Top menu

6 προτάσεις για αναγνώσεις βιβλίων τον Ιούνιο

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει:

Tα σονέτα, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, μτφρ. Λένια Ζαφειροπούλου, εκδόσεις Gutenberg 2016

“Θα λάμψουν του ήλιου
οι ακτίνες πάνω στη θωρριά σου.
Λείπει όμως κάτι απ΄των ματιών
την τέχνη.
Ζωγραφίζουν μόνο όσα βλέπουν,
την καρδιά καθόλου
δεν την γνωρίζουν”

Σονέτο 24

Οι μεταφράσεις των σαιξπηρικών σονέτων συνιστούν ένα γνώριμο υλικό για την εγχώρια, μεταφραστική πραγματικότητα. Ο Διονύσης Καψάλης και άλλοι δημιουργοί, γοητευμένοι απ΄το πάθος και το μυστήριο της ζωής και των αισθήσεων του ανεπανάληπτου, Άγγλου δραματουργού θα μεταφέρουν στο αναγνωστικό κοινό σπαράγματα απ΄τις σχεδόν εξομολογητικές συνθέσεις του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.. Το 2016, έτος αφιερωμένο στον Βρεττανό συγγραφέα θα φέρει στο φως μελέτες που ερμηνεύουν άγνωστες και ίσως σκοτεινές πτυχές της ζωής του. Η επαναπροσέγγιση των έργων του που κατατάσσονται σήμερα ανάμεσα στα σπουδαιότερα δείγματα της ανθρώπινης δημιουργίας, οι σκηνικές και εκφραστικές ανανεώσεις που μοιραία επιφέρει η απόσταση του καιρού συνιστούν μερικές μόνο απ΄τις δράσεις στις οποίες στοχεύει η εκ νέου γνωριμία του θεατρικού και αναγνωστικού κοινού με τις γεμάτες αίνιγμα και δράμα μορφές του Άμλετ, του Βασιλιά Ληρ, του Οθέλλου και όλων εκείνων που έθεσαν με τις πράξεις τους ένα αξεπέραστο μέτρο για την ανθρώπινη πράξη και τις προεκτάσεις της.

Η Λένια Ζαφειροπούλου και οι εκδόσεις Gutenberg φέρνουν ξανά στο φως το σύνολο των σονέτων που ως σήμερα διαμορφώνουν το πιο ολοκληρωμένο, αυτοβιογραφικό υλικό για τον Σαίξπηρ και τις ανερμήνευτες πτυχές της προσωπικής και κοινωνικής του ζωής. Τα Σονέτα δημοσιεύονται για πρώτη φορά το 1609 από τον Thomas Thorpe. Η συγκεκριμένη έκδοση θα αποτελέσει έκτοτε τη βάση για κάθε μεταφραστική απόπειρα και ερμηνεία τους. Το Quarto όπως ονομάστηκε αυτή η πρώτη συνολική έκδοση των ποιημάτων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ θα παραμείνει στη λήθη ως το τέλος του 17ου αιώνα και την επανατύπωσή του από τον John Benson ο οποίος το 1640 σε μια διόλου προσεγμένη έκδοση θα φέρει ξανά στο φως το σαιξπηρικό έργο.

Είναι γεγονός πως το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού αναφορικά με τα σονέτα θα παραμείνει ακμαίο για μερικά μόνο χρόνια μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ. Για δεκαετίες το αμφιλεγόμενο και αινιγματικό έργο του Βρετανού δραματουργού θα παραμείνει στην αφάνεια. Ακόμη και πριν το θάνατό του το λογοτεχνικό αυτό είδος θα χάσει την απήχησή του στην ελισαβετιανή κοινωνία στερώντας απ΄το κοινό ένα άκρως τρυφερό και αποκαλυπτικό έργο. Οι αυθαιρεσίες του Benson στο κυρίως κείμενο, με κύρια τη μεταβολή του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται το άκρως προσωπικό έργο του Σαίξπηρ που θα αποτελέσει και την πιο ολέθρια παρέμβασή του, οι απαιτήσεις της συντηρητικής βρετανικής κοινωνίας που παραμένει επιφυλακτική ή ακόμη και δηκτική απέναντι σε κάθε παρέκλιση και διαφοροποίηση από τα γενικώς αποδεκτά χαρακτηρίζουν αυτήν την επανατύπωση.  

Ωστόσο παρά τα αυστηρά, κοινωνικά πρότυπα της εποχής και τις ωμές παρεμβάσεις του Benson στις κειμενικές αναφορές των Σονέτων, το αίνιγμα του Σαίξπηρ για τα πρόσωπα που εμπνέουν τον έρωτά του θα προσθέσουν στην αξία του έργου και θα του προσδώσουν μια σημασία κοινωνικού χαρακτήρα. Ένα μέρος των σονέτων αφιερώνεται σε κάποιον νεαρό εραστή ενώ τα υπόλοιπα αφορούν μια αινιγματική γυναίκα που στους στίχους του ταυτοποιείται ως Dark Lady. Το θεατρικό έργο του Bernard Shaw με τίτλο The Dark Lady of the Sonnets επιβεβαιώνει το αυξανόμενο ενδιαφέρον των σύγχρονων δημιουργών γύρω απ΄τον μυστικιστικό σχεδόν τρόπο που καταρτίζονται τα ιαμβικά μέτρα του Σαίξπηρ.

Τα Σονέτα και η διφορούμενες αναφορές τους έφεραν στο προσκήνιο τα πρόσωπα που στιγμάτισαν ερωτικά την προσωπικότητα του δημιουργού τους. Στη μορφή του Mr W. H. οι μελετητές αποδίδουν τον Henry Wriothesley, τρίτο κληρονόμο του οίκου του Southampton ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι πίσω απ΄τα μυστηριώδη αρχικά κρύβεται το πρόσωπο του William Herbert, κληρονόμου του Pembroke. Άλλωστε ο ίδιος ο Σαίξπηρ θα αφιερώσει ορισμένα απ΄τα σονέτα του στον πλούσιο οίκο, που ξεχωρίζει για την ευμάρεια, τα ερωτικά σκάνδαλα και την ανάμειξή του στους τομείς του δικαίου και της νομολογίας.

Στο πρόσωπο της Dark Lady οι ειδικοί θα αναγνωρίσουν την Mary Fitton, παράνυφο της βασίλισσας Ελίζαμπεθ. Η μορφή της θα μονοπωλήσει έναν ορισμένο κύκλο της ποιητικής δημιουργίας του Σαίξπηρ. Πλάι στα ερωτήματα για τα πρόσωπα που απαρτίζουν τα αντικείμενα του πόθου για τον Βρετανό δημιουργό προκύπτει το στοιχείο της αυτοβιογραφίας και του βαθμού στον οποίο τα σονέτα του Σαίξπηρ φέρνουν στο φως στοιχεία απ΄την προσωπική ζωή του. Η σύγχρονη κριτικογραφία θα απαντήσει καταφατικά σ΄αυτό το ερώτημα, δίχως όμως να επικεντρώνεται λιγότερο στην απαράμιλλη λογοτεχνική αρτιότητα των ποιητικών συνθέσεων του Σαίξπηρ, όπως συνοψίζεται στο επικό στοιχείο που εντάσσουν στους κόλπους τους, όσο και στο εύρος της θεματολογίας τους. Η Dark Lady, μια μορφή αντίθετη στο αναγεννησιακό πρότυπο της ομορφιάς, η σκοτεινιά της που έρχεται σ΄αντίθεση με τις λαμπρές παρατάξεις του έρωτα, το αίσθημα που γίνεται καταστροφικό, που στοιχειώνει αλησμόνητο τις ζωές, ο αγαπημένος που καθίσταται ένα δημιούργημα οραματικό έξω και πέρα απ΄τη μονομέρεια της ζωής, το πένθος της αγάπης και ενός χρόνου αμείλικτου συμπληρώνουν τη θεματολογία και αναδεικνύουν σήμερα σε παγκόσμιο μέγεθος το έργο του Βρετανού. Η Λένια Ζαφειροπούλου, στην εξαιρετική και κατατοπιστική της εισαγωγή, σημειώνει: [...τα σονέτα είναι αυτά που όχι μόνο θα διασώσουν την ομορφιά του αγαπημένου απ΄τη φθορά, αλλά θα την κρατήσουν και στον αιώνα ως πρότυπο για τους αγέννητους. Είτε πάντως βγάζοντας την τέχνη άχρηστη είτε ανακηρύσσόντας την παντοδύναμη, ο Σαίξπηρ φέρνει διαρκώς τον νέο του αντιμέτωπο με τη σκληρότητα της ιδιοφυίας. Ίσως εκδικούμενος για τις δικές του ερωτικές τρικυμμίες πετά το ωραίο αγόρι του πότε στα ύψη της αποθέσωσης και της αυτάρκειας πότε στα βάραθρα της μνήμης του θανάτου.]
 
Και συμπληρώνει: [...Ο έρωτας των σονέτων είναι κόπος και μόχθος. Δεν είναι ούτε ουράνια αποκάλυψη, ούτε ιπποτική αποστολή, ούτε εξαϋλωση ούτε απελευθέρωση και εξύψωση από τα γήινα. Ως κόπος παρουσιάζεται, ως άβολο άθλημα, ως ασύμφορος κήπος ενός μανιακού, ξεροκέφαλου καλλιεργητή. Γι΄αυτό και στο βυθό του έργου υφέρπει παντού το πικρό χιούμορ. Ας το παραδεχτούμε, κύριοι, κανένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και κάνει συνετή χρήση των δυνάμεών του δεν περιπίπτει στον έρωτα.]

Η δίγλωσση έκδοση που φέρνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων οι εκδόσεις Gutenberg δεν διεκδικεί καμιά πρωτοτυπία. Το έργο του Σαίξπηρ έχει προ πολλού κερδίσει την εκτίμηση του κοινού παγκοσμίως, ενώ στο πρόσωπό του αναγνωρίζεται καθολικά μια ολοφάνερη συνέχεια εκείνου του τραγικού, του σχεδόν διονυσιακού κόσμου που μας παρέδωσαν οι αρχαίοι ποιητές. Ωστόσο, θα πρέπει να εκτιμηθεί με βάση το βαθμό δυσκολίας της μια τέτοια μεταφραστική απόπειρα που θέλει την ποίηση να ξαναφτιάχνει τα περίφημα σονέτα του Ο. Σ., αφού μετάφραση είναι κάθε μορφή αναδημιουργίας. Θα πρέπει να εκτιμηθεί ως προσόν αυτής της συλλογής ο λόγος που ρέει, το μυστήριο που τηρείται αδιάκοπα δίχως να αποκαλύπτονται ποτέ εκείνοι οι έρωτες που στάθηκαν αφορμές για τα 154 περίφημα Σονέτα του Σαίξπηρ.

Τελειώνοντας αυτό το σημείωμα που άλλο σκοπό δεν έχει παρά να τονίσει την άρτια εργασία μιας σπουδαίας μεταφράστριας, παραθέτουμε αυτούσιο τον μικρό πρόλογο που προηγείται της εισαγωγής των Σονέτων. “Πριν ακόμη πλησιάσεις τα σονέτα, έχεις ακούσει ότι κατέχουν ιδιαίτερη θέση μέσα στο σαιξπηρικό οικοδόμημα. Τα σονέτα είναι σου λένε ερωτική αυτοβιογραφία, ο δεσμός μ΄έναν ωραίο νέο, η σχέση με κάποια μαύρη κυρία. Είναι μια περιστρεφόμενη πόρτα που σε οδηγεί σε ενδότερα διαμερίσματα, ίσως και στην κρεβατοκάμααα του ποιητή. Φθάνεις λοιπόν σε αυτήν την πόρτα και απλώνεις το χέρι να την περιστρέψεις και να βρεθείς εκεί που σου υποσχέθηκαν. Και τότε βλέπεις  ότι δεν πρόκειται καθόλου για πόρτα. Αυτό που μάταια περιστρέφεις είναι ένας κύλινδρος που σε εμποδίζει να μπεις στο δωμάτιο του ποιητή. Είναι φανερό. Τα σονέτα σε δελάζουν με αποκαλύψεις και περιπαίζουν την περιέργειά σου. Από την άλλη μεριά του τοίχου ακούς τη φωνή του ποιητή. Κάποιον προτρέπει, κάποιον επιτιμά, κάποιον ικετεύει, κάποιον υμνεί. Να΄ναι και άλλοι μαζί του; Ανώφελη ή περιέργεια. Ποτέ δεν θα το μάθεις αυτό. Ποτέ δεν θα δεις ούτε το πρόσωπο του ποιητή ούτε τους φίλους του, αν υπάρχουν. Θα φύγεις όμως χορτάτος από τέχνη. Και πεινασμένος από περιέργεια.

Απόστολος Θηβαίος

*

Φυλακές απόπειρες, ποίηση, Τάσος Μπέσιος, εκδόσεις Εκάτη 2016

Πριν από λίγο καιρό, διαβάσαμε την ποιητική συλλογή του Τάσου Μπέσιου: «Φυλακές απόπειρες». Πρόκειται για ποίηση κυρίως συμβολική με υπερρεαλιστικές προεκτάσεις. Ο ποιητής γράφει λιτά και περιεκτικά χωρίς περιττά στολίδια και φιοριτούρες.
       
Η ποιητική συλλογή του Τάσου Μπέσιου «Φυλακές απόπειρες» χωρίζεται σε δύο μέρη:
       
Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο: «Φυλακές» και κατά τη γνώμη μας, περιλαμβάνει τα περισσότερα όμορφα ποιήματα της συλλογής, δίχως αυτό να σημαίνει, πως δεν υπάρχουν ορισμένα όμορφα ποιήματα και στο δεύτερο μέρος. Το πρώτο, που παρατηρούμε στις «Φυλακές» είναι η αντιμετώπιση του χρόνου από τον ποιητή με πικρές διαπιστώσεις: «Απέραντο Τώρα… / Πόσο λίγο διαρκείς!» και αλλού: «Μπλέχτηκαν τα μαλλιά του. / Μπερδεύτηκαν οι κινήσεις του. / Οι σκέψεις του / τα βήματά του / πιάστηκαν… / σε κακού ρολογιού / τους δείκτες. / Και πια / να ξεφύγει / δεν μπορεί.» Σε άλλο σημείο, ο Τάσος Μπέσιος στηλιτεύει και προειδοποιεί όσους σαν άλλοι Νάρκισσοι είναι ερωτευμένοι με τον εαυτό τους και νοιάζονται μόνο για την προσωπική τους δόξα: «Όλοι οι καθρέφτες όπως / μαγικά καταβροχθίζουν / όποιον επάνω τους / για λίγο ξεχαστεί.» Ένα ποίημα, που επίσης, ξεχωρίσαμε από τις «Φυλακές» είναι το «Μετανάστες», που ο ποιητής τους περιγράφει στριμωγμένους: «στον τοίχο / ανάμεσα σε δυο αντωνυμίες / από το παρελθόν», για να καταλήξει: «Αόρατοι από τη μοναξιά / στιχοι…σμένοι / στα νερά της Νύχτας / ταξιδεύουν / για το ανείπωτο.» Σε άλλο ποίημα ο Τάσος Μπέσιος παρομοιάζει τον κόσμο με την άτρακτο της μέρας, ειρωνεύεται τις διάφορες δοξασίες γράφοντας για «μυθική σάλτσα» και αναρωτιέται: «Πότε / δάκτυλα γενναία / θα ξεκλειδώσετε / το αίνιγμα / του διπλού σκότους / που μας τυλίγει;»
       
Το δεύτερος μέρος της συλλογής του Τάσου Μπέσιου «Φυλακές απόπειρες» φέρει τον τίτλο «Απόπειρες». Εδώ υπάρχουν αρκετά πολύστιχα ποιήματα και ο ποιητής γίνεται λίγο πιο δυσνόητος από το πρώτο μέρος, όμως, κατά τη γνώμη μας, μια προσεκτικότερη ματιά, κάνει τον αναγνώστη να τα κατανοήσει. Όπως, στις «φυλακές» έτσι και στις «Απόπειρες», ο Τάσος Μπέσιος αναφέρεται στον χρόνο με μια φιλοσοφική και συνάμα τραγική διάθεση: «ο χρόνος / τρώγεται φρέσκος και ζεστός… / Αλλιώς… σε κομματιάζει / η νοσταλγία.» Ο ποιητής στηλιτεύει τους ανθρώπους, που εγκαταλείπουν την προσπάθεια, ενώ γι’ αυτούς, που προσπαθούν ακόμα και όταν φαίνεται πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, γράφει: «Ελάχιστοι… ιδιότροποι / και απελπισμένοι / θα συνεχίσουν να ψάχνουν / να ψάχνουν στα τυφλά / σαν το πεινασμένο σκυλί… / Δεν αποκλείεται… / κάτι να βρουν… ν’ αγαπήσουν.»

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

Οι απόκληροι, νουβέλα, Κώστας Γραμματικόπουλος, εκδόσεις Βακχικόν 2017

 

Σε μια Ελλάδα που υποφέρει από λάθη, σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο ανθρώπων που εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους, σε μια Ελλάδα που οι μισοί τραγουδούν και οι άλλοι μισοί κρίνουν, σε μια Ελλάδα που συνεχίζει να γλεντάει με τα γλέντια των άλλων, διαπιστώνεται η παρουσία λογοτεχνικών έργων, τα οποία μπορεί να μας αφήνουν αδιάφορους ή να μας συγκινούν, να μας προβληματίζουν και εν τέλει, να μας ταξιδεύουν.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Έχει εκδοθεί μια ποιητική συλλογή του, με τον τίτλο «Νεκρό φιλί» από τις εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ. Υπάρχουν δύο θεατρικά (που όπως είπε ο ίδιος, θα δουν οι άλλοι τι θα γίνουν) πολλά τετράδια με υλικό που, μάλλον, πρέπει να αποδελτιωθεί, και η νουβέλα χάριν της οποίας βρισκόμαστε εδώ.

Ο ΤΙΤΛΟΣ
«ΟΙ ΑΠΟΚΛΗΡΟΙ», άνθρωποι που φαίνεται ότι , επί του παρόντος, δεν έχουν ήλιο στη ζωή τους.

Ο ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Η σημερινή Αθήνα, με τους πολυσύχναστους δρόμους της αλλά και με τις ερημικές διεξόδους ( ή μήπως αδιέξοδα) για τις οποίες, θα έλεγα ότι, αδιαφορεί με τρόπο χαρακτηριστικό, τοποθετώντας, εκτός ελαχίστων συγκλονιστικών στιγμών, τους ήρωές του έξω από αυτούς τους δρόμους και αυτές τις διεξόδους.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Σε κανέναν από τους ήρωες δεν διαπιστώνεται η διάθεση, ούτε καν, να ονειρευτεί. Ζουν ζωή, στην οποία γίνεται προσπάθεια επιβίωσης, η οποία,  σε κάποιες περιπτώσεις, έρχεται ομαλά αλλά σε κάποιες άλλες δύσκολα.

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
Νομίζω ότι ένα επίθετο μόνο θα μπορούσε να τα περιγράψει: ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ. Δηλώνουν υπομονή, σύνεση, μεγάλα ταξίδια, ηρωισμούς, υλικές απολαύσεις, δολοπλοκίες αλλά και ζεστά χρώματα.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Δύο ζευγάρια, ή καλλίτερα τέσσερις άνθρωποι και ένα τετράποδο, που δεν θα μπορούσε να είναι άλλο παρά ο καλλίτερος φίλος του ανθρώπου, μέσα από τέσσερις ξεχωριστές πορείες, εξαναγκάζονται να συναντηθούν με τη βοήθεια της πένας του συγγραφέα.

Ο ΣΤΟΧΟΣ
Επηρεασμένος, ο συγγραφέας, από πραγματικό γεγονός, που μάλλον θα ήταν καλλίτερα να σας αναφέρει ο ίδιος, έφτιαξε δύο παράλληλες ιστορίες, που αφορούν δύο ( ή μπορεί και περισσότερες ) από τις μορφές που μπορεί να έχει αυτό που λέγεται «αγάπη». Μορφές που σίγουρα έχουν απαντηθεί ή απαντώνται στον καθέναν από εμάς, αλλά, λόγω του ατομικισμού που επικρατεί δεν ομολογούνται˙ η καθομολόγησή τους δε, γίνεται κάτω από το μεγάλο ειδικό βάρος συρεαλιστικών περιγραφών. Υπήρξε, άραγε, στο νου του συγγραφέα, η σκέψη δημιουργίας μιας ιδιαίτερης πλοκής που μπορεί να σε κρατήσει σε εγρήγορση μέχρι το τέλος του έργου, προσδοκώντας έπαινο γραφής κοινωνικής, ή αν θέλετε, κοινωνικοπολιτικής ιστορίας; Όπως θα διαπιστώσουν αυτές ή αυτοί, που θα διαβάσουν το έργο, γίνεται μια εξομολόγηση στον πρόλογό του. Στόχος του συγγραφέα ήταν να μιλήσει στην καρδιά του καθενός… να την συγκινήσει. Όντας ο ίδιος ανήμπορος να προξενήσει, ενσυνείδητα τουλάχιστον, κακό, εξαναγκάζει ένα από τα πέντε πρόσωπα του έργου, να φτάσει εκεί που κάποτε έφτασε ο μονόλογος μεγάλου Ρώσου συγγραφέα με το ίδιο χαρακτηριστικό.

ΤΟ ΕΡΓΟ
Οι άνθρωποί του περιθωριακοί, ως ένα βαθμό, με απλοϊκή όμως συμπεριφορά, συνδέουν ανά δύο τις ζωές τους αρχικά, χωρίς να υπάρχει δόλος. Κυριαρχεί το αυθόρμητο. Δημιουργείται έλξη, λόγω του γεγονότος ότι στον καθέναν από αυτούς λείπει αυτό που δεν σχετίζεται με υλικές απολαβές˙ και στον καθέναν από αυτούς παρουσιάζεται μπροστά του αυτό που του λείπει και – εκφράζοντας την άποψη του συγγραφέα- εντέλει μαγικό. Εκεί ακριβώς γίνεται τραγικό λάθος, άρα έχουμε απέναντί μας μία σύγχρονη τραγωδία. Διαπράττεται ύβρις, οπότε, όπως καταλαβαίνετε, ακολουθεί η θεία δίκη με τελικό αποτέλεσμα την κάθαρση, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Το υπόλοιπο σκέλος δεν χρήζει κάθαρσης, απεναντίας αποπνέει αισιοδοξία για το μέλλον. Ένας νεαρός – ούτε καν έφηβος-, δύο μεσήλικες ( ή και λίγο παραπάνω) μία δροσερή κοπέλα – σαν τα λόγια των υπηρετριών σε έργο του Πούσκιν) και ένα συμπαθέστατο τετράποδο συνθέτουν το παζλ της ιστορίας. Με αμεσότητα ,που διαπιστώνεται από το γεγονός ότι, αρκετές φορές, απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη,  με μυστικιστική τυπικότητα στην απεικόνιση των χαρακτήρων, με χαρακτηριστικά ξεκινήματα στην αρχή κάθε κεφαλαίου, με απόλυτη συνέπεια στην εναλλαγή των ιστοριών κάθε ζεύγους, ιστάμενος υπεράνω έξεων των ηρώων του, οι οποίες θα μπορούσαν να τους προσδώσουν ιδιαιτερότητες, με γλώσσα λυρίζουσα (προφανώς λόγω επιδράσεων) απεικονίζεται τοπίο ψυχών αλλά και χώρων του σήμερα, πιστώνοντας στους ήρωές του την αγάπη που αξίζουν με τα όποια παρατράγουδα. Κλείνοντας˙ Με προσπάθειες ερμηνείας των συμπεριφορών, χωρίς αυτές να είναι μακροσκελείς, περιγράφει ξεκάθαρα αυτό που νιώθει ο καθένας από του ήρωες της νουβέλας, έστω κι αν αυτοί δεν μπορούν να το πουν. Το αν τα κατάφερε ή όχι θα το διαπιστώσει ο μελλοντικός αναγνώστης. Κώστα Γραμματικόπουλε, σου εύχομαι από βάθους να εκπληρωθεί ο στόχος σου κι αν αυτός είναι να ταξιδέψει το βιβλίο, ας είναι καλοτάξιδο.

Παντελής Ανδριώτης

*

Ο μιθριδατισμός του Αστερίωνα, ποίηση, Μαρία Γ. Τζανάκου, εκδόσεις Νοών 2016

Η ποίηση της Μαρίας Γ. Τζανάκου -το επισημάναμε και στις προηγούμενες ποιητικές της συλλογές- έχει ένα σίγουρο πάτημα στη ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Δεν προσφεύγει στις συνήθεις ευκολίες των -νεότερων κυρίως-  ποιητών που στοχεύουν σε μια αδιέξοδη συναισθηματική κινητοποίηση του αναγνώστη. Εδώ η ποίηση μοιάζει να ξέρει ακριβώς το μέτρο της συγκίνησης, το όριο του λυρισμού. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον στην ποιητική της πρόταση. Συλλέγοντας από τη γύρω και τη μέσα πραγματικότητα εναποθέτει στους στίχους της σχόλια (συχνά καταγγελτικά ή πικρά εσωτερικής διεργασίας), τα οποία σε αναλυτικό λόγο θα προσέγγιζαν τη δοκιμιακή εκδοχή του λόγου ως προς το περιεχόμενο.

Χρησιμοποιεί τα ουσιαστικά και τα επίθετα, δίνοντας ολόκληρο το βάρος που τους αναλογεί στην πρόταση, αναδεικνύοντας έτσι τις λέξεις σε ορίζουσες τα νοήματα. Νοήματα απολύτως σαφή, μια που αυτή η ποίηση προτιμά μια τίμια συζήτηση με τον αναγνώστη της. Αν αυτό το γνώρισμα είχε εντοπιστεί ανάμεσα σε άλλα στις προηγούμενες συλλογές της, τώρα μοιάζει να είναι ως τεχνοτροπία η κυρίαρχη διέξοδος που αναζητά ο λόγος της.

Τα δύο πρόσωπα που κυριαρχούν στα ποιήματά της, το δεύτερο ενικό και το πρώτο ενικό, αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο τον στόχο της γραφής της. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο  (και το δεύτερο πληθυντικό ως παραλλαγή του) εξυπηρετεί τον διδακτικό τόνο της ποιητικής /δοκιμιακής σκέψης, ακόμη και όταν μεταλλάσσεται σε πρώτο ενικό θυμίζοντας παλαιούς ποιητές, που έκρυβαν επιμελώς το ποιητικό υποκείμενο κάτω από την προσφώνηση «εσύ». Από την πρόσφατη συλλογή της, που εξετάζεται εδώ, απουσιάζει σχεδόν το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που εντοπιζόταν σε προηγούμενες γραφές της.  Ίσως αυτό δείχνει μια περισσότερο ενδοστρεφή ποίηση ή, έστω, μια συνειδητοποίηση μοναξιάς. Δεν παραπέμπει σε εγωκεντρισμό όμως.

Την ποιήτρια την απασχολεί η έννοια της άφευκτης μοίρας, του πεπρωμένου, απέναντι στο οποίο εμφανίζεται συχνά με λεπτή ειρωνεία ή σαρκασμό, μάλλον σε μια προσπάθεια να το αντιμετωπίσει με τα ανθρώπινα μέσα, τόσο ατελή στην άνιση μάχη που δίνουν. Η ποίηση έχει αναλάβει αυτόν τον ρόλο, συχνά αποδομώντας τα υλικά της και εμφανίζοντας ρεαλιστικά την αλήθεια των πραγμάτων. Μπορεί εδώ κάποιος να έχει μια ένσταση σχετικά με τον βαθμό που ο ποιητικός λόγος αντέχει τη γερή δόση ρεαλισμού, με την οποία τον τροφοδοτεί η ποιήτρια. Σκέφτομαι, όμως, ότι η απόδοση της πραγματικότητας ως έχει είναι ένας τρόπος γραφής, αντιμέτωπος με πλείστα όσα ποιητικά ασαφή και απροσδιόριστα. Και ίσως κερδίζει τη μάχη στα σημεία.

Ενδιαφέρουσα είναι η αυτοαναφορικότητα των στίχων της, με άλλα λόγια η «Ποιητική» της, η αναφορά στο ίδιο το έργο της ποίησης. Μοιάζει να κερδίζει περισσότερο η απαισιοδοξία, αναμενόμενη οπωσδήποτε σε μια ρεαλιστική οπτική, που ταιριάζει στην ποιήτρια:

Πότε επιτέλους θα καταλάβεις διάολε
Ότι ο ποιητής
Δεν έχει τίποτα συγκεκριμένο
Να δηλώσει
Παρά μονάχα
Το συναίσθημα και την γραπτή αποτύπωσή του
Με φόντο το τοπίο της Αθανασίας;
Πότε θα το καταλάβεις διάολε;
Κι ο ποιητής αφουγκράζεται…
Κι ο ποιητής σιωπά…
Κι ο ποιητής αποτυπώνει..
Και ο ποιητής αφανώς υπομένει…
Συμβιβασμός.

[Ο Ποιητής]

Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν στεγανοί χώροι ανάμεσα στο έργο του ποιητή και στην αντίληψη που έχει για τη θέση του στον κόσμο, θα λέγαμε ότι η δόση απαισιοδοξίας δεν αφορά μόνο τα ποιητικά πράγματα:

Σκέψεις στοιχειώνουν
Τον νου
Αμφιβολία.
[…]
Ήττες του μέλλοντος
Στοιχειώνουν το παρόν
Απελπισία.

[Ταχύρρυθμες σκέψεις]

Σε μια περίπτωση ενδιαφέρουσα, στην οποία η ποιήτρια μοιάζει να συζητά με τον εαυτό της και τα διλήμματά της, ερωτά στο πρώτο ποίημα και απαντά η ίδια στο δεύτερο:

Ξέρω, ξέρω…
Σου αρέσει κι εσένα ο Καβάφης
Να συντροφεύει τα βράδια σου
Κι ύστερα ο Μπόρχες,
Η Σύλβια Πλαθ,
Και άλλοι πολλοί της Τέχνης Υπηρέτες.
Συνηθίζεις κι εσύ με στόμφο να ψελλίζεις:
«Ανυμνείτε τους ποιητές.
Γιατί εγκιβωτίζουν στα γραπτά τους
Αισθήσεις απροσδόκητες…»
Όμως σε ρωτάω
Τι γίνεται όταν τα γραπτά τους
Πέσουν απ’ τα χέρια σου
Και μείνεις μόνος
Κατάμονος
Μπρος σε ένα είδωλο φρικτό
καθρέφτη αντανάκλαση;
Τότε σου λέω τι γίνεται τότε;
Τι βλέπεις;
Πόσες άφατες συγγνώμες καθορίζουν τις στιγμές σου;
Πόσα λόγια αγάπης που δεν είπες μαστιγώνουν το μέτωπό σου;
Και πόσες τύψεις κι ενοχές καταρρακώνουν το θυμικό σου;
Εκεί σε θέλω φίλε μου..
Εκεί…

[Νεκρή φύση
(still life)]

[…]
Η ποίηση αρκεί.
Αρκεί και περισσεύει.

[Ποιητικές αναζητήσεις]

Η ποίηση, λοιπόν, μπορεί όχι μόνον να διασώζει τα προσχήματα μπροστά στο έλλειμμα της ζωής, αλλά οπωσδήποτε θα παραδεχθούμε ότι σώζει και τους ποιητές. Σαν σχεδία στο τρικυμισμένο πέλαγος. Σε μια άλλη εκδοχή, που παραπέμπει και στον τίτλο της συλλογής, ίσως αποτελεί αυτή την ελάχιστη καθημερινή δόση ποιητικού δηλητηρίου, ικανή να σε μεταλλάξει τελικά σε άτρωτο απέναντι στα πραγματικά δηλητήρια.

Διώνη Δημητριάδου

*

Οι τελευταίες πεντάρες, μυθιστόρημα, Βαγγέλης Αυδίκος, εκδόσεις Ταξιδευτής 2016

Παργινόσκαλα. Μια περιοχή της Πρέβεζας. Ένας τόπος στοιχειωμένος. Οσμή θανάτου παγώνει τον τόπο. Το άδικο αίμα που χύθηκε, βρικολάκιασε όλους τους κατοίκους της πόλης. Αν μπορούσε κανείς να ζυγίσει την Ιστορία της Παργινόσκαλας, ο τόπος της Πρέβεζας, θα βούλιαζε μέσα στον Αμβρακικό…

Οι άνθρωποι γίνονται λύκοι για τους ανθρώπους…

Αυτό που έγινε στην Παργινόσκαλα ήταν μια τραγική ιστορία, όμως η σιωπή που επικράτησε μετά την Παργινόσκαλα ήταν μεγάλη. Για δεκαετίες η πόλη της Πρέβεζας είχε πάρει γομολάστιχα και προσπαθούσε να σβήσει τα ίχνη που άφησε αυτή η περίοδος του Σεπτεμβρίου 1944, την εκτέλεση των ανταρτοεπονιτών στην Παργινόσκαλα. Οι Πρεβεζάνοι θάβουν βαθιά στα σκοτεινά ερμάρια της συλλογικής λήθης το μακάβριο γεγονός. Η ιστορία της Παργινόσκαλας συγκροτείται, από το συγγραφέα, μεθοδικά, σπυρί σπυρί, σαν να προκύπτει από τις επίμονες προσπάθειες ενός μυρμηγκιού.
 
Η Παργινόσκαλα η ίδια ήταν μια κατάρα για τους ανθρώπους της πόλης. Η πόλη χωρίστηκε στα δύο και επικράτησε η αλόγιστη βία.

Γιατί οι άνθρωποι τιμωράνε τους πεθαμένους και μετά τον θάνατό τους;

Οι νεκροί μας εκδικούνται, οφείλουμε να κάνουμε κάτι, να ηρεμήσουν… Χρειάζεται να σκαλίσουμε τη μνήμη, να αποκαταστήσουμε την μνήμη των εκτελεσμένων. Εκείνο που θέλουν οι νεκροί είναι να τους θυμούνται. Μάταιος κόπος .Οι πληγές δεν κλείνουν, ιδίως τα ψυχικά τραύματα. Όσοι άνθρωποι μιλήσαν για αυτό το γεγονός τους βοήθησε να ξεφορτώσουν  όσα κουβαλούσαν ανομολόγητα τόσα χρόνια. Τους έδωσε την ευκαιρία μετά από εβδομήντα δύο  χρόνια να μιλήσουνε για τους νεκρούς, που ως τώρα τους είχανε κρυμμένους στα υπόγεια της σκέψεις τους. Σαν να κουβαλούσαν τόσα χρόνια ένα μυστικό, μια κατάρα.

Πάνω σε ανοιχτούς τάφους δοκιμάζονται όλες οι σχέσεις και θέλει πολύ χρόνο για να γεφυρωθούν οι διαφορές.

Γιατί η πόλη να μην τους βάλει επίσημα στην τοπική ιστορία;
 
Αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το παρελθόν χωρίς φερετζέ, τότε τι μέλλον έχουν οι νέοι σε αυτόν τον τόπο. Οι νέοι δεν μπορούν να ακούσουν την ιστορία του τόπου τους . Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, σβήνουμε και κάτι από το μέλλον μας. Και αυτοδικαζόμαστε να γίνουμε όχι το παρελθόν του μέλλοντός μας, αλλά το παρελθόν κάποιων άλλων.

Μπορούν όμως οι νέες γενιές να χτίσουν το καινούργιο πάνω σε ανοιχτούς τάφους; Μπορεί να φτιαχτεί μια δίκαιη κοινωνία πάνω στη λησμονιά;

Το παρελθόν συχνά αφήνει σημάδια που επουλώνονται όχι μόνο με τη λήθη, αλλά κυρίως με την αναΰφανση της μνήμης, η οποία θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους και τα πάθη θα ανακουφιστούν θεραπευμένα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι από αστερόσκονη, φτιαγμένοι από « το υλικό των ονείρων» (Σαίξπηρ) αλλά και από αναμνήσεις και μνήμες…

Αντιμέτωποι με αυτούς που θέλουν να επιβάλουν τη σιωπή προτείνουμε να χειροκροτήσουμε όλοι μαζί τις δυνάμεις της ζωής.

Είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο γεμάτο σκιές, φαντάσματα και μνήμες. Είναι μια πορεία μνήμης, λήθης κατάθεσης, και αυτογνωσίας.

Ρέουσα αφήγηση, άρτια τεχνική, γλαφυρότητα και, ίσως πάνω από όλα, υφέρπον συναισθηματικό βάρος που χρωματίζει, χωρίς να πνίγει, την γραφή του συγγραφέα.

Ο Βαγγέλης Αυδίκος ιστορεί με λογοτεχνική δεινότητα τα τραγικά συμβάντα, ερευνώντας τα προηγουμένως εξονυχιστικά επί χρόνια. Το πόνημά του διαβάζεται απνευστί. Ο Αυδίκος ξεδιπλώνει έξοχα τα συμβάντα με ανυπόκριτο έρωτα για τον τόπο του δράματος. Μπαίνει στην Ιστορία της Πρέβεζας σαν να ’ναι σε ναρκοπέδιο. Δεν διδάσκει Ιστορία, σε απορροφά το μυθιστορηματικό υλικό. Και αυτή η περιήγηση, μας βγάζει στο ξέφωτο της καλής λογοτεχνίας αξιώσεων. Μια λογοτεχνία που λάμπει και που έχει το χάρισμα να σε γοητεύει, να σε ανακουφίζει και να σε απελευθερώνει, να σε προβληματίζει και να σε κάνει να νιώθεις πλήρης, να σου ανακαλύπτει την αληθινή πλευρά των πραγμάτων στην ιστορική τους διάσταση και να σου δίνει την εντύπωση ότι το ’πιασες το όνειρο, αφομοιώνοντας τα νοήματα της ζωής και του θανάτου.

Μια αληθινή, συγκλονιστική ιστορία.

Κώστας Τραχανάς

*

Imaginarium, ποίηση, Γιώργος Χαλκιάς, εκδόσεις Φαρφουλάς 2016

Έχουμε ξαναγράψει αρκετές φορές για τη σχέση της ποίησης με τη ζωγραφική και όσο περνάει ο καιρός, διαπιστώνουμε όλο και περισσότερο την συγγένεια των δύο αυτών τεχνών. Ένα ποίημα μπορεί να εμπνεύσει έναν ζωγράφο και ένας πίνακας ζωγραφικής μπορεί να εμπνεύσει έναν ποιητή. Τι γίνεται, όμως, όταν ο ζωγράφος και ο ποιητής είναι το ίδιο πρόσωπο; Τότε, η σχέση είναι αμφίδρομη. Ο ζωγράφος ταυτίζεται με τον ποιητή και άρα έχουμε πίνακες ζωγραφικής τόσο ποιητικούς, που ίσως, μόνο ένας ποιητής θα μπορούμε να τους περιγράψει και ποιήματα, τόσο εικαστικά, που μόνο ένας πίνακας ζωγραφικής θα μπορούσε να τα αποδώσει. Βέβαια, όταν κάποιος έχει δύο ταλέντα, συνήθως, κλίνει περισσότερο προς το ένα, που, ίσως του αρέσει λίγο πιο πολύ, όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις σπουδαίων ποιητών, που είναι επίσης και σπουδαίοι ζωγράφοι και τότε είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε, ποιο ταλέντο υπερισχύει.
       
Είχαμε, λοιπόν, την ευκαιρία, να διαβάσουμε το βιβλίο του Γιώργου Χαλκιά : “IMAGINARIUM”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Φαρφουλάς». Πρόκειται τόσο για ποιητική συλλογή, όσο και για άλμπουμ εικαστικών έργων, μάλιστα, θα λέγαμε, ότι τα εικαστικά είναι λίγο περισσότερα. Έτσι, αλλού βλέπουμε ένα μόνο στίχο, που ταυτόχρονα είναι και τίτλος του εικαστικού έργου, που ακολουθεί στην επόμενη σελίδα, αλλού κάποιο ποίημα, και στη διπλανή σελίδα τον αντίστοιχο πίνακα και αλλού εικαστικά έργα άτιτλα και χωρίς κάποιο ποίημα να τα συντροφεύει.
       
Θα προτάξουμε, λοιπόν, στην σύντομη ανάλυσή μας, την ποίηση του Γιώργου Χαλκιά, γιατί, με τα εικαστικά θα ήταν, ίσως, σωστότερο να ασχοληθούν κριτικοί, που έχουν εντρυφήσει περισσότερο στη ζωγραφική απ’ ότι στη λογοτεχνία. Το “IMAGINARIUM” αρχίζει με έναν τίτλο, που θα μπορούσε άνετα να σταθεί ποιητικά, όπως και οι περισσότεροι τίτλοι των εικαστικών έργων: «Το πνεύμα αναζητεί αλλά η καρδιά ευρίσκει». Συνεχίζοντας, βρίσκουμε ορισμένα ποιήματα με μέτρο και ρίμα, που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί για παιδιά, όπως, το ποίημα «Μεταμόρφωση» και ένα πολύ όμορφο ποίημα γραμμένο στα αγγλικά με τον τίτλο: “Fool”, ενώ, αργότερα συναντάμε και λίγα ποιήματα σε πιο ελεύθερη μορφή. Ο Γιώργος Χαλκιάς είναι φειδωλός στους στίχους του, δεν πλατειάζει και γράφει ελάχιστες λέξεις, ίσως, όσες χρειάζεται για να δώσουν την εντύπωση, που επιθυμεί στον αναγνώστη. Στίχοι κοφτοί, έξυπνοι και αρκετές φορές ειρωνικοί. Σε κάποιο σημείο συναντάμε έναν στίχο της Sylvia Plath αμετάφραστο, ενώ, σε κάποιο σημείο παρατίθεται και το πεζό «ας με λένε ελαφρόν», γραμμένο στην καθαρεύουσα, μάλλον, για να τονίσει λίγο περισσότερο την ειρωνεία του κειμένου.
       
Όπως, είπαμε πιο πάνω, προτάξαμε την ποίηση, αλλά ας δούμε και λίγο τα εικαστικά έργα, που καλύπτουν και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Οι ζωγραφικοί πίνακες του Γιώργου Χαλκιά, θα λέγαμε, ότι είναι κυρίως αφαιρετικοί, με έμφαση στη λεπτομέρεια, ενώ σε πολλά έργα έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της γελοιογραφίας και των κόμιξ. Το έργο, που μας άρεσε καλύτερα, χωρίς, βέβαια να παραβλέπουμε και τα υπόλοιπα έργα, είναι «η κόκκινη Ρόζα», που αναφέρεται στη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
       
Συμπερασματικά, το βιβλίο “IMAGINARIUM” του Γιώργου Χαλκιά παρουσιάζει ενδιαφέρον, τόσο ποιητικά, όσο και εικαστικά και μπορούμε να πούμε, ότι η ποίησή του μπορεί να εμπνεύσει ζωγράφους και η ζωγραφική του να εμπνεύσει ποιητές.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος