Top menu

8 προτάσεις για αναγνώσεις τον Απρίλιο

1 - auster-marinos

Το παλάτι του φεγγαριού, μυθιστόρημα, Πολ Όστερ, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδόσεις Μεταίχμιο 2016

Ποιος μπορεί να ψέξει τον Πολ Οστερ για σιγασμένη φαντασία; Ας ξεκινάει ένα μυθιστόρημα από το οικείο Μανχάταν. Ας περιδιαβάζουν οι ήρωες του τους γνωστούς δρόμους και παράδρομους της Νέας Υόρκης – έχει τον τρόπο να μεταφέρει τη δράση στα βάθη της Δύσης, στην άκρη του Ειρηνικού – ακόμη και στο φεγγάρι. Με τέτοιο τρόπο μάλιστα που καθίσταται αυτή η μετοίκηση φυσιολογική και λογικοφανής.

Το «Παλάτι του Φεγγαριού» είναι ένα τυπικό μυθιστόρημα «Οστερικής» πρακτικής. Παραθέτει και αναπτύσσει όλες τις «προβληματικές» του συγγραφέα που υπάρχουν σχεδόν σε κάθε βιβλίο του, μόνο που προσθέτει και την αέναη κίνηση, το ταξίδι και την μετάβαση με έναν τρόπο άλλοτε σπαραχτικής δριμύτητας, έτσι που το τραγούδι του ταξιδιώτη να ακούγεται σαν κρημνώδης ωδή κι άλλοτε με τον ρομαντισμό του πιονιέρου που ψάλλει το φλεγματικό του άσμα στα έρημα όρη και πεδιάδες της χώρας.

Ήρωας είναι ο Μάρκο Φογκ. Σαν να λέμε όταν ο Μάρκο Πόλο συνάντησε τον Φιλέα Φογκ. Ευθύς εξαρχής ο ήρωας δηλώνει την καταγωγική του σχέση με τον πλάνητα βίο. Κι όντως, έτσι συμβαίνει. Μόνος, κατάμονος, ο Μάρκο δεν έχει ρίζες και μέλλον. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ, η μητέρα του σκοτώθηκε νωρίς σε ατύχημα και ο μοναδικός θείος που του απέμεινε, έφυγε για περιοδεία με το μουσικό συγκρότημα στο οποίο μετείχε. Λίγα χρόνια μετά πεθαίνει κι αυτός και πλέον ο Μάρκο βρίσκεται σαν την καλαμιά στον κάμπο των ΗΠΑ. Η μοναδική περιουσία που διαθέτει είναι το νεανικό του σφρίγος και τα χιλιάδες βιβλία που του άφησε ο θείος του. Ακόμη κι αυτά, όμως, κάποια στιγμή θα σωθούν. Βρισκόμενος στη Ν. Υόρκη, ο Μάρκο θα αντιμετωπίσει το απόλυτο κενό. Γρήγορα τα ελάχιστα χρήματα που έχει θα τελειώσουν, θα αναγκαστεί να «σκοτώσει» όλα τα βιβλία του και φτάνοντας σε αδιέξοδο θα καταλήξει να κοιμάται στο Σέντραλ Παρκ. Από το πλήρες τέλμα τον σώζει ένα κορίτσι, η Κίτι Γου, που τον ερωτεύεται, αλλά ολοένα την χάνει και τη βρίσκει για να την χάσει εκ νέου και ένας συμφοιτητής του από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Στο ενδιάμεσο βρίσκει μια άκρως παράξενη εργασία: γίνεται κάτι σαν αναγνώστης βιβλίων ενός παράλυτου άνδρα, του Τόμας Έφινγκ. Μιας μυστηριώδους φιγούρας που κουβαλάει μια εξαίσια συλλογή «σκούρων» συναισθημάτων, αυταρχικότητας και γεροντικής ιδιοτροπίας. Ο Μάρκο αποδέχεται τη δουλειά, αν και τον ξεβολεύει στην αρχή, ωστόσο στη συνέχεια θα αποτελέσει τον βασικό κρίκο στο σχέδιο του Έφινγκ να συγγράψει τη νεκρολογία του, καθώς γνωρίζει πότε ακριβώς θα πεθάνει – ο ίδιος, έτσι και αλλιώς, δεν μπορεί να την γράψει διότι είναι τυφλός. Ή, τουλάχιστον, έτσι υποθέτουμε. Από εκείνο το σημείο αρχίζει ένα άλλο ταξίδι μέσα στο ταξίδι του Μάρκο. Μια τεχνική που ο Όστερ χρησιμοποιεί συχνά: να ενθέτει δηλαδή τη μια ιστορία μέσα σε μια άλλη (intertextuality). O Έφινγκ αρχίζει να του διηγείται τη δική του ιστορία που είναι ανάλογη ενός τυχοδιώκτη που χρειάστηκε να απαρνηθεί τη ζωή του, το όνομά του, να φτάσει να ζει ωσάν ερημίτης σε μια σπηλιά στην ενδοχώρα των Η.Π.Α., να ζωγραφίζει ακατάπαυστα και τελικά να σκοτώσει μια συμμορία ληστών και να πάρει τη λεία τους. Η τύχη, όμως, του επιφύλασσε κακό παιχνίδι κι έτσι έμεινε παράλυτος. Ο Έφινγκ το μόνο που ζητάει τώρα, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, είναι να μοιράσει τα χρήματά του σε αγνώστους και να βρει ο Μάρκο το γιο του Έφινγκ και να του εξηγήσει τα πάντα για τον χαμένο πατέρα του. Τι ομοιότητα: ο Μάρκο αναζητεί τον πατέρα του και ο Έφινγκ τον γιο του. Η απώλεια είναι άλλωστε ένα κλασικό μοτίβο στον Όστερ.

Το ταξίδι, όμως, όχι μόνο δεν τελειώνει εδώ, αλλά έχει και κάμποσα άλλα επεισόδια και άπειρες συντεταγμένες. Ο Έφινγκ πεθαίνει, ο Μάρκο ακολουθεί την επιταγή του θανόντος και βρίσκει τον γιο του. Πρόκειται για τον Τζούλιαν Μπάρμπερ, έναν αποτυχημένο καθηγητή Πανεπιστημίου, υπέρβαρο, παρατημένο από τη ζωή - ένα ράκος πολλών κιλών. Ο Μπάρμπερ ήταν για χρόνια σε αναζήτηση της ζωής του, του πατέρα του, της νεαρής φοιτήτριας που ερωτεύτηκε και έχασε. Γράφει ένα επίσης αποτυχημένο μυθιστόρημα που περιλαμβάνει μια ακόμη περιπλάνηση σε χρόνο και τόπο, κάτι σαν ομοίωμα της δική του ζωής. Ο Όστερ «μεταφέρει» κομμάτια αυτού του μυθιστορήματος και είναι περιττό να σημειωθεί ότι κάνει σλάλομ με τις λέξεις σαν να ήταν λατινοαμερικάνος μύστης του μαγικού ρεαλισμού. Φυσικά, δεν έχουν ανοίξει ακόμη όλες οι πόρτες, καθώς θα αποδειχθεί ότι ο Μπάρμπερ δεν είναι τίποτα άλλο από πατέρας του Μάρκο και ότι το κορίτσι που έχασε ήταν η μητέρα του. Κεραυνός εν μέσω καταχνιάς. Μόνο που ούτε και ο Μπάρμπερ θα έχει πολλή ζωή. Χάνεται κι αυτός, όπως χάνεται και η Κίτι Γου που μπορεί να μην πεθαίνει, αλλά μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη θα την απομακρύνει ολοκληρωτικά από τον Μάρκο. Τι άλλο μένει στον Μάρκο; Η συνέχεια της περιπλάνησης. Ακόμη και στο φεγγάρι. Να ένα ακόμη στοιχείο που δηλώνεται εξαρχής με τη διττότητά του από τον Όστερ: το φεγγάρι ως σύμβολο, ως όνομα ενός κινέζικου εστιατορίου, ως μέρος του κύκλου της ανθρώπινης εμπειρίας, ως κάτι άφθαστο και ρομαντικά υπερκείμενο.

Το «Παλάτι του Φεγγαριού» είναι οργιώδες και μυστικιστικό. Διαθέτει όλα τα στοιχεία της διαπεραστικής έντασης και της ποιότητας που μόνο ένας παιγνιώδης παραμυθάς μπορεί να γράψει. Κάποιος σαν τον Πολ Όστερ. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στην Σταυρούλα Αργυροπούλου.

Διονύσης Μαρίνος

*

2 - grammatikopoulos-papadopoulos

Νεκρό φιλί ποίηση, Κώστας Γραμματικόπουλος, εκδόσεις Vakxikon.gr 2015

Πριν από λίγο καιρό είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο του Κώστα Γραμματικόπουλου: «Νεκρό φιλί» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Vakxikon.gr. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή με πρωτότυπο στυλ και με όμορφα δοσμένες εικόνες κοινωνικού προβληματισμού.

Με μια πρώτη ματιά, το κύριο στοιχείο, που μπορούμε να παρατηρήσουμε στην συγκεκριμένη ποιητική συλλογή είναι η απαισιόδοξη περιγραφή μιας ζοφερής πραγματικότητας. Στο ποίημα «Περιμένοντας τους ευγενείς», μια κοινωνία βαρβάρων, σφάζει τους ελάχιστους εναπομείναντες ευγενείς. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι ευγενείς δεν είναι τίτλος ευγένειας, αλλά πρόκειται για φτωχούς ανθρώπους, που το ανεκτίμητο δώρο, που φέρουν δεν είναι άλλο από τη σοφία τους. Στο ποίημα «Τείχη» ο ποιητής ασυνείδητα κλείνεται έξω από τον εαυτό του. Και στα δύο ποιήματα είναι φανερή η επιρροή του Καβάφη, όπου ο ποιητής, δίχως να τον αντιγράφει, εμπνέεται από αυτόν τον σπουδαίο ποιητή και μας δίνει την δικιά του εκδοχή. Στο ποίημα «Παρακμή» καθώς και στο ποίημα «Επιμηθείς» η ζοφερή πραγματικότητα δίνεται με ακόμα πιο μελανές εικόνες.

Θα ‘λεγε κανείς, διαβάζοντας τα παραπάνω ότι δεν υπάρχει μια ελπίδα; Ένα ίχνος αισιοδοξίας; Ο Κώστας Γραμματικόπουλος απαντάει κυρίως με δύο ποιήματα: Το ποίημα «Γαβριάς», που αποτίει φόρο τιμής στον «Μικρό Γαβριά» το χαμίνι του Παρισιού, που τόσο γλαφυρά μας περιέγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ και που στηρίζει ένα μικρό παιδί, που τολμάει να τα βάλει με τις σφαίρες των στρατιωτών και των εθνοφρουρών και το ποίημα: «Ελπίδα», όπου για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σχέση αισιοδοξίας-απαισιοδοξίας στο έργο του ποιητή, το παραθέτουμε ολόκληρο: «Κλείνω την ελπίδα μέσα μου, / σαν σκουριασμένο σίδερο, σαν αδηφάγο τέρας. / Την ανακαλώ στους εφιάλτες μου, / την αποπαίρνω σαν εχθρό μου, / την φτύνω κατάμουτρα / και την ελευθερώνω!»

Τα περισσότερα ποιήματα της ποιητικής συλλογής του Κώστα Γραμματικόπουλου «Νεκρό φιλί» είναι σε ελεύθερο στίχο. Σε ορισμένα ο ποιητής χρησιμοποιεί παραδοσιακά μέτρα, όπου το μέτρημα του στίχου είναι αυστηρό και προσεγμένο, χρησιμοποιώντας μια χαλαρή ομοιοκαταληξία και ίσως κάποια από αυτά να μπορούσαν να μελοποιηθούν.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να κάνουμε σε ένα πολύ έξυπνο ποίημα, που επίσης παραθέτουμε, καθώς φρονούμε ότι περιέχει ρηξικέλευθο μήνυμα: «-Πιστεύεις στο θεό; τον ρώτησαν / γέροι ρασοφόροι και άκληρες πόρνες. / Ναι, απάντησε με σθένος. / Μόνο αν πιστέψει κι αυτός σε μένα.»

Κλείνοντας αυτή τη μικρή κριτική προσέγγιση στην ποιητική συλλογή του Κώστα Γραμματικόπουλου «Νεκρό φιλί», θα θέλαμε να παραθέσουμε τα λόγια του ίδιου του ποιητή, που χρησιμοποιεί ως μότο της ποιητικής του συλλογής: «Μέσα μου βαθιά πιστεύω ότι η ποίηση είναι μια εξ’ ορισμού πολιτική πράξη. Μια αντίσταση απέναντι στην αδικία και την ασχήμια αυτού του κόσμου.» Περιμένουμε, λοιπόν, απ’ τον ποιητή καινούργιες αντιστάσεις.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

3 - tsalapatis-papadopoulos

Άλμπα, ποίηση, Θωμάς Τσαλαπάτης, εκδόσεις Εκάτη 2015

Πριν από λίγο καιρό είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο του Θωμά Τσαλαπάτη: «Άλμπα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη». Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ποιητική συλλογή, που περιλαμβάνει ορισμένα άτιτλα αυτοτελή ποιήματα. Θα μπορούσε, όμως και να χαρακτηριστεί ποιητική σύνθεση, ένα μεγάλο ποίημα χωρισμένο σε άτιτλες αυτοτελείς ενότητες. Και ίσως να πρέπει να το δούμε σαν ποιητική σύνθεση για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για το έργο.

Το εύλογο ερώτημα, που δημιουργείται μόλις ανοίξουμε το συγκεκριμένο βιβλίο είναι: Ποια είναι η Άλμπα; Ο ποιητής μας δίνει δύο εκδοχές. Α) Η Άλμπα είναι μια πόλη. Μια πόλη αλληγορική. Κάθε γειτονιά της Άλμπα έχει να μας διηγηθεί μια ιστορία. Μια ιστορία παράξενη. Το παράδοξο και το παράλογο χρησιμοποιούνται έξυπνα από τον Θωμά Τσαλαπάτη ωθώντας μας προς έναν εποικοδομητικό προβληματισμό. Είναι λογικές οι πόλεις και οι γειτονιές που ζούμε; Μήπως έχουμε συνηθίσει στον παραλογισμό κι έχουμε εφησυχάσει, πιστεύοντας για λογικό ό,τι μας παρουσιάζουν ως τέτοιο; Β) Η Άλμπα είναι μια κοπέλα. Μια κοπέλα όμορφη, άπιαστη σαν όνειρο. Μια κοπέλα, που ενσαρκώνει όλες τις μούσες και τις οπτασίες των ποιητών. Η κοπέλα έχει δώσει το όνομά της στην πόλη. Ή μήπως η κοπέλα έχει πάρει το όνομά της απ’ την πόλη; Η αναφορά, που κάνει ο ποιητής στην Άλμπα: «Η κοπέλα αυτή» δεν είναι υποτιμητική, αλλά δίνει στην Άλμπα μια απόμακρη χροιά σαν κάτι το απρόσιτο.

Όπως, αναφέραμε και πιο πάνω στις γειτονιές της Άλμπα παρατηρούνται περίεργα φαινόμενα. Βρέχει μέσα στα σπίτια κι έξω έχει ξηρασία. Ο Θωμάς Τσαλαπάτης συμβουλεύει: «Κράτα όσο μπορείς σιωπηλό το λαθραίο σύννεφο που κρύβεις στις τσέπες σου». Ποιο είναι το λαθραίο σύννεφο; Είναι το σύννεφο, που όταν γίνει βροχή θα φέρει τα πάνω κάτω. Είναι η ξαφνική αλλαγή. Είναι η ανατροπή.

Στις γειτονιές της Άλμπα θα βρούμε γυναίκες με καλυμμένα πρόσωπα με μόνο δυο σχισμές για τα μάτια, όχι γιατί τους το έχει επιβάλλει κάποια θρησκεία, αλλά για να αντικρύσουμε στα μάτια τους, τον εαυτό μας.

Στις γειτονιές της Άλμπα θα αφουγκραστούμε τη μουσική, που κάνει το θρόισμα των φύλλων και θα συμπεράνουμε ότι: «Είναι τα δέντρα που ριζώνουνε τις ανάσες μας / Γι’ αυτό και τα φύλλα κουβαλούν τους αναστεναγμούς μας».

Στην ποιητική σύνθεση του Θωμά Τσαλαπάτη «Άλμπα», θα βρούμε και ορισμένους στίχους υπαρξιακής αγωνίας. Ο ποιητής απευθύνεται στον άνθρωπο, που ψάχνει να βρει στο ρολόι εξηγήσεις για το χρόνο και το φθαρτό των αντικειμένων και των ανθρώπων: «Τίποτα δεν γνωρίζουν να σου πουν τα ρολόγια σχετικά με τον χρόνο. Εκτός φυσικά απ’ τον ίδιο το χρόνο».

Κάπου εδώ τελειώνει η περιήγησή μας στις γειτονιές της Άλμπα, που τόσο όμορφα μας περιέγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης. Ελπίζουμε να τον συναντήσουμε πάλι σε καινούργιες γειτονιές της ποίησης.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

4 - maroutsou - marinos

Οι χυδαίες ορχιδέες, μυθιστόρημα, Έλενα Μαρούτσου, εκδόσεις Κίχλη 2015

Όπως γνωρίζουμε από το επίμετρο του μυθιστορήματος του Ντ. Χ. Λώρενς, «Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι», η εν λόγω κυρία τέλεσε τον γάμο της με τον Ολιβιέ Μέλλορς σε μια καλύβα στο δάσος με μάρτυρες τους φασιανούς, τα κλαδιά των δέντρων και τα λουλούδια. Και κάπως έτσι προχώρησαν μαζί και αγαπημένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους, αφήνοντας πίσω τους όλους τους άλλους. Και ο καρπός του έρωτά τους; Τι συνέβη με αυτόν; Ο συγγραφέας δεν μας πληροφορεί. Δεν μαθαίνουμε, φερ’ ειπείν, αν το παιδί του έρωτα βίωσε στοργή, απογοήτευση ή ντροπή. Τα ερωτήματα είναι σαν την κλασική ματριόσκα: ανοίγεις το μεγάλο κομμάτι και αίφνης βρίσκεσαι με ένα μικρότερο και εν συνεχεία με ένα ακόμη πιο μικρό. Τουτέστιν: όλες οι θηλυκές απόγονοι της Λαίδης Τσάτερλι τι απέγιναν; Ποια τύχη τους επιφύλαξε η ζωή τους;

Η Έλενα Μαρούτσου πιάνει το νήμα από το σημείο που τελειώνει αυτό το κλασικό μυθιστόρημα για να μιλήσει ουσιαστικά για τη γυναικεία φύση. Μέσα, έξω και ενδιαμέσως της σύμβασης του γάμου ή της σχέσης σε όλες τις μορφές (παραδοσιακή, λεσβιακή, φιλική, εχθρική, μητρική). Το εύρημα, δε, επεκτείνεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και σε άλλους συγγραφείς και σε άλλα έργα – εξίσου κλασικά. Έτσι, εμφανίζονται εμπρός μας διάφορες εκδοχές ή παράλληλες «αναγνώσεις» από τον Πόε, τον Κάφκα, τον Παπαδιαμάντη, τον Λάρκιν, τον Σαίξπηρ, τον Πόρτσια, τον Ουάιλντ, τον Καβάφη, την Βιρτζίνια Γουλφ για να φτάσουμε ακόμη και μέχρι τους Beatles. Το βιβλίο της Μαρούτσου είναι σαν μια κιβωτός αναγνώσεων. Τι πιο βιβλιοφιλικό από αυτό;

Όλοι οι προαναφερθέντες και φυσικά οι ιστορίες που προκύπτουν από αυτούς συνθέτουν ένα ιδιόμορφο παζλ. Έγραψε ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα η Μαρούτσου; Ή μήπως μια αλυσίδα διηγημάτων στα πρότυπα της Μάνρο και του Απντάικ; Μπορεί να πει κανείς ότι ισχύουν και τα δύο. Υπάρχουν ιστορίες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν στην αυτονομία τους και άλλες που χρειάζεται να έχουν αδιευκρίνιστα όρια και να ρέουν σε μια άλλη. Το γεγονός ότι η Μαρούτσου επιλέγει τα λειτουργήσει σπειροειδώς και να «μεταφέρει» αρκετά πρόσωπα, σχεδόν όλα, από ιστορία σε ιστορία, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως τελικά έχουμε να κάνουμε με έναν κεντρικό πυρήνα και διάφορα στοιχεία που τον περιβάλλουν στενά ή ενίοτε χαλαρά.

Η κεντρική θεματική αυτών των ιστοριών, από διαφορετική πάντα σκοπιά, είναι η θέση των γυναικών στην κοινωνία, αλλά και ο «διάλογος» που κάνουν οι ίδιες με τους εαυτούς τους. Πόσο δέσμιες είναι; Πόσο τις βαραίνει το παρελθόν που κληρονόμησαν; Τι δυνατότητες έχουν να αποκτήσουν την απαιτούμενη αυταξία τους;

Μιλάμε για γυναίκες που απλώνονται μέσα στο χρόνο: από τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα μέχρι τώρα, άρα βλέπουμε και όλες τις κοινωνικές μεταβολές και μεταπλάσεις των αντιδράσεών τους. Μόνο που δεν μιλάμε για… τυχαίες γυναίκες: ανθίστανται με τον τρόπο τους, έχουν ονειρική φύση, αντιστρατεύονται τις παραδεδεγμένες αξίες του κάλλους, έχουν σκυλιά που τα λένε «Σύλβια Πλαθ». Μα, πάνω από όλα φλέγονται από ερωτικές επιθυμίες – οι ορέξεις τους είναι ανεξάντλητες και αδιάτρητες.

Την πρώτη που γνωρίζουμε είναι η «εγγονή» της Λαίδης Τσάτερλι, την Λίλη, όπου έλκεται από ένα νιγηριανό κηπουρό (ω, της σύμπτωσης), για να περάσουμε στην ανέραστη και σκληρόπετση μητέρα της, Μέλανι. Από εκεί και πέρα, η βεντάλια των γυναικών ανοίγει, όπως και η εικόνα του βιβλίου: η νεαρή δισεγγονή της Λαίδης, η Φιόνα, που χορεύει γυμνή σε ένα φεστιβάλ στη Ρόδο, ενώ προσπαθεί να κατανοήσει τη σχέση της με τον άνδρα που θεωρεί πατέρα της, μόνο που εκείνος φλέγεται από πόθο γι’ αυτήν. Οι ανδρικές παρουσίες βρίσκονται πάντα σε δεύτερο πλάνο, όχι υποφωτισμένες, αλλά είναι σαν τα αναγκαία παραπληρώματα των γυναικείων φιγούρων. Θα έλεγε κανείς πως οι άνδρες και οι γυναίκες σε αυτό το βιβλίο μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν. Γυναίκες πεθαίνουν κατά τη γέννα, γυναίκες φεύγουν και αφήνουν τα παιδιά τους, ζευγάρια βρίσκονται στην άβολη θέση να διαχειριστούν τη σχέση τους μετά την έλευση ενός παιδιού ή στην προσπάθεια να κάνουν παιδί. Αντιθετικά συναισθήματα συνθέτουν τους χαρακτήρες – κυρίως του γυναικείους: έλξη και άπωση, ενοχή αλλά και ελευθεριότητα.

Το σίγουρο είναι ότι οι καταφυγές αυτών των γυναικών είναι η τέχνη και το σεξ, το οποίο ακόμη και όταν γίνει ωμό, και γίνεται αρκετές φορές, δεν χάνει την αθωότητά του και την αχλή του ρομαντικού υπαινιγμού. Ίσως διότι το βασικό τους αίτημα είναι κατανοήσουν τους εαυτούς τους, να βρουν την εσωτερική πυξίδα τους και όχι να κορώσουν απλώς τις βουλές του σώματος. Οι ιστορίες έχουν ένα ψυχαναλυτικό υπόβαθρο - γίνεται πολύ συχνή αναφορά σε όνειρα και εφιάλτες. Τρέφονται από αυτό και το τρέφουν. Άλλοτε με σωστές δόσεις και άλλοτε με ένα επιστημονικό κατάλοιπο. Το όλον, όμως, αποδεικνύεται εξόχως ενδιαφέρον λόγω του γεγονότος ότι οι «αναγνώσεις» είναι πολλαπλές και διά τούτο ελεύθερες. Η μυστική «πειθαρχία» των ιστοριών, γραμμένες με ένα ιδιαίτερο ύφος από τη Μαρούτσου, αφήνουν τελικά το νήμα στον αναγνώστη να πιάσει τις ηρωίδες αυτού του βιβλίου για να φτιάξει ένα δικό του στη συνέχεια. Το διακειμενικό παιχνίδι δεν τελειώνει ποτέ.

Διονύσης Μαρίνος

*

5 - ganelis - livaniou

Εκτός εαυτού, ποίηση, Γιώργος Γκανέλης, εκδόσεις Στοχαστής 2015

Μεγάλα λόγια σαν σπάσιμο γυαλιού ξεθύμαναν στις πλατείες

Αυτός είναι ο πρώτος στίχος του πρώτου ποιήματος της συλλογής Εκτός εαυτού, που αποτελείται από άλλα 50. Εκτενή στην πλειοψηφία τους, είναι η απόδειξη ότι ο Γιώργος Γκανέλης δεν φοβάται να αναπτύξει την σκέψη του, ούτε ανησυχεί ότι θα υποπέσει σε.. ατοπήματα που σε σύντομα κείμενα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί: έχει το θάρρος του λόγου.

Κάθε ένα από τα ποιήματα της συλλογής αυτής έχει ξεκάθαρη δομή και είναι στημένο σε ακριβή ισορροπία, είναι φανερό ότι ο δημιουργός έχει σαφή εικόνα του τι θέλει να επιτύχει: αυτό δεν είναι κάτι που βλέπουμε κάθε μέρα, για να χρησιμοποιήσω έναν ευφημισμό. Προσωπικά την ευχαριστήθηκα αυτή τη συλλογή κατά κύριο λόγο επειδή όσο και να κοίταξα, δεν βρήκα τεχνικά ψεγάδια. Μπορεί το περιεχόμενο να προσφέρεται για συζήτηση όπως άλλωστε και οποιοδήποτε άλλο, δομικά όμως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και ακριβή από τον πρώτο στίχο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μου άρεσαν όλα τα ποιήματα εξίσου αλλά ότι το διάβασμα κύλισε απρόσκοπτα και το μήνυμα του ποιητή πέρασε χωρίς τα εμπόδια της ασάφειας.

Πέραν αυτού, συμβαίνουν διάφορα παράδοξα και ασυνήθιστα πράγματα σ’αυτή τη συλλογή, με πρώτο το γεγονός ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη και ορισμένη θεματολογία. Ο Γκανέλης γράφει με αφορμές από τα γύρω του τεκταινόμενα χωρίς να κλείνεται σε καλούπια περιεχομένου, είναι ανοιχτός σε ερεθίσματα και αυτό τελικά καθρεφτίζεται στα κείμενα σε μια απρόσμενη μορφή ελευθερίας:

Μεσογειακό φως Ιουλίου
Εφαπτόμενο με αλμυρή σάρκα

Ένα δεύτερο στοιχείο που τραβάει την προσοχή είναι το ότι υπάρχουν ήρωες στην ποίησή του, πρωταγωνιστές, διάφορα πρόσωπα που περιδιαβαίνουν τα κείμενα. Αυτό που εννοώ είναι ότι ο ποιητής, δεν περιορίζεται στην ατομικότητα του εγώ του αλλά δίνει βήμα και συντάσσει περιγραφές άλλων ανθρώπων που για κάποιο λόγο θεωρεί σημαντικούς. Υπάρχει ο γελωτοποιός («Θεατρικοί ρόλοι», σελ. 11), ο στρατιώτης (σελ. 12), ο κηπουρός (σελ. 31), καθώς και διάφοροι άλλοι τύποι ανθρώπων που κυκλοφορούν ανάμεσα στους στίχους για να οικειοποιηθούν τις λέξεις που τους αφορούν, καταλήγοντας έτσι να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον σουρεαλιστικό και σχεδόν μαγικό, στα όρια του παραμυθιού.

Παραδόξως, σ’αυτή τη συλλογή υπάρχει το στοιχείο της αφήγησης με ό,τι αυτό συμπεριλαμβάνει: έτσι, έχουμε ενεργητικά ρήματα, παρατατικούς και αόριστους για να στηρίξουν το χρονικό πλαίσιο, επιρρήματα που οριοθετούν τα συμβαίνοντα, και τελικά την επιθυμία να διαβάσουμε παρακάτω για… να δούμε τι θα γίνει! Υπάρχει λοιπόν η φωνή που διηγείται μια ιστορία, κάποιες φορές ρεαλιστική και κάποιες άλλες καθόλου, που βάζει τους ήρωες στη σκηνή και τους δίνει ήχο και λέξεις, περιγράφει τις πράξεις και τις σκέψεις τους, τους αφήνει να διαγράψουν αυτόνομες πορείες και τους ακολουθεί με το βλέμμα. Στο ποίημα «Ο Άνθρωπος» έχουμε για παράδειγμα πέντε παρουσίες: κάθε μια κινείται σε ένα τρίστιχο που της είναι αφιερωμένο, και το ποίημα μοιάζει με ένα παράδοξο ξενοδοχείο φευγαλέων μορφών.

Τα πρόσωπα που έλεγα πριν, αυτοί δηλαδή που πρωταγωνιστούν σε ό,τι γράφεται στους στίχους, είναι χτισμένα αποκλειστικά σχεδόν πάνω σε αντιθέσεις. Κάθε είδους αντίθετα συναντιούνται για να δημιουργήσουν χαρακτήρες που βρίσκονται με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και με το άλλο στην φαντασία αλλά που τελικά καταφέρνουν να ισορροπήσουν, κάποιες φορές μάλιστα και να χορέψουν, χάρη στην ακρίβεια των λέξεων, των σκέψεων και των συγκινήσεων που αποτυπώνονται. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, ο ποιητής αλλάζει συνεχώς οπτική γωνία για να παρατηρεί καλύτερα αυτά που συμβαίνουν δεξιά κι αριστερά, εν αγνοία του σχεδόν, ή μήπως για να κρυφτεί από τους αναγνώστες, δύσκολο να συμπεράνει κανείς. Δημιουργεί όμως ένα μαγικό κόσμο για να χάνεται μέσα του, κάπως σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων (για παράδειγμα στην «Συνάντηση», σελ. 17), όπου ξαφνικά οι κανόνες που διέπουν τα όνειρα παίρνουν τα ηνία της πραγματικότητας και έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό και αβέβαιη έκβαση. Ποιήματα που μοιάζουν με παραμύθια λοιπόν, διαστρεβλωμένα όμως και ελαφρώς αγωνιώδη, σαν παραμύθια για μεγάλους, κάποιες φορές γεμάτα από απρόσμενους συνειρμούς και κάποιες άλλες αστεία, περιπαιχτικά:

Κάποιες φορές έξω απ’ το σπίτι
Με περιμένει μια γάτα
Με δυο κεφάλια και φτερά.
Στην αρχή νόμιζα πως απέδρασε
Από πίνακα ζωγραφικής
Ή ότι έπεσε απ’ τον ουρανό
Κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας.
Όμως δεν ήταν πραγματική γάτα
Αφού να φανταστείτε
Άρχισε να κυνηγάει τους κλέφτες
Και να γαυγίζει στ’ αυτοκίνητα
Ξέθαβε κόκαλα απ’ το χώμα
Και με κοιτούσε στα μάτια με συμπόνια
Όταν έβγαζα απ’ την τσέπη τα κλειδιά.
(…)

Στο Εκτός εαυτού είμαστε θεατές μιας παρέλασης ετερόκλητων πραγμάτων και ανθρώπων αρμονικά ζυγισμένης, ή ακόμα και μιας πραγματικότητας που στέκεται απέναντι από το παραμορφωτικό της είδωλο, με τις ψευδαισθήσεις, τις αυταπάτες και τα αγωνιώδη όνειρα που αυτό φέρνει μαζί του. Ανάμεσα στις άλλες ψευδαισθήσεις λοιπόν, τις λοξές πραγματικότητες άλλων ανθρώπων που μπαινοβγαίνουν στα ποιήματα σαν να είναι σπίτι τους, έχουμε και την ψευδαίσθηση του εγώ του ποιητή, που πότε αναμετριέται με τον εαυτό του και πότε παίρνει θέση ανάμεσα στους άλλους πρωταγωνιστές, περαστικός κι αυτός από αυτή ή από κάποια άλλη πραγματικότητα. Ατμόσφαιρες, παρουσίες και αντικείμενα, περιγράφονται αδιακρίτως σε διαδοχικές εικόνες και με όλες τις μεταξύ τους συνιστώσες, και το αποτέλεσμα είναι μια μαγεμένη πραγματικότητα ή ένα ρεαλιστικό όνειρο, ανάλογα με τι θέλει να δει κανείς.

Δύο από τα ποιήματα που μου άρεσαν ιδιαίτερα:

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο άνθρωπος με τις μπότες
Ήξερε να σκοτώνει τη χαρά:
Την ποδοπατούσε γελώντας.

Ο άνθρωπος με το καπέλο
Πάντα αγαπούσε τις σκιές:
Τις έκρυβε στη φόδρα του ήλιου.

Ο άνθρωπος με το παλτό
Τουρτούριζε μπροστά στο τζάκι:
Είχε ένα πάγο στην καρδιά του.

Ο άνθρωπος με το μακό
Ήταν πάντοτε των άκρων:
Έγραφε ποιήματα χωρίς χέρια.

Ο άνθρωπος με τα μαύρα
Περπατούσε στο δρόμο σφυρίζοντας:
Μάλλον πενθούσε χωρίς να το ξέρει.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

Ο γιατρός μου απαγόρευσε το τσιγάρο.
Μα εγώ έχω στην τσέπη μου έναν αναπτήρα
Κι ανάβω φωτιές στη μνήμη
Καπνίζω τις μυρωδιές του καλοκαιριού
Που αναδύονται από ηλιοκαμένα σώματα
Ανοίγω πακέτο με άβγαλτους έρωτες
Αφαιρώ προσεκτικά τη ζελατίνα
Και ρουφάω τον απαγορευμένο χυμό τους
Μετά στρίβω αντί για καπνό ένα χαμόγελο
Που μου αφήνει μια γλυκιά γεύση στα χείλη
Κάνω μια τζούρα απ’ την ανάσα της άνοιξης
Και πέφτω λιπόθυμος στην αγκαλιά της.

Ο γιατρός μου απαγόρευσε το αλκοόλ.
Μα εγώ έχω μαζί μου ένα ποτήρι
Και κερνάω πονοκέφαλο τη νύχτα
Πίνω τα ποτάμια και τις πηγές
Που αναβλύζουν από καθαρά χώματα
Ανοίγω μπουκάλι με μεθυσμένες Κυριακές
Συμπιέζω βιαστικά τα σύννεφα
Και λούζομαι το οινόπνευμά τους
Μετά ποτίζω τον εαυτό μου με χρώματα
Που λικνίζονται γυμνά στο βάθος της ψυχής
Κατεβάζω άσπρο πάτο το φεγγάρι
Και τρεκλίζω έξω απ’ το σπίτι μου χαράματα.

Ο γιατρός μου απαγόρευσε το θάνατο
Μα εγώ καπνίζω και πίνω στην υγειά του.

Κρις Λιβανίου

*

6 - stathopoulou - estia

Εις ελευθερίαν, διήγημα, Ελεωνόρα Σταθοπούλου, εκδόσεις Εστία 2015

Δεν υπάρχει ορμητικότερη λέξη από την ελευθερία. Είναι η δύναμη και η ορμή που κάνει τα κοπάδια να ανεβαίνουν σε μια μέρα από τα χειμαδιά στα κορφοβούνια. Είναι η μυρωδιά του καλοκαιριού που έρχεται, της άνοιξης που υπόσχεται, είναι η έλευσης του θέρους.

«Είς Ελευθερίαν», λοιπόν μας λέει η Ελεωνόρα Σταθοπούλου και μας προτρέπει να διαβάσουμε ένα κείμενο σε απλή και ιδιότυπη καθαρεύουσα. Δεν έχει σκοπό να μας εισάγει σε μια φορμαλιστική άσκηση ύφους, για την ακρίβεια δεν την ενδιαφέρει καθόλου το συγγραφικό ύφος. Αλλά μας διδάσκει πως να αισθανόμαστε λάθος. Η δύναμη του λόγου βίαια υποτάσσεται σε υποδείξεις δασκάλων υποχρεωμένων να τιμωρούν με χαμηλή βαθμολογία κάθε προσπάθεια έκφρασης και άμα παρ’ όλα αυτά η έκφραση πετύχει την διαγράφουν εξαιτίας της ορθογραφίας.

Η γλώσσα που επέλεξε να γράψει τα κείμενά της είναι τέτοια που στερεί από κάθε βίωμα το βάθος του και από κάθε περιγραφή την αισθαντικότητά της. Και σε αυτό το σημείο συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. Ενώ ο αναγνώστης αναρωτιέται που το πάει η συγγραφέας ξαφνικά δακρύζει και συγκινείται. Η γλώσσα περιορισμένη μέσα σε ένα ξύλινο φόρεμα προσπαθεί να υποδείξει άκαμπτα την οδό των πρεπούμενων αισθημάτων. Μα η ιστορία την ξεστρατίζει, την διαποτίζει με δράματα που ξεπερνούν την ευπρέπεια και παρά της προσπάθεια της συγγραφέως ο αναγνώστης κλαίει και το μήνυμα μεταδίδεται μέσα από την γλώσσα.

Τα διηγήματα που αποτελούν την συλλογή είναι θέματα γνωστά και πολυμελετημένα. Είναι το πετσί της Ελληνικής πραγματικότητας. Η σειρά όμως που έχουν παρουσιαστεί στη συλλογή έχει μεγάλη αξία, τόση όσοι και οι συλλαβές ενός γιαπωνέζικου ποιήματος. Η τελική συγκινησιακή φόρτιση του βιβλίου είναι δυνατή παρά την πρωτοφανή προσπάθεια της Σταθοπούλου να καταργήσει το λογοτεχνικό ύφος.

Αλλά κανείς δεν τα βάζει με τη γλώσσα. Είναι η πιο κουτσομπόλα του κόσμου. Όσο κι αν προσπαθεί να κρατήσει το στόμα της κλειστό αποτυγχάνει και στο τέλος τα μαρτυράει όλα. Ο υπαινιγμός παραμονεύει πίσω από κάθε τελικό «ν» και κρυφοκοιτάζει χαιρέκακα στη σκιά κάθε λόγιας κατάληξης. Τα γλωσσικά σχήματα είναι σοφά διαλεγμένα από τον πολιτικό λόγο πέντε δεκαετιών και καταγράφουν έναν πρωτότυπο κατάλογο της ξύλινης γλώσσας. Κάθε σχήμα και ένα πολιτικό γεγονός.

Το βιβλίο «Εις ελευθερία» βροντοφωνάζει και μας θυμίζει ότι η γλώσσα έχεις την δική της ιστορία και ζει εξίσου έντονα περιπέτειες και πολέμους. Ας θυμηθούμε ότι όταν η πυθία είπε στους Αθηναίους ότι τα ξύλινα τείχη θα τους σώσουν κανένας από τους ερμηνευτές του χρησμού δεν σκέφτηκε την ξύλινη γλώσσα. Η έκφραση δεν είχε δημιουργηθεί τότε και ο παραλληλισμός της γλώσσας με κάτι ακίνητο και άκαμπτο τους ήταν αδιανόητος. Έτσι η δημοκρατία, παρ’ όλους τους λαϊκισμούς της, συνέχισε να καλλιεργεί την γλώσσα και την ποίηση. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Τέτη Θεοδώρου

*

7 - ksinogiannakopoulou - filoi

Περβάζι εβδόμου ορόφου, ποίηση, Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου, Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2015

«…μόλις κατόρθωνα, την τελευταία στιγμή, να κρατηθώ απ’ το περβάζι»
(Τάσος Λειβαδίτης, «Ο Άλλος», Ποιήματα 1958-1964, εκδ. Κέδρος, 1979)

Το περβάζι, το σημείο απ’ όπου με ασφάλεια ατενίζουμε τον κόσμο μέσα από το δωμάτιό μας μπορεί να λειτουργήσει και σαν σωστικό εργαλείο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Λειβαδίτης. Σαν άλλο αγκυροβόλιο, «μας προστατεύει απ’ το ίδιο μας το απέραντο» (Γιάννης Ρίτσος) ή από το απέραντο του κόσμου έξω. Είναι το σταθερό σημείο από το οποίο ξεκινούν η διάνοια, η οξύνοια και το συναίσθημά μας για να ερμηνεύσουν τον κόσμο εκτός και εντός, γι’ αυτό και επέχει θέση φυσικού ορίου μεταξύ τους.

Σκαλωμένη λοιπόν στον έβδομο όροφο, αρκετά ψηλά ώστε να παρατηρεί κάτω με ευχέρεια και αρκετά χαμηλά για να μην χάνεται στους ουρανούς, ακουμπισμένη στο μεταίχμιο που είναι το περβάζι, η Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου εμπνέεται τη συλλογή της με χαρακτηριστική ευαισθησία και με στοχαστική διάθεση που παράγει αποφθέγματα – αποστάγματα σοφίας. Σε ηχηρό προσωπικό ύφος (στο οποίο ωστόσο είναι ανιχνεύσιμοι ποιητές όπως ο Ελύτης, π.χ. «λίγη άνοιξη της πεταλούδας η ζωή/όμως άνοιξη», και η Δημουλά, π.χ. «η τρύπα του ζώντος μεγαλώνει») διερευνά την αίσθηση, τη διαίσθηση και την ψευδαίσθηση, αναζητεί την ουτοπία που φιλοξενεί στους κόλπους της παράλληλους κόσμους και ιχνηλατεί τη μνήμη, αλλά και την ελπίδα και το όνειρο. Στα ποιήματά της είναι ανάγλυφη η θλίψη, χωρίς όμως αυτή να αποκτά καθοριστικό ρόλο: απλώς τους προσδίδει έναν ιδιαίτερο τόνο που αφήνει το αποτύπωμά του στον αναγνώστη.

Δυνατή εργάτρια του λόγου, η Ξυνογιαννακοπούλου δουλεύει με πόνο και πάθος την εσωτερική δομή των ποιημάτων της, παράγοντας ρυθμό και ισορροπία – τα οποία εντείνονται από την εύστοχη επιλογή λέξεων, καθώς και τις επιτυχημένες παρηχήσεις και ηχητικές μιμήσεις της (π.χ «η ραστώνη γλυκά γαζώνει» ή «μέτρο άμετρο η αγάπη/χορδίζει την καρδιά να πάλλει/και το σύμπαν διαστέλλει/να χωρέσει κι άλλη»).

Ποίηση της καρδιάς, όπου «το αίμα φτύνει μολύβι», δημιουργεί στίχους που μας

«πλημμυρίζουν στο αίνιγμα
του ανθρώπου που ξέρει λίγα
φαντάζεται πολλά
κι ακόμη περισσότερα μπορεί
για το θαμμένο ψάχνοντας αστέρι».

Η αναζήτηση του βιβλίου στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο του Ιανού, φέρνει το αποτέλεσμα «Περβάζι εβδόμου ουρανού» δίπλα ακριβώς από το εξώφυλλο, όπου φυσικά είναι γραμμένος σωστά ο τίτλος. Πρόκειται ασφαλώς για αβλεψία - ή μήπως όχι;

Χριστίνα Λιναρδάκη

*

8 - intzempelis - nteka

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων στην Ήπειρο, μελέτη, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, εκδόσεις Historical Quest 2016

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Πρόκειται για ένα βιβλίο ιστορικού περιεχομένου που καλύπτει χρονικά την περίοδο που μεσουράνησε το πολιτικό αστέρι του Ελευθέριου Βενιζέλου, μια περίοδο για το μικρό ελληνικό κράτος που μετρούσε ούτε έναν αιώνα ζωής δημιουργική αφού πραγματοποιήθηκαν κάποια έργα υποδομών, νέα εδάφη προσαρτήθηκαν ενώ σε επίπεδο διπλωματίας η χώρα κέρδισε -προσωρινά τουλάχιστον- την εύνοια των μεγάλων δυνάμεων. Ειδικότερα την περίοδο από το 1910 μέχρι το 1920 χάρη στο πολιτικό άστρο του Βενιζέλου γεννήθηκε η Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Συνάμα όμως υπήρξε και μια περίοδος ταραχώδης όπου ο εθνικός διχασμός, η μικρασιατική καταστροφή και η πολιτική αστάθεια που ακολούθησε έριξαν βαριά τη σκιά τους πάνω από τη χώρα.

Ο τόπος και τα πρόσωπα του έργου του δεν αφορούν την Ελλάδα γενικά ή τους βενιζελικούς συλλήβδην. Ο τόπος είναι η Ήπειρος και πρωταγωνιστές της επιφανείς Αρτινοί που πολιτεύτηκαν με το κόμμα των Φιλελευθέρων και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα εξέλιξη της ηπειρώτικης πόλης. Το θέμα του βιβλίου με τέτοιους πρωταγωνιστές δε θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά μια γλαφυρώς ρεαλιστική απεικόνιση των πολιτικών ηθών της εποχής. Και φυσικά οι πρωταγωνιστές του βιβλίου αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια το προφίλ των πολιτικών της εποχής.

Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Σπυρίδων Σίμος. Γιαννιώτης δημοσιογράφος που πολιτεύτηκε στην περιοχή της Άρτας στην οποία και εξελέγη πολλές φορές βουλευτής. Ρομαντικός και οραματιστής, πίστεψε στο Βενιζέλο και την πρόθεσή του να εκσυγχρονίσει τη χώρα. Στο έργο του δε που φέρει τον τίτλο «Λόγοι και Έργα», ο Σίμος μιλάει για τη σύνδεση της σιδηροδρομικής γραμμής Αγρινίου-Άρτας καθώς και για την αμαξιτή οδό Άρτας-Τρικάλων. Διαβάζοντας τον σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι ο Σίμος θεωρεί δεδομένη την υλοποίηση αυτών των έργων. Πρόκειται στην ουσία για έναν Δον Κιχώτη που αντιτάχθηκε στο σάπιο κλίμα της εποχής και τους διαπλεκόμενους πολιτικούς συναδέλφους του τους οποίους πολλάκις κατήγγειλε για τις ανομίες τους. Παρόλες τις προσπάθειες, οι υποσχέσεις για έργα κοινής ωφέλειας που θα εκσυγχρόνιζαν την περιοχή ματαιώθηκαν καθώς κονδύλια ακυρώθηκαν μιας οι τοπικοί πολιτευτές έθεταν μονίμως εμπόδια αφού τα έργα υποδομής αντιτάσσονταν στα συμφέροντά τους. Προς το τέλος της ζωής του αποσύρθηκε από την πολιτική απογοητευμένος μιας και τα πολιτικά του οράματα εκτοπίζονταν από τις κοντόφθαλμες τακτικές διεφθαρμένων πολιτικών.

Επόμενος πρωταγωνιστής είναι ο Κωνσταντίνος Καραπάνος. Ευπατρίδης με καταγωγή από την Αιτωλοακαρνανία, γεννήθηκε στην Άρτα, επιτυχημένος επιχειρηματίας με δράση και στο εξωτερικό, διετέλεσε υπουργός σε βραχύβιες κυβερνήσεις ενώ σπουδαία υπήρξε και η προσφορά του στον πολιτισμό καθώς δώρισε σε μουσεία ευρήματα από ανασκαφές που πραγματοποίησε σε αρχαιολογικούς χώρους. Αξιοσημείωτη είναι και η προσφορά του στην προώθηση των ελληνικών συμφερόντων και συγκεκριμένα του αιτήματος για προσάρτηση της Ηπείρου στην Ελλάδα αξιοποιώντας τις γνωριμίες του την περίοδο που ζούσε στο Παρίσι.

Δυστυχώς όμως όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας ο Καραπάνος ήταν πάνω απ’ όλα ο δυνάστης της Άρτας. Τσιφλικάς σκληρός με πολλές κατηγορίες για διώξεις, φυλακίσεις και προπηλακισμούς εναντίον του. Διέθετε μάλιστα και ένα ολόκληρο δίκτυο που του εξασφάλιζε την παντοδυναμία του -επιστάτες, δημάρχους, νομάρχες, διάφορους τοπικούς παράγοντες- αλλά και δική του εφημερίδα, την Άρτα. Η πολιτική του νοοτροπία και δεσποτική συμπεριφορά του δε συνάδουν με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Δυστυχώς όμως ο Βενιζέλος στην προσπάθεια του να βρει πολιτικά ερείσματα στην περιοχή, στράφηκε στον ισχυρό αυτό άντρα που διαφέντευε την περιοχή.

Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν και οι αδερφοί Γαρουφαλλιά, τοπικοί πολιτευτές που συντάχθηκαν με το κόμμα του Ελ. Βενιζέλου.

Δίχως αμφιβολία πρόκειται για ένα βιβλίο δομημένο με σαφή διάρθρωση, με περιεχόμενο βασισμένο σε τεκμήρια όπως φωτογραφικά ντοκουμέντα, ομιλίες σε κοινοβουλευτικές ομάδες, επιστολές πολιτικών προσώπων, αποκόμματα εφημερίδων και με πρόθεση αποκάλυψης της τότε ιστορικής πολιτικής πραγματικότητας.

Αν επιχειρήσει κανείς μια γενική θεώρηση του έργου διαπιστώνει ότι πρόκειται για ένα σύγγραμμα λιτό και πυκνό σε νοήματα με ύφος αντίστοιχης απλότητας και δωρικότητας όπως άλλωστε ταιριάζει σε κάθε κείμενο που η πρόθεση του είναι η αποκάλυψη της ιστορικής πραγματικότητας και η εις βάθος σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών του. Οι επιστολές που υπάρχουν στο βιβλίο αλλά και οι συνομιλίες που διαμείβονται μεταξύ των πρωταγωνιστών είναι δηλωτικές του πολιτικού κλίματος της εποχής καθώς ρίχνουν άπλετο φως στη δομή και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος όπως αυτό είχε διαμορφωθεί άμα τη γεννήσει του νεοελληνικού κράτους.

Το βιβλίο αποτελείται από τρία ευδιάκριτα μέρη, πρόλογο, κύριο θέμα και επίλογο. Στον πρόλογο ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης εξιστορεί την αφορμή γέννησης του πρόσφατου πνευματικού του παιδιού, παρουσιάζει μια σύντομη βιογραφία του κύριου πρωταγωνιστή του Σπυρίδωνα Σίμου αλλά και των υπόλοιπων πολιτικών προσώπων που υπάρχουν στις σελίδες του έργου του, της οικογένειας Καραπάνου και των αδερφών Γαρουφαλλιά που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της Άρτας. Εν συνεχεία περιγράφει με μεστότητα και πρωτόγνωρη διαύγεια τη σχέση των προαναφερθέντων εμπλεκόμενων στην πολιτική ζωή ανδρών. Πολιτικός αμοραλισμός, ρουσφετολογία, εκβιασμοί και εξαγορές ψήφων, αναστολή της προόδου και ματαίωση των έργων κοινής ωφέλειας έναντι της ικανοποίησης ατομικών συμφερόντων είναι το σκηνικό που περιγράφει ο συγγραφέας, ένα σκηνικό που φυσικά δεν ξενίζει εμάς τους Νεοέλληνες.

Το δεύτερο μέρος του έργου του αποτελούν αποσπάσματα από το έργο του Σπυρίδωνα Σίμου «Λόγοι και Έργα», πρακτικά της Βουλής και επιστολές πολιτικών ανδρών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το σπάνιο φωτογραφικό υλικό όπου ο Βενιζέλος και οι πρωταγωνιστές του έργου απεικονίζονται σε δημόσιες εμφανίσεις. Στο κομμάτι αυτό παρουσιάζεται χωρίς καμιά παρεμβολή σχολίου από το συγγραφέα γυμνή η ωμή πραγματικότητα της πολιτικής σκηνής τότε.

Το τρίτο μέρος αποτελείται από έναν επίλογο ο οποίος σχετίζεται άμεσα με τον τίτλο του βιβλίου καθώς ο συγγραφέας εδώ αναφέρεται στον κορυφαίο Έλληνα πολιτικό που στιγμάτισε με τη δράση του τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας αλλά και στο κόμμα με το οποίο γίνεται μια πρώτη απόπειρα για την ίδρυση ενός κόμματος αρχών και όχι προσώπων. Η περιοχή της Ηπείρου στήριξε τον Βενιζέλο και το κόμμα του. Δυστυχώς όμως ο ίδιος στην προσπάθειά του να βρει πολιτικά ερείσματα στην περιοχή συνεργάστηκε με ανθρώπους που εξυπηρετούσαν ιδιοτελή συμφέροντα και όχι το κοινό καλό. Το αποτέλεσμα γνωστό και από την πολύ πρόσφατη νεοελληνική ιστορία. Οι Φιλελεύθεροι έγιναν κόμμα προσωποπαγές και όχι κόμμα αρχών.

Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του συγγράμματος είναι η επικαιρότητα, η μάλλον η ταύτιση με την επικαιρότητα. Μια αναδρομή στις τελευταίες δεκαετίες της ιστορίας μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε. Οι πολιτικοί του τόπου μας εξακολουθούν να εξαγοράζουν ψήφους, να δίνουν κούφιες υποσχέσεις, να καταχρώνται τα προνόμια του βουλευτικού τους τίτλου, να προτάσσουν το ατομικό συμφέρον πάνω από το γενικό καλό. Οι πολιτικοί του τόπου εξακολουθούν να στηρίζουν την πολιτική τους συνέχεια σε ένα δίκτυο διεφθαρμένων ακολούθων που κάνουν όλη τη βρώμικη δουλειά κρατώντας αλέκιαστο το πολιτικό τους προφίλ. Κι όπως στην περίπτωση του Σίμου που κατήγγειλε με αποδείξεις την ανομία και τη διαφθορά των πολιτικών του αντιπάλων δε δικαιώθηκε επιτυγχάνοντας την παραδειγματική τιμωρία των εχθρών και την απομάκρυνσή τους από τον πολικό βίο, έτσι και σήμερα πολιτικοί που διέπραξαν τρομερά «ανοσιουργήματα» όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν παραδειγματικά αλλά απεναντίας εξακολουθούν με θράσος να καπηλεύονται όνειρα πολιτών και εθνικές ιδέες και να πολιτεύονται διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της εποχής μας. Το σάπιο πολιτικό σύστημα της περιόδου του Βενιζέλου αλλά και των χρόνων που προηγήθηκαν επιβίωσε ωσάν άλλη Λερναία Ύδρα και καταβαράθρωσε τα όνειρα πολλών γενιών.

Κλείνοντας θα έλεγα να επισημάνω δύο πράγματα. Πρώτα ότι το βιβλίο αυτό είναι μια γέφυρα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν, είναι ένας διάφανος καθρέφτης που το παλιό αντανακλά το νεκρό από τη σηψαιμία του πρόσωπο και δεν αφήνει να αναγεννηθεί ένα καινούργιο και αυτό ίσως αποτελεί τη μαγεία του. Και δεύτερον θα ήθελα να συγχαρώ τον Ελπιδοφόρο που εκτός από συγγραφέας αποδεικνύεται και ιστοριοδίφης πράγμα αξιέπαινο που δείχνει ότι δεν αντιμετωπίζει τη συγγραφή ως ικανοποίηση του ναρκισσισμού του αλλά ως ενδότερη πνευματική, ψυχική και συναισθηματική ανάγκη που ίσως απαντήσει στα ερωτήματά του.

Παναγιώτα Ντέκα