη σημασία τους, τα πρόσωπα φθίνουν και ελαχιστοποιείται το αυθεντικό συναίσθημα του παρελθόντος.  Ωστόσο, όλη αυτή η μετάλλαξη ίσως δεν έχει και τόση σημασία, μια που όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας

«Για μένα πρόκληση –αληθινή– στάθηκε το μέγεθός τους και όχι το πόσο πιστά αποτυπώνουν την πραγματικότητα – κάτι για το οποίο, εξάλλου, ελάχιστοι μπορούν να καταθέσουν σοβαρή μαρτυρία. Για μένα δεν έχει τόσο σημασία ότι οι μικρές αυτές ιστορίες είναι αληθινές όσο ότι οι αληθινές αυτές ιστορίες είναι τόσο μικρές που μπορούν –και το εύχομαι– να διαβαστούν ανάμεσα σε δύο στάσεις των νέων γραμμών του μετρό».

Μου αρέσει το σχόλιο αυτό, μάλλον γιατί λειτουργεί τιμητικά για αυτά τα λιλιπούτεια λογοτεχνικά, τα μικροδιηγήματα. Πώς διαβάζεις ανάμεσα σε δύο στάσεις του μετρό; Υποθέτω όπως διαβάζεις και καθισμένος σε μια θέση λεωφορείου. Αν αγαπάς το διάβασμα, διαβάζεις και όρθιος κρατημένος από μια χειρολαβή. Γι’ αυτό και αν αγαπάς το γράψιμο, γράφεις πάντοτε, ακόμη και σε χαρτί από τσιγάρα. Και μετά απλώνεις τις λέξεις σου για να τις διαβάσουν και οι άλλοι, οι όρθιοι των λεωφορείων. Κάπως έτσι συμβαίνει  με αυτές τις μικρογραφές. Γράφονται όσο διαρκεί το ερέθισμα που τις ενεργοποίησε -που ενεργοποίησε τη μνήμη εν προκειμένω για την περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου- και στη συνέχεια αφήνονται στον αναγνώστη για να συλλάβει τις στιγμιαίες εικόνες τους, όπως σαν να κοίταζε φωτογραφίες σε ένα άλμπουμ.

Οι 67 μικρές (κάποιες μάλιστα μικροσκοπικές) ιστορίες συστήνονται ως αληθινές, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει καθόλου την αξία τους, γιατί αυτό που ενδιαφέρει τον αποδέκτη/αναγνώστη τους είναι η αίσθηση που δημιουργούν ότι θα μπορούσαν να είναι εικόνες από το δικό του, προσωπικό αρχείο μνήμης. Έτσι κι αλλιώς αυτό συμβαίνει με τη λογοτεχνία (είτε πρόκειται για αληθινές αφηγήσεις είτε για απόλυτη μυθοπλασία) και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η αξία της, να μπορεί δηλαδή να λειτουργεί ως ατομικό βίωμα του αναγνώστη χωρίς να ενδιαφέρει στην ουσία η αφορμή του συγγραφέα, που καταλήγει πια εντελώς θνητή και εντοπισμένη στον χρόνο. Η διαχρονικότητα της λογοτεχνικής γραφής διασώζεται μέσα από τα βιώματα του αναγνώστη που ανακαλύπτει κάτι από τη δική του σκέψη, κάτι από τα προσωπικά του παθήματα.

Με αυτό το σκεπτικό αξιολογούνται και αυτές οι προσωπικές ιστορίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, οι οποίες δεν αφορούν σημαντικά γεγονότα, αν αυτό αναμένει κάποιος με τη σκέψη πως μόνο τα πολύ συνταρακτικά αξίζει να διατηρηθούν μέσω της γραφής. Στον μικρόκοσμο του καθενός από μας έχουν άλλη βαρύτητα τα αντικειμενικά ίσως απαξιωθέντα. Οι καβγάδες με τα αδέλφια μας, η διχογνωμία των γονιών για τα περιθώρια που δίνουν στα παιδιά, κάποιοι θείοι πολύ γραφικοί, παππούδες, δάσκαλοι, συμμαθητές, γείτονες. Μικροεπεισόδια στη γειτονιά που παίρνουν άλλες διαστάσεις στα μάτια των μικρών παιδιών, μια που αναταράζουν τα νερά της καθημερινότητάς τους. Ο πόθος για ένα καινούργιο αυτοκίνητο, βόλτες στην εξοχή, τα πρώτα μπάνια στη θάλασσα. Ποιος δεν έχει τέτοιες μνήμες; Ακόμη περισσότερο όσοι βρισκόμαστε κοντά στην ηλικία του συγγραφέα και έχουμε προσωπικές αναφορές σ’ αυτή τη μικροαστική Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, νιώθουμε ακόμη πιο οικεία όσα περιέχονται σ’ αυτές τις αφηγήσεις.

Κάποιες από αυτές τις ιστορίες κουβαλούν και τα ντοκουμέντα τους, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Πόσο μοιάζουν με τις δικές μας! Είναι μια ολόκληρη εποχή, όχι μόνο προσωπικά βιώματα. Νιώθεις τη δική σου νοσταλγία για τους προσωπικούς, δικούς σου τόπους, τους οριστικά χαμένους. Είναι η μετατροπή του ιδιωτικού σε κοινό, δημόσιο, και πάλι η αλλαγή του σε ατομικό. Έτσι η ζωή του συγγραφέα γίνεται προς στιγμή κοινό κτήμα και κατόπιν μεταλλάσσεται μαγικά σε ιδιωτική μνήμη. Πιστεύω ότι σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το παραπάνω έχει ο τρόπος που ο Νίκος Παναγιωτόπουλος χειρίζεται τη γλώσσα. Μια απέριττη, λιτή χρήση λέξεων καθημερινών, οικείων, πολύ μακριά από στολίδια που θα τη φόρτωναν και θα απομάκρυναν το όλο δημιούργημα από τον κόσμο του αναγνώστη. Είναι ακριβώς ο τρόπος που χειριζόμαστε τις προσωπικές μας αναμνήσεις. Για μας και μόνο, οπότε δεν απαιτείται εμπλουτισμός της γλώσσας με περιττά φορτώματα. Ο συγγραφέας μοιάζει να μιλάει στον εαυτό του, και ο αναγνώστης να κινητοποιεί τον δικό του κόσμο με όχημα τις αφηγήσεις αυτές.

«Ο πατέρας λάτρευε την καλή ρετσίνα. Και την καλύτερη υποτίθεται ότι την είχε ο Σκούληκας, στη Δραγατσανίου, καμιά διακοσαριά μέτρα πιο κάτω από το σπίτι.
Όταν έκρινε πως ήμουν αρκετά μεγάλος, ο πατέρας μού εμπιστεύτηκε το καμάρι του – ένα γυάλινο μπουκάλι που μπορούσε να σταθεί όρθιο αλλά και πλαγιαστό, ώστε να διευκολύνει το σερβίρισμα, και μ’ έστειλε στου Σκούληκα.
Το μπακάλικο του Σκούληκα – που δεν τον έλεγαν Σκούληκα, φυσικά – ήταν ένας από τους εφιάλτες μου. Ένας λόγος ήταν η βρόμα κι η ακαταστασία που βασίλευε εκεί μέσα. Ένας δεύτερος ήταν ο ίδιος ο Σκούληκας, με το παχύ μουστάκι, τα μαύρα νύχια και το ένα του μάτι που ήταν θολό και πάντα ακίνητο.
Ο τρίτος και σπουδαιότερος ήταν ένα μισοσκότεινο δωματιάκι, δίπλα στο μπακάλικο. Εκεί, κάτω από τα μεγάλα βαρέλια, ήταν αραδιασμένα τρία τέσσερα τραπέζια, στρωμένα με λαδόκολλα, στα οποία βρίσκονταν μονίμως καθισμένοι οι εραστές της ρετσίνας, συνταξιούχοι με το ένα πόδι στον τάφο και μεροκαματιάρηδες με ασβεστωμένα μαλλιά και τα χέρια γεμάτα μπογιές. Τσιμπολογούσαν σαρδέλες από κονσέρβα, τυρί, ελιές, ντομάτα, αγγούρι και το συνόδευαν με μπόλικο ψωμί.
Όσην ώρα ο Σκούληκας γέμιζε το πολύτιμο μπουκάλι του πατέρα, ήμουν αναγκασμένος να ακούω τις απροκάλυπτες χοντράδες, τα βρόμικα αστεία και τα βροντερά τους γέλια, τους ασυνάρτητους καβγάδες τους για την πολιτική ή, το χειρότερο, όταν για κάποιον δικό τους λόγο αποφάσιζαν ν’ ασχοληθούν μαζί μου, τις τάχα σοφές συμβουλές και τις παραινέσεις τους.
Τότε ήθελα ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί κι ευχόμουν από μέσα μου να πάθει κάτι ο πατέρας – όχι πολύ σοβαρό όμως• κάτι μικρό, ώστε να του απαγορέψει ο γιατρός να πίνει ρετσίνα.» («Ρετσίνα»)

Στην προμετωπίδα του βιβλίου ένας στίχος του Τομ Γουέιτς: «I’ll tell you all my secrets / but I’ll lie about my past» (όλα μου τα μυστικά θα σου τα πω, μα θα σου πω ψέματα για το παρελθόν μου). Έτσι όπως μπερδεύεται το ακριβό της μνήμης με το τώρα, όπως πια δεν έχει σημασία τι αληθινά έγινε αλλά τι κρατήθηκε αφομοιωμένο στον νου, έτσι μάλλον γράφονται οι ιστορίες.

Διώνη Δημητριάδου

*

2-papadpant

Συνομιλώντας με την ποίηση, μελέτη, Χρύσα Χρονοπούλου - Πανταζή, εκδόσεις Ήτορ 2016

Συμβαίνει συχνά, ένας φιλόλογος να διδάσκει για όσα χρόνια απαιτεί το επάγγελμά του και η αυστηρή τήρηση της ύλης των μαθημάτων να είναι η μόνη του ενασχόληση με το αντικείμενο. Όμως, ο φιλόλογος, που αγαπάει την ποίηση, εκείνος, που θεωρεί το επάγγελμά του λειτούργημα, είναι συγχρόνως και μελετητής, που θα εμβαθύνει και θα γράψει δικές του μελέτες, όχι μόνο όσο εργάζεται, αλλά και αφού συνταξιοδοτηθεί γιατί η αγάπη για την ποίηση είναι εφ’ όρου ζωής.
       
Είχαμε, λοιπόν, την ευκαιρία, να διαβάσουμε το βιβλίο της Χρύσας Χρονοπούλου-Πανταζή: «Συνομιλώντας με την ποίηση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ήτορ». Πρόκειται για ένα έργο δοκιμιακού χαρακτήρα. Η συγγραφέας παραθέτει ποιήματα ορισμένων από τους σπουδαιότερους ποιητές. Κάθε ποίημα ακολουθείται από μια σύντομη φιλολογική προσέγγιση, ενώ υπάρχουν και σύντομα βιογραφικά των ποιητών. Οι ποιητές, που διάλεξε η Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή είναι με τη σειρά, που παρουσιάζονται οι: Ανδρέας Κάλβος, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Άγγελος Σικελιανός, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Καρυωτάκης, Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Σαραντάρης, Φώτης Αγγουλές, Νικηφόρος Βρεττάκος, Τάκης Σινόπουλος, Μίλτος Σαχτούρης, Γιώργος Σαραντής, Νάνος Βαλαωρίτης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Τίτος Πατρίκιος, Κική Δημουλά, Κατερίνα Γώγου, Μαρινέλλα Βλαχάκη και Γιάννης Στίγκας.
     
Όπως παρατηρούμε, η επιλογή των ποιητών έχει γίνει καθαρά με το προσωπικό κριτήριο της συγγραφέως. Δεν είναι λίγοι οι σπουδαίοι ποιητές, που έμειναν απ’ έξω, ενώ η επιλογή των ποιημάτων, ίσως να μην είναι και η πιο αντιπροσωπευτική για ορισμένους, όμως, η Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή έχει ως κριτήριο, ποιητές και ποιήματα, που η ίδια ξεχώρισε και αυτό είναι θετικό γιατί πρόκειται για αγαπημένα ποιήματα και άρα αυτό σημαίνει πως η προσέγγιση είναι προσεγμένη και εμβριθής.
       
Παρά τη φιλολογική της ιδιότητα η Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή ξεφεύγει από το ξερό διδακτικό ύφος, δεν κουράζει και δεν μπλέκεται σε φιλολογικούς όρους και σχήματα, που πολλές φορές, ούτε οι ίδιοι οι φιλόλογοι δεν μπορούν να εξηγήσουν. Οδηγεί τον αναγνώστη από το εύκολο μονοπάτι κάνοντας το διάβασμα ευχάριστο με τη γλαφυρότητά της.
              
Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι η Χρύσα Χρονοπούλου-Πανταζή με το βιβλίο της «Συνομιλώντας με την ποίηση», μας έδωσε μια ενδιαφέρουσα εικόνα για ορισμένα ποιήματα σπουδαίων ποιητών, γνωρίζοντας ότι το έργο αυτό γράφτηκε με αγάπη για αγαπημένη ποίηση.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

3-foyrbotsi

Φέρνουμε την άνοιξη, παραμύθι, Πελαγία Μπότση, εκδόσεις Vakxikon.gr 2016

Είναι μεγάλη μου χαρά να γράφω και για το δεύτερο παραμύθι της Πελαγίας Μπότση, μετά από δύο χρόνια. Εξάλλου το είχα προβλέψει τότε, πως η θαλάσσια ηρωίδα Νηρίς Νηρίς, η γοργόνα με την καλή καρδιά, κουβαλώντας το νερό και τη γη εντός της, θα προσπαθήσει να ταράξει και τα διαστημικά ύδατα. Ήρθαμε λοιπόν στον φιλόξενο αυτό χώρο του πολιτισμού για να σας φέρουμε την πολυπόθητη άνοιξη.

Πώς φέρνει κανείς την άνοιξη; Σε έναν κόσμο που πυρακτώνεται και παγώνει συνεχώς; Που ακόμα και η νομοτελειακή εναλλαγή των τεσσάρων εποχών νοσταλγικά  μας ταξιδεύει στη μουσική του Βιβάλντι, στις εικαστικές αναπαραστάσεις των μεγάλων δημιουργών, στο λόγο των σπουδαίων συγγραφέων, ή ακόμη για μερικούς τυχερούς από εμάς που έζησαν σε χωριά, στην έλευση των χελιδονιών και των πελαργών.

Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που θέτει  η μυθοπλασία ετούτης της ιστορίας της Πελαγίας. Πώς φέρνει λοιπόν κανείς την άνοιξη, μετά από έναν βαρύ χειμώνα; Την ανθοφορία ύστερα από τα καμένα από τον χιονιά ξερόκλαδα; Το χαμόγελο έπειτα από τη λύπη; Την ελπίδα σε μια εποχή που όλα μοιάζουν μάταια;

Και πώς ένα παραμύθι διαπραγματεύεται ένα τέτοιο κοσμολογικό ζήτημα; Πώς αφήνεται κανείς στη γλυκιά θαλπωρή μιας αφήγησης, παρόλη την ταραγμένη εναλλαγή εικόνων και συναισθημάτων. Πώς ο αναγνώστης και ιδίως το παιδί αναγνώστης, καθαίρεται μέσα από τα εμπόδια και τις ανατροπές;

Διαβάζοντας την ιστορία της Πελαγίας, πήγα πολύ μακριά στο χώρο και στο χρόνο. Σ΄ έναν παράξενο πλανήτη που κατοικούνταν από ροζ αρμαντίλλο.  Άνοιξα τον υπολογιστή μου και φρεσκάρισα τις γνώσεις μου για τα συμπαθητικά αυτά μικρά θηλαστικά της Αμερικής κι από όλες τις χρήσιμες- άχρηστες πληροφορίες για το τι τρώνε, ποιες είναι οι συνήθειές τους κλπ, συγκράτησα μόνο ότι τα αρμαντίλλο βλέπουν τα πιο πολλά όνειρα από όλα τα ζώα. Σκέφτηκα λοιπόν αμέσως πώς να μην κατοικούν σε ένα παραμύθι, σε μια ονειροπλασία, αφού είναι εγγενές στοιχείο τους. Και μάλιστα σε ένα φουσκωτό πλανήτη, σαν τεράστιο μπαλόνι για να χωράνε μέσα τα όνειρά τους. Όλα ειδυλλιακά λοιπόν στον φουσκωτό πλανήτη των ονείρων και ειδικά όταν έρχονταν τα κορίτσια με τις κορδέλες για να αλλάξουν τις εποχές με το χορό τους. Πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί στην εξαίρετη εικονογράφηση της Μάνιας Μπότση εμφανίζονται τρία κορίτσια. Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Η δική μου ερμηνεία είναι η αρμονία των τριών, ως αρχέτυπο, αλλά και ως λαογραφικό στοιχείο, αλλά επίσης και ως προαγγελτική παράθεση της απουσίας της άνοιξης.

Βασιλιάς λοιπόν σε ετούτον τον πλανήτη και κεντρικός ήρωας της αφήγησης είναι  ένα τρελό παιχνιδιάρικο αρμαντίλλο ο Πεξέ. Παίξε. Το όνομά του φυσικά δεν είναι τυχαίο αφού όταν στέφθηκε βασιλιάς ύστερα από διάφορες δοκιμασίες, μοίρασε στο λαό του άφθονα παιχνίδια για να παίζουν όλοι από το πρωί ως το βράδυ, από την άνοιξη ως το χειμώνα, όπως ορίζει το χρόνο η Πελαγία. Ο ήρωας αυτός δεν είναι  αψεγάδιαστος, όπως η Νηρίς Νηρίς και οι άλλοι ήρωες των κλασσικών παραμυθιών. Έχει τις «αρμαντιλίστικες» αδυναμίες που δεν του στερούν όμως την εντιμότητα και την ηθική του ακεραιότητα. Αν και χρησιμοποιεί «αθέμιτα» μέσα για να κερδίσει τους βασιλικούς αγώνες στην αναμέτρησή του με τη Λάικα, τη διάσημη σκυλίτσα αστροναύτη, κάνει αντιπερισπασμό χρησιμοποιώντας τη γνωστή αδυναμία του τετράποδου, αλλά και της Πελαγίας, για τα λουκάνικα!

Τι συνέβη λοιπόν στον ευτυχισμένο αυτόν πλανήτη; Ποιο απρόοπτο συμβάν ανέτρεψε την ηρεμία; Ποια εντροπία του σύμπαντος, ποια μαύρη τρύπα αναστάτωσε τις ζωές των ροζ αρμαντίλλο; Όποιος έχει ακούσει μερικά παραμύθια καταλαβαίνει αμέσως ότι όλα τα παραμύθια έχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους. Τα πρόσωπα (άνθρωποι,δράκοι, μάγοι, νεράιδες, ξωτικά, λάμιες, ζώα, αρμαντίλλο) είναι πάνω κάτω τα ίδια. Η «υπόθεση» των παραμυθιών επίσης μοιάζει. Στην αρχή έχουμε μια ευτυχισμένη κατάσταση που διακόπτεται από μια συμφορά. Ο ήρωας περνάει μεγάλες δοκιμασίες, τελικά όμως χάρη στο θάρρος και την καλοσύνη ξεπερνά όλες τις δυσκολίες. Στο τέλος συνήθως  ο καλός νικάει και ευτυχεί, ο κακός χάνει ή τιμωρείται Αυτές τις «ομοιότητες» πολλοί προσπάθησαν να τις εντοπίσουν, να τις αναλύσουν και να τις κατατάξουν συστηματικά. Ο πιο διάσημος απ’ αυτούς είναι ο Ρώσος Βλαδίμηρος Προπ, που κατάφερε να ξεκλειδώσει τη μαγική κάμαρα με το μεγάλο μυστικό του παραμυθιού. Στο έργο του «Μορφολογία του Παραμυθιού» απομόνωσε τριάντα ένα βασικά στοιχεία του παραμυθιού, που τα ονόμασε «ενέργειες των προσώπων» ή «λειτουργίες». Αυτές λοιπόν οι 31 λειτουργίες, κάθε φορά συνδυάζονται με διαφορετικό τρόπο και σχηματίζουν, σύμφωνα με τον Προπ κάθε παραμύθι. Ένας μαθηματικός θα μας έλεγε ότι οι δυνατοί συνδυασμοί των λειτουργιών είναι άπειροι.

Και η Πελαγία ξεκινάει τη  μυθοπλασία της όπως σε όλα τα κλασσικά παραμύθια όπου  περιγράφεται σύντομα μια ευτυχισμένη ή μια κανονική ήρεμη κατάσταση. Μια οικογένεια (αγροτική, εμπορική, κτηνοτροφική, αριστοκρατική, βασιλική), ένα χωριό, ένα βασίλειο, εδώ ένας πλανήτης ιδανικός. Η ευτυχισμένη κατάσταση όμως  διακόπτεται. Και πέφτει μια συμφορά ή δυστυχία (απαγωγή, εξαφάνιση αγαπημένου προσώπου, ξηρασία, λειψυδρία, καταστροφή της σοδειάς, αρρώστια, επιδημία, εκβιασμός με απαίτηση παιδιών για αιχμαλωσία ή θανάτωση, κλοπή ή εξαφάνιση πολύτιμου αντικειμένου, μεταμόρφωση ανθρώπου σε ζώο ή φυτό ή πράγμα). Στην ιστορία μας η συμφορά είναι η ανία των αρμαντίλλο τα οποία ξαφνικά βαρέθηκαν τη χαρά των παιχνιδιών και αναζητούσαν κάτι διαφορετικό. Εδώ εμφανίζεται, συνήθως, ο «καλός» ήρωας: Ένα νεαρό παλικάρι ή νεαρό κορίτσι (φτωχό ή πλούσιο, έξυπνο ή κουτό, όμορφο ή άσχημο). Η αναχώρηση λοιπόν του ήρωα, του βασιλιά Πεξέ, προκειμένου να βρει λύση για το βασίλειό του είναι μια από τις πιο βασικές λειτουργίες των παραμυθιών. Έτσι λοιπόν κι εδώ ο ήρωας Πεξέ αναχωρεί κι εγκαταλείπει τον φουσκωτό πλανήτη για να αναζητήσει λύσεις . Πόσοι από εμάς αφήνουμε τους φουσκωτούς μας πλανήτες για κάτι άγνωστο κι ελπιδοφόρο;  

Η συνέχεια είναι ανατρεπτική. Δεν ακολουθούμε πια ως συνήθως τον ήρωα, τους άθλους και τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται.  Γιατί η αφήγηση της Πελαγίας έχει σύγχρονες εικόνες που οι θεωρητικοί τις εντάσσουν  στη μεταμυθοπλασία, στον μαγικό ρεαλισμό, δηλαδή στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας  κατάστασης. Η δική μου προσέγγιση είναι πιο παραδοσιακή. Ο λαός του ευτυχισμένου πλανήτη, αγνοώντας τις συμβουλές και την αυτοθυσία του βασιλιά οδηγείται στην πλήρη παρακμή. Μια αναγωγή στην αρχαία ελληνική τραγωδία, μια αμετροέπεια, μια ύβρις. Τα δίχως λόγο επαναστατημένα αρμαντίλλο πετούν μια χιονισμένη χειμωνιάτικη νύχτα όλα τα παιχνίδια, τις αξίες και τις ελπίδες στην παγωμένη λίμνη. Και η τραγωδία κορυφώνεται με τον ερχομό των κοριτσιών με τις κορδέλες στον πλανήτη, για να φέρουνε την άνοιξη. Τα αρμαντίλλο αλλοτριωμένα από την ανία και την πλήξη, ρίχνουν όλα τα κορίτσια στον παγωμένο πάτο της λίμνης, παρέα με τα παιχνίδια. Κι εκείνες δεν μπορούσαν να χορέψουν κρυσταλλωμένες, να αλλάξει η εποχή, ν΄αλλάξουν τα πράγματα. Εκλωβισμένες μέσα στον πάγο, όπως τα έντομα στο κεχριμπάρι, μάταια προσπαθούσαν. Κι εκεί επέρχεται η τιμωρία. Ο χρόνος σταματάει και τα αρμαντίλλο είναι καταδικασμένα να ζουν σε μια αιώνια παγωμένη νύχτα. Δίχως ήλιο, δίχως εποχές. Μόνο νύχτα και παγωνιά. Η επιστροφή του ήρωα -ξαναγυρίζουμε στις λειτουργίες του Προπ-  δεν δίνει την εύκολη λύση με ένα μαγικό ραβδάκι ή μια μεταμόρφωση όπως συνήθως στα παραμύθια. Ο Πεξέ αποκαρδιώνεται που ο λαός του, αγνόησε τις συμβουλές του και  κατέστρεψε τον πλανήτη και αναχωρεί πάλι. Όμως το μυθικό στοιχείο καραδοκεί.  Με τη δεύτερη αναχώρηση του βασιλιά δημιουργείται μια πληγή και ο φουσκωτός πλανήτης αρχίζει να ξεφουσκώνει. Εξάλλου τα όνειρα που τον γέμιζαν είχαν χαθεί. Κι από γιγάντιος μετατράπηκε σε  ένα πλανήτη νάνο. Η ζωή έγινε αφόρητη. Και τότε είναι που ο από μηχανής θεός δίνει τη λύση. Η παιδική αθωότητα φέρνει  την ελπίδα. Και οι μυστικές αποστολές και οι δοκιμασίες του ήρωα Πεξέ, η ηθική του στάση υλοποιείται τώρα από τα μωρά αρμαντίλλο που διεκδικούν  τη ζωή τους. Αυτή η μετατόπιση του προσώπου σε μια ομάδα, σε μια κοινωνία, μπορεί να μην έχει σταχυολογηθεί από τον Προπ. Είμαι βέβαιη πως αν ζούσε τώρα θα την είχε εντοπίσει.

Όλα τα παραμύθια έχουν αίσιο τέλος. Επέρχεται η κάθαρση. Δεν θα σας αφηγηθώ τη συνέχεια για να έχετε κι εσείς τον δικό σας ορίζοντα ανάγνωσης κατά τον Iser ή να έχετε την αφορμή να κάνετε τις δικές σας αναγωγές, προσωπικές κοινωνικές , περιβαλλοντολογικές  στην πολυσημία της ιστορίας. Η Πελαγία έγραψε ένα παραμύθι με τα υλικά της ψυχής των παιδιών, που χωρίς διδακτισμό και επιτήδευση διαπραγματεύεται δύσκολες έννοιες αλλά και αξίες του φυσικού και του κοινωνικού μας γίγνεσθαι.

Τζούλια Φορτούνη

*

4-stamatkonnst

Indigo, μυθιστόρημα, Δημήτρης Κωνσταντίνου, εκδόσεις Εξάρχεια 2016

Η επετειακή συνάντηση, εν είδει μνημόσυνου, τεσσάρων φίλων, των Μοβ, Ρεντ, Γκολντ και Μπλακ, με το ορθάνοιχτο στόμα του Μουνκ να δεσπόζει πάνω από το τζάκι, όπως εξιστορείται από τη ματαθανάτια προοπτική του Ίντιγκο (ή Ίντι) που αναλαμβάνει και τη συνολική αφήγηση του χρονικού της φιλίας και της ζωής του καθενός από την παρέα ξεχωριστά, όσο και των κοινών στιγμών των εφαπτόμενων διαδρομών τους. Με αυτή τη σκηνή ξεκινάει το μυθιστόρημα του Δημήτρη Κωνσταντίνου «Indigo» δίνοντας εξαρχής τον τόνο ενός σκοτεινού μετα-υπαρξισμού και ενός πένθους για το τέλος όλων των συλλογικοτήτων, όλων των οραματισμών για το μέλλον, τη χρεοκοπία όλων των ιδεολογιών, με βασικό αφηγηματικό έρεισμα το ηθικό και συναισθηματικό ναυάγιο μιας ολόκληρης γενιάς που προσωποποιείται στους κεντρικούς του ήρωες.

Ο συγγραφέας δίνει στο εγχείρημά του τον υπότιτλο «Ένας γρίφος για το εγώ, το εμείς και το τίποτα» και φροντίζει να αναφέρεται σε όλη την έκταση του βιβλίου στους χαρακτήρες του με τα παραπάνω παρατσούκλια, βασισμένα στα ιδιοσυγκρασιακά τους χαρακτηριστικά, ανάγοντάς τους σε πανανθρώπινους τύπους που επωμίζονται ένα συλλογικό πεπρωμένο.

«Εκείνο που έχει σημασία σ’ ένα έργο τέχνης», σημειώνει ο René Wellek, «είναι η αρμόζουσα ισορροπία ανάμεσα στην καθολικότητα και το επιμέρους ειδικό, αυτό που ο Λούκατς ονομάζει “ιδιαιτερότητα”». Η επιτυχία στην επίτευξή της καταδεικνύεται κυρίως από τη δημιουργία τύπων εκ μέρους του συγγραφέα. Ο τύπος, για τον Λούκατς, είναι ένα από τα κεντρικότερα προβλήματα της αισθητικής. Είναι η δικαίωση της λογοτεχνίας ως εικόνας του ανθρώπου για τον εαυτό του. Ο τύπος δεν είναι ούτε ο μέσος όρος ούτε η εκκεντρικότητα. Είναι «η εσώτατη ουσία μιας προσωπικότητας ως υποκινούμενης και οριζόμενης από τέτοιους καθορισμούς οι οποίοι ανήκουν αντικειμενικά σε μια σημαντική τάξη της εξέλιξης της κοινωνίας».

Οι καθορισμοί αυτοί, για τους ήρωες του Κωνσταντίνου, θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια λυσσαλέα ορμή προς τον μηδενισμό, προς την άρνηση όλων των αξιών, ενώ οι αδιέξοδοι δρόμοι τους διαγράφουν την αφηγηματική ανέλιξη της πλοκής ως μια αναπόφευκτη καθοδική πορεία προς την άβυσσο – την άβυσσο του ανθρώπινου πνεύματος, της ηθικής και συναισθηματικής ελευθερίας και επιλογής του εαυτού μέσα στον κόσμο, της ανθρώπινης Ιστορίας.

Σύμφωνα με τον Barthes, τρία είναι τα βασικά συστατικά στοιχεία του έγχρονου υποκειμένου: τα πάθη, οι συμπτώσεις (η τυχαιότητα των γεγονότων) και η σωματική υποκειμενικότητα που ονομάζουμε ιδιοσυγκρασία. Ενώ η ανθρώπινη τραγωδία συνίσταται στην αβεβαιότητα των σημείων αυτών των συστατικών μερών, στο διφορούμενο των σημάτων ανθρώπων και συμπεριφορών που κάνει τον κόσμο αφόρητο.

Αυτά τα σημεία υποστασιώνονται σε διάφορες μορφές για τον αφηγητή: «Ο στομωμένος μπαλτάς του χασάπη, το μυαλό του συγγραφέα που στέρεψε από έμπνευση, ο στεγνός κόλπος της κλιμακτηρίου, το ξηρό στόμα αυτού που ανακοινώνει τον χωρισμό, τα κόκκινα μάτια του ξενύχτη, οι κόκκινες πληγές που αιμορραγούν στα γόνατα των παιδιών, τα αστείρευτα γέλια και ο σωματικός πόνος αυτού που σε βάρος του γελάνε, οι σίγουροι μισθοί των υπαλλήλων και οι καλλιτέχνες που ζητιανεύουν ψωροδεκάρες, όλα συνδέονται και πονάνε τα μάτια μας», διαβάζουμε στη σελίδα 146.

Για τους χαρακτήρες του Indigo, που ζουν σε ένα παράλογο σύμπαν όπου οι τυχαιότητες συνωμοτούν με τα υποκειμενικά και ιδιοσυγκρασιακά τους πεπρωμένα σε μια μεταφυσική φάρσα που παίζεται εις βάρος τους, η αναγκαστική ενδοκοσμική απάρνηση του κόσμου σημαίνει ακριβώς μια απόδραση από την αβάσταχτη ανακρίβεια του ανθρώπινου κώδικα, και περνάει σταδιακά από το ατομικό, στο συλλογικό, στο μελλοντικά προφητικό και στο συλλογικό μέλλον.

«Λίγο πριν περάσει ο Μοβ από τον έξω κόσμο στο κτήριο της Υπηρεσίας του», διαβάζουμε στη σελίδα 57, «αναρωτήθηκε για τη δουλειά που έκανε. Γιατί αυτή και όχι άλλη; Πώς κατέληξε εκεί; Πώς καταλήγουν όλοι κάπου; Θυμήθηκε το πολυκαιρισμένο θρανίο μας με τα χαρακτικά αποτυπώματα εκατοντάδων μαθητών επάνω του, έρωτες, ομάδες, συγκροτήματα, εκεί όπου καθόμασταν μαζί για πολλά χρόνια. Μάθημα επαγγελματικά προσανατολισμού, και είχα κουραστεί να ακούω πόσο σίγουρη η αποκατάσταση αν σπουδάζαμε οικονομικά. Το τίποτα στον ουρανό έξω από το παράθυρο». Λίγο παρακάτω, ο παρελθοντικός οραματισμός μιας προσωπικής ήττας μετατρέπεται σε μια συλλογική δυστοπία: «Ένα ποτάμι μπάζα. Η αποσύνθεση της πόλης και το μέλλον των ανθρώπων καθρεφτίζεται μέσα σε ένα ποτάμι χωρίς καθόλου νερό. Ένα ποτάμι πιο ξερό από την έρημο, μια ανθρώπινη πόλη χωρίς νερό να την ξεπλένει. Έχουν ξεμείνει οι κοίτες κατά μήκος του, είκοσι μέτρα μαχαιριές μέσα στη γη, για να κατρακυλάνε πιο εύκολα τα απορρίμματα των ανθρώπων κάτω από τη φανταχτερή επιφάνεια και να κάνουν όλοι ότι δεν τα βλέπουν• για να μπορούν πιο εύκολα να ξεχνούν δεκαετίες δύσοσμης ανάπτυξης και πολιτισμού, για να μπορούν πιο εύκολα να συνεχίζουν το ίδιο βιολί. Κάτω από τη γέφυρα του ποταμού, όλος ο σύγχρονος πολιτισμός μια χωματερή, λίγο έξω από τα ανατολικά σύνορα της πόλης».

Ενώ στη σελίδα 110, αυτή η έννοια του ζωτικού που μετατρέπεται σε πεισιθάνατο και ξηρασία, παίρνει τη μορφή μελλοντικής προβολής: «Μ’ όλα αυτά δεν πέρασε καθόλου από το μυαλό του η κόρη του. Θα γίνει σαν τη γυναίκα μου ή σαν τη Ρόζα; Νοικοκυρά και σίγουρη ή άστατη ερωτιάρα; Τι θα διάλεγε στη ζωή της, οικογένεια ή σεξ; Και τα δύο μαζί δεν γίνεται, ευτυχώς υπάρχουν και τα παράνομα πάθη. Και τα ψέματα για να μπορούμε να ζούμε. Ένα τέτοιο πάθος και πολλά ψέματα, τον γλίτωσαν από την πιθανή κατάληξη της ανεργίας. Όταν νιώθεις άχρηστος αυτοκτονείς. Θα ήταν η μικρή με τη ζωή τού τώρα ή με τη ζωή γενικά; Γιατί αυτές που ζούνε για τη στιγμή, συνήθως πνίγουν μια ολόκληρη ζωή στα μπλεξίματα. Και μαζί τους πνίγουν και τους ανθρώπους δίπλα τους, σ’ ένα λαβύρινθο στιγμών, απολαύσεις που όλες μαζί κάνουν μια δυστυχισμένη ζωή».

Στο γοτθικά εφιαλτικό σύμπαν του Κωνσταντίνου, μέσα από επίγειες διαδρομές που συχνά θυμίζουν αστυνομικό μυθιστόρημα ή noir, ο άνθρωπος πέφτει θύμα των ζοφερών, ολέθριων δυνάμεων ενός δαιμόνιου και δαιμονικού σύμπαντος, ενός πεπρωμένου που εμπλέκει στον κόσμο το αδιερμήνευτο κακό της αρχικής πτώσης και ευαγγελίζεται την υπόσχεση της πραγματικής ελευθερίας του υποκειμένου μέσω του σκότους, της αγωνίας και του μαρτυρίου.

«Ίσως κάποτε έρθει ο καιρός να παγώσουν όλα», γράφει ο Κωνσταντίνου στη σελίδα 136 ως κυνικός, δηλαδή σαρκαστικά και ομφαλοσκοπικά ρομαντικός. «Οι άνθρωποι, σαν παχύσαρκα φυτά θα ριζώνουν στις πολυθρόνες τους και όλα θα γίνονται με ηλεκτρόδια και δίκτυα. Καμία ανάγκη μετακίνησης. Όλες οι φυλακές άχρηστες, θα ερημώσουν. Απόλυτη ελευθερία, ακινησία και σιωπή στον πλανήτη».

Ειρήνη Σταματοπούλου

*

5-papadkatsou

Νυμφαλίδες, ποίηση, Ναταλία Κατσού, εκδόσεις Κέδρος 2015

Πριν από λίγο καιρό, είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο της Ναταλίας Κατσού: «Νυμφαλίδες». Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, που περιλαμβάνει ποιήματα, τα οποία εμπεριέχουν συμβολικές εικόνες και όμορφους στίχους.
       
Η ποιητική συλλογή της Ναταλίας Κατσού «Νυμφαλίδες» χωρίζεται σε 4 μέρη:
       
Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο «Χρυσάνθεμο-Cartes postales» και όπως ο φωτογράφος αρπάζει τις στιγμές και τις απαθανατίζει, έτσι και η ποιήτρια μας περιγράφει στιγμές με τη δική της ματιά. Η γυναίκα-γάτα γίνεται γοργόνα, ενώ το ωραίο βρίσκεται ακόμη και στις πιο άσχημες στιγμές σαν «πεθαμένη ομορφιά». Έτσι κι αλλιώς, ο θάνατος είναι η τελική κατάληξη όλων των έμβιων όντων. Η Ναταλία Κατσού καταλήγει: «…Κοινός παρονομαστής / το λευκό, η λευκή γωνία του κόσμου που μοιάζει με θάνατο.»
       
Το δεύτερο μέρος φέρει τον τίτλο: «Γκέισα-Αφήγηση» και μέσα από όμορφες ποιητικές εικόνες μας περιγράφει την ιστορία μιας γιαπωνέζικης πορσελάνινης κούκλας, στην οποία παραπέμπει και η φωτογραφία του εξώφυλλου της ποιητικής συλλογής. Η κούκλα παρομοιάζεται με τη γυναίκα, που περιμένει κάτι να αλλάξει, κάτι να ταράξει τα στάσιμα νερά. Η ποιήτρια διαπιστώνει ότι: «ο πιο γρήγορος τρόπος να μαραθεί ένα πλάσμα / είναι η αναμονή».
       
Το τρίτο μέρος φέρει τον τίτλο «Νυμφαλίς-Τραγούδι» και είναι το μεγαλύτερο σε έκταση μέρος της ποιητικής συλλογής. Εδώ, η γυναίκα παρομοιάζεται με νύμφη, που γίνεται πεταλούδα. Μια πεταλούδα όμορφη με τσακισμένα φτερά. Δεν είναι τυχαίο, ότι το συγκεκριμένο μέρος διανθίζεται με κομμάτια από την όπερα: «Madama Butterfly, libretto». Και σε αυτό το μέρος συναντάμε αρκετούς όμορφους στίχους. Αξίζει να αναφέρουμε μερικούς. «δεν κουβαλάω ποτέ χρήματα / ξέρω μόνο να προσφέρω και να δέχομαι / τους άλλους», γράφει η Ναταλία Κατσού και αλλού: «διάλεξε εμένα / αστράφτω χωρίς δαχτυλιές / κι αποτυπώματα».
       
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος φέρει τον τίτλο “Rosina-Ημερολόγιο” και περιλαμβάνει το ποιητικό ημερολόγιο μιας soprano γραμμένο εξ’ ολοκλήρου σε πλάγια γραφή και χωρίς να χωρίζονται οι στίχοι, σα να διαβάζουμε κάποιο πεζό κείμενο. Παραθέτουμε, επίσης, μερικούς όμορφους στίχους: «…Εσύ ατάραχος ανάβεις ένα cigaretto και ζητάς να ξαναπιάσουμε την τρίτη πράξη από τον αποχαιρετισμό. Δεν υπάρχει αποχαιρετισμός. Αυτό έχει γίνει στη σιωπή. Στην παύση. Στο ανάμεσα.»   
       
Θα κλείσουμε εδώ αυτό το μικρό μας ταξίδι στην ποιητική συλλογή της Ναταλίας Κατσού «Νυμφαλίδες» συγχαίροντας την ποιήτρια για το όμορφο έργο της και διαπιστώνοντας ότι έχει ακόμα πολλά να μας δώσει.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

6-linzervas

Διάλογοι με τον Αρχίλοχο, ποίηση, Αντώνης Ζέρβας, εκδόσεις Περισπωμένη 2016

Μια στάμνα, όταν είναι καινούρια, αφήνει το νερό να περάσει από τα τοιχώματά της, το συγκρατεί όμως όλο και καλύτερα όσο παλιώνει. Με τον ίδια ακριβώς τρόπο σε αυτή τη, δέκατη πέμπτη, συλλογή του ο Αντώνης Ζέρβας γίνεται πιο πολυεπίπεδος από ποτέ: έλκοντας από τον τρόπο του Αρχίλοχου ξεκινά να περιγράφει τη συνθήκη ενός σύγχρονου άντρα που στην ηλικία της ωριμότητας δεν υπολείπεται σε ορμές –το κάνει όμως με υποδόρια ειρωνεία και με αυτοσαρκασμό που οδηγούν εντέλει σε μια ανατομία της ανθρώπινης κατάστασης η οποία αφορά τους πάντες.

Διαπερνώντας την επιφάνεια και φθάνοντας μέχρι το βάθος της – βιωμένης ή ποθητής – εμπειρίας, ο Ζέρβας χρησιμοποιεί τα όσα νιώθει το ποιητικό του υποκείμενο ως εξέδρα κατάδυσης στη θάλασσα της ανθρώπινης φύσης για να αναδυθεί μετά από λίγο ξανά με μια συγκομιδή από καθολικά συμπεράσματα που διατυπώνονται σκωπτικά πολλές φορές, μα  παραδίδονται με μεγάλη σοφία και σημαντική επίγνωση των όσων συνεπάγεται η ανθρώπινη συνθήκη:

Έτσι και το χειρότερο θα εναλλάσσσεται
με το καλύτερο, μες στην ατέρμονη τροπή
των ψευδαισθήσεων σε ψευδαισθήσεις.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο («Διάλογοι με τον Αρχίλοχο») που δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο, ο ποιητής δεν διαλέγεται απλώς με τον Αρχίλοχο, αλλά συνείρει το πνεύμα της ποίησής του τόσο έντονα που ο αναγνώστης μπαίνει πολλές φορές στον πειρασμό να μιλήσει για αντιμετάθεση των προσωπείων των δύο «συνομιλητών».  Ας σημειωθεί, σε αυτό το σημείο, ότι ο Αρχίλοχος δεν έτυχε της αναγνώρισης των συγχρόνων του, αφενός λόγω του ότι ήταν ρίψασπις και αφετέρου επειδή αυτοϋπονομευόταν έντονα στην ποίησή του. Ανακαλώντας το γεγονός, ο Ζέρβας γράφει:

Κράτησε εαυτέ μου, κράτησε.
Το πρόβλημα δεν είναι οι εχθροί σου,
όπως για τον Αρχίλογο καλή του ώρα.
Αυτούς μπορείς να τους καταπαλέψεις,
αρκεί να πέφτουν πάνω σου ένας ένας.

Εκτός από δημιουργός του λόγιου ιάμβου και λάτρης της σάτιρας, ο Αρχίλοχος θεωρείται ο πρώτος ποιητής της Ευρώπης που έστρεψε το βλέμμα στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αψηφώντας τη βαριά επική παράδοση της εποχής του.  Πίστευε ότι ο άνθρωπος διαφεντεύεται από παντοδύναμες δυνάμεις τις οποίες πρέπει να προσπαθήσει να αντέξει όπως μπορεί, αφού δεν έχει άλλη επιλογή. Το ίδιο πνεύμα διατρέχει τη συλλογή του Αντώνη Ζέρβα – το ποιητικό υποκείμενο δεσμεύεται από τις επιθυμίες που ορθώνονται πανίσχυρες μέσα του, όμως δεν έχει άλλη επιλογή από το να τις υπομείνει στωικά:

Ρουφάω τον κόσμο με το καλαμάκι
μα η γρανίτα μες στα ροζ στενάζει.
Όλα τα ηρωικά, στενές φούστες και ψηλά τακούνια,
σαν τα δημοτικά αντιλαλούν πως είμαι γέρος.

Των «διαλόγων» έπονται άλλες δύο ενότητες, οι «Κατά τριάδες» και «Μονά και πάλι».  Οι «τριάδες» λειτουργούν κάπως σαν intermezzo: η σατιρική διάθεση κοπάζει, οι στίχοι είναι πιο στοχαστικοί, πιο απαλοί (ωστόσο ιδιαίτερα επώδυνοι) και πιο τρυφεροί. Συναντάμε εδώ ποιήματα συγκινητικά, ακόμη και σπαρακτικά, που πραγματεύονται την ανάμνηση και την αμετάκλητη απουσία. Επαναφορά στην πρότερη καυστική διάθεση συνιστούν οι δύο τελευταίες τριάδες της ενότητας, Ζ και Η.

Στα «Μονά και πάλι» ο ποιητής αναλαμβάνει με περισσότερη σφοδρότητα τη σκωπτική διάθεση του πρώτου μέρους, χρωματίζει ωστόσο τα ποιήματά του και με τη μελαγχολική διάθεση του δεύτερου, σε μια κατακλείδα που δρα συνθετικά των δύο πρώτων ενοτήτων και που εμπλουτίζεται επιπλέον κατά τόπους με ομοιοκαταληξία.

Αριστοτέχνης του λόγου, ο Αντώνης Ζέρβας μπορεί με άνεση να σκηνοθετεί τις συλλογές του με όποιον τρόπο κρίνει πιο πρόσφορο, εν προκειμένω δανειζόμενος τη δομή ενός μουσικού σονέτου (τρία μέρη όπου το ενδιάμεσο διαφέρει αισθητά από τα άλλα δύο)  και να παραμένει ταυτόχρονα σίγουρος για το άρτιο του αποτελέσματος. Το ίδιο σίγουροι μπορούμε να παραμένουμε και εμείς, οι αναγνώστες του, για το ότι πάντα θα μας επιφυλάσσει μια ποιητική περιπέτεια που θα διαφέρει από τις συνηθισμένες.

Χριστίνα Λιναρδάκη

*

7-papadgiakoum

Ισχαιμικό επεισόδιο - Ρωτώντας βαδίζουμε, υποδιοικητά, ποίηση, Μανόλης Γιακουμάκης, εκδόσεις Εκάτη 2014

Πριν από λίγο καιρό είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο του Μανόλη Γιακουμάκη: «Ισχαιμικό επεισόδιο ρωτώντας βαδίζουμε, υποδιοικητά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις: «Εκάτη». Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση, που αναφέρεται σε ένα φίλο του ποιητή, που «έφυγε νωρίς». Αν και η προσπάθεια του ποιητή είναι ενδιαφέρουσα και συγκινησιακά φορτισμένη κάποιες φορές δεν αποφεύγει την πεζότητα, ενώ σε μερικά σημεία χάνεται το νόημα προς χάριν της αφαιρετικότητας.
      
Ο θάνατος στη συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση προσωποποιείται και σε πολλά σημεία υπάρχουν στοιχεία της δημοτικής παράδοσης, παρά τον ελεύθερο στίχο, που χρησιμοποιεί ο ποιητής: «…του χάρου δεν σε δίνω / δεν τον αφήνω Μάνα μου κοντά του να σε πάρει / κει κάτω ο Πατέρας μου, ας περιμένει  ακόμη / γιατί από το έργο σου, μένει πολύ να εκτελεστεί».
      
Προχωρώντας, στο διάβασμα της ποιητικής συλλογής, διαπιστώνουμε πως ο Μανόλης Γιακουμάκης θυμάται παλιότερες εποχές, όταν ο ίδιος ήταν παιδί, όταν η φτώχεια ήταν μεγάλη και τα λεφτά δεν φτάνανε ούτε για τα αναγκαία καθημερινά έξοδα: «προβαίνει η Μάνα στο πορτί του φτωχικού, συγκρατημένο δάκρυ: / «Ούτε ψωμί, ούτε σπυρί στο έρημο κελάρι, / πηγαίτε να βοσκήσετε», μ’ απελπισία κρένει».
     
Αν και η ποιητική σύνθεση του Μανόλη Γιακουμάκη αναδίδει μια απαισιοδοξία και ο ποιητής φτάνει να διαπιστώσει: «γρήγορα που μας άδειασε ο αιώνας!» και αλλού ρωτάει με καημό: «Πόσους ακόμα θ’ αφανίσει ετούτος ο χειμώνας;», το μήνυμα λίγο πριν το τέλος του βιβλίου δεν είναι πεσιμιστικό: «Όταν ξυπνήσει ο κόσμος απ’ το θάνατο / θέλω να βρίσκομαι εκεί με την αγάπη».
    
Κλείνοντας, συμπεραίνουμε πως η ποιητική σύνθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη «Ισχαιμικό επεισόδιο ρωτώντας βαδίζουμε, υποδιοικητά» είναι ένα ενδιαφέρον πόνημα υπαρξιακής αναζήτησης με αισιόδοξο μήνυμα.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

8-tavoulsergiou

Δεν έχεις τον Θεό σου, ποίηση, Ελένη Σεργίου, εκδόσεις Ελευθερουδάκης 2016

Κάθε ανθρώπινη γλώσσα χαρτογραφεί διαφορετικά τον κόσμο, φτιάχνει μια ιδιαίτερη γεωγραφία της μνήμης, περιέχει μια απεριόριστη δυναμική ανακαλύψεων, ανασυνθέσεων της πραγματικότητας και της καταγραφής των ονείρων. Αυτήν την διαφορετικότητα συναντάμε στην ποιήτρια Ελένη Σεργίου στην ποιητική της συλλογή με τον τίτλο «Δεν Έχεις Τον Θεό Σου». Εκεί η ποιήτρια διαρρηγνύει την σιωπηλή μοναχικότητα, δίνοντάς μας τον σπόρο της ψυχικής της αγρύπνιας.

Έρχεται λοιπόν η ποιήτρια Ελένη Σεργίου, χωρίς πραγματικά να έχει τον Θεό της, και σπάζει τα φράγματα της μοναξιάς, ανοίγει δρόμους, κεντρίζει τις εφησυχάζουσες συνειδήσεις, γίνεται κυρίαρχη των χρωμάτων και εξουσιάστρια των ονείρων, μονομαχεί με τις λέξεις, συνθέτει, προσπαθεί να χτίσει το οικοδόμημά της, να δώσει μορφή στο άμορφο, να κάνει φανερό αυτό που αλλιώτικα θα έμενε βουβό και αθέατο, και γενικά να ταράξει τον λογοτεχνικό χώρο!
    
Το έργο της ποιήτριας είναι μια οδοιπορεία όρασης και ακοής όπου το πνεύμα πυρούται και το αίσθημα αναλίσκεται καιόμενο. Ξεχύνεται μέσα στα φύλλα του βιβλίου της και γίνεται θησαυρισμένη ομορφιά που ζωντανεύει δημιουργώντας την δική της ζέουσα ανθρώπινη ψυχή.

Το βιβλίο της «Δεν Έχεις Τον Θεό Σου», νομίζεις ότι είναι γραμμένο με στάλες από αίμα που ανθίζει. Όταν έρθεις σε επαφή μαζί του, μέσα από τις εννέα (9) ενότητες και τα ενενήντα (90) ποιήματά του, δεν μπορείς να προσπεράσεις. Μένεις αιχμάλωτος για πάντα στα ιερά ποιητικά μαζικά δεσμά, αναπνέεις και πετάς στα ύψη της λυρικής ευδαιμονίας, και άλλοτε καταβυθίζεσαι στα τάρταρα της απόγνωσης, της απόλυτης μοναξιάς, της επανάστασης και της ανεπίδοτης ελπίδας.

Εννενήντα στεναγμοί που βγαίνουν απ’ την ίδια συγκίνηση. Μονάχα ο τόνος του καθενός είναι διαφορετικός. Είναι η ιερή εξομολόγηση μιας ψυχής που θέλει, με αγωνία κολασμένου, τον παράδεισο του ιδανικού μέσα στο καθαρτήριο του πάθους, την ποίηση.

Το έργο της ποιήτριας
είναι μια οδοιπορεία όρασης και ακοής
όπου το πνεύμα πυρούται
και το αίσθημα αναλίσκεται καιόμενο.

Η ποιήτρια έχει την τόλμη τα απόκρυφα να τα κάνει φανερά κι αυτό το βλέπουμε από την πρώτη κιόλας ενότητα που αναφέρεται στην οικογένειά της. Οι δεσμοί αίματος της οικογένειάς της ήταν σαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, σχεδόν δίχως γλώσσα επικοινωνίας, δίχως την «ομπρέλα» του πατέρα, ζώντας «στον ωκεανό της λύπης», μιας λύπης που έμοιαζε με μια μικρή πολύχρωμη τεθλασμένη, κολημμένη στη γη και στο έλεος της βροχής.
    
Με ένα μυσταγωγικό τρόπο προσπαθεί και γεννά την πολυπλοκότητα του γραψίματός της και συλλαμβάνει το κέντρο απ’ όπου ρέει η λέμφος, η πνοή και η ρίζα των ‘γιατί’.     Στην συνέχεια πορφυρώνει τις λέξεις της και θαρρεί κανείς πως θέλει να δαμάσει την ίδια την γνώση. Την γνώση που μοιάζει σαν τον ωκεανό στο έλεος των παθών του. Και δεν συναντάμε εδώ την ήπια μεσογειακή θάλασσα, αλλά τον πάταγο των κυμάτων καθώς σκάνε στα βράχια, τεράστιους υδάτινους όγκους που κινούνται ρυθμικά, σχεδόν αρχέγονα, ανακαλώντας τις δυνάμεις της δημιουργίας, λες και συναντάμε υγρές αβύσσους. Το ίδιο συνάντησα και στην φίλη ποιήτρια Ελένη Σεργίου.

Μέσα από τις ‘αιχμηρές πένες’ (την δεύτερη ενότητα του βιβλίου της) απ’ αυτόν τον μανιασμένο παφλασμό της ρίγης, ‘αλαφιασμένη’ μαζεύει όσο περισσότερους χυμούς λέξεων μπορεί για να την συντροφεύουν, και δημιουργεί δεκατρία (13) ποιήματα που τα διελαύνει η μέθη από τους αγαπημένους της συγγραφείς.

Ακούμπησα τη Νάντια του Μπρετόν στο γραφείο
και είδα ξάφνου γύρω μου
ανθρώπους σκόρπιους, ανθρώπους κουρέλια
απ’ τον άνεμο που λυσσομανάει μες στην ψυχή τους
να θυμίζουν χαμένο φως.
Είδα έναν ποταμό άδειο να τον γεμίζουν βροχή
και να ξεκινούν ταξίδια μόνο γιατί το νερό αντανακλάει φως... (σελ. 27)

... Οι ψίθυροι απ’ τα ταλανισμένα τους κορμιά
ενώνονται σε κλαδί παρελθοντικού χρόνου
που συνεχίζει ν’ ανθίζει στο παρόν... (σελ. 29)

Στην τρίτη ενότητα του βιβλίου της με τίτλο «Χρώμα και ήχος» η Ελένη Σεργίου μας αποδεικνύει ότι η συναισθησία είναι ένα ερωτικό ειδύλλιο ανάμεσα στις αισθήσεις και ότι η ζωή είναι μία ‘ύλη αδίδακτη’, ενώ στην επόμενη ενότητα είναι «Κυρίαρχος του λόγου» (ο τίτλος της τέταρτης ενότητας) και προκαλεί πολλαπλές εσωτερικές δονήσεις, σκέψεις και συγκινήσεις. Η ποίησή της μοιάζει να είναι η μοναδική ασφάλεια που νοιώθουμε ενάντια στον εκχυδαισμό της ανθρώπινης καρδιάς.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Τα μάτια του ποιητή είναι γεμάτα άστρα...
γεμάτα ποιήματα...
γεμάτα...
Επομένως, δεν χρειάζεται να κοιτάς ψηλά στον ουρανό.
Τον κοιτάς κατ’ ευθείαν μες στα μάτια
και μετά γράφεις ποιήματα υπό το φως των αστεριών.

Αν θέλεις
προσθέτεις και λίγη φεγγαρόσκονη στα σημεία στίξης
κι ένα χαμογελάκι σχηματίζεται μόνο του
στο τέλος, δίπλα στην τελεία.

Σε περίπτωση που η καρδιά σου επιταχύνει τον ρυθμό της
θα είσαι σίγουρη ότι μόλις έγραψες ένα όμορφο ποίημα
και ίσως το τέλειο ποίημα. (σελ. 60)

Σ’ αυτές τις τρεις στροφές βλέπουμε τον ανασασμό της ψυχικής της γραφής, την ευρυθμία του λόγου, την ακρίβεια στην διατύπωση του νοήματος και την χειροπιαστή αρχιτεκτονική της έκφρασης. Οι λέξεις της ξετυλίγονται με απόλυτη στιχουργική και τονική ελευθερία, ή μάλλον πέρα από κάθε παρόμοιο τεχνικό περιορισμό. Εν τούτοις, όσο ελεύθερος κι αν είναι ο λόγος της θα παραμείνει μέσα της ο ρυθμός γιατί υπακούει σε ένα καλλιεργημένο ένστικτο αρμονίας.
    
Στην πέμπτη ενότητα βρίσκεται το ποίημα με τίτλο «Λίγα λόγια για το ποίημα», απ’ το οποίο πήρε το βιβλίο τον πρωτότυπο τίτλο «Δεν Έχεις Τον Θεό Σου», όπου βλέπουμε ότι για την ποιήτρια η ποίηση είναι και εξομολόγηση.

Μέσα από ένα ομιχλώδες όνειρο κατεβαίνει ο Θεός στο ποίημα
αναζητώντας την ανθρώπινη ταυτότητά του.
...
Η ανθρώπινή του φύση, μόλις την αντίκρισε, τον τρόμαξε.
Προτίμησε να παραμείνει Θεός, ασώματος, ανέγγιχτος
κι έφυγε με το ίδιο ομιχλώδες όνειρο που ήρθε. (σελ. 67)

Κι έτσι έμεινε η ποιήτρια χωρίς να έχει τον Θεό της. Ωστόσο, γυμνάζει την σκέψη και την απογυμνώνει. Η ποιητική συναισθηματολογία της γράφεται με αναπνοές χεριών τις νύχτες που το πένθος μαρτυρά την κατάφαση της ζωής, τότε που το μολύβι της χαρακώνει το χαρτί γιατρεύοντας πληγές ανεπούλωτες στην ρωγμή του χρόνου.
    
Στις επόμενες ενότητες κυριαρχεί το όνειρο σαν πηγή κραδασμού, το οποίο πυροδοτεί το πάθος της δημιουργού, το αίσθημα και τον στοχασμό της, και είναι το κίνητρο που την βοηθάει να μεταπλάθει τον κόσμο σε μαγική ύλη της τέχνης. Μέσα στο όνειρο ενυπάρχουν τα γονιμοποιά σπέρματα που συμβάλλουν στο έργο της δημιουργού και ως εκ τούτου το όνειρο μετασχηματίζεται σε ποιητική ουσία. Έτσι βρίσκουμε τα «Ονειρολούλουδα» (σελ. 89), το «Όνειρο μέσα στο όνειρο» (σελ. 97), ποιήματα που ονειρεύονται, όνειρα που υπνοβατούν και μέσα στον ύπνο τους βρίσκουν ένα άδειο φύλλο χαρτιού κι εκεί μέσα ανθίζουν.
    
Στην έβδομη ενότητα συγκεκριμένα, βρίσκουμε τον τρόπο της συγκομιδής της και τον θερισμό του ωραίου, όταν μέσα σε δεκατέσσερα (14) ποιήματα ‘ακυρώνει όλα τα ραντεβού με την πραγματικότητα’ γιατί ‘με τα κουπιά του πάθους’ κολυμπά στο όνειρο και ‘σπαρταράει στην αγκαλιά του’.

ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΜΑΣ

...
Λίγο όνειρο απομένει ακόμα στην τελευταία γουλιά
και μετά θα σηκώσει το βλέμμα απ’ το ποτήρι
κι όλα θα εξαφανιστούν, θα σβήσουν.
Όλα.
Θα βγει και πάλι στην τσιμεντένια προβλήτα της μοναξιάς
...
Ο ουρανός αγάπης όμως
(αυτός που του ’φτιαξε με τα ποιήματά της)
θα συνεχίζει να τον σκεπάζει με θαλπωρή. (σελ. 105)

Η Ελένη Σεργίου κουβαλά το άρωμα της ερωτικής παρουσίας-απουσίας ως βάσανο ψυχής που όμως βρίσκει τον τρόπο και την έξοδο της λύτρωσής της με το γράψιμο. Το βλέπουμε στο ποίημα «Ο άνεμος της απουσίας» (σελ. 117) όπου (Πάλι σήκωσε αέρα απόψε.), καθώς και στο ποίημα «Η δική μου Ανάσταση» (σελ. 106) όπου το δικό της Πάσχα βρίσκεται ‘στο σκοτεινό δωμάτιο’ και δεν ανοίγει ‘τα πατζούρια/να μπει μέσα ο ήλιος, η ημέρα’ γιατί ‘Το όνειρο ζει μόνο στο απόλυτο σκοτάδι.’ και φροντίζει να το προφυλάξει όσο μπορεί.
    
Το βιβλίο κλείνει με την ένατη και τελευταία ενότητα όπου η Δύναμη του Λόγου διαταράσσει την σιωπή. Η επιθυμία της ποιήτριας μέσα από την μουσικότητα της σιωπής φθάνει μέχρι το μεδούλι της ύπαρξής της (σελ. 126) κι εκεί μας αποκαλύπτει τις μυστικές όψεις των πραγμάτων και του είναι της, καθώς ενοράται και μετουσιώνει σε σώμα ποιητικά ερωτικό την μέθη της. Η αφή της παρουσιάζεται συχνά να έχει την πρωτοκαθεδρία ως απόσταγμα των αισθήσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συναντούμε την δόξα του ανθρώπινου σώματος και της γραφής της. Ενός σώματος που ξοδεύεται και βιώνει ακραία την πληγή του, και που αναγγέλλει την ιερότητά του.

Τελειώνοντας, ήθελα να πω πως αναλύοντας το στοχαστικό ταξίδι της ποιήτριας, προσπάθησα να μπω στον πυρήνα του έργου της και να πάρω την ωριμότητα του στοχασμού της και τον χυμό των στίχων της. Προσπάθησα να οδηγήσω κι εσάς σε ξεχωριστούς πνευματικούς περιπάτους και αποκαλυπτικές διαδρομές, εκεί που πορεύεται η συγγραφέας, με θαυμαστή ισορροπία, ανάμεσα στην διαισθητική εμπειρία της ποίησης, στην αποθέωση της έμπνευσης, στην ενόραση και στην καθημερινή δράση. Εκεί που μετρά με το γράψιμό της τις λαβωματιές των ονείρων της και δένει με αυτό τις πληγές των άστρων. Εκεί που μεταβολίζει το μίσος σε άνθος ονείρου με την ποίηση τσιμπίδα στην καρδιά της, και αντιτάσσει το φως στις ενέδρες των ίσκιων, αποκρυπτογραφώντας τις αιμόφυρτες λέξεις.
    
Σ’ αυτό το πολύ σημαντικό και ασύνορο μυστήριο της ποίησης αφέθηκα και σε αυτήν την πνευματική ακτινοβολία κοινώνησα κι έμεινα μέσα στο όνειρο, νοιώθοντας την μεγαλωσύνη της ποιήτριας Ελένης Σεργίου και το νόημα της υπέρτατης ζωής.

Θεόδωρος Ταβουλάρης