Top menu

8 προτάσεις για αναγνώσεις τον Μάρτιο

1 - metaixmiodabiki

Η Πηνελόπη των Τρένων, μυθιστόρημα, Μαρλένα Πολιτοπούλου, εκδόσεις Μεταίχμιο 2015

1965: Ο Στέλιος Καζαντζίδης φτάνει στον σταθμό του Μονάχου για να δώσει μια σειρά από συναυλίες σε όλη τη Γερμανία. Σε μια γωνιά του ίδιου σταθμού ο Στρατής Κοκκινίδης, ένας Έλληνας μετανάστης, βρίσκεται νεκρός. Ο φόνος του δεν θα εξιχνιαστεί ποτέ.

Πενήντα χρόνια αργότερα, ο ερευνητής και σκιτσογράφος Παύλος Γ., ως οφειλή στον αστυνόμο πατέρα του, θα ασχοληθεί με την υπόθεση. Τα ίχνη θα τον οδηγήσουν στη Νάουσα, τόπο καταγωγής του Κοκκινίδη, και πίσω στα χρόνια της Κατοχής, για να ανακαλύψει ερωτικά μυστικά, δωσίλογους, λίρες, προδοσίες και επαναστάτες. Θα αφήσει για λίγο την αγαπημένη του τζαζ για να ακούσει τα τραγούδια του Στέλιου και θα ανταμειφθεί από την κόρη της Πηνελόπης των τρένων με είκοσι 45άρια δισκάκια. Και όταν όλα θα έχουν πια τελειώσει, ο κόσμος της μετανάστευσης δεν θα του είναι πια ξένος.

To μυθιστόρημα της Μαρλένας Πολιτοπούλου «Η Πηνελόπη των τρένων», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απλά ένα ακόμη αστυνομικό μυθιστόρημα. Καθώς εκτυλίσσεται σε ταραγμένες ιστορικά εποχές, ξεναγεί τον αναγνώστη στην εποχή του Εμφυλίου, του εθνικού διχασμού και των καταλυτικών συνεπειών του στην ελληνική κοινωνία. Παράλληλα αγγίζει το θέμα της μετανάστευσης, τη μαζική φυγή των Ελλήνων στις δεκαετίες του ’50 και του 60’, ένα καίριο ζήτημα της τότε ελληνικής κοινωνία , το οποίο φυσικά λόγω των σημερινών συνθηκών έχει αναζωπυρωθεί.

Τέλος, η διεισδυτική ματιά της συγγραφέως στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, στην προσωπικότητα τους και στην στο πως επηρεάζεται η ζωή τους από την ροή των γεγονότων προσδίδει ακόμη μία ενδιαφέρουσα προέκταση στο μυθιστόρημα.

Αλεξία Νταμπίκη

**

2 - ekatipapadopoulos

Ο χαμένος έρωτας της νεράιδας και του βασιλιά, ποίηση, Κέλλυ Γιαννοπούλου, εκδόσεις Εκάτη 2015

Συχνά συμβαίνει σε ορισμένους νέους ποιητές, που επιθυμούν να ακολουθήσουν πιστά την ποιητική παράδοση, να εκδίδουν ποιητικές συλλογές χωρίς πρωτοτυπία, μιμούμενοι απλά την παραδοσιακή ποίηση και το δημοτικό τραγούδι χωρίς να έχουν κάτι καινούργιο να δώσουν και κάτι σημαντικό να πουν.

Εντελώς αντίθετο με τα παραπάνω είναι το νέο βιβλίο της Κέλλυς Γιαννοπούλου "Ο χαμένος έρωτας της νεράιδας και του βασιλιά", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Εκάτη". Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση, που παίρνοντας πολλά στοιχεία από την παράδοση, οδηγεί σε ένα άρτιο ποιητικό αποτέλεσμα, με πρωτοτυπία, ωραίες εικόνες και αλληγορίες. Μοιάζει σαν ένα όμορφο έμμετρο παραμύθι, που, ενώ αδημονούμε να διαβάσουμε τη συνέχεια της πλοκής του, κατά βάθος, δεν θέλουμε ποτέ να τελειώσει.

Το πρώτο στοιχείο, που παρατηρούμε στην ποιητική σύνθεση της Κέλλυς Γιαννοπούλου "Ο χαμένος έρωτας της νεράιδας και του βασιλιά" είναι η πολύ καλή σχέση, που έχει η ποιήτρια με το δημοτικό τραγούδι, τόσο με ολόκληρα αποσπάσματα, όπως, στη σελίδα 12, που παρεμβάλλεται ολόκληρο απόσπασμα από την παραλογή "Του κυρ-βοριά", όσο και από την αυστηρά μετρημένη χρήση του δεκαπεντασύλλαβου, όπως στις σελίδες 14-15: "αντίκρυ στέκω / και ρωτώ / "στοιχειά για ποιον θρηνείτε;"

Όμως, αν μιλούσαμε μόνο για την χρήση του δεκαπεντασύλλαβου και την γνώση του δημοτικού τραγουδιού, θα αδικούσαμε την ποιήτρια, καθώς μέσα στην ποιητική της σύνθεση συναντάμε αλλού ελεύθερο και αλλού παραδοσιακό στίχο, αλλού ποιητική δομή και αλλού πεζογραφικά στοιχεία, όπως συνηθίζετε στην μοντέρνα ποίηση, ενώ στην σελίδα 14 υπάρχει ένα ολόκληρο πολύστιχο σημείο, όπου είναι σα να διαβάζουμε αρχαίο βακχικό ύμνο αρχίζοντας με τον στίχο: "παίξτε! όργανα παίξτε! λαγούτα και φλογέρες!" και τελειώνοντας με τους στίχους: "την νεράιδα προσφέρουν στο ιερό! / κάτασπρη σαν το χιόνι κόκκινη σαν το αίμα!" Η χρήση των πολλών θαυμαστικών είναι ένα ακόμα σημάδι του μεθυστικού πάθους, που διαχέει όλο το συγκεκριμένο μέρος της ποιητικής σύνθεσης.

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, με την μέχρι τώρα ανάλυση, να λέγαμε ότι η ποιητική σύνθεση της Κέλλυς Γιαννοπούλου είναι ένα εύπεπτο ποιητικό παραμυθάκι, όμως, αν ήταν μόνο έτσι, ίσως και να μην είχε νόημα να αναφερθούμε στο έργο της. Όμως, το στοιχείο, που τράβηξε την προσοχή μας και μας έκανε να σταθούμε στην ποιητική σύνθεση της ποιήτριας είναι το κοινωνικό νόημα του έργου της. Αξίζει να πάμε στην σελίδα 22, όπου αναφέρονται ανάγλυφα οι εκτοπίσεις των αγωνιστών στα ξερονήσια. Επίσης, στην σελίδα 19 παρεμβάλλεται ο στίχος από τους Θρήνους της Πόλης: "πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά σου θάναι...", θυμίζοντας τον Γιάννη Κορδάτο, που είχε αναφέρει πρώτος, πως ο σωστός στίχος είναι "πάλι δικά σας θάναι" και όχι "πάλι δικά μας θάναι", όπως σκόπιμα έχει διαστρεβλωθεί. Ακόμα πιο ανατρεπτικό είναι το μήνυμα, που βρίσκεται στη σελίδα 25. Διαβάζουμε: "Τότε οι ζητιάνοι θα σηκωθούν και θα μιλήσουν σαν προφήτες και οι δάσκαλοι και οι ιερείς θα σωπάσουν... Τότε οι άστεγοι θα κυβερνήσουν και πάλι τις πιο ξακουστές πολιτείες και οι άρχοντες θα προσκυνήσουν παρακαλώντας για οίκτο... Τότε εκείνοι τα χέρια θα υψώσουν! Η Επανάσταση! κάθε τους κίνηση θα είναι για πάντα η Επανάσταση!"

Κλείνοντας, θα θέλαμε να συγχαρούμε την Κέλλυ Γιαννοπούλου για την πολύ όμορφη ποιητική της σύνθεση "Ο χαμένος έρωτας της νεράιδας και του βασιλιά" και να περιμένουμε τα νέα της ανατρεπτικά και ποιητικά παραμύθια.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

**

3 - ownbookdabiki

Το μελανό δοντάκι του τρόμου, νουβέλα, Πέννυ Χρυσανθοπούλου, εκδόσεις Ownbook 2015

Τι θα συμβεί στην ήδη περιπετειώδη ζωή μίας εκρηκτικής υψιφώνου, της κ. Παλαβού όταν την πονέσει το δοντάκι και ερωτευτεί παράφορα των γοητευτικό οδοντίατρο της; Θα τον μπλέξει σε έναν κυκεώνα γεγονότα, οδηγώντας τη ζωή του σε μία τρελή και περιπετειώδη τροχιά. Αυτή λοιπόν την τρελή ιστορία μας διηγείται η Πέννυ Χρυσανθοπούλου στο επίσης περιπετειώδες μυθιστόρημά της «Το μελανό δοντάκι του τρόμου» από τις εκδόσεις Ownbook.

Το «Mελανό δοντάκι του τρόμου», αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα ιδιόρρυθμο ανάγνωσμα. Δεν μοιάζει σε καμία περίπτωση με τα κλασσικά μυθιστορήματα, αλλά πιο πολύ με μία καταιγιστική αλληλουχία εικόνων, συναισθημάτων και λόγου με κυρίαρχα στοιχεία το χιούμορ και τον έρωτα.

Ένα άλλο ιδιαίτερο στοιχείο του βιβλίου είναι σίγουρα εκτός από την εκπληκτική εικονογράφηση, οι οδηγίες χρήσης προς τον αναγνώστη, οι οποίες του παραθέτουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαχειριστεί αυτόν τον κυκεώνα εικόνων και συναισθημάτων.

Μία κλασσική ιστορία αγάπης, αποτυπωμένη με ένα σουρεαλιστικό τρόπο η οποία μας δείχνει πώς η ζωή είναι τρελή και απρόβλεπτη, πώς κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τα γεγονότα και πώς η ευτυχία χαρίζεται στους τολμηρούς, σε αυτούς που δεν φοβούνται, τον έρωτα, το συναίσθημα, το ρίσκο και φυσικά… τον οδοντίατρο.

Αλεξία Νταμπίκη

**

4 - vakxikonandria

Τα ετερόφωτα, ποίηση, Αγγελική Δημουλή, εκδόσεις Vakxikon.gr 2015

«Τα Ετερόφωτα» της Αγγελικής Δημουλή έφτασαν πρώτη φορά στα χέρια μου πριν δύο χρόνια περίπου- αδημοσίευτα τότε- με αφορμή την επίσκεψη της ποιήτριας στη Βαρκελώνη για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης. Η εκδήλωση οργανώθηκε από το Τμήμα Νέας Γενιάς και το Τμήμα Νέων Ελληνικών της Ελληνικής Κοινότητας Καταλονίας, υπό την Αιγίδα του Επίτιμου Ελληνικού Προξενείου στη Βαρκελώνη. Σκοπός της ήταν η παρουσίαση της πρώτης ποιητικής συλλογής της ποιήτριας, «Έρδυλον» και η συνομιλία της με το κοινό της Βαρκελώνης. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα καταλανικά και τα ισπανικά από την Καταλανική Ένωση Νεοελληνιστών, αλλά και από τους μαθητές ελληνικών της Ελληνικής Κοινότητας.

Τότε, δύο χρόνια πριν, συζητείτο πολύ έντονα το θέμα της κρίσης στην Ελλάδα. Η Βαρκελώνη είναι μία πόλη με πολλούς φιλέλληνες και πολλοί μας ρωτούσαν συνέχεια για τη κατάσταση στη χώρα μας: «πώς είναι η Αθήνα, πώς είναι το κέντρο, τι γίνεται με τους μετανάστες, πώς είναι η ζωή τώρα…». Ενώ, λοιπόν, προετοίμαζα την εκδήλωση για την παρουσίαση του «ΕΡΔΥΛΟΝ» και έχοντας στο μυαλό μου αυτά τα ερωτήματα που λάμβανα συνέχεια εκεί, η Αγγελική Δημουλή μοιράστηκε μαζί μου τα χειρόγραφά της με «Τα Ετερόφωτα». Διαβάζοντάς τα δεν άργησα να καταλάβω πως αυτά τα ποιήματα- στα οποία αυτές οι θεματικές όπως το άστυ, οι μετανάστες, οι άστεγοι, το περιθώριο, είναι σαφείς- θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να απαντηθεί το ερώτημα όσων με ρωτούσαν πώς είναι η Αθήνα αυτήν την εποχή.

Το πρώτο ποίημα που διαβάστηκε ήταν το «Κέντρο »:

Χτες έγινα άστεγος.
Διάλεξα, ερήμην μου,
τη μέρα που χιόνισε.
Πήγα στην πλατεία
Μου δώσανε κουβέρτες….
Πήγα στην πλατεία,
Μου δώσανε κουβέρτες.
Πήγα στην (άλλη) πλατεία,
μου δώσανε φακές.
Ξάπλωσα στο παγκάκι της πλατείας (άλλης),
με διώξανε γιατί σταμάτησε το χιόνι.
Κοιμήθηκα σε μια πολυκατοικία,
Απέξω.
Εκεί που το σκαλί φλερτάρει το κατώφλι.
Ήρθαν κι άλλοι άστεγοι το βράδυ.
Ένας μας μόνο ξύπνησε το πρωί.
Κάποιος είχε μαχαίρι.
Πήγε στην πλατεία.

Η αίθουσα πάγωσε. Όλοι είχαν σχηματίσει την εικόνα στο μυαλό τους. Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία για έναν ποιητή από το να καταφέρει με τις λέξεις του να μεταφέρει συναίσθημα. Να κάνει αυτούς που διαβάζουν να αισθανθούν. Να νιώσουν τις λέξεις. Όχι μόνο να τις καταλάβουν. Να τις νιώσουν. Καμιά φορά ίσως είναι και πιο σημαντικό το να αισθανθείς από το να το καταλάβεις. Η Αγγελική Δημουλή το κατάφερε αυτό. Και μάλιστα σε ένα κοινό του οποίου η μητρική γλώσσα δεν ήταν τα ελληνικά, σε ένα κοινό που άκουγε «σε γλώσσα δανεισμένη »- για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της ποιήτριας. Κάτι που θεωρώ διπλή επιτυχία. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που στη Βαρκελώνη η ποίησή της αγαπήθηκε τόσο πολύ.

Το γεγονός, βέβαια, ότι το κοινό αυτό κατάφερε να αισθανθεί τους στίχους της είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί η ποιήτρια: λόγος λιτός, λέξεις απλές, εκφραστική απλότητα. Όχι βαρύγδουπες εκφράσεις, ούτε πομπώδες ύφος. Χαρακτηριστικό της ποίησής της είναι το αφηγηματικό ύφος, αλλά και ο τεμαχισμένος λόγος, κάτι που μας κάνει να διακρίνουμε τις επιρροές από την Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά και τα ποιήματα των εκπροσώπων της, όπως του Αναγνωστάκη και του Σαχτούρη. Οι κοφτές φράσεις που χρησιμοποιεί η Δημουλή κάνουν πιο έντονο το συναίσθημα, το οποίο μεταφέρεται πιο άμεσα στον αναγνώστη/ακροατή.

Εξίσου σημαντική είναι και η θεατρικότητα των ποιημάτων που επιτυγχάνεται άλλοτε με τη χρήση α’ ενικού προσώπου («Σήμερα έγινα άστεγος»), άλλοτε του β΄ ενικού («Αθήνα, πάψε ν’ ανασαίνεις τόσο δίπλα μου…»), και άλλες πάλι του α’ πληθυντικού («Θα βρεθούμε αδερφή μου στην αντίπερα όχθη…») και κάνει πιο ζωντανές τις εικόνες που αφηγείται η ποιήτρια.

Στη συγκεκριμένη συλλογή, η Αγγελική Δημουλή έχει, κατά τη γνώμη μου, καταφέρει να χειριστεί τη γλώσσα σε κάθε της έκφανση- από τις λέξεις, μέχρι τα σημεία στίξης- όπως ακριβώς θέλει. Διαβάζοντάς «Τα Ετερόφωτα» έχω την αίσθηση ότι δε λείπει τίποτα, δεν περισσεύει τίποτα.

Στα Ετερόφωτα θα βρει κανείς και πιο προσωπικά θέματα, όπως στο ιδιαίτερα συγκινητικό ποίημα «Άμμος-σώμα», με θεματικές όπως τον χρόνο, τη μνήμη, το γήρας, τη φθορά, τον θάνατο. Σε όλη την συλλογή κυριαρχεί μια πένθιμη ατμόσφαιρα, ένα τοπία σκοτεινό, γκρι, μελαγχολικό.

«Τα Ετερόφωτα» δεν είναι «ευχάριστη» συλλογή. Είναι μια συλλογή που όταν τη διαβάζεις νιώθεις έναν κόμπο στο στομάχι. Σκέφτεσαι. Προβληματίζεσαι. Τα θέματα που απασχολούν την ποιήτρια δεν είναι ευχάριστα, δεν είναι ροζ. Η ίδια έχει πει ότι την έλκει το ανοίκειο, το περιθωριακό. Η Αγγελική Δημουλή ξέρει να κοιτάζει αυτό από το οποίο όλοι θα αποστρέφαμε το βλέμμα. Ξέρει να κοιτάζει με ευαισθησία και τρυφερότητα τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του κόσμου, τον πόνο μιας πόλης, μιας εποχής. Για εκείνην ο ποιητής είναι «συλλέκτης που τις νύχτες κρυφά συλλέγει πτώματα και φτιάχνει λέξεις ». Όσα βλέπει δεν είναι ευχάριστα, αλλά δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στην καταγραφή του κόσμου.

Σε ένα από το πιο ιδιαίτερα ποιήματα της συλλογής, το «Αργοπορημένο», η Δημουλή απαντάει στον Νίκο Εγγονόπουλο και στον Μανόλη Αναγνωστάκη σχετικά με το ρόλο της ποίησης σε μια εποχή παρόμοια με αυτήν της μεταπολεμικής γενιάς. «Σε τούτη την εποχή του παγκόσμιου σπαραγμού που είναι η ίδια εποχή αλλά με διαφορετική ημερομηνία », η ποιήτρια θα συμφωνήσει με τον Αναγνωστάκη πως «κάποιος πρέπει με πόνο να μιλήσει για όλα αυτά».

«Τα Ετερόφωτα», θα ξαναπώ, δεν είναι μια συλλογή για να χαρείς, να γελάσεις, να ξεχαστείς. Είναι μια συλλογή για να αισθανθείς, να σκεφτείς, να ξυπνήσεις. Είναι μια συλλογή που μας δίνει την αλήθεια. Κι η αλήθεια μας οδηγεί στο φως. Και μόνο μέσα από αυτή «μπορούμε να σβήσουμε τη νύχτα μέσα μας ».

Μαρία Ανδριά

**

5 - aigokerosantioxos

Ο κανόνας του παιχνιδιού, μυθιστόρημα, Ειρήνη Σταματοπούλου, εκδόσεις Αιγόκερως 2015

Χειμαρρώδες, βιτριολικά σαρκαστικό, σέξι, πολυδιάστατο, ζεστό και ταυτόχρονα φιλοσοφικά μεστό, ο “Κανόνας του Παιχνιδιού” της Ειρήνης Σταματοπούλου είναι ένα άρτιο από όλες τις πλευρές έργο μυθοπλασίας. Στον “Κανόνα του Παιχνιδιού” η Ειρήνη χρησιμοποιεί μια μικτή αφηγηματική τεχνική που δίνει στο κείμενο μια οξύνουσα σπιρτάδα, κρατώντας τον αναγνώστη σε διέγερση. Έχουμε και λέμε: πρώτο και τριτοπρόσωπη αφήγηση, ευθύ και πλάγιο λόγο, επιστημονικά αποσπάσματα για τις μέλισσες και βασικά την σπάνια μέρες μας επιστολογραφία. Όλα αυτά έχουν μια χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους μέσω παραγράφων που προσφέρουν μια παιχνιδιάρικη, παράλληλη αφήγηση τις περισσότερες φορές σε χρόνο ασαφή και αόριστο. Τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποτελούν μια στεγνή άσκηση φόρμας, αλλά σίγουρα κάθε άλλο παρά για αυτό πρόκειται. Κάθε αφηγηματική τεχνική έχει μια βαθύτερη λογοτεχνική αιτία, ένα σοβαρό λόγο που οι σκέψεις των ηρώων της απεικονίζονται μέσω αυτής.

Γιατί το μυθιστόρημα της Ειρήνης παραμένει καθ' όλη τη διάρκεια του ανθρωποκεντρικό και απόλυτα εγκεφαλικό. Γιατί το ταραχώδες ταξίδι των δυο ηρώων στο μυθιστόρημα συμβαίνει κυρίως μέσα στο κεφάλι τους, μια κατάρα που την κληρονόμησαν -όπως και ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος- από τον “Οδυσσέα” του Τζέιμς Τζόις. Ουσιαστικά έχουμε δυο ήρωες την Δάφνη και τον Πέτρο, δυο ανθρώπους που κρύβουν στην κυνικότητα που τους διέπει μια μοναδική ευαισθησία που σίγουρα παραβαίνει το σύγχρονο κοινωνικό “Κανόνα του Παιχνιδιού”. Και οι δυο τους είναι πλάσματα μοναχικά και πληγωμένα που δεν υπακούν στην ενήλικη κανονικότητα -πρώτα και από όλα στην τεκνοποίηση-, δημιουργώντας παράλληλες ενδιαφέρουσες και ακανόνιστες πορείες που ενέχουν μέσα τους μια μελαγχολία. Μια μελαγχολία που προέρχεται από το γεγονός ότι έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα της θνητότητας, την οποία ξορκίζουν με σαρκικές και εγκεφαλικές αποδράσεις. Όπως λέει και η Δάφνη “Αν είχαμε ακριβή αίσθηση της θέσης μας μέσα στον κόσμο, η συνείδηση της μηδαμινότητας θα μας συνέτριβε”.

Αλλά ας μην απροσανατολιζόμαστε. Γιατί “Ο Κανόνας του Παιχνιδιού” περισσότερο διαμορφώνεται μέσα από αντιθετικά σχήματα που σχηματίζει αργά και μεθοδικά, παρά μέσα από από τις ομοιότητες των δυο του ηρώων. Από τη μία, ο Πέτρος είναι ασφαλιστής που μισεί τη δουλειά του και έχει μελίσσια για να εκτονώνει την τρομερή ανία του. Έχουμε από τη μία δηλαδή τον πλαστό καπιταλιστικό κόσμο που μετατρέπει την “ασφάλεια” σε προϊόν (το σαρκάζει απολαυστικά η Ειρήνη βάζοντας τον Πέτρο να σκέφτεται να πουλήσει ασφάλεια σε έναν πλοίαρχο με την ατάκα “Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει – έτσι θα πείσω τον Αρχιδοπλοίαρχο”) και από την άλλη ένα χόμπι που έχει να κάνει με τη φύση και την μη επεμβατική εκμετάλλευσή της (τα μελίσσια). Η Δάφνη από την άλλη, είναι μια συντηρήτρια τέχνης (μπορεί η Τέχνη να συντηρηθεί;) που κάνει δουλειές του ποδαριού για να τα βγάλει αποτελώντας ταυτόχρονα μια κινητή εγκυκλοπαίδεια ζουμερών αποφθεγμάτων (στο μυθιστόρημα θα διαβάσετε ατάκες από τους Εμίλ Σιοράν, Μαρσέλ Προυστ, Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε, Φερνάντο Πεσσόα, Γιώργος Σεφέρης, Όσκαρ Γουάιλντ, Δημήτρης Νανόπουλος, Ουίλιαμ Μπλέικ, Ρολάν Ζεράρ Μπαρτ, Εντγκάρ Μορέν, Βάλτερ Μπένγιαμιν), αλλά και μια φανατική θαυμάστρια των ανδρικών κορμιών και ειδικά των αντρικών κώλων. Με λίγα λόγια, η Δάφνη (και κατ΄επέκταση ο Πέτρος και όλοι εδώ μέσα) αντανακλά το απολλώνιο και το διονυσιακό με έναν ιδιότυπα αυτοσαρκαστικό και εξαιρετικά απολαυστικό τρόπο. Όπως λέει και η Δάφνη διαφοροποιώντας τον παραπάνω ισχυρισμό “Υπάρχει από τη μια μεριά ο κόσμος των κινήτρων, όπου κάθε πράγμα είναι λελογισμένο (ορθολογικό) και από την άλλη ο κόσμος του μη-νοήματος. Καθένας μας ανήκει κατά ένα μέρος στον έναν κόσμο και κατά ένα μέρος στον άλλο”.

Μπορεί να βρει κάποιος να βρει αρκετά ακόμη αντιθετικά σχήματα μέσα στον “κανόνα του παιχνιδιού”, από το αρσενικό/θηλυκό (Πέτρος/Δάφνη), ευθύς -ζωντανός λόγος/ επιστολή-νεκρός λόγος, ένστικτα / πνεύμα και πάει λέγοντας. Όμως, η κύρια αντίθεση πάνω στην οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα του “Κανόνα του Παιχνιδιού” είναι η αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό και το πως εκφράζεται αυτή μέσα από την τέχνη. Όπως αναφέρεται και μέσα στο μυθιστόρημα “Η Τέχνη συνιστά μια ελεύθερη επικράτεια έξω από τη δράση, πληρώνοντας την ελευθερία της με την αποκήρυξη του πραγματικού κόσμου. Αυτό το τίμημα είναι βαρύ και δεν υπάρχει ούτε ένας συγγραφέας που να μην ονειρεύεται να ξαναβρεί τη χαμένη πραγματικότητα”. Ποιά είναι η πραγματικότητα και η φαντασιακή αντανάκλασή της; Γιατί εντάξει ο Πέτρος είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος, αλλά η Δάφνη τι ακριβώς είναι; Είναι μια αυτοβιογραφική ηρωίδα; Το alter ego της συγγραφέως; Πραγματικά μια φίλη της; Ή χαρακτήρας της μυθοπλασίας.

Μην περιμένετε καθαρές απαντήσεις, ακόμη και στο απρόβλεπτο φινάλε της. Αυτές δεν υπάρχουν στην πραγματική ζωή ούτε στην καλή λογοτεχνία. Αυτές τις δίνουν μόνον οι ήρωες των καουμπόικων που λατρεύει Ειρήνης με τα πιστόλια τους.

Γιάγκος Αντίοχος

**

6 - romimylwna

Τα απλά παραμύθια ενός σπιτιού, παιδικό, Αλεξάνδρα Μυλωνά, εκδόσεις Ρώμη 2015

«Για τη Χαρά του παιχνιδιού» προλογίζει την αφιέρωσή της η Αλεξάνδρα Μυλωνά, στο θεατρικό της έργο για παιδιά. Μήπως η Χαρά είναι πρόσωπο πραγματικό; Ό,τι κι αν είναι η Χαρά, στα δρώμενα του έργου έχει τη φωνή και την τιμητική της. Εκεί που τα αντικείμενα προσωποποιούνται, τα πρόσωπα γίνονται αντικείμενα προς αποφυγήν: οι γονείς φεύγουν και ανοίγει η αυλαία στον κανόνα του παιχνιδιού. Ο πιο ελεύθερος κανόνας είναι τελικά και ο πιο ευρηματικός... Και το πανηγύρι αρχίζει. Κάνουμε ένα βήμα μπρος (μαζί με τα υπόλοιπα ρυθμικά βήματα) και ανακαλύπτουμε τον κόσμο, όπως τον είχαμε ξεχάσει: κάτω από τις ραφές του, στην πρώτη έκρηξη της χαράς, στην άτακτη τρέλα του. Πώς αλλιώς θα δικαιώνονταν οι αταξίες μας;

Τα αντικείμενα μιλούν, αισθάνονται, θριαμβεύουν. Παίρνουν φωνή, χάνουν μιλιά, βρίσκουν λαλιά, τραγουδούν, χορεύουν. Οι τονικότητες και οι ρυθμοί σε όλο τους το μεγαλείο. Τα νοήματα, επίσης. Ο κόσμος μπορεί να εφευρεθεί ξανά από την αρχή μέσα από τη γιορτή, την ανατροπή του φανερού και την ανακάλυψη του κρυμμένου. Μήπως αυτός δεν είναι και ο σκοπός του παιχνιδιού, όπως τον θέλει ο D.W Winnicott, όταν περιγράφει τη λειτουργία του «μεταβατικού αντικειμένου;» Η άλλη χρήση των πραγμάτων;

Και για τι άλλο είναι χρήσιμος ο «ληγμένος λογαριασμός», αν όχι να μας μάθει το παιχνίδι της αξίας που σχετικοποιείται;

«Ληγμένος λογαριασμός:
Ναι, ναι μας έπεισες! Πλήρωσε κι εμένα που λήγω σε δυο μέρες και μετά μιλάς.
Κραγιόν:
Ποιος είναι αυτός, Μανόν;
Μανόν:
Ένας μελλοντικά ξοφλημένος, Κραγιόν.»

Παιχνίδι – λογοπαίγνιο, άνοιγμα στην εφευρετικότητα της στιγμής. Το ψυγείο μονάχα «κρύα αστεία μπορεί να λέει» κι όταν γράφει η πέννα: «φτου σου κοπελάρα μου, έγραψες πάλι!» της απαντούν.

Η μεγάλη γιορτή όμως γίνεται όταν μιλούνε τα ρούχα της ντουλάπας. Ανάμεσα στις προσωδίες και στις παρηχήσεις των ηχοποίητων, τα «ντρρρρρννν», «τσακ», «γκρ- γκρ, νταν-ντουν», ένα Καπιτονέ Μπουφάν συνδιαλέγεται στα αγγλικά με ένα ρωσόφωνο Γούνινο Παλτό, ενώ τα γερμανικά του Κοστουμιού με τη γραβάτα συμπλέουν με τα γαλλικά παραμιλητά ενός Ταγέρ Σανέλ. Είναι η στιγμή που το Έθνικ Πουλόβερ ξεσπαθώνει: «Μην αρχίσω κι εγώ τώρα τα ράστα, γιατί τότε άστα...».

Ένας «παν-ρουχικός» πανζουρλισμός ανατρεπτικός και αυτόνομος, πολυσχιδής και πολύσημος: λόγια, κορυφώσεις δράσης, τραγούδι, ποίημα, χορός. Συναντήσεις, αποχωρισμοί, ευτράπελοι συσχετισμοί: «Μη χαθούμε, φίλε, τώρα που γνωριστήκαμε, ε; Στο ίδιο σπίτι μένουμε!»

Στο ίδιο σπίτι και στο ίδιο μήκος κύματος, η ανατρεπτική επικοινωνία των άψυχων με τα έμψυχα αφήνει περιθώρια στον αναγνώστη να σκεφτεί, στον ηθοποιό να αυτοσχεδιάσει και στον σκηνοθέτη να εφεύρει. Διότι αυτό είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του κειμένου, άλλη μία χάρη του: η δυνατότητα που δίνει στην επεξεργασία του υλικού του. Ένα ανοιχτό κείμενο όπως αυτό, ενθαρρύνει κάθε είδους δημιουργική επέμβαση στην εμψύχωση της θεατρικής διδασκαλίας. Σε τελευταία ανάλυση, λειτουργεί, όπως τα κοστούμια που επιμελήθηκε ο αρχιτέκτονας και εικαστικός Κώστας Αρώνης για την ανάγκη μιας παράστασης: κοστούμια από λευκό χαρτί δεν μπορεί παρά να ζωντανεύουν μια σελίδα. Χώρια που αφήνουν το περιθώριο να ζωγραφιστούν κατά βούληση!

Το βιβλίο κυκλοφορεί με cd premium με μουσική και τραγούδια για το έργο του Σούλη Λιάκου. Εικονογράφηση: Κώστας Αρώνης.

Μαγδαληνή Θωμά

**

7 - tokentripapadopoulos

Ελαττωματικό χώμα, ποίηση, Μαρία Τζίκα, εκδόσεις Το Κεντρί 2015

Πριν από λίγο καιρό διαβάσαμε το βιβλίο της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Το Κεντρί». Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, που περιλαμβάνει ποιήματα άλλοτε ερωτικά, άλλοτε κοινωνικά και άλλοτε υπαρξιακά προσπαθώντας πάντα, αλλά και καταφέρνοντας τις περισσότερες φορές να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Τα ποιήματα της Μαρίας Τζίκα έχουν μια απαισιόδοξη υφή. Αφήνουν μια πικρή γεύση στο τέλος. Είναι σαν η ποιήτρια να διαπιστώνει μια κατάσταση, όπου η ίδια νιώθει πολύ αδύναμη για να την επηρεάσει.

Στα ερωτικά της ποιήματα η Μαρία Τζίκα περιγράφει την ασυνεννοησία, που πολλές φορές υπάρχει στις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις με ωραία, ποιητικά σχήματα λόγου: «Φίλησε με, / σε φιλώ, μου απαντάς, / μα ακουμπάς σκέψεις μπερδεμένες στα χείλη.»

Στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα» συναντάμε και ορισμένα ποιήματα κοινωνικού προβληματισμού. Η ποιήτρια ταυτίζεται με τον τρελό του δρόμου, λέγοντας αλήθειες, που οι άλλοι δεν θέλουν να καταλάβουν: «Ίσως κάποια ημέρα / στον ίδιο δρόμο / λιθοβολήσουν το στόμα μου, / από φόβο / μήπως και καταλάβουν τι θέλω να τους πω.»

Ένα ποίημα, που ξεχωρίσαμε από τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, είναι «το σπίτι», όπου η Μαρία Τζίκα αναφέρεται στη γιαγιά της, που έχει πλέον φύγει από τη ζωή. Η ποιήτρια με μια άκρως συγκινητική διάθεση θα γράψει για το σπίτι της γιαγιάς της: «Είναι θλιμμένο το σπίτι σου, / σε περιμένει ακόμη, / γιατί από θάνατο δεν ξέρει. / Μόνο από τη φθορά που αφήνουν πίσω τους / οι άνθρωποι που λείπουν.»

Υπάρχουν στιγμές, που η ποιήτρια γίνεται σκληρή, για να καλμάρει, όμως, στο τέλους του ποιήματος. Στο ποίημα «Οι φίλοι μου», η Μαρία Τζίκα, φανερά επηρεασμένη από την Κατερίνα Γώγου θα γράψει: «Οι δικοί μου φίλοι / ζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης», για να καταλήξει, όμως, ότι: «Οι δικοί μου φίλοι δεν υπάρχουν / δεν υπήρξαν ποτέ, / είναι πήγασοι και λευκά αηδόνια.»

Στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα», υπάρχουν και ορισμένα ποιήματα, που είναι δυσνόητα καθώς η ποιήτρια παρασύρεται σε υπερρεαλιστικούς λαβύρινθους, όμως, τα ποιήματα αυτά είναι λίγα και δεν χαλάνε την γενική εικόνα της ποιητικής συλλογής.

Κλείνοντας αυτό το μικρό μας ταξίδι στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Τζίκα «Ελαττωματικό χώμα» συμπεραίνουμε ότι η ποιήτρια έχει κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα στο χώρο της ποίησης. Περιμένουμε τα επόμενα βήματά της.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

**

8 - farfoulasxlwptsioudis

Ισοτονικά, ποίηση, Νικόλας Ευγένιος, εκδόσεις Φαρφουλάς 2015

Πολλές φορές στο παρελθόν έχουμε αντικρούσει τη λογική της κριτικής ενός έργου τέχνης που λειτουργεί ως ψόγος για το δημιουργό (ή και μέσο διαφήμισης). Όταν η κριτική αποκτά χαρακτηριστικά δικαστικής/εισαγγελικής τοποθέτησης επί ενός έργου, τότε εκείνη στην ουσία απομακρύνεται από την Τέχνη. Η κριτική δεν μπορεί να μέμφεται, γιατί τότε αποκτά χαρακτηριστικά πρωτεϊκής λογοκρισίας.

Και ιστορικά αποδείχθηκε ότι τελικά η λογοκριτική/ψέγουσα κριτική, όχι μόνο δεν απέδιδε το λαϊκό αίσθημα, αλλά και πλήθος έργων, δεκαετίες μετά, θεωρήθηκαν αριστουργήματα ή και κλασσικά ακόμα. Αναλόγως το είδαμε στην ποίηση με τις αρνητικές κριτικές για τους ποιητές των γενεών του '70 και -κυρίως- του '80, μέσα από πλήθος κειμένων για την "κρίση στο στίχο", για τον "ιδιωτισμό" και τον "κλειστό χώρο".

Αντίθετα, ο κριτικός οφείλει να είναι συνοδοιπόρος του καλλιτέχνη, αναζητώντας την καινοτομία και τον πειραματισμό, εκείνον που δύναται να ωθήσει σε νέες αναζητήσεις την Τέχνη, ακόμα κι αν το πρώτο αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί τον κριτικό. Η κριτική στην ουσία της είναι μία άλλη οδός, με λιγότερη φαντασία ίσως, που υπηρετεί στην πραγματικότητα το ίδιο σκοπό, την Τέχνη• όχι ως "προστάτης", αλλά ως ένα άλλο όργανο του ίδιου οργανισμού.

Σε μία λογική πειραματισμού και διαφορετικής ποιητικής έκφρασης, εντάσσεται και η ποιητική συλλογή του Νικόλα Ευγένιου "ισοτονικά" (Φαρφουλάς, 2015). Με ποιήματα μικρής και μέσης έκτασης, χαϊκού ή ελεύθερου στίχου και πρόζας, ο ποιητής κινείται μεταξύ κοινωνικής παρατήρησης και υπαρξιακών αγωνιών.

Πειραματίζεται με τη θραυσματικότητα (σελ. 29) του στίχου και τη στροφική εναλλαγή (σελ. 30-31) δίχως σημεία στίξης και με συχνές επαναλήψεις σε μία προσπάθεια ανάδειξης της μουσικότητας στο στίχο. Αναζητά στην επανάληψη και την ιδιαίτερη στιχουργική (σελ. 39-41) μία διαφορετική ποιητική έκφραση. Άλλοτε μεταχειρίζεται τη στιχουργική των χαϊκού για τη σύνθεση ενός μεγαλύτερου ποιήματος (σελ. 33). Άλλες φορές η έμφαση δίνεται στη μουσικότητα και την ηχητική σύνδεση των στίχων (σελ. 36).

Στην ολιγόλεπτη θρυμματισμένη στιχουργικά -με αποφθεγματικού τύπου γραφή και επιρροές από τα χαϊκού- έκφρασή του, τα ρήματα έχουν περιορισμένο ρόλο. Συχνά είναι ανύπαρκτα ή αντικαθίστανται με παθητικές μετοχές, που διατηρούν τη ρηματική φύση τους νοηματικά, αλλά λειτουργούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί. Η απουσία τους δημιουργεί μία συγκεχυμένη εικαστικά και νοηματικά σύνθεση, που κεντρίζει συναισθηματικά κι αισθητικά τον αναγνώστη. Κυριαρχούν τα ουσιαστικά, με οριστικά άρθρα σε εμφανή προβολή, και τα επίθετα μέσα σε ελλειπτικές προτάσεις και στίχους συχνά μονολεκτικούς.

Παράλληλα, στην ποιητική του Ευγένιου ενυπάρχει, εμφανής ή λανθάνουσα, μία διάθεση περιπαιχτική. Και αυτό αντικατοπτρίζεται τόσο στη στιχουργική διαφορετικότητά του όσο και στα ελλιπή νοήματα των ποιητικών συνθέσεών του.

Επιλογικά, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι στη μετανεωτερικότητα, όλα ανάγονται σε έναν υποκειμενισμό, που απέκτησε μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Στο όνομα αυτού τα πάντα αποκτούν την επωνυμία του "πειραματισμού", της "αναζήτησης". Έτσι, η καινοτομία προσλαμβάνει χαρακτηριστικά αυτοσκοπού και συχνά στην υπηρέτηση αυτού του στόχου υποβιβάζεται το βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης: το συναίσθημα. Αναλόγως, όμως, η εμμονή στη διαφορετικότητα και τον πειραματισμό, κάνει την ποίηση κρυπτική και την οδηγεί σε "κλειστούς χώρους", σε μια εποχή που η τέχνη αναζητά διεξόδους προς την κοινωνία.

Δήμος Χλωπτσιούδης