Top menu

8 προτάσεις για αναγνώσεις τον Μάιο [Λέσχη ανάγνωσης]

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει:

1 - bukowski - marinos

Τοστ ζαμπόν, μυθιστόρημα, Τσαρλς Μπουκόβσκι, μτφρ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο 2015

Είκοσι και κάτι χρόνια μετά – σαν μια αλληλουχία ατυχής που ξαναβρίσκει την άκρη του νήματος (έστω και κάπως ξεφτισμένο). Τότε το «Τοστ Ζαμπόν» από τις εκδόσεις Γράμματα σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα, αγορασμένο από την Πρωτοπορία με μια προσμονή σαν πειρασμός. Τώρα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη και, να, ένα παράξενο πράγμα: το μυθιστόρημα-λαμπίκο του Τσαρλς Μπουκόφκσι μοιάζει -και είναι- πιο καινούργιο από ποτέ. Μικρή, αδιάφορη υποσημείωση: γράφτηκε το 1982, δεν είναι το πρώτο μυθιστόρημα του «καταραμένου» Μπουκ, αλλά είναι εκείνο που χρονικά πιάνει την ιστορία του από την αρχή και της στρίβει το λαρύγγι και της δίνει και καταλαβαίνει και δεν την αφήνει να ησυχάσει (έξω όλα τα δαιμόνια, αναπεπταμένα όλα τα ιστία της έμπνευσης και της τρέλας και των συναισθημάτων) και ούτε που σκέφτηκε ποτέ να την εξωραΐσει αυτή την αρχή, να της προσδώσει μια αχλή μουδιασμένης, έστω, ζεστασιάς. Όχι, ένα κείμενο καυτό, σπαρταριστό, σκληρό και ευγενές στην ωμότητά του μας παρέδωσε ο Μπουκόφσκι με το «Τοστ Ζαμπόν».

Πάντα το πίστευα και -κατά το μάλλον ή ήττον- δεν έχω αλλάξει άποψη: Το Τοστ Ζαμπόν είναι για τον Μπουκόφσκι ότι και ο Φύλακας στη Σίκαλη (τώρα πια: Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης) για τον Σάλιντζερ. Είναι επιτομή σπαρμένη από διαφορετικά υλικά και με άλλο τρόπο πλασμένη. Για να το πω αλλιώς: ο Χένρι Τσινάσκι είναι ένας πιο σκοτεινός, θλιμμένος, οργισμένος επικός και σαφώς πιωμένος Χόλντεν Κόλφιλντ. Διόλου τυχαίο ότι και τα δύο βιβλία διαβάζονται ως αυτόνομες ενότητες στο συνολικό έργο και των δύο συγγραφέων. Ο Μπουκόφσκι έγραψε πολύ: ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, κείμενα πύρινα και κείμενα «γαργαντουϊκά», τούτο όμως έχει μια ξεχωριστή θέση στην εργογραφία του. Τόσο για τη θεματική του, όσο και για τον τρόπο που ο ίδιος το πραγματεύεται. Ο Σάλιντζερ έγραψε λιγότερα, κάποιες νουβέλες και διηγήματα – δεν ήταν ένας… σταχανοβίτης της γραφής. Φτάνει, όμως που έγραψε «Τη σίκαλη» και καθάρισε για τους επόμενους αιώνες.

Ο Μπουκόφσκι ποτέ δεν επινοεί, ποτέ όμως δεν αφήνει το προσωπικό στοιχείο να φύγει εκτός της ιστορίας. Ημιβιογραφείται, αλλά ούτε και αυτό έχει τόσο ενδιαφέρον. Εκτός και αν κάποιος ψάχνει και ψάχνεται να δει τη ζωή (… των συγγραφέων) μέσα από την κλειδαρότρυπα. Είμαστε στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης: κατήφεια, απόγνωση, αποθάρρυνση, σκληρότητα. Ο μικρός Χένρι μεγαλώνει σε ένα σπίτι που μοιάζει με την πρώτη γραμμή του πυρός και όχι με καταφύγιο. Ο βαρύς ίσκιος του μεγάλου Χένρι, του πατέρα του, τον βαραίνει, τον βασανίζει, τον τρομοκρατεί – ενίοτε του προσφέρει, όχι αβρόχοις ποσίν, το πρώτο μάθημα της ζωής. Πρόκειται να ζήσει σε έναν κόσμο σκληρό που προσφέρει μόνο ελάχιστες ευκαιρίες επιβίωσης. Μόνο που ο Χανκ δεν θέλει να επιβιώσει όπως οι άλλοι, είναι ένας καλλιτέχνης εν προόδω. Είναι ταγμένος να πιεί όλες τις ημέρες του μέχρι την τελευταία σταγόνα. Κάτι που έτσι και αλλιώς το έπραξε.

Τα πρώτα αστεία, οι ερωτικές νύξεις, οι σπαρταριστές στιγμές της νιότης και η αβρότητα κάποιων αισθήσεων πρωτοφανέρωτων, ομού με τη βαναυσότητα, το άλγος και το άχθος. Όλα τούτα και κάμποσα γραμμένα με έναν τρόπο ευθύβολο, άμεσο, ποιητικό, αλλά αμιγώς ρεαλιστικό. Άλλοτε προκαλώντας γάργαρο γέλιο κι άλλο αφήνοντας ένας σφίξιμο στο στομάχι.

Ο Τσινάσκι δέρνει και δέρνεται. Παίζει άμυνα και επιτίθεται. Εκθέτει και εκτίθεται. Η Καλιφόρνια γίνεται το πρώτο σκηνικό της μετέπειτα καριέρα του. Στο κέντρο του σκηνικού δεν είναι μόνος του. Ποτέ δεν ήταν μόνος του. Ο μισάνθρωπος συγγραφέας, κατά τους αρνητές του, δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει για τους ανθρώπους. Για τα λάθη, τα πάθη, τα γλεντοκόπια, της οικτρές στιγμές, τα μίση, την πονεμένη τρυφερότητα και την τρυφερή βία τους. Έγραψε όπως έζησε, έζησε όπως έγραψε. Έζησε και μετά έγραψε.

Η μετάφραση του Γ.Ι. Μπαμπασάκη μας φέρνει αυτό το κείμενο ξανά στο προσκήνιο με μια σημερινή, καθαρή, ατόφια γλώσσα. Αυτό κι αν είναι επίτευγμα και κέρδος μέγιστο.

Διονύσης Μαρίνος

*

2 - tsonis - papadopoulos

Το αλκοολόγιο, ποίηση, Λευτέρης Τσώνης, εκδόσεις Εκάτη 2015

Έχουμε συναντήσει αρκετούς ποιητές τόσο παλιότερους, όσο και νεότερους, που έγραφαν «μεθυσμένα» ποιήματα. Δηλαδή, ποιήματα, που γράφτηκαν υπό την επήρεια αλκοόλ. Όμως, πολλοί από τους νεότερους κατάντησαν κακέκτυπα του Μπουκόφσκι μην έχοντας κάτι διαφορετικό να δώσουν με την ποίησή τους.

Εντελώς αντίθετη είναι η περίπτωση του Λευτέρη Τσώνη με την ποιητική συλλογή «Το αλκοολόγιο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη». Σίγουρα, έχει ενδιαφέρον να διαβάζεις έναν ποιητή, που η κύρια βιοποριστική του απασχόληση είναι στα μπαρ και ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σαφώς σε «μεθυσμένα» ποιήματα, όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με ποιήματα, που δεν γνωρίζουμε αν γράφτηκαν υπό την επήρεια αλκοόλ, αλλά, που νοηματικά στέκουν πλήρους διαύγειας. Αλλά για να κατανοήσουμε καλύτερα τα παραπάνω ας δούμε το πρώτο ποίημα με το χαρακτηριστικό τίτλο: «Προετοιμασία»: «Φόρτωνε με ασήμι / τα χείλια της μπροστά / στον καθρέφτη. / Εκεί, / μπορούσε να δει τα μάτια του / πεντακάθαρα / μπροστά στην ακμάζουσα σιωπή.»

Όπως βλέπουμε, λοιπόν, έχουμε έξυπνα νοήματα και όμορφες εικόνες, που εναλλάσσονται μεταξύ τους, χαρίζοντάς μας ένα ποιοτικό αποτέλεσμα.

Ορισμένοι από τους στίχους της ποιητικής συλλογής «Το αλκοολόγιο» θα μπορούσαν να σταθούν και μόνοι τους σαν ολοκληρωμένα ποιήματα, όπως στο ποίημα «Κόκκινο»: «Απ’ το τοπίο μας / το μόνο που δεν θυμάμαι είναι / το λουλούδι που φορούσες.»

Δεν θα αναφερθούμε σε περισσότερους στίχους γιατί θα ήταν άκομψο σε ένα σχετικά ολιγοσέλιδο βιβλίο να τα αποκαλύψουμε όλα μην αφήνοντας κάτι για τον αναγνώστη. Έχουμε, λοιπόν, ένα πολύ γευστικό, θα λέγαμε, «αλκοολόγιο» του Λευτέρη Τσώνη και περιμένουμε τις νέες οινο-πνευματικές του δημιουργίες!

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

8 - raptou - thoma

Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία;, νουβέλα, Μαγδαληνή Θωμά, εκδόσεις Vakxikon.gr 2015

Ο τίτλος του καινούριου βιβλίου της Μαγδαληνής Θωμά είναι μια ερώτηση. Μια ερώτηση που βαραίνει σαν αίνιγμα και σαν χρησμός. Η λύση του αινίγματος ή –αν θέλετε- η αποκωδικοποίηση του χρησμού έχει να κάνει με τη βούληση της ηρωίδας, της Ουρανίας, η οποία ζυγίζει τα «θέλω» και τα «πρέπει» της ζωής της και κάνει τις επιλογές της. Επιλογές που τροφοδοτούν την πλοκή και την εξέλιξη της ιστορίας, καθώς η ηρωίδα αναλαμβάνει το βάρος τους.

Η νουβέλα «Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία;» κινείται ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα. Και όπως αναφέρεται στη φράση της Ελένης Βαρουξή, την οποία η συγγραφέας χρησιμοποιεί ως μότο στο τρίτο κεφάλαιο, «Λες και η νύχτα υπάρχει για να κρύβει. Κι όχι για να συμπληρώνει τη μέρα», έτσι συμβαίνει και στην ιστορία του βιβλίου: τη μέρα συντελούνται τα γεγονότα και η νύχτα τα απωθεί και τα αποκρύπτει… Υπάρχει όμως –ευτυχώς για τους ήρωες της ιστορίας- και το ξημέρωμα.

Μέρα- Νύχτα- Ξημέρωμα: Αυτό είναι το αφηγηματικό τέχνασμα της συγγραφέως για να υφάνει την ιστορία της. Και με τη μέρα, τη νύχτα και το ξημέρωμα οριοθετούνται και τα τρία κεφάλαια του βιβλίου.

Το συγγραφικό υλικό της Μαγδαληνής Θωμά αποτελείται από ανθρώπινες ιστορίες, προπατορικά αμαρτήματα και οικογενειακά μυστικά, από ομφάλιους λώρους που συνδέουν επικίνδυνα και ασφυκτικά επάλληλες γενιές, από αβίωτες χρωστούμενες ζωές που γυρεύουν τα δικαιώματά τους, εκεί ακριβώς που νομίζεις ότι όλα βαίνουν καλώς. Εκεί ακριβώς, το μακιγιάζ-καμουφλάζ δεν αντέχει, η μάσκαρα διαλύεται και κυλά απ’ τα βλέφαρα…

Οι ήρωες του βιβλίου είναι άνθρωποι αναγνωρίσιμοι, μας περιβάλλουν και τους συναναστρεφόμαστε, αν δεν είμαστε κάποιοι απ’ αυτούς.

Ο χρόνος που επιλέγει η συγγραφέας για να παρουσιάσει την ιστορία ξεκινά από τη μέση των πραγμάτων και με διαρκή άλματα στο χρόνο, στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, περιελίσσει την αφήγηση μεταξύ μέρας και νύχτας, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας και οδηγεί τον αναγνώστη στο ξημέρωμα για να του αποκαλύψει τα αόρατα και να του ομολογήσει τα άρρητα, υφαίνοντας μια απίθανη πλοκή με ελεγχόμενες δόσεις μυστηρίου. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι παράλληλα με το χρόνο εξέλιξης της ιστορίας, υπάρχει και ο ψυχολογικός χρόνος που σχετίζεται με την ηρωίδα, και με τον τρόπο που αυτή προσλαμβάνει και αντιμετωπίζει τα γεγονότα που τραγικά και αμετάκλητα προσδιορίζουν την ύπαρξή της, καθώς βρίσκεται «…ακριβώς στο όριο της δυστυχίας και της ευτυχίας, της ίδιας και της άλλης ζωής, στο δικό της απόλυτο όριο». Ένας χρόνος, κουβάρι μπερδεμένο, και όχι τυχαία, αφού «το ενδιάμεσο της ζωής δεν έχει βίωμα», όπως αναφέρεται στο βιβλίο.

Στη νουβέλα της Μαγδαληνής Θωμά, το νερό είναι στοιχείο εφιαλτικά παρόν καθώς, κάτω από φαινομενικά ήρεμες επιφάνειες, κρύβονται δράματα που στοιχειώνουν τόσο το όνειρο όσο και την πραγματικότητα της ηρωίδας. Η συγγραφέας προϊδεάζει τον αναγνώστη για την εξέλιξη του μύθου, αλλά αυτό γίνεται κατανοητό μόνο στο τέλος, καθώς συντηρείται το μυστήριο και η πλοκή εξυφαίνεται αριστοτεχνικά κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον για την ανάγνωση.

Οι φωτογραφικής ενάργειας περιγραφές, τα παιχνίδια του λόγου, η υποδόρια ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, προκύπτουν αβίαστα καθώς η συγγραφική γλώσσα της Μαγδαληνής Θωμά είναι κέντημα ψιλοβελονιά! Συχνά αγγίζει τα όρια της ποίησης!

Ολοκληρώνοντας, η Μαγδαληνή Θωμά μεταφέρει στο χαρτί μια απλή ιστορία με εξαιρετική συγγραφική μαστοριά. Κείμενο πυκνό σε στοχασμό και λεκτικά σχήματα. Καλοδουλεμένοι χαρακτήρες, με πολυεπίπεδες προσεγγίσεις, κατοπτρισμοί των ηρώων στα μάτια των οικείων τους, ρόλοι, φορεμένοι, σαν ξένο ρούχο, «αθώοι και φταίχτες» στον αγώνα της ύπαρξης και της διαρκούς αναζήτησης ταυτότητας, συνθέτουν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, όπως είναι και η ζωή. Μόνο που, όπως ακριβώς και στη ζωή, τίποτε δεν είναι περίπατος για την Ουρανία. «Δύο τρύπες του τούνελ. Ήταν η έξοδος, η είσοδος; Δεν μπορούσε πια να καταλάβει, όπως δεν μπορούσε και να βρει το δρόμο της ανάμεσα σ’ αυτές. Εκείνο μονάχα που μπορούσε να δει είναι ότι βρισκόταν στο ενδιάμεσο. Και το ενδιάμεσο αυτό δεν είχε τέλος! Εκτός κι αν αυτό ήταν το τέλος και ’κείνη το καταλάβαινε σαν το προμήνυμα μιας νύχτας που ξημέρωνε.»

Θεοδοσία Ράπτου

*

4 - papadopoulos - xlwptsioudis

Έξυπνες βόμβες, ποίηση, Θεοχάρης Παπαδόπουλος, εκδόσεις Μανδραγόρας 2016

Είχαμε τη χαρά να παρουσιάσουμε κριτικά και παλαιότερα την πλούσια ποιητική δουλειά του Θεοχάρη Παπαδόπουλου. Τότε εντοπίσαμε μία ιδιαίτερη ποικιλία έκφρασης και μία συνεχή αναζήτηση στο στίχο. Με πυκνή και χειμαρρώδη γραφή διακρίνεται από τη δυναμική του αστόλιστου λόγου με έκφραση λιτή και έντονα πεζολογικά χαρακτηριστικά και προφορικότητα. Και η νέα του συλλογή, «έξυπνες βόμβες» (Μανδραγόρας, 2016), αποτελούμενη από χαϊκού αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτή την αναζήτηση.

Αξίζει να υπογραμμίσουμε πως η επιλογή της ιαπωνικής φόρμας αποτελεί ένα ρίσκο για τον ποιητή. Του επιβάλλει το δικό της στιχουργικό ρυθμό και μία επίπονη επεξεργασία στο στίχο και τη γλώσσα ώστε να υπηρετηθούν και οι συλλαβικές νόρμες και το αποφθεγματικό ύφος ή η αποτύπωση της στιγμής. Και η κρυφή γοητεία της λιλιπούτειας κι ιδιόρρυθμης τούτης φόρμας κρύβεται στη λιτότητα του λόγου και το πυκνό νόημα, κάτι που αυξάνει τις απαιτήσεις για το δημιουργό.

Και ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος καταφέρνει όχι μόνο να προσπεράσει όλες τις σκοπέλους, αλλά και να αναδύεται το συναίσθημα απρόσκοπτα αγκαλιάζοντας τον αναγνώστη. Με αξιοπρόσεκτη ευστοχία και μέσα σε δεκαεφτά συλλαβές ξαφνιάζει τον αναγνώστη• το λανθάνον δηκτικό ύφος και ο πόνος τον συγκλονίζουν.

Η αποφθεγματικότητα των στίχων καταδεικνύει το δούλεμα του στίχου και ταυτόχρονα καθιστά πιο καίριο το "πλήγμα" στην ψυχή του αναγνώστη. Ο ποιητής εγκαταλείπει το φυσιολατρικό παραδοσιακό χαρακτήρα της ιαπωνικής φόρμας• τα χαϊκού του εκφράζουν εσωτερικές αγωνίες για τη μοναξιά (41, 42, 43) τον έρωτα και τη συντροφικότητα (7, 8, 11, 23, 26, 28, 25, 51, 49, 53).

Άλλοτε λυρικός, άλλοτε ρομαντικός και πολύ συχνά σαρκαστικός γράφει για το χρόνο και τη μνήμη (15, 17, 47), τον πόνο του ανθρώπου (32, 9, 33, 34, 44, 45, 48) και τα όνειρά του που γκρεμίζονται (10, 19, 24, 59, 14)• εκθέτει κοινωνικές αγωνίες (10, 20, 21, 27, 34, 37, 38, 39, 54, 55, 56) και αυτοαναφορικά συνδέει τον Άνθρωπο με την ίδια την ποίηση (12, 13, 18, 36, 52, 57).

Οι ήπιοι τόνοι της ποιητικής του γοητεύουν• η δηκτική διάθεσή του εκφράζει την ευρύτερη κοινωνική αγανάκτηση, αλλά και την αγωνία για το μέλλον της κοινωνίας. Η στιχουργική του παραμένει κοινωνιοϋπαρξιακή και ανθρωποκεντρική δίχως όμως να εγκλωβίζεται σε κάποιο αόριστο ατομοκεντρισμό• ο άνθρωπος είναι μέλος της κοινότητας με αλληλεπιδραστικές σχέσεις.

Βέβαια δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαμαρτύρονται συχνά για αλλοίωση του φυσιολατρικού κι εικονοπλαστικού χαρακτήρα της φόρμας. Ωστόσο, οι τιμητές των ελεύθερου θέματος χαϊκού παραβλέπουν την εξέλιξή τους και την ενσωμάτωσή τους στο γλωσσικό και κοινωνικό περιβάλλον που τα υιοθετεί.

Και αν κρίνουμε από την σχετική αύξηση των συλλογών χαϊκού αποδεικνύεται ότι η "εξωτική" τούτη ποιητική φόρμα είναι ευέλικτη και έχει ενσωματωθεί άριστα στην ελληνική λογοτεχνία. Συχνά με σαρκαστικό ύφος που εκφράζει την αγανάκτηση και την απογοήτευση της εποχής, άλλοτε με ρομαντική και εποχική ή λυρική προσέγγιση ακολουθούν το δικό τους αυτόνομο δρόμο στην ποίηση, προσπερνώντας την ιαπωνική παράδοση…

Δήμος Χλωπτσιούδης

*

3 - soultatou - paradeisanou

Ανκόρ, μυθιστόρημα, Πέλα Σουλτάτου, εκδόσεις Καστανιώτη 2015

Αυτό που κάνει την Πέλα Σουλτάτου να ξεχωρίζει είναι ο αυθορμητισμός της, το χιούμορ της, η αντίστασή της στη σοβαροφάνεια. Έχει έναν δικό της τρόπο να στέκεται αγέρωχη μπροστά στη γνώμη των άλλων και να τους βγάζει τη γλώσσα με αυθάδεια. Και παράλληλα μια χαρακτηριστική άνεση να εκτίθεται. Δε διστάζει λοιπόν μετά τα «Φώτα στο βάθος», να δοκιμαστεί και στη μεγάλη φόρμα, το μυθιστόρημα.

Η Πέλα επιλέγει να μη δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα πρόσωπο, αλλά στο τοπίο. Ένα νοσοκομείο, μέσα στο οποίο δρουν οι ήρωες στοιχημένοι σε αλλόκοτα ζευγάρια. Ονόματα δεν έχουν, μόνο ψευδώνυμα. Ο Αμούρ και η Σουίτι, ο καουμπόι και η Φράου, η γυναίκα με το πι και ο άνδρας με το γιώτα, το ξωτικό του δάσους κι ο ασπρομάλλης με τα άφιλτρα, ο μπαρμπέρης, το τζιτζίκι και η ζωγράφος, ο ερωτευμένος κύριος καθηγητής, το νυχτοπούλι και ο μαχαιροβγάλτης, η αδελφή με την ηπειρώτικη προφορά, το αηδονάκι με το ρουμάνικο τραγούδι και ο ηλικιωμένος με τους καταρράκτες, το χλομό πρόσωπο, ο μετανάστης από το Μπαγκλαντές. Και τελευταίος ο νεκροθάπτης Σοπενχάουερ με το βιτριολικό χιούμορ. Η μουσική συμπληρώνει το σκηνικό. Οι ήρωες βιώνουν μέσα από τη μουσική το ερωτικό πάθος, την ένταση, την απελπισία, τον φόβο του θανάτου, το διχασμό ανάμεσα σ' αυτό που ζουν και αυτό που εφιαλτικά ανασύρει η μνήμη τους. Και παράλληλα ο ήχος από το βιολί του αόρατου βιολιστή που περιμένει την πληρωμή του.

Η αφηγηματική δύναμη της Πέλας μας παίρνει μαζί της σε ένα ταξίδι σε εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη, άλλοτε φωτεινές, τρυφερές, άλλοτε μαύρες, μα πάντα δοσμένες με ένα ύφος παιγνιώδες, το ύφος του αφηγητή που νιώθει πόσο βαριά η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μπορεί να ζυγίζει. Και δεν είναι τυχαία η επιλογή του χώρου από τη συγγραφέα.

Ο χώρος του νοσοκομείου, ένας ζοφερός, πνιγηρός χώρος, όπου αναμετράται ο άνθρωπος με την τρωτή φύση του κι έρχεται αντιμέτωπος με τον αόρατο βιολιστή, τον θάνατο. Παράλληλα όμως κι ένας χώρος που αφήνει το έδαφος να βλαστήσουν οι αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις του ηλικιωμένου με τους καταρράχτες από τον Ναζισμό που τώρα αναβιώνει, οι αναμνήσεις του νεαρού αντιφασίστααπό τα χρόνια της εφηβείας του τη δεκαετία του 90, οι αναμνήσεις της ζωγράφου από μια εποχή που όλα έδειχναν κανονικά, εγκλωβίζοντάς την στη συνενοχή και φέρνοντάς την τώρα αντιμέτωπη με το πρόσωπο του τέρατος.

Γιατί εκτός από τον φυσικό θάνατο, στο χώρο του Νοσοκομείου ελλοχεύει και ο θάνατος της πολιτικής, ο φασισμός. Και η Πέλα έχει βάλει στόχο ,σ' αυτό το βιβλίο, να μιλήσει για το πρόσωπο του τέρατος χωρίς ωραιοποιήσεις. Επαναστατεί ενάντια στη δικτατορία της οθόνης με όλους αυτούς τους αστραφτερούς τηλεστάρ που απλά “κάνουν τη δουλειά τους”, χύνοντας δηλητήριο με τον απολιτικό και γι' αυτό βαθιά επικίνδυνο λόγο τους.

“Ήθελε να μπει στο δωμάτιο εκείνη, με τη λευκή της φορεσιά, που' ναι καλή κι αφράτη, και χαμογελαστή, κι έχει μια προφορά ηπειρώτικη, και να του μιλάει, να του μιλάει. Γιατί η γλώσσα που μιλούν αυτοί δεν είναι η μητρική του γλώσσα. Μητρική είναι η γλώσσα της ξένης γυναίκας, της εργάτριας από τη Ρουμανία, που τον φροντίζει. Μητρική είναι η γλώσσα της αδελφής με την ηπειρώτικη προφορά. Η μητρική του γλώσσα έμοιαζε, στην οθόνη της επίπλαστης ευθυμίας, ακατάληπτη, άγνωστη, ακατανόητη και απεχθής. Μια ειδεχθής γλώσσα. Δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να σωπάσει. Λίγη ησυχία. Ενός λεπτού σιγή.”

“Κι όμως δεν τους εμπόδισα. Πώς τους εμπόδισα να κάνουν επέλαση στον τόπο μου;” αναρωτιέται η ζωγράφος στο κατώφλι του θανάτου. Ο σπαραχτικός εσωτερικός της μονόλογος μοιάζει σφραγισμένος από την ενοχή και την οδυνηρή διαπίστωση πως κανείς δεν είναι απόλυτα αθώος. Το αυγό του φιδιού το θρέψαν ακόμη κι αυτοί που με τα έργα τους πίστεψαν πως το πολεμούσαν. Τουλάχιστον όσοι δέχτηκαν να πληρώσουν το τίμημα της ένταξης σ' ένα σύστημα σάπιο εξαρχής. Και η ζωγράφος ήταν από αυτούς.

“Και πλάι σε ποιους κάθισα; Με ποιους συμπότες τσούγκρισα το ποτήρι μου, με ποιους συνδαιτυμόνες χαριεντίστηκα σε κοινό δείπνο; Ίσως με όσους τους όπλισαν με χρήμα, με συγκάλυψη, με ιδέες.” Η Πέλα Σουλτάτου γνωρίζει πολύ καλά πως η δημιουργία βγαίνει μέσα απ΄τον πόνο. Είναι μια βύθιση σε σκοτάδια μέσα από τα οποία ψάχνει το φως. Μα και μια αναμέτρηση εξαιρετικά άδικη, γιατί τελικά καταλήγει εθισμός. Κι οτιδήποτε είναι εθιστικό, έχει μια θανατερή σαγήνη που σε απομακρύνει από τη ζωή. “Δεν είναι ο πόνος που με πονά. Εγώ, τζιτζίκι μου, τη χάρηκα τη λύπη μου, εκστασιάστηκα από τη διονυσιακή παραφορά του πόνου, έδρεψα ηδονή μέσα από την οδύνη. Αποθησαύριζα ό,τι με καταβαράθρωνε και με διέλυε. Από τα θραύσματα και τα συντρίμμια έχτιζα τον εαυτό μου ξανά και ξανά, μετουσίωνα το άλγος σε μια τέχνη παυσίπονη και παυσίλυπη.”

“Έχω ξοδέψει όλη μου τη ζωή στη διανόηση”. Η κραυγή της μάνας που σε όλη της τη ζωή διχάστηκε ανάμεσα στην Τέχνη και τη μητρότητα. Και τώρα έρχεται ο θάνατος να της υπενθυμίσει πως η ζωή βιώνεται με τις αισθήσεις και η Διανόηση δεν είναι παρά μια τεράστια φάρσα, ανίκανη να αποτρέψει έστω και ένα ολοκαύτωμα, να αναχαιτίσει ένα τάγμα εφόδου ή να διαλύσει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.

“Δε θα 'θελα παρά να γεννηθώ ξανά και να εκπέσω στο κατώτερο βασίλειο. Αυτό ζητώ, την έκπτωσή μου, να κατρακυλήσω στο βασίλειο των ζώων. Να κάψετε μαζί μ' αυτό το σώμα και ό, τι αφήνω πίσω. ...Γιατί θέλω πάλι να δω το πρόσωπό σου, το οριστικά χαμένο. Θέλω να επιστρέψω για να σε αγκαλιάσω πάλι από την αρχή. Να 'μαι ένα τετράποδο θηλαστικό για να σου προσφερθώ πάλι, να σε φωλιάσω ανάμεσα στο τριχωτό μου σώμα , εσένα, παιδί μου. Να σε γεννήσω χειμώνα με ουρλιαχτά, να σφυρίζει ο άνεμος και γύρω να έχουν παραδοθεί σε έναν μυθικό χορό τα ακυρωμένα εισιτήρια στη στάση του λεωφορείου. Μέχρι εδώ ήταν η διαδρομή σου. Τώρα γίνεσαι πάλι μάνα. Τώρα γίνεσαι μάνα να προστάξει η Φύση. Τώρα. Κι εδώ, στο κατώφλι του θανάτου, με τα δυο χέρια γραπωμένα στη βάση του ατελεύτητου άλφα, πριν πέσω στη μαύρη τρύπα του μηδενός, ξέρω. Τολμώ να πω πως ξέρω ότι μόνο αυτό θα ήθελα. Και σου ζητώ να με πιστέψεις. Δε σε χόρτασα ποτέ, ψυχή μου...” Ναι ...μόνο μια μάνα θα μπορούσε να γράψει μια τόσο δυνατή ομολογία πίστης στη δύναμη της μητρότητας. “Δε σε χόρτασα ποτέ ψυχή μου..”

Δίπλα στη ζωγράφο στέκεται η κόρη της, το τζιτζίκι. “Έτσι τη φώναζε τα καλοκαίρια , και όποτε έμοιαζε καλοκαίρι ανάμεσά τους”. Τζιτζίκι φώναζε κι εμένα ο πατέρας μου, όταν ήμουν μικρή. Ένα από τα τρυφερά του παρατσούκλια που είχε χαθεί στου μυαλού τα αυλάκια. Και διαβάζοντας το Ανκόρ, ανασύρθηκε από το παρελθόν η φωνή του μπαμπά μου παιχνιδιάρικη και τρυφερή να συντροφεύει τα παιδικά καλοκαίρια μου. “Τζιτζίκι...”

Αυτή δεν είναι η μαγεία της λογοτεχνίας; Να σμίγει τους ανθρώπους, υπενθυμίζοντάς τους την ανθρώπινη ουσία τους που' ναι μαλακή όσο φτιαγμένη κι αν είναι από σκοτάδι. Κι αυτό η Πέλα το γνωρίζει καλά. Γι' αυτό και επιλέγει στο τέλος να ενώσει όλους αυτούς τους ετερόκλητους ήρωες σ' έναν αγώνα ενάντια στο απάνθρωπο πρόσωπο του φασισμού. Συνδετικός τους κρίκος το μεράκι για τη ζωή. Κι ενώ γράφει ένα βιβλίο όπου πρωταγωνιστεί η σκιά του θανάτου, τελικά ο αναγνώστης μένει με μια αίσθηση γλυκιά. Είναι δύσκολο εγχείρημα να γράψεις ένα βιβλίο με θέμα την αρρώστια και τον θάνατο. Μεγάλος κίνδυνος : να πέσεις στον μελοδραματισμό. Η Πέλα τα καταφέρνει να αντισταθεί σ' αυτό, ισοζυγιάζοντας τις ιστορίες της ανάμεσα στο τραγικό και το αστείο και ακροβατώντας επικίνδυνα στο λεπτό νήμα του χιούμορ που δρα λυτρωτικά για τον αναγνώστη.

Κι εδώ είναι η ώρα να μιλήσω για τον τίτλο. Ανκόρ ο τίτλος. Μονολεκτικός, λιτός, δωρικός. Μα και μυστηριώδης. Το όνομα που επιλέγει να δώσει στο μαγαζάκι που ονειρεύεται να στήσει η Σουίτυ με μόνο αγαθό προς διάθεση κάτι που δεν πουλιέται ούτε αγοράζεται. Το νοιάξιμο, την έγνοια, το ανυπόκριτο ενδιαφέρον. Ανκόρ όμως είναι και το χειροκρότημα του κοινού με το οποίο καλεί το συγκρότημα ξανά στη σκηνή για ένα τελευταίο τραγούδι.

Η Πέλα επιλέγει να κλείσει τη σκηνή όπου κατατροπώνεται το κακό από την αθώα ματιά ανοίγοντας το πλάνο. “Κι ίσως το πέταγμα της πεταλούδας να προκάλεσε στην άλλη άκρη του πλανήτη καταρρακτώδη βροχή, για να εμφανιστεί πάλι το ουράνιο τόξο κι όλα αυτά τα μαγικά που κάνουν τον άρρωστο κόσμο να μοιάζει ένα απέραντο λούνα παρκ, από το οποίο η μητέρα μας τραβάει απ' το χέρι να φύγουμε, αλλά εμείς είναι αδύνατον να θέλουμε να αποχωρήσουμε. Λίγο ακόμα, μαμά, λίγο ακόμα…”

Κι είναι σαν να μας λέει η Πέλα. Γιατρειά για τον θάνατο δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως ένα φυσικό αναλγητικό που κάνει τη ζωή σ' αυτόν τον άρρωστο κόσμο τόσο ελκυστική όσο ένα απέραντο λούνα παρκ. Κι αυτό δεν είναι άλλο από μια μικρή θαυματουργή λεξούλα: αγάπη… Αυτή η αγάπη είναι το μυστικό νήμα που ενώνει τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους ήρωες στο μαύρο σκηνικό του υφέρποντος θανάτου και τους στήνει αγέρωχους απέναντι στη σιχαμερή ενσάρκωση του φασισμού. Δεν έχει άλλη επιλογή ο άνθρωπος πέρα από τον αγώνα. Μας λέει η Πέλα σ' αυτό το βιβλίο. Μπορεί να είναι μικρός και ανήμπορος , γυμνός , με τα πάθη να τον καρφώνουν ανελέητα, μα όταν έρθει εκείνη η στιγμή να στηθεί απέναντι στη φρίκη και να διαλέξει στρατόπεδο, η απάντηση είναι εύκολη. Επιλέγει το Φως.

Ειρήνη Παραδεισανού

*

μη-μου-πεις-το-τέλος

Μη μου πεις το τέλος, μυθιστόρημα, Μαρία Λιάσκα – Μαυράκη, Άνεμος εκδοτική 2015

Ένα αξιόλογο μυθιστόρημα που δεν προσέχθηκε αρκετά παρουσιάζει στην πρώτη της, όπως συνάγεται από το βιογραφικό, αφηγηματική της δουλειά η Μαρία Λιάσκα – Μαυράκη. Η συγγραφέας μοιάζει να κινείται στα πλαίσια αυτού που σωστά ή λαθεμένα ονομάστηκε από τους κριτικούς «νέο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα», όρος που μας κάνει να αναρωτιόμαστε εάν η επόμενη πεζογραφική διαφοροποίηση θα ονομαστεί «πιο νέο από το νέο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα» κ.ο.κ.

Εν πάση περιπτώση, ως «νέο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα» έχει άτυπα ορισθεί η πεζογραφική τάση που ξεκίνησε από την Αγγλία με πρωτεργάτη τον Τζούλιαν Μπαρνς και άφθονους καλούς μαθητές, διασημότερος εκ των οποίων ο Ντέιβιντ Μίτσελ, η οποία εξορθολόγισε τα δύσπεπτα επιτεύγματα των μεταμοντέρνων και σε συνδυασμό με κλασσικές αφηγηματικές μεθόδους τα έφερε στα όρια του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού, κερδίζοντας μάλιστα και μερικά βραβεία booker.

Η συγγραφέας του «μη μου πεις το τέλος», αν και δεν χρησιμοποιεί το υποδόριο στα όρια του χλευασμού χιούμορ της εν λόγω σχολής που παρωδεί και διαστρέφει το ίδιο του το κατασκεύασμα, δομικά εκμεταλλεύεται τις ασυνέχειες στην φόρμα των μεταμοντέρνων και συνδυάζει κλασσική αφήγηση για να μας αφηγηθεί την μάλλον δραματική ιστορία δύο γυναικών. Άλλωστε φαίνεται περισσότερο επηρεασμένη από τα εν Ελλάδι αντίστοιχα πονήματα, παρά από τους εν Ευρώπη διδάξαντες.

Η ιστορία ξεκινάει με την Αλεξάνδρα Μελά, η οποία ανακαλύπτει γράμματα της γιαγιάς της, Άννας Περίδη. Από εκεί και πέρα, με διαδοχικές αφηγήσεις, με αλλαγές φωνής, με μετατοπίσεις χρόνου και με ασυνέχειες που συμπληρώνονται σε άλλα σημεία, σαν ένα είδος παζλ, το μυθιστόρημα μας αφηγείται τις ζωές των δύο γυναικών και επιχειρεί να συνδέσει κοινωνιολογικά κι ίσως ψυχολογικά το χθες με το σήμερα, το παλαιό με το σύγχρονο και το παρόν με την ιστορία.

Γιάννης Παπαγιάννης

*

7 - dimitriadou - korovinis

O κατάδεσμος, πεζογραφήματα, Θωμάς Κοροβίνης, εκδόσεις Άγρα 2016

«Εμένα οι κατάρες μου πιάνουν. Και οι ευχές μου πιάνουν. Μα προπαντός οι κατάρες μου, Πραξιτέλη μου»

Έτσι ο Πραξιτέλης Σαντζάκογλου-Σημαιοφορίδης θα στηθεί στον τοίχο, απέναντι από την επί πολλά χρόνια συμβία του Ζηνοβία Διαμαντίδη ή Αλμάζοβα, του Λέοντος και της Ερμίνας, το γένος Καραβοκύρη. Και θα ακούσει όσα, στοιβαγμένα στην καταπιεσμένη της συνείδηση, θα έχει να του πει. Γιατί η Ζηνοβία έχει τυραννιστεί πολύ δίπλα στον άντρα της. Και τώρα θα μιλήσει. Ένας χείμαρρος θα βγει από το στόμα της, ένα ποτάμι αδικίας που ξεχείλισε. Και τον Πραξιτέλη δεν θα τον ξεπλένουν ούτε ποτάμια ούτε θάλασσες ούτε όλα τα νερά του κόσμου.

Στην πεζογραφία έχουμε περιπτώσεις μονολογικών κειμένων που δίνονται με ιδιαίτερη ένταση, η οποία τροφοδοτείται από τη σιωπή του άλλου προσώπου, τον απόντα αντίλογο. Λες και αυτός ο χείμαρρος λέξεων παρέσυρε με την ορμή του τις απέναντι αντιστάσεις. Ο άλλος έχει παραδοθεί. Έτσι εδώ ο θύτης είναι βουβό πρόσωπο.

Από δεκαέξι χρονών βρέθηκε η Ζηνοβία με τον Πραξιτέλη, γοητευμένη από την ομορφιά του και το αντριλίκι του, όπως τότε πίστευε: «με γέλασε το μάτι σου το τσακίρικο, και τα φιλιά σου τα λιγωτικά, καλπονοθεία μου».

Τόσα ήξερε, τόσα έλεγε. Τώρα όλα γυρνάν ανάποδα, τώρα έχει μπροστά της ένα «τρισάθλιο και πανμίζερο ακόρεστο σαπρόφυτο[…]ανακατεύτηκες στη ζωή μου αυτόκλητος, που να σου ανακατέψει τα σωθικά ο Παντοδύναμος, ανερμάτιστο καθίκι!»

Έχει καταλάβει πια πως τίποτα δεν πρέπει να βαστάει μέσα της, να την τρώει σαν φαρμάκι, και ο θυμός ένα ξέσπασμα είναι, που ξεθυμαίνει έπειτα και ο φταίχτης βγαίνει και από πάνω. Δραστικές λύσεις έπρεπε να έχουν επιστρατευθεί από νωρίς «βιτριόλι, να πούμε. Ναι, γιατί όχι; Παλιότερα οι ζηλιάρες το ’χανε ψωμοτύρι».

Η κατάρα όμως, αυτή η αρχαία αρά, η θαυματουργή για όποιον την ξεστομίζει και έχει το χάρισμα να πιάνουν τα λόγια του και να τελεσφορούν τα δεσίματα που θα κάνει στον άθλιο, αυτός ο κατάδεσμος ας λειτουργήσει τώρα. Επειδή, όμως, και οι σκοτεινές δυνάμεις που θεμελιώνουν σε στέρεη βάση την κατάρα και τα μαγικά της θέλουν και την απαραίτητη… επιχειρηματολογία, η Ζηνοβία αντλεί από το πλούσιο οπλοστάσιό της τα μύρια όσα έχει να του καταμαρτυρήσει του «θεομπαίχτη». Δεν είναι μόνο που, αν και γεννήθηκε Σαλονικιός, αποδείχθηκε «τζάμπα μάγκας», ούτε οι προσβολές του ούτε οι απιστίες του ούτε οι αλητοπαρέες του ούτε καν η βαρβαρότητά του και η προστυχιά του. Προαγωγός αποδείχθηκε ο καλός της για την αδελφή του, λίγο έλειψε και για την ίδια. Αλλά και το παιδί του δεν δίστασε να πουλήσει εμφανίζοντάς το νεκρό τάχα στη γέννα.

Μα, έναν τέτοιο άντρα, ένα τέτοιο κελεπούρι, ή τον παρατάς, ή τον ξεπαστρεύεις. Κι αν δεν το μπορείς αλλιώς, αναλαμβάνουν τα σοφά και πατροπαράδοτα μαγικά να κάνουν τη δουλειά τους. Μάλιστα με μια εύστοχη σκέψη θα αφήσει η Ζηνοβία τον κατάδεσμο που σκάρωσε «μισοτελειωμένο, θεομπαίχτη, έτσι να στέκεται το κατηγορώ μου για πάρτη σου στον αέρα».

Θα τον ολοκληρώσει άραγε κάποτε αυτόν τον μαγικό δεσμό, για να ξεφύγει μια και για πάντα από το άχθος που φορτώθηκε σε μια άτυχη στιγμή της ζωής της; Ή μήπως σαν ξεθυμασμένο αλκοόλ θα ξαναγυρίσει στα ίδια;

Αυτό δεν θα μας το πει ο Θωμάς Κοροβίνης, που εδώ μοιάζει να τα έχει δώσει όλα. Με τη γνωστή του αθυροστομία, που σ’ αυτό το κείμενο δένει απολύτως με το πρόσωπο που μιλάει, μια γυναίκα αφοπλιστική στην ειλικρίνειά της να έχει σκαρφαλώσει στο ψηλό κλαδί και να φωνάζει το δίκιο της. Με τη γραφή του, που ξέρει να αποκαλύπτει τις αθέατες όψεις μιας πραγματικότητας που μπορεί και να ξεγελά με τη σοβαροφάνειά της. Με την παραστατικότητα που προσδίδει στον λόγο. Με το χιούμορ του, που αποτελεί τελικά το δυνατότερο όπλο του ύφους του. Διαβάζεις το κείμενο και νομίζεις πως έχεις μεταφερθεί σε μια σκηνή θεάτρου, όπου ο μονόλογος, που εδώ πεζογραφικά έχει αποδοθεί, μπορεί να βρει την καλή του ώρα σε θεατρικό δρώμενο. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα δούμε και θα ακούσουμε καταιγιστικό μονόλογο επί σκηνής. Αυτός θα μπορούσε να είναι από τους απολαυστικότερους. Μακάρι να το τολμήσει

Σε μια δεύτερη ανάγνωση, αυτό το κείμενο αποτελεί κι ένα λόγο καταγγελτικό προς όλους τους εκπροσώπους αυτού του άρρενος είδους που εδώ περιγράφεται στο πρόσωπο του Πραξιτέλη. Ναι, αυτός ο τόπος βγάζει κι άλλους Πραξιτέληδες, ίσως όχι τόσο αμοραλιστές και ακραίους, ωστόσο με πολλά από τα χαρακτηριστικά από τον ήρωα του πεζογραφήματος. Μέσα σε ένα δισέλιδο, για παράδειγμα, θα παρουσιάσει ένα πολιτικό και κοινωνικό προφίλ του νεοέλληνα, που όλοι θα θέλαμε να ξεχάσουμε ότι υπάρχει δίπλα μας: «τώρα άμα δεν αλλάζεις ιδέες και κόμματα αναλόγως του καιρού, θεωρείσαι ντεμοντέ και κορόιδο από τους ίδιους εκείνους που πρέσβευαν στα νιάτα τους τα ακριβώς αντίθετα […] ποικίλα βλαχαδερά έχουν κατακλύσει τη χώρα, βλαχαδερά ανενδοίαστα, ασύδοτα κτηνάκια, και σφίγγουν τον κλοιό. Θα μας πνίξουν, αδιάβαστοι θα πάμε. Έχουν μέθοδο αυτά. Δεν εννοώ χωρικούς, όχι, μια χαρά είναι οι χωρικοί μας, με τους χωριάτες τι θα κάνουμε! Τους χωριάταρους, τους παλιοχωριάταρους! Την ασύστολη τσογλανερί κάθε προελεύσεως και επαγγέλματος, τα κωλοπαίδια κυνικού χαρακτήρος. Εδώ εντάσσονται και αστόπαιδα και χωριατόπαιδα και συνοικιακά τσόλια, παντός φύλου και πάσης γενεάς, άπαντα σιχτιρισμένα πρώτης».

Ίσως, κάτω από αυτή την οπτική, το κείμενο του Θωμά Κοροβίνη να είναι και μια αποτύπωση ενός τμήματος της τοιχογραφίας που αρεσκόμαστε να ονομάζουμε σύγχρονη εκδοχή της ελληνικότητας. Και ας μη μας αρέσει ο αρσενικός τύπος που περιγράφεται στις σελίδες του. Και ας σοκάρει το λεξιλόγιο της Ζηνοβίας. Και ας φαίνεται τουλάχιστον γραφικός σε κάποιους (ή για άλλους ίσως ανατριχιαστικός ως επιλογή) ο κατάδεσμος. Όλο αυτό που διαβάζουμε σ’ αυτό το πεζογράφημα αποτυπώνει αλήθειες. Άλλωστε σημειώνεται σε μια από τις αρχικές σελίδες «κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα είναι συμπτωματική». Γιατί, πράγματι, κάποιοι θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, όχι ως όνομα αλλά ως τύπο.

Διώνη Δημητριάδου

*

6 - papageorgiou - nikitas

Τα νερά του μετανάστη, ποίηση, Ζαφείρης Νικήτας, εκδόσεις Μελάνι 2015

Τα νερά του μετανάστη του Ζαφείρη Νικήτα, που δημοσιεύτηκαν από τις Εκδόσεις Μελάνι, εγγίζουν κρίσιμα ζη­τή­ματα της ζωής: ο α­ποχω­ρι­σμός, η ορφάνια, ο πό­λε­μος, η προσφυγιά, η με­τανάστευση, η βία, η τρο­μο­κρα­τία, η καταστροφή, η ρε­υ­στότητα των συ­­νό­ρω­ν, η κα­τα­­να­­γκαστική εργασία, η παι­δι­κή εκ­με­­τάλ­λευση α­πο­­τελούν τρα­γικές, αλλά όχι αδιέ­ξο­δες, ψη­­φί­δες της σύγ­χρο­νης ζωής. Συ­μ­πλέ­κο­νται με τον έρωτα και τη συνύπαρξη, την οι­κο­­γε­νει­­ακή θα­λ­πωρή, τη μη­τρι­κή στο­­ργή και την πα­τρι­κή α­γά­­πη, την παιδική απλότητα, που λει­­το­υργούν ως ρω­γ­μέ­ς ελ­πί­­δας, ανθρωπιάς, αλ­λη­λε­­γγύ­ης, προ­­σφο­­­ράς και α­­γά­πης. «Η ζω­ή είναι πρι­σμα­τική», όπως λέει και η Βάλι στο ποί­ημα «Ευ­­χές», «έ­να άν­θος που το ένα του πέταλο ανθεί, ε­νώ τ’ άλ­λο μα­­ραί­νε­ται. Βία και στο­­ρ­γή, πένθος και δι­κα­ι­ο­σύνη, εστία, σπίτι, ξε­νι­τεί­α, όλα εί­ναι ό­ψεις του ι­δί­­­ου νομίσματος».

Η ελ­πί­δα μέσα α­­πό το πόνο, η πί­­στη μέσα από την αποστέρηση, το ό­­νειρο μέ­σα από τη σκλη­ρό­τη­τα, ο έ­ρω­τας μέσα από την ε­γκράτεια, η επι­βί­ω­ση μέ­σα α­πό τα ερείπια, η αλληλεγγύη μέ­σα από τη σύ­γκρο­υ­ση, η συ­­­μ­φι­­λί­ω­ση μέσα από την κα­τα­­στροφή, η α­πο­δοχή μέσα από τη δυ­στυ­χία, η ελευθερία μέσα από την ανάγκη, η αγά­πη μέ­σα από την υποχρέ­ω­ση, ό­λα μα­­ζί εμ­πλ­έ­κο­ν­ται για να συνο­ψί­σουν και να υ­ποστα­σι­ο­πο­ι­ή­σουν το αν­θρώ­πινο περι­βάλ­λον μέσα στο ο­ποί­ο ζουν και α­να­πνέουν οι άνθ­ρ­ω­­ποι. Με την υ­παι­νι­κτι­κό­­τητα της ποίησής του ο ποι­ητής μας με­­τα­φέρει ει­κό­νες ενός κό­­σμου που α­γω­νί­ζε­­ται, πα­­λε­ύ­­ει, α­­γα­­πά και κρατά ζω­ντ­ανή την ελ­πί­δα του, παρά τη ζο­­­φερότητα του κό­σμου γύρω μας. Εί­­ναι ση­μα­ντι­­κό ότι τα ποι­ή­ματά του, όπως και τα αν­θρώ­πινα προβλήματα, δεν είνα­ι α­πρό­σω­­πα, αλλά έ­χουν πρόσωπο, έ­χο­υ­ν ένα ό­νο­μα που κουβαλάει το καθέ­να τη δική του μι­κρή ιστορία. Όπως και τα πρό­σωπα των προσφύγων που περνούν μα­ζι­κά τα σύ­νο­ρα ή κεί­τονται άψυχα στη θάλασσα.

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Ζαφείρη Νικήτα είναι καίριος, καθώς αποτελεί την επιτομή των προ­­βλημάτων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σήμερα: αβεβαιότητα, ανασφάλεια, ρευστότητα. Πα­ραπέμπει σε ένα δυ­σε­­­πί­λυ­το πρό­­βλημα που έχει πάρει τρα­γικές διαστάσεις, ιδιαίτερα τα τε­λε­υταία χρό­νια, τη βίαιη μετακίνηση των ανθρώπων από τη μια περιοχή στην άλ­λη, από την πατρίδα τους σε μια πατρίδα ξένη. Α­να­κα­­λεί ει­κόνες που μας προ­σφέ­ρο­νται άφθονες από τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Εικόνες αν­θρώ­πων που αγωνίζο­νται να επι­βι­ώ­σουν στα θαλάσσια πε­­­ρά­σματα από τη μια γη στην άλλη, αι­ωρούνται ανάμεσα στον κίνδυνο και τη σωτηρία, ακ­ρο­βατούν ανάμεσα στη ζωή και το θά­νατο. Ει­κό­νες προσφυγικών καταυλισμών με άνδρες, γυναίκες και παι­­διά που ζουν στο «μεταξύ», στο ενδιάμεσο δύο κόσμων, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλ­­λον, με την ψυχή πίσω στην πατρίδα και το σώμα εμ­πρός. Κά­ποιοι, αρ­κετοί πλέον, χάνουν ενί­οτε και τη ζω­ή τους…. Μι­α φορά σχε­δόν την εβ­δο­μάδα τα Μαζικά Μέ­σα εξαγγέλ­λουν: «Νέα τρα­­­­γωδία στο Αι­γα­ί­ο», ό­­­που ο όρος «νέα τραγωδία» επανα­λα­μβάνεται με τέτοια συ­­­­χνότητα που φθάνει να χά­νει πλέον τη σημασία του.

Η μετανάστευση είναι ένα σύνθετο φαι­νό­με­νο, που στοι­­­χε­ι­ο­­­θε­τείται από ένα σύνολο παραγόντων οι οποίοι ωθούν κάποιους ανθρώπους να με­τοι­κή­σο­υν από τον τόπο τους για να εγκατασταθούν κάπου αλλού.(1) Η μετοίκηση αυτή χαρακτηρίζεται α­πό μια δι­α­­ρ­κή α­ν­α­ζή­τη­ση «κα­τα­φυ­γί­ων» ύστερα από φυ­σικές, πολι­τι­κές και οι­­­κο­νο­μι­κές κα­­τα­­σ­τ­ρο­­φές και εμ­φα­νίζεται κα­θ’ ό­λη τη διάρκεια της ι­σ­τορίας.(2) Μια ακαδημαϊκή οριο­θέ­τη­ση του φαινομένου θα έκανε τη διά­κρι­ση α­νά­με­σα στην οικονομική  με­τανά­στε­υ­ση και την προσφυγική μετοικεσία. Σύμφωνα με τις κοι­νω­νι­κές επιστήμες και το Δίκαιο, οι οικονομικοί με­τα­νά­­στες ω­θούνται από οικο­νομικούς λόγους, μετακινούνται εκούσια και επι­δι­ώ­κο­υν τη βελτί­ω­ση της ζωής τους και της ζωής της οι­κο­γέ­­νει­άς τους, ενώ οι πρόσφυγες ω­θού­νται α­πό πολιτικούς λόγους (διώξεις, πόλεμοι, τρομο­κρα­τία, κλπ.), με­τακι­νο­ύ­νται ακού­σια και επιζητούν την επιβίωσή τους.

Το ζήτημα των προσφύγων, ως μαζικό φαινόμενο, εμφανίζεται μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και δημιουργείται λό­γω της αλλαγής των πο­λι­τι­κών συνθηκών στην Ανατολή και Κεντρική Ευρώπη (κατάρρευση ρωσικής, αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας) καθώς και τη Μέση Ανατολή (κατάρρευση Οθωμανικής αυτοκρατορίας). Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ε­νάμισι εκατομμύριο Λευκορώσοι, ένα εκατομμύριο Έλληνες, επ­τα­­κό­σι­ες χιλιάδες Αρμένιοι και εκατοντάδες χιλιάδες Βούλγαροι, Γερμανοί, Ού­γ­γροι, Ρουμάνοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τις πατρίδες τους εν ονό­μα­τι της εθνικής καθαρότητας με βάση το μοντέλο του έθνους – κρά­το­υ­ς.(3) Έκ­­­τοτε οι πρόσφυγες προστατεύονται από τις διεθνείς συνθήκες και δι­και­ούνται προστασίας και ασύλου. Όμως οι διεθνείς α­πο­φάσεις σπάνια ε­φα­ρμόζονται. Η παρουσία των προσφύγων θέ­τει υπό αμ­φι­σβ­ή­τη­ση την κα­­θαρότητα του έθνους κράτους και την έννοια των δι­καιωμάτων του πο­λί­­τη. Είναι άνθρωποι χω­ρίς να εί­ναι πολίτες, έ­χουν α­φήσει τα πολιτειακά δικαιώματα πίσω τους, χω­ρίς να έχουν αποκτήσει νέα. Παρά τα δικαιώ­μα­τα, αποτελούν μάλλον πε­ρι­θω­­ριακή φι­­γούρα, στη σύ­­γ­χρο­νη ιστορία του 20ου αιώνα, η οποία τείνει να γίνει τραγική στις αρχές του 21ου αιώνα. Τα στρατόπεδα των προ­σφύ­γων του μεσοπολέμου, τα ο­ποία έ­χουν «μετατραπεί» σήμερα σε check points, κέντρα κράτησης ή κέντρα υποδοχής με­τα­να­στών, δεί­χνουν ακριβώς την αμηχανία της σύ­γχ­ρο­νης Ευρώπης να α­ν­τι­­με­­τω­πί­σει τους πρόσφυγες απλώς ως αν­θρώ­πους και όχι ως ανθρώ­πο­υς πο­υ έχουν χάσει την πο­λι­τεια­κή τους υ­πό­σταση.(4)  

Από την άλλη πλευρά, η μετανάστευση, οριοθετείται ως έννοια και ως όρος, επίσης τον 20ο αιώνα, καθώς και αυτή συνδέεται με τη διαμό­ρ­φω­ση του έθνους – κράτους και τη διέ­λευ­ση των συνόρων του: γε­­ω­­γρ­α­φι­­κών, πολι­τι­κών και πολι­τι­στι­κών. Το τελευταίο τέτα­ρ­το ό­μως του 20ου αι­ώ­­­να, η μετ­α­νά­στευση γί­νε­ται πιο σύ­νθ­ε­τη και α­πο­κτά μια ι­διαί­τε­ρη δυ­να­μι­­κή, αφού χάνει τα χαρακτηριστικά της ομοιογενούς και ε­λεγ­χό­μ­ε­­νης με­τακίνησης προς συγκεκριμένες χώρες και με συ­γκε­κρι­μέ­νο­υς στόχους, αλλά διε­θνο­ποι­εί­ται όλο και πιο πολύ καθώς συ­­ν­δέ­ε­ται με την ετερο­γένεια της προέλευσης των μετακινούμενων, αλλά και την ποικιλία των αιτιών και στόχων της μετακίνησης. Η μετακίνηση αυτή ευνο­εί­ται τόσο από την βα­θμι­αί­α ενοποίηση της αγοράς και της οι­κο­νο­μί­α­ς (πα­γκο­σμιοποίηση), όσο και την α­­ν­ά­­π­τυξη των πα­γκόσμιων δικτύων επι­κοι­νω­νίας τα οποί­α, εκτός από το γεγονός ότι διευκολύνουν τη μετακίνηση κε­φα­λαί­ου και αγα­θώ­ν, ωθούν πα­ρά­λ­λη­λα τους αν­θρ­ώ­πους σε ανα­ζή­τη­ση καλύτερης ζωής.(5)

Πιο συγκεκριμένα, η δι­ε­ύ­ρ­υ­­νση της οικ­ο­νο­μι­κής α­π­ό­­­­στα­σης μεταξύ Βο­ρ­ρά και Νό­του και η δι­ό­­γκ­ωση του πλ­ούτου και των ρ­υ­θ­­μών α­νά­πτυ­ξης των α­­νε­πτ­υ­γμ­έ­­ν­ων χω­ρών εις βάρος των α­να­πτυ­­σ­σ­ό­­μ­ε­νων, η ε­πι­δ­εί­νω­ση αυ­τής της κατάστασης α­πό το γε­γο­νός ότι η καπιταλιστική κοινωνία δε­λ­ε­­ά­ζει τους πλη­θυ­σμούς του αναπτυσσόμενου κόσμου με τα ο­φέ­­λη της μο­ν­τέ­ρνας κα­­τα­­νά­­λωσης, ενώ την ίδια στιγμή σ­τε­ρ­ού­ν­τα­ι της δυ­­­να­τό­τη­τας πρ­ό­σβα­σης σε αυτά, η γν­ω­στο­ποί­η­ση των «ε­υ­κα­ι­ριών» του α­ν­ε­πτ­υ­γμ­έ­νου κό­σ­μ­ο­υ μ­έ­­σω της τε­χν­ολογίας και της ε­π­ι­κο­ι­νω­ν­ίας λειτου­­ρ­γο­ύ­ν ως βασικοί κινητήριοι λόγοι για τη σύγ­χρ­ο­νη μετανάστευση.(6) Πα­ρά τις προ­σ­πά­θε­ι­ες ε­λ­έ­γ­χου, ο σ­υ­ν­δυασμός των λόγων αυτών προ­κα­λε­ί ποι­κί­λα με­τα­ναστευτικά ρεύματα από την περιφέρεια προς το κέντρο, από τον ανα­πτυ­σσόμενο Νότο προς τον ανεπτυγμένο Βορρά, με κάθε τί­μη­μα και εις πείσμα των εμποδίων που θέτει αυτός ο τελευταίος (π. χ. Συνθήκη Σένγκεν) 

Η αυ­ξα­νόμενη διαφορετικότητα της ε­θ­­νικής προέλευσης των με­τα­να­στών, η ποι­κι­λία των με­τανα­στε­υτ­ι­κών δ­ι­­όδων που χρη­σι­­­μοποιούνται, η αύ­ξη­ση των με­τα­ναστών, που προσπαθούν να διέλθουν με παράτυπους τρόπους τα σύνορα του ανεπτυγμένου κόσμου, με κάθε τρόπο, είναι τα ση­­μα­ντικότερα χαρα­κτη­ριστικά που διαφοροποιούν ποιοτικά την τελευ­τα­ία αυτή φάση της μετανάστευσης από προηγούμενες. Η π­ο­ι­­κι­λο­μο­ρ­φία α­υ­­τών των χαρα­κτη­ρι­στ­ι­κών θέτει νέα ζητή­μα­τα στη μετανα­στε­υ­τική δια­­δ­ι­κα­σία και μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τα οικονομικά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της μετανάστευσης στα αντίστοιχα κοινωνικά και πολι­τι­στι­κά. Με αυτόν τον τρόπο, ζητήματα ασφάλειας και εθνικής ταυτότητας, ε­θν­ικής ή πολιτιστικής ομοιογένειας και ετερο­γέ­νε­ιας, κοινωνικής συ­νο­χή­ς ή συγκρο­ύ­σεων, πλουραλισμού και δια­φορε­τι­κό­τητας, ρα­τσι­σμού και ξενοφο­βίας, ανεκτικότητας και παραβατι­κό­τη­τας, κοινωνικού απο­κλει­σμού ή ει­ρη­νικής συνύπαρξης ανα­δει­κν­ύ­ο­νται σε μείζονα ζη­τή­μα­τα και α­πα­σχο­λού­ν την τρέχουσα πολιτική και κοι­νω­νι­κή συζή­τη­ση. Έτσι η μετα­­ν­ά­στευση εμφανίζεται πλέον ως ένα πο­λυ­­διάστατο και πο­λύ­πλ­οκο φαι­νό­μενο, συ­νι­στ­ώντας μία α­πό τις με­γα­λύ­τε­ρες πρ­ο­κλ­­ήσεις του αιώνα που δι­ανύουμε. Τα τραγικά γεγονότα των τε­λευ­ταίων ετών, όπως ο θά­να­τος ε­­κα­τοντάδων μεταναστών και προ­σ­φύ­γων στα νε­ρά της Μεσο­γε­ίου, και του Αιγαίου ειδικότερα, που προσπαθούν να περάσουν πα­ρά­νο­­μα στην Ευ­ρώπη, επι­­βε­βαι­ώνουν με τον χειρότερο τρόπο τη διαπί­στω­ση αυ­τή και ανα­δει­κν­ύουν το μ­ετα­να­στευτικό ζήτημα σε όλες του τις δια­στ­ά­­σεις.

Γι’ αυτό και η διάκριση ανάμεσα σε μετανάστες και πρόσφυγες γίνεται ό­λο και πιο «θαμπή» τα τελευταία χρόνια. Στις βα­σι­κές αι­τίες της μετανάστευσης, όπως η φτώχεια και η πείνα, τα περι­βαλ­λο­ντικά προ­βλή­ματα και η ανασφάλεια που δημιουργεί ένας πιο παρα­δο­σι­ακός τρόπος ζωής, αφού εξαρτάται από τη φύση, προστίθενται η τρο­μο­κρατική βία, οι πολιτικές δι­ώ­­ξεις, ο πόλεμος (εμφύ­λι­ος ή διεθνής). Στην αρχή η μεταναστευτική έξοδος προέρχεται γενικώς από την Α­σία, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική, σιγά – σιγά συγκεκριμενοποιείται στο Σουδάν, στην Ερυ­θρα­ί­α, στη Νιγηρία, το Μεξικό, το Πακιστάν, μετά εί­ναι η Συρία, η Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν, αύριο θα είναι κάποια άλλη περιοχή του κόσμου. Οι μετανάστες έ­χο­υν ό­νο­μα, οικογένεια, πα­τρίδα, ιστο­­ρία, όπως μας υπενθυμίζει η ποί­η­ση του Ζαφείρη. Διη­γού­νται τις ιστο­­ρίες τους, μα­ρτυ­ρούν τις περιπέτειές το­υς: «Η έρημος του Σουδάν ήταν πιο τρο­μα­κτι­κή από το ναυάγιο» (Ντα­βίντ), «Συγγενείς και φίλοι πού­­λησαν τα πάντα για αυτό το ταξίδι» (Σά­ντα), «Επί πέντε ώρες επι­πλέ­α­με πιασμένοι από νε­κρά σώματα» (Τζε­ρ­μά­νι), είναι κάποιες από τις μαρτυρίες μεταναστών που πέρασαν τη Με­σό­γειο θάλασσα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευ­σης, το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού –σχεδόν 200 εκατο­μ­μύ­ρια άν­θρωποι- ήταν μετανάστες, το 2010. Ο αριθμός αυτός αναμένεται να φθάσει φέτος στον αριθμό των 250 εκατομμυρίων παγκο­σμί­ως, κυρίως λό­γω της μα­ζικής μετακίνησης προσφύγων προς την Ευρώπη, σύμφωνα με τις εκ­τι­­μή­σεις της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι δια­­­­βι­ούν 56 εκα­τομ­μύ­ρια με­­τα­νά­στες προερχόμενοι από ποικιλία χω­ρών και πολι­τι­σμι­κών πα­ρα­δόσεων.(7) Σε μερικές χώρες –με­τα­ξύ αυ­τών και η Ελ­λά­δα- το πο­σοστό των μετα­να­στών αγγίζει το 10% του πλη­­θυ­σ­μού.(8) Ο α­ρι­θμός των προσφύ­γων για το 2014 είχε φθάσει το ρεκόρ των 59,5 ε­κα­το­μ­­μυρίων από 51,2 εκα­το­μμύρια το 2013 και 37,5 εκατομμύρια πριν από μία δεκαετία. Περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι εισήλθαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, του 2015.(9) Ο Διεθνής Ορ­γα­νι­σμός Μετανάστευσης υπο­λο­γί­ζει ότι 3000 άνθρω­ποι περίπου έχουν χά­σει τη ζωή τους στη θάλασσα ή αγ­νοούνται ακόμη. Συ­­νολικά, τουλά­χι­στον 40.000 μετανάστες έχουν χά­σει τη ζωή τους πα­γκο­σμίως από το 2000 προσπαθώντας να φθάσουν στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στην Αυ­στρα­λία και αλλού, σε αναζήτηση κα­λύ­τερης ζωής. Οι α­λη­­θινοί αρι­θμοί, όμως, θεωρείται ότι είναι πολύ πιο υψηλοί, διότι οι θά­να­τοι σε απομο­νω­μένες περιοχές δεν καταγράφονται.(10)

Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Ζαφείρης Νικήτας στο ομώνυμο ποίημα, «Τα νερά του μετανάστη», «Όταν η μια πλευρά ανοίγει τα σύνορα η άλλη, όχι σπάνια, τα κρατά κλειστά. Όμως η Φάτου δεν πτοείται – στο δρόμο της επιστροφής εφοδιάζεται με καθαρό νερό».

Νίκη Παπαγεωργίου

Σημειώσεις

  1. Βλ. A. Johnson, The Blackwell Dictionary of Sociology, Blackwell, Oxford, 22000, σ. 194.
  2. Βλ. ενδεικτικά τον «πρόλογο» του R. K. Brown, στο Ι. Ψημμένος, Με­τα­νά­στευ­ση από τα Βαλ­κά­νια: κοι­νωνικός α­πο­­κλει­σ­μός στην Αθήνα, Παπαζήσης, Αθήνα ²2004, σσ. 19-32, D. Held et al., Glo­bal Tran­­s­for­ma­­tions, Politics, Economics and Culture, Blackwell, Oxford 1999, S. Spencer (ed.), The Po­litics of Mi­gra­tion. Ma­na­ging O­p­p­o­r­t­u­ni­ty, Conflict and Change, Blackwell, Oxford 2003­.
  3. Hannah Arendt (κ. α.), Εμείς οι πρόσφυγες. Τρία κείμενα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2015, σ. 37-38.
  4. Hannah Arendt (κ. α.), Εμείς οι πρόσφυγες, ό.π., 2015, σ. 46.
  5. Βλ. ενδεικτικά, S. Castles & J. M. Mi­ller, The Age of Migration: Inte­rn­ational Population Mov­e­me­­nts in the Mo­dern W­o­r­ld, Ma­cmi­llan, London ²1993, R. Ki­ng (ed.), The New Ge­o­gr­aphy of Eu­ropean Mi­gra­tion, Be­lhaven Press, London, 1993, R. King, G. La­za­­ridis and Ch. Tsa­r­da­ni­dis (eds), Eldorado or Fortress? Mi­gration in Southern Eu­ro­pe, Macmillan, London 2000, Λ. Μ. Μουσούρου, Με­τα­νάστευση και μετα­να­στε­υτι­κή πο­λι­τική στην Ελ­λά­­δα και την Ευρώπη, Gutenberg, Αθήνα 2003, σ. 25 κ.εξ.
  6. Βλ. ενδεικτικά, A. Zolberg, “Matters of state: theorizing immigration po­licy”, in C. Hirschman, P. Ka­sinitz and J. DeWind (eds), Handbook of International Migration: The American Ex­pe­rie­n­ce, Russel Sage Fo­­undation, Νew York 1999, pp.71-93, S. Castles, “The factors that make and un­ma­­ke migration policies”, International Migration Review 38/3 (2004) 852-885, Al. Portes & J. DeWind (eds), Rethinking Migration. New Theoretical and Empirical Perspectives, Berghahn Books, New York – Oxford 2007.
  7. Βλ. Stephen Castles, “Twenty-First-Century Migration as a Challenge to Sociology”, Journal of Ethnic and Migration Studies, 33/3 (2007) 351-371.
  8. Βλ. τους δικτυακούς τόπους http://www.imepo.gr και http:// www­.mi­gra­n­ts­i­ngreece.org και http://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Migration_and_migrant_population_statistics/el (Πρόσβαση 5/2/2016)
  9. Τάνια Μποζανίνου, «60.000.000 ξεριζωμένοι αναζητούν πατρίδα», Το Βήμα, 21 Ιουνίου 2015, σελ. Α20-Α21. Βλ. επίσης http://www.huffingtonpost.gr/2015/12/25/metanasteutiko-ellada-_n_8875108.html (Πρόσβαση 5/2/2016)
  10. Βλ.http://www.ethnos.gr/diethni/arthro/perissoteroi_apo_3_100_anthropoi_skotothikan_h_agnoountai-64270830/ (Πρόσβαση 5/2/2016)