Top menu

7 πεζογράφοι δημοσιεύουν στο Vakxikon.gr

Nυχτερινή Επίσκεψη


Το κουδούνι της εξωτερικής εισόδου άφησε ένα χαμηλόφωνο συνθηματικό «μπιπ» στη νεόχτιστη οικοδομή. Το ριγέ πουκάμισο έμοιαζε κολλημένο στο κορμί του καθώς ανέβαινε το τελευταίο σκαλοπάτι του πρώτου ορόφου. Σαν χθες αναγνώρισε το βλέμμα της στην αντανάκλαση του τζαμιού στο καφενεδάκι της πλατείας. Χρόνια ονειρευόταν τη φιγούρα της να απομακρύνεται πίσω από το γιαπί της χαμένης δεκαετίας. Αμήχανοι, μέσα σ’ ένα στροβιλισμό από κίτρινα, κόκκινα, καφέ φύλλα του Φθινοπώρου, αντάλλαξαν χειραψία. Με τη συνδρομή ενόχου μειδιάματος εκείνη άφησε τις πιέτες του φουστανιού της να σηκωθούν στο ελαφρύ αεράκι, ενώ μια ατίθαση τούφα έβρισκε τη θέση της πίσω από το αυτί της με τρεμάμενα δάχτυλα.

Έδωσαν ραντεβού στις 12 νυχτερινή.

Για ’κείνον άναψε το φαναράκι που της είχε αγοράσει παλιά από ένα ταξίδι του στην Πράγα δίπλα στα ισχνόφωτα κεριά της. Έστησε με μαεστρία τους τεχνητούς θόλους των ψευδαισθήσεων και περίμενε μέσα στη λεπτή νυχτικιά της την επίσκεψη.  Στο δόχι ξεπρόβαλε ακόμη πιο λεπτή η αέρινη φιγούρα της καθώς με φωνή τρυφερή του είπε «πέρασε μέσα».

Την πήρε αγκαλιά, όπως τότε.... Το στήθος της τόξευε ακόμη του πόθου του το στερέωμα. Στο αυλάκι του χαραγμένος ανεξίτηλα ο λυγμός της ματαιότητας. Στην εύθραυστη σιγή άκουσε ξανά τον ψιθυρισμό από το κλείσιμο των βλεφάρων της ως απόδειξη ενθάρρυνσης γι’ αυτό που του επέβαλε η στιγμή να κάνει. Παραδομένη ολικά στη γλυκύτητα της λιποθυμίας άφησε χαλαρό πάνω στα χέρια του το άψογο σώμα. Ζαλισμένοι αφέθηκαν στην έκσταση της ερωτικής αποκάλυψης......

Το ρολόι του τοίχου, ασάλευτα, μαθηματικά, όπως πάντα, μετρούσε τις στιγμές του χρόνου. Ανάλαφρος κοιτούσε στο σύφεγγο των χλωμών κεριών τις λεπτές ρυτίδες γύρω από τα αγαπημένα πολύ σε ’κείνον βλέφαρα. Ίσως έπρεπε ν’ αντισταθεί, ίσως έπρεπε να ενδώσει, ίσως και να μην είχε τίποτα για να δώσει..

Χρόνια πριν, έστηναν πρωταγωνιστές το δικό τους θέατρο παραλόγου, ντυμένοι το ρόλο του εαυτού τους, αυτός ένα ψέμα και ’κείνη ένα άλλο, όταν ακόμη φρέσκες οι μορφές υπέκυπταν στο ωραίο ανθρώπινο λάθος. Τώρα μόνοι τους, ήταν ο καθένας τους ηγεμόνας στης ουτοπίας του το βασίλειο. Εκείνος βυθισμένος στα αποφθέγματα του αδιάκοπου στοχασμού του, εκείνη στη μήτρα του βυθού της να ενσταλάζουν καρτερικά το σπέρμα τους οι χειμώνες..

Ήρθε το χάραμα. Σηκώθηκε. Κινήσεις άχαρες. Άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα ασήμαντα καθημερινά του βιώματα. Ένα πακέτο τσιγάρα, το κινητό, το στυλό που του ’πεσε από τη μέσα τσέπη του σακακιού.

- Ξέχασες κάτι; ψιθύρισε

- Ναι! Ξέχασα ότι πρέπει να φύγω.

Σήκωσε τα πέτα στο πανωφόρι και σταυρώνοντας τα μπράτσα μπροστά του έκρυψε το ρίγος της ψυχής του. Οι πλάκες απορροφούσαν τον κραδασμό από τις βαρειές του σόλες. Τάχυνε το βήμα. Οι χθεσινές περιπολίες στον ουρανό από πουλιά που άντεχαν στην τσιμενταρισμένη πόλη διατηρούσαν αμείωτη την απειλή της βροχής. Άδειασε η πλατεία από τα νοήματα... Πινελιές απλές πάνω στα χρώματα, κίτρινο, γκρίζο και καφετί. Και ένα αναμνήσεως κόκκινο, απ’ το φιλί....

(εμπνευσμένο από ανέκδοτη ομώνυμη ποιητική συλλογή φίλου και συνεργάτη)

Η Κατερίνα Αξούγκα έχει συμμετάσχει στη συλλογή διηγημάτων Γραφής Έργα (Ωριώνας, 2011). Ζει στη Λάρισα.

5 Μικροϊστορίες


Αισιοδοξία

Ξημέρωσε μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα. Ο ήλιος ζεστός, ο ουρανός απαστράπτων και τα χελιδόνια ξανάρχονται. Για άλλη μια φορά.
Άπλετος ο χρόνος ανοίγεται πίσω μας και μας χλευάζει

Αναχωρητής

Τον συνάντησε πρώτη φορά σ’ ένα μαγαζί με φωτοτυπικά μηχανήματα. Ζέστη αφόρητη, ένας γελοίος ανεμιστήρας στο ταβάνι να σε κάνει να βρίζεις κατασκευαστές και ανόητους σχεδιαστές και αυτός φορούσε ράσα…Δέρμα λευκό απαλό –το μάντευες ολοκάθαρα- μάτια καστανά, βαριά τα ματόκλαδα να κλειδώνουν τους πόθους και  φορούσε ράσα…
Αχ! Αναστέναξε. Είναι μάταιο. Δεν μπορώ να αντισταθώ. Θα ‘χουμε πάλι τα ίδια. Πάλι θα με καταραστούν. Πάλι θα μ’ αφορίσουν. Κι ούτε μια πέτρα σ’ αυτόν τον κωλότοπο, να ξεθυμάνει για λίγο η οργή τους.
Τις μάζεψε όλες ο Δήμος, μαζί με τους τελευταίους τρελούς.

Νύστα

Σάλες πορφυρές και κομψοτεχνήματα κλειδιά.
Έχω το κλειδί, αλλά δεν ξέρω ποια πόρτα ανοίγει. Κοπέλες με λευκά εφαρμοστά μισάνοιχτα χαμόγελα. Πουκάμισα διάφανα και σφιχτά κορμιά σε μαύρες φούστες. Ρωτώ. Δεν ξέρουν.

Πόρτες σκαλιστές και κόκκινες. Τα δωμάτια μικρά κατάλευκα υπόσχονται λιγοστό αλλά καλής ποιότητας ύπνο. Ύπνο για να ζεις και όχι για να φεύγεις.
Εγώ κοιμάμαι πολύ και ζω λίγο. Το κλειδί μου είναι άχρηστο. Κανείς δεν μπορεί να βρει την κλειδαριά.

Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς μιλάω πάντα για όνειρα. Ποτέ για τη ζωή.

Όναρ

Ο ήλιος μεσουρανούσε παραδόξως ολημερίς. Το ξενοδοχείο είχε πολλούς αλλά μικρούς χώρους. Διάδρομοι, σκάλες, φωταγωγοί. Ηλιόλουστο αλλά, κατά κάποιον τρόπο, στενόχωρο. Μόνο τα κρεβάτια μεγάλα. Πού και πού και τα τραπέζια.

Αυτός γεροδεμένος, με γκρίζα μαλλιά, ντυμένος στα μαύρα, με κοιτούσε επίμονα. Τα γυαλιά του κάπως θαμπά και ιδρωμένα φώτιζαν παράξενα το βλέμμα του. Χείλη καλογραμμένα, φιλήδονα. Τα ένιωθα πάνω μου κι ας έτρωγαν, έπιναν ή γελούσαν. Ο πόθος ύπουλος μού πάγωνε τα δάχτυλα. Θα μπορούσα να σκοτώσω για χάρη του.
Η γυναίκα σχεδόν όμορφη, παρόλα τα χρόνια της. Μαλακό δέρμα, απαλές γραμμές σ’ ένα αφράτο κορμί. Λευκότητα, χαμόγελα, χάρη. Μαζί τους ένα μελαχρινό κορίτσι με πυρόξανθες τούφες στα μαλλιά. Λεπτό, μικροκαμωμένο σώμα νεράιδας. Αέρινη κίνηση, θλιμμένο  βλέμμα, τα  χείλη της άγρια. Τα ρουθούνια τρεμόπαιζαν. Ήθελα πολύ να την πλησιάσω και να την διώξω ταυτόχρονα.

Στο λευκό τους κρεβάτι τα σκούρα της μαλλιά ζωγράφιζαν Μέδουσες. Αυτή, μισοσκισμένα εσώρουχα. Εκείνος, γυμνός. Η γυναίκα γαλήνια,  καθισμένη σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, τους κοίταζε πίνοντας τσάι.
Όταν μ’ αγγίζει, παθαίνει κρίσεις επιληψίας, έλεγε χαϊδεύοντας εκστασιασμένος το κορίτσι. Μάτια κενά, υγρά τα χείλη, συστραμμένα τα μέλη. Ψιθύριζε λέξεις λαγνείας.
Θα έρθω, του είπα. Σε λίγο θα έρθω και θα την σώσω.
Κλείνοντας λαχανιασμένη την πόρτα πίσω μου, το δωμάτιο χάθηκε.

Είχε πολλή ζέστη εκείνο το καλοκαίρι και εγώ δεν είχα ούτε ένα ρούχο ν' αλλάξω…

Δέκα πορνικές φωτογραφίες

1
Μικρό εφηβικό στήθος. Σφιχτό ζεστό συμπαγές. Θηλές σε στύση.
Σκαρφάλωνε η ενοχή στο άγγιγμα. Δεν πρέπει. Δεν πρέπει.

2
Μού έσπρωχνε το στέρνο με το χέρι. Δεν θέλω, έλεγε. Σήμαινε, έλα.

3
Ρουφηγμένη κοιλιά μέχρι τον θώρακα. Όλο έπαρση το κόκαλο της ήβης. Το άρπαξα.

4
Χείλη δροσερά μισάνοιχτα. Έβαλα την γλώσσα μου μέσα τους. Άγνωστη χώρα.

5
Μηροί λεπτοί υποχώρησαν μαλακά στην ορμή μου. Ανατρίχιασα.

6
Σπηλιά υγρή και στενή με πονούσε. Επέμενα. Βόγκηξε.

7
Βυθισμένος σε παχύρρευστη θάλασσα κολυμπούσα μαζί της.

8
Στην βουερή της παγίδα ξεψύχησα. Αγγίζοντας ξανά την αρχή.

9
Κι εκείνη.

10
Το τέλος.

Η Άννα Αφεντουλίδου έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Ελλειπόν Σημείο (Πανδώρα, 2010) και έχει συμμετάσχει στη συλλογή διηγημάτων Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός Διηγήματος (Ιανός, 2011). Ζει στην Πρέβεζα.

Ο Βάτραχος και ο Χάρος
-μεταπασχάλιο μανιφέστο-


Έχοντας πια απωλέσει εκείνη τη βούληση των διαφωτιστών που ήταν ικανή να ανιχνεύει ερμηνευτικά τα πράγματα, μέσα μας αρχίζει να αυξάνεται μια αμηχανία που στη συνέχεια θα γίνει ένα είδος νεύρωσης, μιας νεύρωσης που δεν αφορά πλέον τον εαυτό μας αλλά τη χώρα της Ελλάδας. Η τελευταία, ιδωμένη ως θηλυκό, φαντάζει σαν μια κοπέλα που αγαπιέται από δύο νεαρούς, όπου ο ένας πρόκειται να γίνει δικαστής και ο άλλος τρομοκράτης. Έτσι, η κρίση καλά κρατεί, τόσο στα πορτοφόλια  όσο και στα μυαλά μας. Απ την άλλη, ενώ όταν κάθεσαι στην καρέκλα νιώθεις πως εσύ αποκλείεται να έχεις ποτέ άδικο, όταν ωστόσο κοιτάς απ το παράθυρο σκέφτεσαι πόσο τα δίκαια έχουν υπερπολλαπλασιασθεί. Χμ! Μήπως τελικά όποιος δεν αμφιβάλλει, να σημαίνει ταυτόχρονα ότι γίνεται και επικίνδυνος; Η επικινδυνότητα ενός ανθρώπινου ζώου συνίσταται στη δυνατότητά του να ατενίζει την πραγματικότητα ως ένα συμπαγή τοίχο από ατσάλι, δίχως την παραμικρή ρωγμή. Δεν χωρά αμφιβολία ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε μ ένα εσωτερικής φύσεως αδιέξοδο που καλείται υπαρξιακό. Τότε, λοιπόν, η ευφυία του εν λόγω ζώου παύει να ασκείται, κι αυτό επειδή δεν προκαλείται, καθώς, όπως βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ατσάλινη πραγματικότητα που δεν παρουσιάζει ούτε ίχνος ρωγμής, αρχίζει να μεταμορφώνεται με ρυθμό αργόσυρτο σε ένα ον ανάπηρο να υποψιαστεί αν υπάρχει κάποιο μυστήριο απ την άλλη πλευρά του τοίχου. Για κάθε ενδεχόμενο, πάντως, το 2020 μ.Χ. στο κέντρο της Βαρκελώνης και σε απόσταση λίγα μέτρα από το ναό της Sagrada Familia, ο άνθρωπός μας δεν λησμονεί να πάρει τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής : αλητεύει συχνά-πυκνά γελώντας μέσα σε σκοτεινά μονάχα σοκάκια, και, χωρίς να νοσταλγεί κάποια πατρίδα, δηλαδή κάποιο υπαρκτό τόπο με αγαπημένα πρόσωπα. Μοναδική του έγνοια είναι να ξετρυπώσει μία έστω ελάχιστη ρωγμή τοίχου ώστε να μπορέσει ελεύθερα μέσα απ αυτήν να φωνάξει ένα ναι ή ένα όχι, που να είναι όμως εντελώς δικό του. Πάνω του  κρατά συνεχώς ένα βιβλιαράκι, τους  Παρ ? ολίγον διαλόγους, του Antonio Tabucchi: πρόκειται για διαλόγους με κάποιον που δεν μπορεί να απαντήσει.

Η βλακεία – κι όλα τα παράγωγα της όπως ανοησία, αμαρτία, αποτυχία, κ.τ.λ. – προβάλλει σαν μία μικρή και ασήμαντη μπαλίτσα χιονιού που κατεβαίνει από το βουνό και που σιγά σιγά γίνεται τεράστια και σε πλακώνει. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, το βλέμμα σου, φίλε αναγνώστη, έχει σταματήσει πάνω στην αρνητική πλευρά της ζωής, αυτήν που ονομάζουμε mal du monde. Οπότε, με χαρακτηριστική ευκολία ξεχνάς ότι πολιτική , ίσως,  σημαίνει να ζω στηρίζοντας τη ζωή. ποια ζωή όμως; Εκείνη που αφορά τη συνήθεια να αλλάζεις απλά κρεβάτι σε έναν αποστειρωμένο θάλαμο νοσοκομείου, ή, μήπως εκείνη που αφορά την τόλμη να εμπλακείς σε περιπετειώδεις διαδικασίες αλχημείας; Δική σου η απόφαση. Πάραυτα, και δίχως να θέλει να αναλάβει κάποιο ρίσκο, κάποια ψυχή παραμένει ερμητικά στενό-χωρη και μονολογεί: - Θέλω  να γνωρίζω αλλά όχι να μετέχω. με αποτέλεσμα, τα περισσότερα πράγματα (γι αυτήν) να μην αξίζουν τον κόπο. Επομένως, αν για την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, η κόλαση αντιστοιχεί (οντολογικά) σε τρόπο και όχι τόπο υπάρξεως – υπό την έννοια ότι μη σχέση με τον συνάνθρωπο σημαίνει μη σχέση και με το θεό – μήπως έφθασε η ώρα για να διερωτηθούμε επιτέλους τι λογής θεό εμπιστευόμαστε ; Ειδάλλως, ας το πάρουμε απόφαση ότι το δυσκολοχώνευτο εν Χριστω άθλημα της αγάπης θα συνεχίσει να μεταβάλλεται εσαεί σε εύθραυστο theatrum mundi, ωθώντας έτσι αφενός, τους θεολόγους να επικαλούνται μπρος στον Χάρο τη φράση του Λουκιανού δεν θα πάρεις τίποτα από αυτόν που δεν έχει, και αφετέρου, τους βιολόγους να ευελπιστούν πως ο άνθρωπος θα αποδειχθεί λίγο πιο έξυπνος και πιο ενεργός από τον βάτραχο, δεδομένου ότι τον τελευταίο μπορούμε να τον σιγοβράσουμε αγόγγυστα (δηλ. χωρίς να αποδράσει ο βάτραχος) σε μια κατσαρόλα. Εύγε! Ως εκ τούτου, η στενόχωρη κυρία που καλείται ψυχή, επειδή αναπνέει διαρκώς σε θερμοκρασία καύσωνα, αποζητά ένα ποτήρι νερό για να ξεδιψά αντί να ψάχνει να βρει τρόπο να γίνει η ίδια μια δροσερή ύπαρξη; συνακόλουθα, ενώ φθάνει στο σημείο να απορρίπτει άλλες δροσερές υπάρξεις ούτως ώστε να νιώθει καλύτερα ο εαυτός της, ξεχνά πως το πρόσωπό της – για να υφίσταται – έχει ανάγκη από τη σχέση με το προς-όψιν (πρόσωπο) μιας άλλης ψυχής-ύπαρξης. Πιθανόν, όσον αφορά την εν λόγω κυρία, να έχουμε να κάνουμε με μια εν δυνάμει αυτόχειρα παρθένα, η οποία αν και αποκαθαρμένη από όλη την κόπρο που έθρεψε το ρόδο της ζωής, αδυνατεί να συνειδητοποιήσει πως η κόπρος καθαίρεται αλλά το ρόδο διαφυλάσσεται γι' αυτό και προτιμά, αστόχαστα υποθέτουμε, την αναιμική κόπρο της μοναξιάς (κόλαση) από το αγκαθωτό ρόδο της ζωής (παράδεισος). Όντας αποξηραμένα φυτά εσωτερικού χώρου, αδυνατούμε (οντολογικά) να προβούμε σε κάποια πράξη επιλογής. Άρα, αποδεικνύεται αναληθής εκείνη η φιλοσοφική θέση που λέει ότι, δυσαρέσκεια με κάτι σημαίνει αξιολογική προτίμηση του αντιθέτου του. Πάντως, τα προς διάθεση στόμια του ανθρώπινου corpus αρκούν για τις όποιες αντιλειτουργικές φλυαρίες του κι αυτό προς επίρρωση του γεγονότος πως το εσωτερικό μας περιβάλλον, το οποίο φαίνεται να παράγει μία σιωπή απορριμματοφόρα, έχει καταστεί οιονεί conservation religionis.

Βγαίνοντας ο άνθρωπός μας από τον εσπερινό της αγάπης κι ενώ βαδίζει προς το hostel του (ένα φθηνιάρικο χώρο διανυκτέρευσης), αναπολεί τα λόγια του αποστόλου Παύλου : Δεν στοχεύουμε σ' αυτά που φαίνονται, αλλά σ' αυτά που δεν φαίνονται. Μη γίνεστε δούλοι ανθρώπων. Κι όμως, του είναι δύσκολο να χαμογελάσει συγκαταβατικά, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι οι γύρω του άνθρωποι, ακόμα και οι δίκαιοι, δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν σήμερα μόνο μέσω της πίστεως τους, καθότι το απόρθητο φρούριο της λογικής που διαθέτουν δεν αφήνει να εισχωρήσει μέσα στην καρδιά τους παρά απειροελάχιστες στάλες αγάπης με τη μορφή σκουληκιού, κι ας εξισώνεται – σύμφωνα με ένα χειρόγραφο της κοινότητας του Κουμράν – το προαναφερθέν πλασματάκι με τον άνθρωπο εξαιτίας της αμαρτωλότητας του τελευταίου. Στο δωμάτιο του hostel ο άνθρωπός μας ξεφυλλίζει ένα βιβλίο που χει βρει κάτω από το μαξιλάρι του, ξεχασμένο μάλλον από προηγούμενο ταξιδιώτη, με τον τίτλο Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας, όταν κάποια στιγμή τραβά τη ματιά του η παρακάτω υπογραμμισμένη φράση : «Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις, την αναγνωρίζεις; κι αυτό γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα, όταν είσαι κοντά της ή μαζί της». Αίφνης, μελαγχολεί, κι ύστερα σιγοψιθυρίζει : Πριν από όλα υπήρχε ο Λόγος, μετά εμείς στη μέση, το τέλος άραγε πού να είναι; Ούφ! Σε λίγα λεπτά αφήνει το hostel για να κατευθυνθεί προς ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο με σκοπό να πάρει ένα ελληνικό παραμύθι, όχι με βάτραχο ή με Χάρο, αλλά κάποιο σχετικό με σπίρτα και όνειρα, κάτι δηλαδή ανατρεπτικά αισιόδοξο, με τίτλο Μην κλαίς, κοριτσάκι. Το όνομα του hostel είναι Cool και ο άνθρωπός μας ονομάζεται Ιησούς.

Ο Απόστολος Ζιώγας ζει στη Θεσσαλονίκη.

Aπ’ τον θεό να το βρει


15 χρόνια χειροτονημένος, ο Νεκτάριος, χήρος, αμόρφωτος ιερέας με μαύρο πυκνό μούσι κι όλη του τη ζωή ήρεμος, με τα λόγια που αναγκάζεται να πει για να ζήσει. Με πέντε παιδιά, όλα τους χοντρά, κοκκινομάγουλα, ανήλικα και υγειή, ποιος νοιάζεται για την αλήθεια για να το κάνει ο ίδιος; Η γυναίκα του πεθαμένη προσφάτως. Αυτό έκανε τον θεό απαραίτητο, απ’ όλες τις απόψεις. Άλλωστε τίποτα δεν είναι μόνο καλό ή μόνο κακό. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του, δημιουργώντας τα δικά  του αδιέξοδα και τις δικές του δυστυχίες.

Τούτος ο παπάς δεν τα σκεφτότανε αυτά. Ήξερε να κάνει σωστά τη δουλειά του και να κερδίζει τον σεβασμό και την αγάπη των πιστών. Αυτό τον έκανε αρκετά ευτυχισμένο. Δεν χρειαζότανε περισσότερα. Τη γυναίκα του την πρόσεχε ο θεός και τα παιδιά η αδερφή του. Για τον εαυτό του υπήρχε το ευαγγέλιο. Kαμιά φορά εκνευριζόταν που δεν καταλάβαινε -στον σύνολό τους- τα εκκλησιαστικά κείμενα, αλλά το  γεγονός πως ήταν λόγια εμπνευσμένα απ' τον θεό, τον ηρεμούσε όσα να 'ναι. Ήξερε τους φίλους του και τους εχθρούς του. Ήτανε, με λίγα λόγια, ισορροπημένος.

Τις Κυριακές ξυπνούσε χαράματα. Κι άμα ήταν χειμώνας, έτσι ξερακιανός που είχε καταντήσει, πάγωνε μέχρι να φτάσει στην εκκλησία. Του ‘παιρνε κάνα τέταρτο απ’ το σπίτι του. Ήταν το μοναδικό διάστημα που -κάπως- αμφέβαλλε για την ύπαρξη του θεού. Ένιωθε άσχημα γι’ αυτό, αλλά άμα κρυώνεις ή πεινάς, δεν υπάρχει διάθεση για αυτοκριτική και ετυμηγορίες.

Αυτή η Κυριακή ήταν η πιο δύσκολη απ’ όλες. Όλη την εβδομάδα χιόνιζε-και συνέχιζε μέχρι τότε να χιονίζει- κι οι δρόμοι ήταν στην κυριολεξία άβατοι. Φόρεσε λοιπόν δύο ζευγάρια χοντρές κάλτσες και τα στρατιωτικά άρβυλα -που ‘χε κρατημένα απ’ τη θητεία του στον στρατό-αλλά αυτό δεν του ‘δινε κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα πέρα από ζεστές πατούσες. Το χιόνι ήταν τόσο πολύ που τα πόδια του βούλιαζαν μέχρι το γόνατο.  Έφτασε στον ναό παγωμένος αλλά με την είσοδό του εκεί μέσα, ένιωθε πάντα καλύτερα Είχε ετοιμάσει κι ένα ωραίο κήρυγμα για το ποίμνιο του, σχετικά με την ανθρώπινη μετάνοια μετά από θεϊκά σημάδια, το οποίο κατέστρωσε με τη βοήθεια του μεγάλου του γιου, αντλώντας πληροφορίες απ’ το ίντερνετ, αλλά τώρα είχε σκάσει με την πιθανότητα της λιγοστής προέλευσης στην εκκλησία λόγω καιρού. Θα μπορούσε βέβαια να το κρατήσει για κάποια άλλη Κυριακή, αλλά ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός του, που κατάφερε αυτός ο αγράμματος τέτοιο κείμενο, ώστε δεν έβλεπε την ώρα να το αναφωνήσει απ’ τον άμβωνα. Κι όσο για το γιο το; Σίγουρα  θα ‘νιωθε περήφανος που τον βοήθησε αλλά και που θα ‘χε κάτι να αντιπαραβάλει στα παιδιά τού σχολείου που τον χλευάζανε κάποιες φορές για την ιδιότητα του πατέρα του.

Έφτασε στην εκκλησία  και τα ετοίμασε όλα μόνος. Μόνος κι από θεό αφού τα ρούχα του είχανε μουσκέψει τόσο πολύ απ’ τη μέση και κάτω, που ‘χαν ποτίσει τα πόδια του κρύο και τον φαγούριζαν μέχρι τρέλας.

Έβγαλε τ’ άρβυλα και το ένα ζευγάρι κάλτσες και φόρεσε τα καλά του παπούτσια κι ένα στεγνό ράσο που ‘χε φέρει απ’ το σπίτι μέσα σε μια πλαστική σακούλα.

Όλα ήταν στη θέση τους και περίμεναν τους πιστούς. Θυμιατά, θεία κοινωνία, μανουάλια… Ψάλτες και παπαδάκια…όλοι απόντες. Βγαίνοντας στην κύρια αίθουσα του ναού, ο Νεκτάριος τα ‘χασε. Μπορεί να μην ήταν θεατρική παράσταση, αλλά έκανε τόσο κόπο για έναν άνθρωπο; Ένας…και καθότανε στην πρώτη σειρά φορώντας χοντρό παλτό και σκούφο. Τα χέρια στις τσέπες και τα πόδια απλωμένα μπροστά , το ένα πάνω στ’ άλλο, σαν σε στάση γρήγορου ύπνου σε αίθουσα αναμονής

Ο παπάς απογοητεύτηκε.  Αυτές οι στιγμές κάνουν τους ιερείς άξιους, αλλά δεν έφαγε τα μάτια του μια εβδομάδα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, για κάποιον που ήρθε στην εκκλησία για να εκμεταλλευτεί-όπως έδειχνε- τη ζέστη του κτιρίου και την ησυχία του χώρου. Πάει χαμένο το κήρυγμα για την ώρα, δεν χωρούσε αμφιβολία.

Πλησίασε τον πιστό που φαινόταν μισοκοιμισμένος και με μια γλυκιά αλλά σβησμένη φωνή του είπε:

«Η λειτουργία ακυρώνεται, θα μπορούσα όμως να σας εξομολογήσω αν το επιθυμούσατε»

-Μια εξομολόγηση με συνοδεία κρασιού θα ήταν ότι πρέπει αυτήν την στιγμή, απάντησε ο τύπος που μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του, τα οποία φαίνονταν κατακόκκινα και κουρασμένα.

Ο Νεκτάριος αιφνιδιάστηκε, κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό απ’ την αντίδραση του ανθρώπου, που την βρήκε ανίερη και απαράδεχτη. Λίγο έλειψε να αρχίσει τα πάτερημά και τις επικλήσεις για συγχώρεση αλλά ευτυχώς επανέκτησε γρήγορα τα λογικά του

-Έχω να σου πω σημαντικά πράγματα πάτερ, τον πρόλαβε ο τύπος και τον έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση της απάντησης.

-Ας αφήσουμε λοιπόν το κρασί κι ας πάμε μέσα να ξεκινήσουμε το μυστήριο

-Οι τύποι δεν θα μας βοηθήσουν και πολύ…μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις…

Ο Νεκτάριος αναθάρρησε. Όσο περίεργα κι αν του ακουγόντουσαν όλα αυτά, του άρεσε όταν οι πιστοί του τον είχαν ανάγκη και του δίνανε την ευκαιρία να τους βοηθήσει.

-Πως μπορώ να σε βοηθήσω παιδί μου; Πως μπορώ με τη δυνατότητα που μου δίνει ο Κύριος;

-Δεν χρειάζονται τέτοιες ικανότητες πάτερ. Τα πράγματα είναι απλά. Θέλω να με αφήσεις να κοιμηθώ 3-4 μέρες στον ναό, μέχρι να ηρεμίσω και να δω τι θα κάνω.

-Αν είσαι άστεγος μπορούμε να το θέσουμε ενώπιω της ενορίας και με τη βοήθεια όλων των πιστών να σου βρούμε κάπου να μείνεις.

-Δεν είμαι άστεγος, τον διέκοψε ο σκουφοφόρος, ο θεός μ’ έφερε εδώ κι εδώ πρέπει να μείνω.

-Πως είναι δυνατόν; ρώτησε ο Νεκτάριος που καλός-καλός κι αγράμματος-αγράμματος, αλλά είχε ψιλιαστεί το δούλεμα του άλλου και σιγά-σιγά  εκνευριζόταν.

-Άκου πάτερ. Χθες το βράδυ βγήκα να πιω ένα ποτό με τους φίλους μου όπως κάνω κάθε Σάββατο βράδυ. Εκεί που καθόμασταν όλοι μαζί και διασκεδάζαμε με καλαμπούρια, πίνοντας 1-2 ποτά παραπάνω, ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό μου που ‘γραφε κατά λέξη: «στην υγειά σου, κερατά» κι αμέσως μετά μια φωτογραφία που ‘δειχνε κάποιον να πηδάει τη γυναίκα μου.

Ο Νεκτάριος άρχισε τους σταυρούς και τις προσευχές, ανακατεμένες με κατάρες κι ότι άλλο είχε πρόχειρο για να εκφράσει τον αποτροπιασμό του.

-Φόρεσα γρήγορα το παλτό μου, συνέχισε ο άλλος μη δίνοντας καμιά σημασία στις αντιδράσεις του ιερέα, και χωρίς καν να χαιρετίσω τους φίλους μου ξεκίνησα για το σπίτι. Ήμουν τόσο θολωμένος που ορκιζόμουν στο θεό -σε κάθε μου βήμα –ότι μόλις φτάσω σπίτι θα την σκοτώσω. Το σπίτι είναι 10 βήματα απ’ το μαγαζί που ήμουν. Στο πέμπτο βήμα όμως και χωρίς να το συνειδητοποιώ, η κατεύθυνση μου άλλαξε. Ταυτόχρονα άκουσα μια φωνή να λέει απευθυνόμενη σε μένα: «σήμερα θα κοιμηθείς στο σπίτι μου. Και  αύριο το ίδιο. Και μεθαύριο. Κι όσες μέρες χρειαστεί να ηρεμίσεις και να μάθεις να συγχωρείς.» Και προτού καταλάβω καλά-καλά τι μου συμβαίνει κι ενώ είχα ξεχάσει σχεδόν το περιστατικό με τη γυναίκα μου, βρισκόμουν μπροστά απ’ τον ναό. Μπήκα μέσα χωρίς να το πολυσκεφτώ και κοιτάζοντας την οροφή του ναού είδα την μεγάλη τοιχογραφία με την επιγραφή: ο οίκος του θεού. Με καταλαβαίνεις;

Ο Νεκτάριος τα ‘χανε όλο και περισσότερο, όσο προχωρούσε η κουβέντα, με τις εξομολογήσεις του αγνώστου. Απ’ τη μία, ίσως ήταν επιβεβλημένο να πιστέψει σε μία ιστορία που δείχνει κάποιο θεϊκό σημάδι, αλλά απ’ την άλλη, η πραγματικότητα αλλάζει όταν καλούμαστε να κάνουμε την πίστη μας πραγματική πίστη- και να πράξουμε με βάση αυτή- κι όχι απλά λόγια και εμμονές. Ήταν και το αλκοόλ στη μέση…αλλά πως θα μπορούσε να προσβάλει τον άνθρωπο που άνοιγε την καρδιά του; Σίγουρα πάντως δεν μπορούσε να αφήσει κάποιον να μείνει μέσα στον ναό ,μόνο και μόνο επειδή του ανέφερε μια ιστορία και να διακινδυνέψει, με την αφέλεια του και την ευπιστία του, τις εικόνες κατά πρώτον και την υπόλοιπη περιουσία του ναού.

Ήθελε κι αυτός τα πειστήρια του, αλλά ντρεπόταν να ζητήσει να του δείξει το μήνυμα και την φωτογραφία που είχε λάβει στο κινητό του. Αλλά ακόμα κι έτσι να γινόταν τελικά, πως αυτός, ένας άσχετος με την τεχνολογία, θα μπορούσε να είναι σίγουρος βλέποντας ένα μήνυμα;

Ο άγνωστος, βλέποντας τον Νεκτάριο σκεφτικό, θέλησε να μάθει τις σκέψεις του ιερέα και να δει αν ήταν στις προθέσεις του να τον βοηθήσει.

-Με πιστεύεις πάτερ, έτσι δεν είναι; Μπορώ να σου δείξω το μήνυμα στο κινητό μου. Και τη φωτογραφία…έχω και τη φωτογραφία…

Ο Νεκτάριος ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Τα λόγια του άλλου είχανε κάνει όση δουλειά μπορούσαν να κάνουν. Τώρα έπρεπε να βγάλει μόνος του την ετυμηγορία. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να αποφασίσει σύμφωνα μ’ αυτή ποια θα ήταν η στάση του απέναντι στο πρόβλημα του εξομολογούμενού  του.

Προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις κυριότερες σκέψεις του. Θεϊκό σημάδι, μήνυμα στο κινητό, τεχνολογία, εκκλησία… Κήρυγμα. Αυτό ήταν. Το κήρυγμα του. Το μυαλό του κατέληγε συνέχεια εκεί. Δεν το ξεχνούσε με τίποτα αυτό το 10σέλιδο κείμενο που το διάβαζε 2-3 φορές τη μέρα κάνοντάς το πρόβα και φουσκώνοντας από περηφάνια. Μιλούσε για τα θεϊκά σημάδια που καλούσαν τους ανθρώπους να μετανοήσουν και να συγχωρήσουν, ήταν γραμμένο με τη βοήθεια της τεχνολογίας και θα το διάβαζε σήμερα στην εκκλησία. Οι συμπτώσεις ήταν πολλές. Άρχισε να μπερδεύεται περισσότερο. Να χάνεται σε μία βαθιά περισυλλογή και να μην ακούει τον άνθρωπο απέναντι του, που προσπαθούσε να του πει κάτι.

-Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ ν’ αφήσω οποιονδήποτε να κοιμηθεί στον ναό, έτσι δεν είναι;

-Η λογική δεν είναι μέρος αυτής της ιστορίας, διαφορετικά θα ήμουν ήδη στην φυλακή. Πρέπει να μείνω εδώ εκτός κι αν μπορέσεις να με πείσεις πως δεν υπάρχει θεός κι όλα αυτά ήταν προϊόν της μέθης μου ή της θολούρας που μου προκάλεσε ο εκνευρισμός.

-Να πέσει φωτιά να με κάψει τη στιγμή που θα προσπαθήσω να πείσω έναν άνθρωπο για κάτι τέτοιο.

-Ας μην πάμε απ’ το ένα άκρο στο άλλο πάτερ.Ούτε ο παραλογισμός βοηθά. Χρειαζόμαστε λίγη πίστη μονάχα από μέρους σου, δεν βλέπω άλλη λύση.

- Να τα μας…θα κατηγορηθούμε και για άπιστοι τώρα…σε παρακαλώ πολύ…

-Πίστη σε μένα πάτερ, ότι σου λέω την αλήθεια…

Ο Νεκτάριος άρχισε να εκνευρίζεται πάλι. Αυτή  τη φορά με την δοκιμασία στην οποία τον έβαζε ο άγνωστος και τον έβγαζε απ’ τα συνηθισμένα του. Ήταν, απλώς, ένας παπάς, γιατί τον μπλέκανε σε τέτοιες ιστορίες που θα ‘πρεπε να αναλάβει η αστυνομία ή ένας δικαστής(έτσι σκεφόταν); Έπρεπε σίγουρα να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει απ’ αυτή την κατάσταση…δεν ήταν χαρακτήρας για τέτοιες περιπέτειες. Ν’ άφηνε όμως τον άνθρωπο έτσι αβοήθητο; Ήταν ανεπίτρεπτο για έναν παπά που θα ‘πρεπε να φροντίζει για το καλό του ποιμνίου του. «Κι αυτό για την ύπαρξη του θεού», σκεφτόταν, «γιατί το ανέφερε τάχα»; Ήταν ποτέ δυνατόν αυτός να αμφιβάλλει για τον θεό; Παπάς  πράγμα; Αλλά, ακόμα κι αν δεν ήταν παπάς, τι διαφορετικό θα μπορούσε να πιστεύει;

Μήπως ήταν ο διάβολος με ανθρώπινη μορφή και προσπαθούσε να τον επηρεάσει; Του πέρασε κι αυτό απ’ το μυαλό κάποια στιγμή, αλλά, μέχρι κι αυτός, το θεώρησε υπερβολικό και παράτησε γρήγορα αυτήν του την σκέψη.

Έβαλε το πρόσωπο μέσα στα χέρια του και πάσχιζε να συγκεντρωθεί σε κάτι που δεν είχε- ακόμα- συγκεκριμενοποιήσει κι ούτε ακριβώς αντιληφθεί. Η ταραχή του ήταν μεγάλη, όχι τόσο εξαιτίας της δυσκολίας της κατάστασης, όσο εξαιτίας του πρωτόγνωρου γι’ αυτόν περιστατικού.

Έμεινε κάμποση ώρα με το κεφάλι του σκυμμένο και τα μάτια του να γυρνάνε σε κύκλους γεμάτους χρώματα σε μαύρο φόντο, μη δίνοντας σημασία σε τίποτα άλλο πέρα απ’ τη σύγχυση του μυαλού του.

«Κοίτα να δεις που μας έβαλε σε μπελάδες αυτός ο κερατάς (όχι με την κυριολεκτική σημασία)», ήταν η τελευταία του σκέψη πριν ξανασηκώσει το κεφάλι του.

Ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί. Ο Νεκτάριος σάστισε. Έτρεξε στην έξοδο του ναού και είδε τον δρόμο σκεπασμένο απ’ το χιόνι, χωρίς καμιά πατημασιά  πάνω του. Γύρισε στο ναό προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη. Έψαξε στο ιερό και στην διπλανή αυλή. Δεν υπήρχε ψυχή, ούτε κάποιο σημάδι πρόσφατης παρουσίας.

Τι θα ‘πρεπε να σκεφτεί τώρα;

1)Άντε, τα ‘χασες τα λογικά σου Νεκτάριε, το κρύο, έκανε το μυαλό σου πολτό. Μάλλον χρειάζεσαι ξεκούραση και λίγη ζέστη…

2)Κάπου πρέπει να είναι, δεν τα έχασα ακόμα για να βλέπω μπροστά μου τέτοια οράματα. ας ξαναψάξω καλύτερα ή ας περιμένω λίγο.

3)Θα κρύφτηκε κάπου, το κατάλαβα απ’ την αρχή ότι όλο αυτό είναι μια φάρσα. Να φωνάξω την αστυνομία, μη μπω σε μεγαλύτερες περιπέτειες μ’ αυτόν τον τσαρλατάνο.

Φυσικά σκέφτηκε το πρώτο. Η ζωή του ήταν πολύ ήρεμη για να αντέξει κάτι άλλο πέρα απ΄ αυτό. Τον συνέφερε αρκετά, ήταν το μόνο που ήθελε ν’ αναλάβει, αυτή η ξαφνική απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας

Μάζεψε τα πράγματά του, συγύρισε το ναό προσπαθώντας να μην ψάχνει ακόμα για τον άγνωστο, βάζοντας το μυαλό του πάλι σε δοκιμασία, φόρεσε το δεύτερο ζευγάρι κάλτσες και τ’ άρβυλα του και γύρισε σπίτι.

Τα παιδιά είχανε ξυπνήσει και είχαν στήσει ήδη μια κόλαση από θορύβους. Αυτός ξεντύθηκε γρήγορα-γρήγορα πριν προλάβουν τα μικρά και η αδερφή του να τον ζαλίσουν με ερωτήσεις και έπεσε να κοιμηθεί..

Ξύπνησε 4-5 ώρες αργότερα κι ένιωθε εμφανώς καλύτερα. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο, ψαλίδισε λίγο το μούσι του και πήγε στο καθιστικό του σπιτιού να χαζέψει στην τηλεόραση.

Οι ειδήσεις είχανε ήδη αρχίσει. Ένας δημοσιογράφος αστυνομικού ρεπορτάζ μετέδιδε ένα έγκλημα σε μία επαρχιακή πόλη. Ένας φόνος…στην πόλη τους. Ο Νεκτάριος κοκάλωσε. Ο φονιάς, του ήταν γνωστός. Ήταν ο άνθρωπος που συνάντησε το πρωί στον ναό. Είχε σκοτώσει τη γυναίκα του. Της είχε καρφώσει έναν μεγάλο χρυσό σταυρό- που ‘χε κλέψει απ’ την εκκλησία- στο στήθος… ο Νεκτάριος έτρεξε στο δωμάτιό του κι έβγαλε απ’ την τσέπη του σακακιού του το κείμενο του κηρύγματος το. Το διάβασε με μανία.

«Πόσο δίκιο είχα…ο θεός μάς στέλνει σημάδια για όλα. Το μόνο που χρειάζεται από μας, είναι πίστη»…

απ’ την τηλεόραση ακουγόταν τα ουρλιαχτά της μάνας της σφαγμένης γυναίκας…

«ΑΠ’ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΤΟ ΒΡΕΙ Ο ΦΟΝΙΑΣ»

«απ’ τον θεό να το βρει…» επανέλαβε ο Νεκτάριος ασυναίσθητα…

O Βασίλης Καλογήρου έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή 21 εγκλήματα για μια ντουζίνα δώρα του θανάτου (Παρέμβαση, 2010). Ζει στην Κοζάνη.

Εσύ


-Το θάνατο που αυτοί εμίσησαν, εγώ αγάπησα. Τη δυστυχία ασπάστηκα, την ευτυχία να γνωρίσω. Τώρα, κοίτα με. Εδώ, πεθαίνω. Σύννεφα σπεύδουν, το ατιμασμένο μου κορμί θε’ να γυμνώσουνε. Του ουρανού η αγκαλιά ζυγώνει,  στο σκοτάδι να με ντύσει. Οδεύω εκεί, μα προσδοκώ γαλήνη. Εγώ, με φόβο στα στήθη μου ζωσμένος, τους αγαθούς να μάχομαι, σαν τον αντάρτη, λυσσασμένος. Κοίτα με, σου λέω. Τα χείλη μου νεκρά αγνό νερό ζητούν να πιουν, της λύτρωσης απομεινάρι. Εγώ, που Άνθρωπος δεν πίστευα, ποτέ, ότι θα γίνω˙ σε τούτη εδώ τη στείρα γη πνίγεται η ψυχή μου. Σαν κι αυτούς, με τα θεριά της πύλης έσμιξα, έχοντας χέρια ματωμένα˙ κι όμως από το κατώφλι του δε σάλεψα, ποτέ. Τώρα, το φιλί του λαχταρώ σαν τον ερωτευμένο. Κοίτα με. Μονάχος, έσυρα και βάδισα σε μονοπάτια αδιάβατα, μονοπάτια άγνωστα που έσκιασαν το απρόσωπο πρόσωπό μου. Στο βάθρο το υψηλότερο να αναρριχηθώ, το θεό μου ευθέως να αντικρύσω. Με σθένος, βαστώντας θάρρος μιασμένο, μπροστά του να σταθώ˙ να αναρωτηθώ “Ποιος είμαι;”. Μήτε το βλέφαρό του  κίνησε, μήτε το χέι του άπλωσε να με χαϊδέψει. Τώρα, κοίτα με. Το βλέμμα μου αμαυρωμένο, αιώνια, στα βάραθρα θα  κατοικεί.

-Βλέπω στα μάτια σου, τον πόνο να δεσπόζει. Μάτια στεγνά, που έρχονται από τα ξένα. Το παρόν να ακολουθεί ατάραχο το μέλλον, μα το παρελθόν αδιάκοπα το βήμα σου να κατευθύνει. Σάμπως αγάπησες, δίχως αγάπη να γνωρίσεις. Σάμπως υπήρξες, δίχως το χώμα να γευθείς. Το θρόνο σου λεηλατούν οι ορδές των πεταλούδων.  Πιότερο κλαις, σαν τα δεσμά σου αφήνεις. Δεν γνωρίζω, εκεί που πας, ποιος παραδίδεται μες στο  χαμό του κυκεώνα. Εγώ, εσύ κι οι δυο μας; Σκλαβωμένη των άδουλων είναι η σκέψη μας. Κι η σάρκα μας, μες στη βλασφημία λιώνει ποτισμένη˙ γι’ αυτό αφουγκράσου τη στερνή λαλιά μίας αθάνατης σκιάς “Ποτέ μην ακούσεις τα πουλιά˙ λεύτερα είναι κι ό,τι ποθήσουν ψέλνουν”.

O Kωνσταντίνος Κωνκής ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Η Έφη των κόκκινων μήλων
ή ένα μικρό δοκίμιο για το στόμα γραμμένο από έναν καρκίνο για έναν τοξότη,όχι ότι έχει σημασία


Φορτώθηκες αυτό το όμορφο του σώματός σου.Η βροχή δεν είναι καλή για τα μαλλιά σου σίγουρα, κάτι τόσο πρωτόγονο αυτός ο ρυθμός ή ένταση κοκκινάδας.Αχνοφαίνεται ένα κόκκινο φόρεμα.Επιλογή ή όχι δεν ξέρω.Φαντάζομαι κρυφά οριζόντια φερμουάρ πλάτης.Πρώτη φορά χαίρομαι τόσο τη βροχή που εισδύει μέσα μου.Στη μακρά ιστορία βροχής.
Και ανοίγει το στόμα μου η μοναδική ικανότητα που διαθέτει το αλκοόλ μαζί με την οικειότητά μας.Ίσως ο έρωτας δημιουργεί κακή πρόζα αλλά δεν με ενδιαφέρει.Αυτή η τεράστια απομόνωση πως συνδυάζεται με το πλησίασμα του άλλου;Η μοναδική σκέψη είναι η μυρωδιά του κόκκινου βιβλίου-Κορταζάρ δη.Το περιεχόμενο δεν ενδιαφέρει, απλά η επαφή αυτή.400 δραχμές.
Και έχεις χτίσει ένα σπίτι-αυτό που επανειλημμένα αναφέρεις φωλιά.Δίνεις δωρεάν χριστουγεννιάτικες κάλτσες που μου ανεβαίνουν ως το γόνατο, να στεγνώσουν οι άλλες,μια κάποια μεθυσμένη προσπάθεια επαφής. Ξυπνήματα πρωινά με ένα κρύο να δαχτυλίζει τα χέρια σου.Και ρίγη.Όταν βρεθείς στη ζέστη ενός αστικού χαμογελάς.Ακουμπάς στο παράθυρο.Θα ξαναγυρίσεις.

-

Που είσαι κρυμμένη στην ατελή σιωπή;Τι κάνεις;Τι φοράς;Διαθέτεις τσιγάρο στα χείλη σου;Πως μυρίζεις;Τι συνάψεις ηλεκτρίζουν τα μαλλιά σου;Μπορώ να περάσω την υπόλοιπη μέρα ακούγοντας τον Τσέτ να κλαίγεται.

Ξέχασα να σου πω για το πρεζάκι που μπήκε μεθυσμένη στο αστικό πριν ραντεβού.Μάσκαρα εφαρμογές, μικρό φορητό καθρεφτάκι (θυμάμαι κάποτε η μάνα μου είχε ένα ροζ καθρεφτάκι σε σχήμα κοχύλι) να τραβάει ύστερα το ελάχιστο ρουζ σαν φούμο στρατιωτικό άγρια μέχρι τα αυτιά στην στάση της ένα χαμόγελο.

Καταρχήν ο έρωτας αρχεί πρόζας δεχούμενο σε μια γόνιμη μη γη.Και η αμφιβολία αυτό το μαχαίρωμα στο κάτω μέρος της κοιλιάς.Η δύναμη να πεινάσεις για σένα.

Γνωρίζεις την εγγύτητα παλτών, την αλληλοδιάχυση μυρωδιών λαιμού, με έναν γιακά στη μύτη σου όλη την ώρα ως μικροφοβικός παλαιστίνιος;

Να θυμάμαι το σας φιλώ μέχρι να θαμπώσουν τα πλαστικά κρύσταλλά σας.Και χάδια στην πλάτη.

Ύστερα το άνοιγμα των χεριών σου υποδηλώνει κυριαρχία.Ευτυχία.

Και διαισθητικά,ίσως σας αρέσει αυτή η λέξη,μια ιδέα πέρασε χθες μέσα μου, στοματικά δεν γνωρίζω-αν και πριν ο αντίχειράς μου έβρισκε καταφύγιο στην υγρή θύμηση του στόματός μου-όλα έδρες στο στόμα.Σκέψου.Διόδοι τροφής.Και αν κατακτήσεις αυτό όλα ικανά. Διόδοι αέρα, καθεδρίες ρινικές,μοιράσματα.Εξόδοι ομιλίας.Η πρώτη προσέγγιση.Η πρώτη αλλαγή της φωνής να δεσμεύσει γλύκες Γειά σου,Τέτοια οικειότητα,αναγκοεπαφές,οράσεις αναμενόμενων νυχιών.Θύρες φιλιών, ανταλλαγής.Εισόδοι αλκοόλ.Και ας το δεχτούμε, καθείς αρέσει επαφή μιας γλώσσας μέρη ιδιαίτερα.

Υπάρχει μια λέξη yearn εδρωμένη στο στομάχι μου.Είναι αυτή η πράξη που αντικαθιστά όλες τις άλλες.

Μπορώ να ζήσω με καφέδες.Μόνο.Και με επαναλήψεις τιτλούχων τραγουδιών Μου λείπεις,Lolek δηλαδή. Ιερό χειρόγραφο που σώζεται πάραυτα συνέχεια και αποστέλνεται σε ασφαλή πηγή.

Στο μέσα μπάνιο σου πλάι στις τόσες ζώνες μυρίζεις τα μπουκαλάκια σου,κάτι που μου έμεινε συνήθειο ροζ μπουκαλάκια Lacoste σε μέσα δωμάτια.

Πυρετώδης.

Πως κρυφτήκατε στο σώμα της Ρίτα Παβόνε;Και εγώ πως γύρισα την ψυχή μου σε στάσεις εμβρύων;

Η παιδική αθωότητα,Volevo un gatto nero, nero.

Γυρνάω υπογείως παπλωμάτων και μαντεύω δική σας ύπαρξη.Σχεδόν την φαντάζομαι.Βρίσκουν τα πόδια μας στην άκρη.Αλληλομπλέκονται.

Διαβάζω την πρόζα σας.Εγώ ωχριώ.Μπροστά σας. Ίσως να είναι και το μοτίβο μου να υποτάσσομαι.

Γεννηθήκες βόρεια.Όχι τόσο βόρεια.Βόλτες στη λίμνη σύνορα αυτό το όριο βουνού.Μην ανησυχείς δεν ταξίδεψα.Πλαστά μόνο.Γόρδια.Μέσα μαγιό και η ομίχλη σου έμαθε να γράφεις.Όπως ο Μπόρχες στο Λουγκάνο.

Χθες όλο το βράδυ κλώσταγα.Για την ανάγκη σου.Επί-σκέψη.Άμα τη σκέψει και η επαφή.Προοδευτικά να σε επι-σκέπτομαι.

Από το παράθυρο της σκεπής μας ελάτε να δείτε το βουνό μας.

Ξυπνήματα περιφερειακής ομίχλης.Μη οράσεις βουνών μη θάλασσας.Εγκλεισμοί.Και τότε υστέρησα.

Σκέψεις στόμα η πρώτη καταφυγή του έσου κόσμου σου.Αν βάλεις το χέρι σου όλο στο στόμα σου βρίσκεσαι στον οργανισμό σου.Σε αντίθεση με το δέρμα σου.Επεμβαίνεις.

-

Erudi

Αν σηκώσεις το στήθος μου από μέσα αέρας.

Γύρισα.Παγωμένα φτερά.Μην αγγίζετε.Μόλυνσης.

Να διαβαστεί ως τηλεγράφημα.Άλλοτε ως τηλεσίγραφο.

-

Ερουντί σημαίνει κατεστραμμένος.Μια νυχώδης λαχτάρα για το εσώτερο κόκκινο σουτιέν σου,οράσεις άκρων.Χέρι στο στόμα,επιβεβαίωση.Μικρά στήθη σοκολατένια.Ακριβώς στο στόμα μου.Σιγά-σιγά θα εισδύσουν οι κόκκινες γυαλισμένες τρίχες σου παντού.

Ένας άνθρωπος μπαίνει σε ένα μπαρ.Έχει τυλιγμένη την ευτυχία όλων μας σε μια γυαλιστερή σακούλα.Την ξετυλίγει.Αρχίζει να μας την δίνει έναν-έναν σαν βίαιη κομμούνα.Όλοι καταλήγουμε χορεύοντας.

-

Περιφερικά άστρου νεκρά μαύρα πουλιά.Πλαγίως ο κλέφτης,τόλμη-ημίσειο μανίκι.Πριν ετοιμασίες άσπρα μιλκσέικ με εγκεφαλώδεις μπάλες παγωτών.

Αλήθεια δεν γνωρίζεις ουσιώσεις,διαχύσεις,δάνεια,περάσματα,ψυχομοιράσματα στα τέλη ηλικίας Ρίτα Παβόνε και Ζυράννα Ζατέλη σώματα,πνεύματα στο εύθραυστο κορμί σας;

-

Ένας άνθρωπος πλησιάζει τους άλλους με χάπια.Κάποιος που δεν μπορεί να γράψει πλοκή συναντά κάποιον άλλον παρόμοιο.Τα υπόλοιπα είναι επίφαση αστικότητας.

-

Εγώ των ισόποσων ποσοτήτων ανορεξίας βουλιμίας.Ήλιου φωτός.Σκοταδιού.Ηδονής αποχής.Παρα-λογισμού απόλυτης λογικής.

Να πέφτει το χιόνι ως τριμμένο μεσάχειρο μπισκότο.Αυτό ξέρεις που κολλάει ανάμεσα στη μοίρα.Που πήγε η παράδοση να κάνουμε δώρα κουτιά σοκολατάκια;

-

Το άγγιγμα του άλλου στον άλλον στο σώμα θα λείπει πάντοτε.

Είναι ο χειμώνας χτυπάει το σώμα μου,πληγές σαν πεταλούδες συνεχείς.

-

Στα τελειώματα συνήθιζα να βάζω μια φλούδα πορτοκάλι σε μια ανοιχτή πληγή.Θρομπίσματα εσώτερα διαχύσεις σαν μικρούς παλμούς δερματικής καρδιάς.

Ο Γιώργος Μάγος ζει στην Κατερίνη.

Ο ανώνυμος άνθρωπος


Βλέπω ακόμα μπροστά μου τις συσπάσεις στα χείλη του, που σα να έμεναν ανικανοποίητα απο όποια θέση δοκίμαζαν, παρουσίαζαν ένα θέαμα ρευστό σαν των κυμάτων που φτάνουν στην απόμερη ακτή.

Κατόπιν κατέβασα πάνω στο κεφάλι του το δοκάρι, θρυμματίζοντας το κρανίο του. Τον έθαψα στην ερημιά, και αυτή ήταν η τελευταία μου πράξη πριν να αντιληφθώ ότι ονειρευόμουν.

Δε μπορώ να θυμηθώ πώς ξύπνησα εκείνη τη φορά, καθώς έχει περάσει απο τότε- τί σύμπτωση και αυτή...- ακριβώς ένας χρόνος. Δεν ήθελα να σημειώσω στο ημερολόγιό μου κάτι για το όνειρο, και άλλωστε τίποτε ακόμα δεν έδειχνε πώς θα εξελισσόταν η έγνοια μου γι αυτό.

Ωστόσο ενώ σε εκείνο το αρχαίο ενύπνιο τη θέση του θύματός μου είχε καταλάβει κάποιος άγνωστος σε εμένα άνθρωπος, στη συνέχεια το μίσος μου για έναν συγκεκριμένο τροφοδότησε τη φαντασία μου. Στα επόμενα όνειρα φαντάστηκα στη θέση του έναν που ήξερα, πολύ καλά.

Ήταν ένας συνομήλικός μου, που φοιτούσε στο ίδιο σχολείο με εμένα. Εξ αρχής έμοιαζε να με έχει αντιπαθήσει, και αυτό θα το θεωρούσα επόμενο αφού και εγώ έτρεφα τουλάχιστον αντίστοιχη αντιπάθεια εναντίον του, όμως εκείνος γρήγορα έγινε φανερό πως δε θα ικανοποιούταν μονάχα απο την παθητική εγρήγορση του μίσους, την εστίαση της προσοχής σε κάποιο αρνητικό συναίσθημα, ή άλλα αντίστοιχα εκλεπτυσμένα φαινόμενα που απασχολούσαν εμένα. Αντίθετα εκείνος σύντομα άρχισε να μου μιλάει άσκημα, να προσπαθεί να περιορίσει τις κινήσεις μου, και τελικά δεν άργησε και να απειλήσει ότι θα με χτυπήσει.

Ωστόσο είμαι βέβαιος- όσο μπορώ πλέον να είμαι για οτιδήποτε- πως το πρώτο εκείνο όνειρο, αυτό με τον ξένο, το είδα πριν να επισημάνω το μίσος εκείνου του συμμαθητή μου. Φυσικά βρισκόμασταν ακόμα στις πρώτες μέρες του σχολείου, ίσως να είχε υπάρξει μια αφορμή για να επισημάνω ότι ήταν εξαιρετικά αρνητικά διακείμενος απέναντί μου, αλλά όχι να μπορώ να προβλέψω σε τί θα εξελισσόταν μια τέτοια κατ αρχήν δυσοίωνη στάση του.

Πάντως στη συνέχεια ήταν αρκετά επόμενο να αντικαταστήσω τη μορφή του άλλου ανθρώπου, με αυτή του μισητού συμμαθητή μου. Με εκείνον πορευόμουν, για μία ώρα, στη μεγάλη πόλη, φτάνοντας σε ένα μακρινό, άγνωστο, αραιοκατοικημένο σημείο. Εκεί του ζητούσα να περιμένει λίγο, αφού φυσικά είχα βρεθεί σε αυτό για να παλέψουμε, εκεί όπου σύμφωνα με τη δική του επιθυμία κανείς δε θα μας σταματούσε ακόμα και αν έτρεχε το πρώτο αίμα. Έτσι θα λύναμε τις διαφορές μας. Όμως πίσω απο έναν χαμηλό θάμνο είχα κρύψει το δοκάρι.

Αυτή η σειρά των ονείρων όμως δεν παρουσιάστηκε εύκολα στη μορφή που πήρε το τελικό, το χθεσινοβραδινό μου όνειρο. Αντίθετα εμφανίστηκε μια μακριά ακολουθία απο ατελείς προσεγγίσεις της επιθυμίας μου. Μου είχα δηλώσει εξ αρχής βέβαια ότι ήθελα να δω ένα τέτοιο όνειρο, ώστε να λύσω για πάντα τις διαφορές μου με εκείνον τον αλήτη, ή μάλλον καθώς αυτό δε τολμούσα να το κάνω, έστω να παίρνω κάποια ικανοποίηση απο την επαναλαμβανόμενη- και για όσο κρατούσε το όνειρο ολότελα αληθινή- καταστροφή του στον ύπνο μου.

Έτσι για πολλά όνειρα έβλεπα κάποια υβριδική μορφή, κάτι ανάμεσα στον άλλο άνθρωπο και στο συμμαθητή μου, ή έβλεπα το συμμαθητή αλλά κάτι πήγαινε στραβά, δεν κατόρθωνα να τον χτυπήσω, είτε διότι ανακάλυπτε το δοκάρι, είτε καθώς πέτρωνα στη θέση μου ενώ το κρατούσα, και τότε εκείνος έφευγε, ή πάλευε να το αρπάξει απο το χέρι μου οπότε και ξυπνούσα μέσα στον ιδρώτα απο την απελπιστική προσπάθεια.

Μόνο την τελευταία εβδομάδα είχα πετύχει να φέρω το όνειρο σε μία κατάσταση αρκετά ικανοποιητική, αλλά πραγματικά μόνο το χθεσινό βράδυ, πριν να πάω σήμερα στο σχολείο, είδα τα πάντα όπως τα ήθελα, δηλαδή όπως ήταν στο πρώτο, το αρχαίο εκείνο όνειρο, και απο την άλλη με την πλήρη αντικατάσταση σωστά του σώματος του άλλου ανθρώπου με αυτό του απαίσιου συμμαθητή μου.

Όλα είχαν – επιτέλους- γίνει όπως το ήθελα! Δεν είχε καν υποψιαστεί πως το δοκάρι βρισκόταν στη θέση του. Δεν πρόλαβε ούτε να αντισταθεί στο χτύπημά μου. Τον κοιτούσα να χτυπάει με τις γροθιές του τον αέρα, δοκιμάζοντας οπωσδήποτε τα κτυπήματα που θα πετύχαινε με το μυαλό του πάνω μου, μόνο που αυτά ποτέ δε θα δίνονταν! Του έμελε μόνο τα μυαλά του να χυθούν στο βρώμικο χώμα, και αυτή η σκέψη για μια στιγμή μου ζέσταινε την ψυχή, λίγο πριν δώσω το αποφασιστικό, εκείνο που θα τον καθήλωνε, χτύπημα...

Έτσι το σημερινό πρωινό όταν βρέθηκα στο σχολείο ένοιωθα ιδιαίτερα χαρούμενος. Είχα πετύχει το όνειρό μου να παρουσιάσει το θέαμα που έλπιζα πάντα να βλέπω πριν να αρχίσει η κάθε σχολική μου μέρα, το μόνο θέαμα που θα μπορούσε να επιδράσει ως ανταμοιβή και αναίρεση για τη δειλία μου να επιφέρω μια αντίστοιχη αποτελεσματική λήξη στην φρικτή μου έριδα με εκείνον.

Παρόλα αυτά, περιέργως- μάλλον καθόλου περιέργως, αφού άλλωστε το αλλόκοτο εδώ ήταν ότι βασιζόμουν σε ένα όνειρο για να αντλήσω ηρεμία! – όταν έφτασα στο σχολείο ατένιζα με ανησυχία την τάξη, στο σκοτεινό βάθος της οποίας θα αντίκριζα για άλλη μια φορά εκείνον τον απαίσιο εχθρό. Όμως η ώρα του πρώτου μαθήματος πέρασε, και δεν τον είδα πουθενά.

Αυτό όμως δε μου ήταν ευχάριστο. Διότι ήξερα απο την εμπειρία μου πως όποτε παρουσιαζόταν καθυστερημένα στην τάξη επιδίωξε λόγω της δικής του μιαρής σκέψης να αποκτήσει κάποιο αντιστάθμισμα για την ώρα που είχε χάσει απο το βασανισμό μου. Έτσι θα γινόταν ακόμα πιο επιθετικός, για να συμπυκνώσει όλο του το μίσος σε λιγότερη ώρα.

Όταν πέρασε και η δεύτερη ώρα δίχως να φανεί άρχισα πάντως να ηρεμώ, διότι σκέφτηκα πως μάλλον θα έχανε τη μέρα. Στο διάλλειμα ένοιωσα και πάλι μια ανησυχία, διότι ήταν η τελική στιγμή στην οποία θα είχε ίσως νόημα να φτάσει στο σχολείο, στο μισό του χρόνου της ημέρας.

Σε εκείνο το διάλλειμα απολάμβανα όσο μπορούσα με όλα αυτά την ελευθερία μου, παραμένοντας κοντά σε μερικούς συμμαθητές που δεν ήταν εχθρικοί απέναντί μου. Μακριά απο εμάς, μπροστά, στο βάθος της αυλής, κατευθύνονταν προς το μέρος μας κάποιοι που δεν ήθελα να τους πλησιάζω. Στο παρελθόν ηγούταν της συντροφιάς τους ο μισητός άλλος συμμαθητής, και έμοιαζαν να τον φοβούνται αρκετά ώστε να υποτάσσονται σε εκείνον και κατά συνέπεια ήταν δυνητικά και εκείνοι επικίνδυνοι για εμένα.

Τώρα όμως ένας απο αυτούς είχε επιστρέψει απο ένα μικρό δασάκι στα όρια του κτήματος του σχολείου, όπου πήγαιναν προφανώς για να καπνίσουν. Έμοιαζε αρκετά λυπημένος, ή ακόμα και τρομαγμένος..

Όταν τελικά ήρθε δίπλα μας ήταν φανερό πως το πνεύμα του ήταν ανάστατο. Είχε επιστρέψει απο το δασάκι, και τώρα μας αποκάλυψε ότι εκεί είδε τον άλλο συμμαθητή, που έλειπε όλη τη μέρα. Αυτό παραλίγο να με συντρίψει, τόσο πολύ στεναχωρήθηκα... Όμως συνέχισε, και είπε ότι τον είδε με ένα άλλο, άγνωστο σε αυτόν παιδί. Τους κοιτούσε απο μακριά, κρίνοντας ότι ετοιμάζονταν ίσως για κάποια αγοραπωλησία τσιγάρων, όμως, ξαφνικά, το άλλο παιδί απομακρύνθηκε, και όταν γύρισε κρατούσε ένα δοκάρι που το χτύπησε με τρομερή δύναμη στο κεφάλι του συμμαθητή μας!

Κατόπιν, και ενώ αυτός είχε παγώσει στη θέση του, ο άλλος άνθρωπος γύρισε προς το μέρος του, κάτι που τον τρόμαξε ακόμα περισσότερο! Διέκρινε σε αυτόν μόνο κάτι πάνω του, το πρόσωπό του δεν ήταν προφανώς σε θέση να το περιγράψει, ίσως διότι έκανε τεράστια προσπάθεια να το ξεχάσει.

Αυτό που διέκρινε ήταν ο τρόπος με τον οποίο κινούνταν τα χείλη του, πάνω και κάτω, ασταμάτητα, απότομα, βίαια, σαν το κύμα, σαν το κύμα σκέφτηκα τότε εγώ, και σαν το κύμα η σκέψη μου διασπάστηκε στα βράχια της δεισιδαιμονίας, όταν για μια στιγμή πρόφερα μέσα μου την εξήγηση ότι είχα μόλις καλέσει, με έναν τρόπο μυστικό, ένα στοιχειό, ένα πνεύμα, την κάθε αγριότητα, το τέλος της κάθε επιθυμίας για άλλη ειρήνη με τον άνθρωπο που μισώ.

Ο Kυριάκος Χαλκόπουλος έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Το τετράδιο και άλλα διηγήματα τρόμου (Ιδ. εκδ., 2009). Ζει στη Θεσσαλονίκη.