Top menu

6 προτάσεις για αναγνώσεις τον Μάρτιο [Λέσχη Ανάγνωσης]

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον μήνα Μάρτιο:

Το νόημα του έρωτα, δοκίμιο, Σιου Τζόνσον, μτφρ. Μαργαρίτα Κουλεντιανού, εκδόσεις Gutenberg 2016

“Εκτός κι αν αγαπάς κάποιον, τίποτε άλλο δεν έχει νόημα ". Θυμάμαι έφηβη ακόμα, όταν ο Cumming πρωτομπήκε στη ζωή μου, ο παραπάνω στίχος ήρθε και φώτισε τα υπαρξιακά σκοτάδια μου κι έδωσε λύση σε όλα τα μυστήρια της σύντομης ζωής μου: εκτός κι αν αγαπάς… ν’ αγαπάς… αγάπη…

Λέξη μικρή και στρογγυλή, μ’ ανοιχτοσύνη και ορμή που πέφτει τρυφερά στην αγκαλιά σου. Λέξη αυτόνομη, δυναμική που σε κρατά γερά όταν λυγίζεις κι έχει τα χέρια ανοιχτά για να φιλά τα δάκρυά σου. Λέξη που γύρευα μικρή στους τίτλους των βιβλίων μου και τα εφηβικά τα πάρτι. Κι αργότερα, την ένιωσα στον έρωτα να κάνει την καρδιά μου να σκιρτά και το μυαλό να θέλει ν’ αγαπά για πάντα! Την έψαχνα, την πρόσφερα, άλλοτε τη δεχόμουνα κι άλλοτε τη χρωστούσα. Στο τέλος, όμως, πάντα με πλήγωνε βαθιά ίσως γιατί δε σκέφτηκα ποτέ πως ο καθένας αγαπά με άλλο τρόπο. Ίσως γιατί δεν έψαξα ποτέ τον τρόπο που έμαθα εγώ να αγαπώ. Ίσως γιατί ο έρωτας  μπορεί να δώσει νόημα σε όλα αρκεί να ανακαλύψουμε και το δικό του νόημα, το «νόημα του έρωτα».

Αγάπησα  τη Dr. Sue Johnson όταν δυο χρόνια πριν βρέθηκα κατά λάθος να διαβάζω το πρώτο της βιβλίο, το «Κράτα με σφιχτά». Κατάλαβα πως κάθε σχέση μας είναι ένας μικρός οργανισμός που πάλλεται, που νιώθει. Ένας αυτόνομος οργανισμός που θέλει το «κοντά» για να κρατιέται ζωντανός αλλά και τον αέρα του για ν’ αναπνέει. Ανθίζει όταν τον σέβεσαι κι είσαι μαζί  του γνήσιος , μαραίνεται όταν τον κλείνεις βίαια σ’ εγωισμούς  και φαύλους κύκλους. Ένας ευαίσθητος αλλά κι ανθεκτικός οργανισμός που θέλει πότισμα απ’ τα καθάρια νερά του  βάθους της καρδιά σου  και τάισμα απ’ τα αποθέματα της ενσυναίσθησης και της απόλυτης αποδοχής - αυτής που δεν γνωρίζει από σύνορα και όρους.  Το «κράτα με σφιχτά» λειτούργησε σαν καταλύτης στη ζωή μου και μ’ “έσπρωξε” να δοκιμάσω μονοπάτια που μ’ έφεραν λιγάκι πιο κοντά στον εαυτό μου.

Έπειτα, περίμενα το επόμενο βιβλίο της:  «το νόημα του έρωτα». Κι όταν το κράτησα στα χέρια μου επιτέλους, ήρθε η δικαίωση να υπερβεί τις ήδη διογκωμένες προσδοκίες μου.  Η Dr. Johnson,  στο νέο της βιβλίο, ανοίγει την πόρτα στην επαναστατική επιστήμη του συναισθηματικού δεσμού. Έρωτας κι επανάσταση ή μάλλον η επανάσταση στον έρωτα. Η εισαγωγή με συνεπήρε και όσο γυρνούσα τις σελίδες του, σκεφτόμουνα έναν ερωτευμένο Τσε να περπατά αγέρωχος στους δρόμους  μιας περίεργης ιστορίας αλλάζοντας τις προσεγγίσεις μας  σ’ αυτό που λέμε “αγάπη”.  Και φτάνοντας στο σήμερα, η Dr. Johnson,  μέσα από έρευνα πρωτοποριακή, μας λέει πως ένας δεσμός ρομαντικός μοιάζει πολύ  με το δεσμό μητέρας και παιδιού κι είναι συνδεδεμένος άρρηκτα με το αρχέγονο και πρώτο  ένστικτό μας: την έντονη ανάγκη μας για σύνδεση.  

Η αγάπη είναι σοφή, μας λέει η συγγραφέας. Είναι ένα από τα υλικά στη συνταγή της επιβίωσης και της καλής υγείας, της ευτυχίας αλλά και της νεότητας. Το να συνδέονται δυο άνθρωποι σωστά, τους κάνει δυνατότερους για ν’ αντιμετωπίσουνε τις αναπάντεχες προκλήσεις της ζωής ενώ απορροφά το άγχος τους σαν το σφουγγάρι το νερό.  Η Dr. Sue Johnson, δημιουργός της εξαιρετικά επιτυχημένης “Συγκινησιακά Εστιασμένης Θεραπείας Ζεύγους”, εξηγεί μέσα από το «νόημα του έρωτα» πώς αναπτύσσεται η αγάπη, πώς διατηρείται και πώς φτάνει να γίνει μια σχέση μακροχρόνια και υγιής.  

Σκιαγραφεί τρεις βασικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση του φόβου μας που προκαλεί ένας συναισθηματικός δεσμός ενώ φωτίζει μέσα από παραδείγματα το δρόμο για την ενίσχυση ή την «επισκευή» μίας σχέσης. Με τόνο ψύχραιμο  και γλώσσα κατανοητή “μιλάει” στη ψυχή του αναγνώστη θυμίζοντάς του πως πάντα υπάρχουν τρόποι για σχέσεις ασφαλείς και οικείες, πλούσιες και βαθιές. Θυμίζοντας σε όλους μας ότι είναι στο δικό μας χέρι  να χτίσουμε δεσμούς εμπιστοσύνης κι ειλικρίνειας.  Με λίγα λόγια, υπογραμμίζει με σαφήνεια πως η αγάπη μπορεί να γίνει το ζεστό μας καταφύγιο  σε μια εποχή που όλο το άγχος της και η ταχύτητά της έχουν παγώσει την καρδιά και το μυαλό.

Το «νόημα του έρωτα», που έχει κάνει την επιστημονική επιμέλεια στην ελληνική μετάφραση η Ρίτα Βεντούρα,  συνδέει την ποίηση με τη βιολογία και τη φυσιολογία με το ρομαντισμό. Είναι η επιστημονική «μαγεία» του έρωτα που κάνει  επανάσταση και σίγουρα θ’  αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεστε για την αγάπη. 

Μ. Κεντρωτή

*

Εξεγερμένοι ποιητές, Συλλογικό, μτφρ. Ελένη Κατσιώλη, εκδόσεις Εκάτη 2016

Πέντε ποιητές. Εξεγερμένοι ποιητές. Πολιτικά ποιήματα των Βλαντιμίρ Ραγέφσκι, Αλεξάντρ Πούσκιν, Νικολάι Νεκρασοφ, Αλεξάντρ Μπλοκ και Σεργκέι Γεσένιν. Μία δίγλωσση έκδοση(Ελληνικά-Ρωσικά] από τις εκδόσεις Εκάτη, σε ανθολόγηση, εισαγωγή και απόδοση Ελένης Κατσιώλη. Τα τρία πρώτα ποιήματα καυτηριάζουν τα τρωτά του τσαρικού καθεστώτος που υποστήριζε τους δυνατούς. Ο Βλαντιμίρ Ραγέφσκι (1795-1872) καταγόταν από μεσαία οικογένεια γαιοκτημόνων, θεωρείται ο «πρώτος Δεκεμβριστής». Απ' όταν εξορίστηκε στη Σιβηρία αφοσιώθηκε στην πολιτική ποίηση, ενώ τα προηγούμενα ποιήματά του ήταν κυρίως λυρικά. Το ποίημα «Ο ποιητής στο μπουντρούμι», το έγραψε στη φυλακή. Μαύρα συναισθήματα, αφού η ματιά και η σκέψη με ικρίωμα τιμωρούνται. Το βλέμμα ταραγμένο και θλιμμένο, οι στίχοι ματωμένοι. Προβάλλεται η ιδέα ότι ο λαός έχασε πια τη δύναμή του, δεν μπορεί να επιβληθεί σε όποιον πάει να τον φιμώσει, δεν μπορεί να ελέγξει τους άρχοντες, να καταργήσει τους άδικους φόρους, να καταδικάσει, να τιμωρήσει. «Εξαφανίστηκε σαν σκιά ο λαός/δεν ακούγεται πια η φωνή του..[...]», λέει χαρακτηριστικά. Και το ποίημα κλείνει ως εξής: «Στην άκρη του τάφου του έπεσε/μα αργά ή γρήγορα πάλι/παντοδύναμος θα σηκώσει ξανά το κεφάλι», δίνοντας μια νότα πίστης, ελπίδας και αισιοδοξίας. O Αλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837) εξορίστηκε και αυτός λόγω της επαναστατικής του συμπεριφοράς και των πεποιθήσεών του, όμως τελικά ο χρόνος τον δικαίωσε και εχρήσθη εθνικός ποιητής της Ρωσίας. Με τα «βάθη των σιβηρικών ορυχείων» δηλώνει περηφάνεια, στηρίζει κάθε υψηλό στόχο που θα φέρει την ανατροπή. Θέλει η ελέυθερη φωνή του να ακουστεί σθεντόρεια των καταδίκων τα κελιά, να στηρίξει κάθε εξεγερμένο αγωνιστή, να δείξει το δρόμο για την αποδέσμευση από τον δυνάστη .Στην τελευταία στροφή τραγουδά: «Θα πέσουν τα βαριά δεσμά,/θα γκρεμιστούνε τα κελιά/σαν φτάσει η λευτεριά στην πόρτα,/τ΄αδέρφια μας χαρούμενα θα δώσουν τα σπαθιά.»

Κατόπιν ο Νεκράσοφ (1821-1877), ποιητής και εκδότης, τρίτος στην μικρή αυτή ανθολογία, με το «θεατρικό» του ποίημα λέει στον νεαρό Βάνια όλη την αλήθεια αναφορικά με το ποιός έφτιαξε τις σιδηροδρομικές γραμμές. Κι αυτό για να μην έχει αυταπάτες. Οι απλοί άνθρωποι, ο φτωχός λαός με την δουλειά και τον κόπο τους, η στρατιά των πεινασμένων δουλοπάροικων (που απελευθερώθηκαν από τον Τσάρο Αλέξανδρο Β') αυτοί είναι που το έπραξαν και όχι ο λόρδος Κλέιμιχελ. Προσπαθεί να εξοικειώσει τον μικρό Βάνια με την ιδέα ότι ανήκει κι αυτός στην συνωμοταξία των φτωχών και ταλαιπωρημένων ανθρώπων και ότι δεν έχει καμιά υψηλή καταγωγή. «[...]Μη σε τρομάζει τ' άγριο τραγούδι τους! Από κάθε γωνιά της απέραντης χώρας/τον Οκί, τη Βαλχόφ, τον πατέρα Βόλγα, -αυτά είν' τ' αδέρφια σου-οι μουζίκοι!»

Όσο για τον συμβολιστή Αλεξάντρ Μπλοκ (1880-1921), είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ρωσίας. Μετά την σύλληψή του για αντισοβιετική συνωμοσία ως αντίδραση σταμάτησε να γράφει, να δημιουργεί. Το 1920 διαβάζουμε στο ημερολόγιό του: «...κάτω από το ζυγό της βίας, η ανθρώπινη συνείδηση βουβαίνεται.» Το επικό ποίημά του έχει τίτλο «Δώδεκα» και είναι γεμάτο εικόνες συμβολικές, αλλά και αντιθετικές συχνά μεταξύ τους. Δώδεκα ενθοφρουροί κάνουν  περιπολία στην χιονισμένη  πόλη κατά τη βραδυνή απαγόρευση κυκλοφορίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιπολίας διάφορα πράγματα συμβαίνουν που μαρτυρούν την αλλαγή μίας εποχής. Αλλωστε το ποίημα γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1918 μετά την κατάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης από τους Μπολσεβίκους οι οποίοι κατάλαβαν και την εξουσία και εφάρμοσαν μέτρα για την ενίσχυση του σοβιετικού κράτους. Αναρωτιέται ο Μπλοκ, αν θα έχουν τύχη όσοι είναι μπροστάρηδες, όσοι δεν υπολογίζουν το κατεστημένο και στο τέλος του ποιήματος αναφέρει τον κυνηγημένο Χριστό.

Ο Σεργκέι Γιεσένιν(1895-1925) συνηθίζει να γράφει ποιήματα με παραμυθένιο ύφος κατά τον Μπορίς Πάστερνακ. Ανήκει στους εικονιστές, με τις λέξεις του δημιουργεί αυτόνομες εικόνες, τα ποίηματά του είναι γεμάτα θλίψη, πόνο, νοσταλγία και ένα σωρό άλλα,ποικίλα συναισθήματα.Πολλά από αυτά έχουν γίνει κα τραγούδια με απήχηση στο λαό.Στο ποίημά του «Ανάμνηση» αναφέρεται στην Οκτωβριανή Επανάσταση με ζέση και παλμό, με πίστη ατσάλινη και λυρισμό:

[...] Tην καταιγίδα νοιώθαμε όλοι/όλοι μας κάτι ξέραμε/το ξέραμε/δεν μεταφέρουν μάταια/φαντάροι ατσάλινες χελώνες/Επόμενη στροφή: Eίχανε σκορπιστεί.../Κάθονταν στη σειρά.../Ο κόσμος έτρεμε από φόβο.../και τότε κάποιος ξαφνικά έσκισε το πανό/από τον τοίχο της άτολμης «Συντακτικής». Και στη συνέχεια: Kαι τότε άρχισαν όλα.../στράφηκαν οι ματιές, ο εμφύλιος έβραζε σ' αυτές, καπνός από τις φλόγες του «Αβρόρα»/ανέτειλε μια ατσάλινη αυγή.Και το ποίημα κλέινει: Eγινε το μοιραίο πεπρωμένο/πάνω από τη χώρα με φόντο «χυδαίων βρισιών»/ανέβηκε το φλογερό πανό: Σοβιέτ Αντιπροσώπων Εργατών».

Οι εξεγερμένοι ποιητές με τα στρατευμένα τους ποιήματα ίσως ακούγονται παρωχημένοι  στο σήμερα,όμως δίνουν το στίγμα εποχών και κομματιών της ιστορίας. Οι τέχνη τους συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, με την προσμονή τους για αλλαγή της πολιτικής κατάστασης που αποτελεί τροχοπέδη για την εξέλιξη της ζωής τους.  Είναι πρώτα επαναστάτες στο νου και στην ψυχή και όλη αυτή η επαναστατική διάθεση διατρέχει την τέχνη τους. Δεν είναι κλεισμένοι σε γυάλινο πύργο, επηρεάζονται ολοκληρωτικά από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, από το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι! Μέ τη χρήση λυρικών και συμβολικών εικόνων και μεταφορών και αναφορά σε πρόσωπα και πράγματα της κοινωνίας όπου αναφέρονται στοχεύουν στην καρδιά των ανθρώπων του καιρού τους, να αγγίξουν τις προσδοκίες τους για γαλήνη και ποιοτική ζωή.

Ασημίνα Ξηρογιάννη

*

Οι περιπέτειες των λέξεων των μαθηματικών στην ελληνική γλώσσα, μελέτη, Στέλιος Μαρίνης, εκδόσεις Ήτορ 2016

[...Άρχεται μεν γαρ
από σημείου και γραμμής
είτα δε την ουρανού
και γης και συμπάντων
ασχολείται πραγματείων..]

Στον Κριτικό ως Δημιουργό του αξέχαστου και αιρετικού Όσκαρ Ουάϊλντ η περσόνα του Γκίλμπερτ αναγνωρίζει πως ετούτος ο κόσμος είναι φτιαγμένος από τον ονειροπόλο για τον τραγουδιστή. Παραφράζοντας μια απ΄τις διατυπώσεις ενός έργου γεμάτου ελευθερία και όνειρο θα έλεγε κανείς πως η σύγχρονη εποχή μας επιφυλάσσει έναν κόσμο φτιαγμένο από τα μαθηματικά και την επιστήμη, πάντα αφιερωμένο στον άνθρωπο και τις φιλοδοξίες της λογικής του. Μόνη διαφορά πως ο ονειροπόλος άνθρωπος του παρελθόντος μετατράπηκε πια σε άνθρωπο της λογικής και της φιλοδοξίας, κρατώντας όμως άσβηστο εκείνο το παλιό πάθος με το οποίο κατάρτισε τον κόσμο και τα φαινόμενα..

Ο Στέλιος Μαρίνης, με σπουδές Μουσικής και Μαθηματικών προτείνει με το βιβλίο των εκδόσεων Ήτορ μια άλλη ανάγνωση όλων εκείνων των όρων που επιβίωσαν ανά τους αιώνες, διαμορφώνοντας τ΄αρχικά θεωρήματα της επιστήμης. Άλγεβρα, γεωμετρία, τριγωνομετρία, λογική των ολοκληρωμάτων. Σ΄όλους τους τομείς της μαθηματικής επιστήμης ο Μαρίνης χαρτογραφεί την σχέση της γλώσσας με την επιστήμη. Μια σχέση άρρηκτη, διαμορφωμένη ανά τους αιώνες υπό το πρίσμα μιας διαρκούς, εξελικτικής πορείας. Ο Μαρίνης παραθέτει αποσπάσματα της ιστορικότητας των όρων της μαθηματικής επιστήμης, επιβεβαιώνοντας την υπερεθνική και υπερπολιτισμική διάσταση της επιστήμης. Η προσφορά του συγγραφέα των Περιπτειών των λέξεων των Μαθηματικών στην Ελληνική Γλώσσα σχετίζεται με την ιχνηλασία όλων εκείνων των γλωσσικών παραμέτρων που έθεσαν τις βάσεις για την διάδοση και την παγκοσμιοποίηση των μαθηματικών, του πιο βασικού θεμελίου για την εξέλιξη των επιστημών.

Το σύντομο ιστορικό των μαθηματικών όρων που περιλαμβάνει στο λαϊκό του σύγγραμμα ο Στέλιος Μαρίνης, πιστοποιεί τη σχέση των μαθηματικών με την ελληνική γλώσσα. Ο συγγραφέας καταγράφει το περιεχόμενό του ακολουθώντας μια πορεία απ΄το γενικό προς το ειδικό. Ξεκινώντας απ΄την γέννηση και τη σημασία της λέξης αριθμός φθάνει ως τις πιο σύνθετες ορολογίες, αποκαλύπτοντας τις σημασίες που η ανθρώπινη λογική συμπεριέλαβε στη διαμόρφωση μιας επιστήμης προορισμένης να ερμηνεύσει τον κόσμο μέσω ενός ξεχωριστού κώδικα, μιας διαχρονικής γλώσσας.

Οι συστάσεις του πρωτότυπου αυτού εγχειριδίου στ΄οπισθόφυλλο του βιβλίου σημειώνουν. Ο συγγραφέας αναζήτησε πηγές, πρωτότυπες ή δευτερογενείς, ώστε το περιεχόμενο να είναι επιστημονικά έγκυρο, αλλά το απέδωσε με ύφος απλό, γλώωσα ρέουσα και με εκλαϊκευση κάποιων μαθηματικών όρων. Το αποτέλεσμα είναι να μπορεί να διαβαστεί από ποιονδήποτε, είτε έχει είτε δεν έχει ιδιαίτερες μαθηματικές γνώσεις. Με άλλα λόγια, ένα από τα στοιχεία που καθιστούν σημαντικό και πρωτότυπο το έργο του Στέλιου Μαρίνη είναι ακριβώς αυτή η λαϊκή του διάσταση. Ο συγγραφέας καταρτίζει μια πρωτότυπη και γεμάτη εκπλήξεις ιστορία των μαθηματικών όρων, διατηρώντας τον χαρακτήρα μιας απλής και ταυτόχρονα περιεκτικής εξιστόρησης που δεν απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις παρά μόνο το αγνό ενδιαφέρον του απλού μελετητή που επιθυμεί να έρθει σε επαφή με τις καταβολές της μαθηματικής επιστήμης. Στην προστιθέμενη αξία του βιβλίου αθροίζονται οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες υποσημειώσεις μες στις οποίες περιλαμβάνονται εξειδικευμένες πληροφορίες, αποσπάσματα κειμένων και ρήσεις. Η προσφορά του Μαρίνη και η επιμέλεια με την οποία καταρτίζει το υλικό του καθιστούν ξεχωριστό το ιδιαίτερο αυτό σύγγραμμα και προσθέτουν στην αδιαμφισβήτητη, εκπαιδευτική του αξία.

Κλείνοντας αυτή την συνοπτική παρουσίαση του βιβλίου του Στέλιου Μαρίνη, προσφεύγουμε στο Επίμετρο του Τάσου Πατρώνη. Ίσως θα έπρεπε, γράφει ο τελευταίος, να θεωρηθούν οι μαθηματικές εκφράσεις κάθε είδους -και πέρα από τις καταστάσεις της διδασκαλίας και της μάθησης- ανάλογα με την κάθε περίσταση στην οποία χρησιμοποιούνται ως ένας εναλλακτικός κοινωνικο-πολιτικός κώδικας που διαμορφώνεται από τους ενηλίκους ή από τα παιδιά. Ο Πατρώνης πολύ εύστοχα εντοπίζει μες στα πλαίσια της κοινωνικής ζωής την εξελικτική πορεία των μαθηματικών όρων, δίνοντας μια άλλη διάσταση, έξω και πέρα από τη μονομέρεια της επιστημονικής εξειδίκευσης. Το βιβλίο του δεν τελειώνει. Κινούμενο παράλληλα με τις ατέρμονες προοπτικές της επιστήμης που πραγματεύεται αφήνει ανοιχτό το μελλοντικό ενδεχόμενο της εξέλιξης και της χρήσης των μαθηματικών όρων. Η επιστήμη που περιέχεται μες στην κοινωνία, που επεκτείνει τις χρήσεις της, επιβιώνοντας μέσα από κάθε ανθρώπινο θεσμό. Η γλώσσα που δανείζει και δανείζεται σημασίες, αποδεικνύοντας την αστείρευτη, κοινή δεξαμενή της ανθρώπινης σκέψης.

Η καταληκτική αναφορά του συγγραφέα στους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη, φανερώνει μια πτυχή του επιστήμονα και του ανθρώπου Στέλιου Μαρίνη. Τα ταξίδι του δεν περιλαμβάνει αποσκευές, μα υπέροχα στ΄αλήθεια φεγγάρια. Κύκλου, σχήματα, φωλιές, όπως εκείνες από το ποίημα του Παναγιώτη Κνάβα που φιλοξενείται στην καλαίσθητη αυτή έκδοση.

Απόστολος Θηβαίος

*

Απρόσωπα φαγιούμ, ποίηση, Αντρέας Πολυκάρπου, εκδόσεις Βακχικόν 2016

Μεταξύ θανάτου και ζωής/ακροβατούμε ανάπηροι, αναποφάσιστοι/
Ούτε ένας από εμάς/δεν αποφασίζει να ζήσει.
«ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ»

Η τρίτη ποιητική συλλογή του Ανδρέα Πολυκάρπου, έπεται των συλλογών, Τα πρωτοβρόχια της ψυχής μου (2006) και Διάφανες βάρκες (2010). Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο της συλλογής «Απρόσωπα Φαγιούμ» διαπιστώνει εξαρχής το οξύμωρο στην ποιητική ιδιόλεκτο του Πολυκάρπου. Τα Φαγιούμ, νεκρογραφίες προσώπων προερχόμενα από την πόλη Ελ Φαγιούμ, καθίστανται απρόσωπα, χάνουν δηλαδή την κατεξοχήν ιδιότητα που τα προσδιορίζει αρχετυπικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο ποιητής εκφράζει την πρόθεσή του να αναστρέψει τα παραδεδομένα. Αυτή η πρόθεση επιτυγχάνεται με το να κινητο-ποιήσει όσα θεωρούνται νεκρικά ακίνητα. Ο τίτλος δεν είναι απαισιόδοξος αλλά το αντίθετο. Ζωοδοτεί το τελεσίδικο.
Μολονότι τα ποιήματα της συλλογής είναι είτε αυτοτελή είτε συνθέσεις από δύο μέρη ωστόσο το βιβλίο δομείται σχεδόν μυστικιστικά γύρω από τρεις άξονες: α. Το πάθος με τη διττή του έννοια, β. Την υπαρξιακή αγωνία, γ. Την κοινωνική εμπειρία.

Οι άξονες αυτοί ενεργοποιούνται μέσω της ποιητικής ιδιολέκτου του Ανδρέα Πολυκάρπου που αγαπάει να χρησιμοποιεί μυθολογικά στοιχεία, αλληγορικές παραστάσεις, χριστιανικές αναφορές, αποκαλυπτικές και μετ-αποκαλυπτικές εικόνες•όλα όμως τα παραπάνω ενταγμένα στο παραπάνω τρίπτυχο.

Η συλλογή ξεκινάει με το ποίημα Σε κάποια, όπου έχουμε μια ερμηνευτική προσέγγιση του πάθους ως ερωτικό κίνητρο. Γράφει:
Αναζητώ τα μάτια σου.
Το γυμνό κατάλευκο σώμα σου.
Με τις χορδές της ψυχής μου
μελοποιώ τη φωνή σου.
Το ποιητικό υποκείμενο ως άλλος Απόλλωνας, διοχετεύει όλη του τη δημιουργικότητα στον ιδανικό άλλο.

Ένα ομότιτλο ποίημα, Σε κάποια, στη μέση της συλλογής αυτή τη φορά, εμφανίζεται σαν νοητή συνέχεια του πρώτου του οποιου και ολοκληρώνουν το νόημα. Ο ποιητής με αρωγούς τη μουσική και τη φύση υμνεί τον χαμένο(;) του έρωτα:
Ακολουθώ τη φωνή σου
καθώς αντηχά στους τραχείς βράχους.
Τα χείλη σου γεμάτα κρασί
μεθούν τη λαλιά μου.

Τα νησιά του Αιγαίου
λιμάνι είναι της μνήμης
γι’ αυτούς που ταξίδεψαν
πέρα από τον ουρανό σου.

Το πάθος με την αρχική του σημασία εμφανίζεται μετωνυμικά σε αρκετά ποιήματα της συλλογής που αντλούν το περιεχόμενό τους είτε από την παράδοση είτε από τη μυθολογία. Ενδεικτικό το ποίημα Η περιφορά του Οιδίποδα στο οποίο ήδη απ’ τον τίτλο βλέπουμε τη συνύφανση της αρχαιοελληνικής παράδοσης του μύθου του Οιδίποδα και της χριστιανικής διαλεκτικής με τη χρήση της λέξης περιφορά που παραπέμπει εμμέσως στην περιφορά του Επιταφίου, στη θυσία του αθώου. Ο ποιητής δηλώνει ότι ο χρόνος δεν είναι γραμμικός. Το αντίθετο, περνάει μέσα από όλες τις εποχές προκαλώντας τον ίδιο πόνο και θίγοντας αέναα ζητήματα. Γράφει:
Στην έρημη αυτή γη
με τα κοχύλια
που χάραξε η θάλασσα
με τη γλώσσα του χρόνου.

Η υπαρξιακή αγωνία είναι άλλη μια παράμετρος που χαρακτηρίζει την ποίηση του Πολυκάρπου. Ο θάνατος δεν αποσιωπάται, το αντίθετο μάλιστα, υποστασιοποιείται με αποτροπαϊκή πρόθεση από τον ποιητή. Γράφει στο ποίημα Το όνομα του θανάτου:
Ο θάνατος έχει δικό του όνομα.
Του το ψιθυρίζω κάθε βράδυ
όταν ηδονικά απλώνει
το χέρι του στο σώμα μου.

Αλλού πάλι, στο ποίημα Ύμνος στο Θάνατο, γράφει:
Αποσβολωμένος κοιτάω τη μορφή σου.
Το κατάλευκο σαν κρίνο πρόσωπό σου,
τα μακριά, μαύρα μαλλιά σου
και τα γαλάζια σου μάτια.

Το επέκεινα στο μυαλό του ποιητικού υποκειμένου έχει ζωή. Οι νεκροί κινούνται, υπάρχουν υπόγειες πόλεις. Οι νεκροί συντροφεύουν τον ποιητή. Ο θάνατος στην ποιητική του Πολυκάρπου δεν φαντάζει γαλήνιος, δεν αναπαύει το υποκείμενο. Το ταλανίζει με τις ποικίλες μορφές που μπορεί να πάρει και το προκαλεί σε μάχη μεταξύ Ποιητή και Εωσφόρου.
Διαβάζοντας την ποίηση του Πολυκάρπου έχουμε την αίσθηση μιας συνεχούς αντιπαράθεσης του ποιητή προς τον έξω κόσμο και του ποιητή προς τον κόσμο μέσα του. Ανάπαυλα σ’ αυτή τη μάχη είναι ορισμένα ποιήματα που εκπροσωπούν τη μνήμη. Η μνήμη, ακριβό υλικό εμφανίζεται στον Ανδρέα Πολυκάρπου με ονόματα νησιών( Δονούσα, Αίγινα), γεύση κρασιού και αίσθηση ηδονής (Σε κάποια, Σε κάποια που έφυγε, Η γυναίκα της θάλασσας).
 
Η ποίηση του Ανδρέα Πολυκάρπου εμφορείται από την κοινωνική εμπειρία που την αποδίδει στη διαγενεακή  κληρονομική ενοχή. Το παρόν είναι αβάσταχτο όχι γιατί οι τωρινοί έσφαλαν αλλά γιατί τους βαραίνει ο κύκλος μιας προαιώνιας ενοχής. Ο άνθρωπος γίνεται έτσι έρμαιο σε μια μοίρα που δεν ορίζει. Γράφει στο ποίημα Το προαιώνιο κακό:
Μ’ ένα σύρμα δεμένο στο σύμπαν
κρεμιέται πάνω απ’των ανθρώπων τα κεφάλια
το προαιώνιο κακό
που επέβαλε τη μάστιγα της αποσύνθεσης.
[ …]
Από τα θεϊκά ουράνια
των λεκτικών ευαγγελίων
σκιάζει των ανθρώπων τις ψυχές
το προαιώνιο έρεβος.

Έτσι, η ζωή εμφανίζεται σαν κύκλος που με τα γυρίσματά του οι απόγονοι εξοφλούν τις οφειλές των προπατόρων τους θυσιάζοντας ως αντίτιμό την ίδια τους τη ζωή, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε όλη σχεδόν τη συλλογή δίνει εξομολογητικό χαρακτήρα και μια αίσθηση διηνεκούς συμμετοχικότητας σε όλα τα πάθη και τις καταστάσεις που αφορούν τον άνθρωπο. Ο ποιητής φέρει  την κατάρα του παρελθόντος και υπο-φέρει στο παρόν, εκεί που ο Κλεισθένης για πάντα σώπασε. Η γλώσσα αν-οικειώνει τον αναγνώστη προς τις οικείες του μορφές. Για παράδειγμα ο ποιητής μιλάει για αναρριχώμενα οστεόφυτα, τα πύρινα δαχτυλίδια του παρελθόντος, λεκτικά  ευαγγελία. Αυτό που αποκομίζει κάποιος διαβάζοντας τα Απρόσωπα Φαγιούμ είναι ότι σε μια εποχή σπαραγμού όπως είναι η δική μας, υπάρχουν ποιητές, όπως ο Ανδρέας Πολυκάρπου που σαν άλλοι Σίσυφοι αναλαμβάνουν να την τραγουδήσουν. 

Αγγελική Δημουλή

*

Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα, Π. Ένιγουεϊ, εκδόσεις Θράκα 2016

Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα. Πότε πήρα την απόφαση; Πριν από ένα λεπτό περίπου. Για την ακρίβεια, πριν από ενάμισι λεπτό. Περίπου. Θέλω να πω: πριν από ενάμισι λεπτό και κάτι δευτερόλεπτα. Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα.

Πώς να αντιμετωπίσεις ένα κείμενο που εμφανώς παίζει με το νόημα των λέξεων, εμπαίζοντας στην ουσία τον ίδιο τον εαυτό του; Γιατί, να το πούμε εξ αρχής, τον αναγνώστη του δεν τον εμπαίζει. Και τούτο είναι σημαντικό, αν σκεφτούμε πόσα συγγραφικά πονήματα, εμφανιζόμενα με τον λογοτεχνικό μανδύα, στην πραγματικότητα υποκρύπτουν ανουσιότητες, για να μην πούμε ανοησίες. Εδώ, όμως, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο Π. Ένιγουέι, ακόμα και με το ψευδώνυμό του σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, ευφυώς παρουσιαζόμενος ως διηγηματογράφος και αναιρώντας αυτοστιγμεί τη φόρμα του διηγήματος. Όσοι, λοιπόν, επιχειρήσετε να τον διαβάσετε (και θα σας το συνιστούσα) ας είστε έτοιμοι να αναθεωρήσετε όσα γνωρίζετε για τις φόρμες και τις νόρμες. Εδώ έχουμε την πλήρη ανατροπή.

Τον Π. Ένιγουέι τον πρωτοσυνάντησα σ’ εκείνο το εκπληκτικό μικρό, ελάχιστο καλύτερα, διήγημά του, με το οποίο πρώτευσε στον διαγωνισμό του περιοδικού Φρέαρ, το 2015. Ίσως αυτό να είναι και το μόνο από τα κείμενα του βιβλίου που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε διήγημα.

«Σάντσο, έχω κουραστεί να περιφέρομαι άσκοπα σ’ αυτό το μυθιστόρημα», και, καβάλα στον Ροσινάντη, ύψωσε τη λόγχη του και όρμησε με μανία προς τον Μιχαήλ Θερβάντες, όμως καταποντίστηκε σ’ ένα ξεσκέπαστο φρέαρ.

Έπρεπε από τότε να έχω αντιληφθεί το περιπαικτικό του πράγματος. Μέσα σε μόλις τριάντα δύο λέξεις αποδομεί τη σχέση του συγγραφέα με το δημιούργημά του θέτοντας στην αληθινή του βάση το ερώτημα: Αυτονομείται, λοιπόν, ο ήρωας του έργου; Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας γράφει και επινοεί την περσόνα του ήρωά του ή μήπως ο ήρωας (με σάρκα και οστά πλέον λογοτεχνικῇ  ἀδείᾳ) παίρνει την υπόθεση στα χέρια του; Και, ακόμα πιο πέρα να πάμε, έχει καμιά τύχη η προσπάθεια αυτονόμησής του ή αυτός είναι καταδικασμένος να καταποντιστεί πάνοπλος στο πρώτο (επινοημένο και αυτό) ανοιχτό φρέαρ;

Το βιβλίο του Π. Ένιγουέι δεν περιέχει διηγήματα, αυτό ήδη το είπαμε. Είναι, όμως, μια μελέτη (ας επιτραπεί εδώ ο δόκιμος όρος που βεβαίως παραπέμπει σε κάποιο άλλο είδος) πάνω στη γραφή, που δίνεται με πολύ χιούμορ και γερή δόση σαρκαστικού γέλιου. Αναπόφευκτα αυτός ο σαρκασμός καταλήγει στον καθρέφτη του, καθόσον κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το πρόσωπό του, κυρίως αν επιχειρεί να μιλήσει ακριβώς γι’ αυτό με τη συγγραφική του ιδιότητα. Δεν έχει απολύτως καμία εμφανή συνοχή, πειραματίζεται με τη μορφή, από την επιλογή των γραμματοσειρών ως το μέγεθος των κειμένων και τις τεχνικές της αφήγησης. Όσο για το περιεχόμενο, φθάνεις στο τέλος για να εκτιμήσεις ότι υπάρχει μια υποκρυπτόμενη σχέση μεταξύ των κειμένων αυτών. Αυτή τη σχέση την επινοεί και την εκφράζει ο ίδιος, έτσι όπως τον φαντάζεσαι να κινεί τα νήματα των ιστοριών του ανατρέποντας ό, τι βρει στο διάβα του. Αυτός είναι, επομένως, που συνδέει τα γραπτά του, τα οποία χωρίς τη δική του παρουσία δεν θα είχαν απολύτως καμία τύχη να συνευρεθούν στις σελίδες ενός και του αυτού βιβλίου.

Σας παρακινώ να ολοκληρώσετε την ανάγνωση, παρά τη διάθεση που θα έχετε συχνά να τη διακόψετε, παρακινούμενοι από τις γνώσεις σας, την αγάπη σας για τη λογοτεχνία και τη δομημένη σκέψη σας, ως δοκιμασμένοι αναγνώστες. Μην ψάξετε ούτε δομή ούτε κατηγοριοποίηση και ένταξη του πονήματος σε κάποιο είδος, ούτε καν ομοιομορφία στη γραφή. Η γοητεία αυτού του βιβλίου (γιατί, να το πούμε κι αυτό, γοητευτικό είναι) βρίσκεται στην εναλλαγή αυτών των ανατρεπτικών κειμένων,  που σε κάθε σελίδα δοκιμάζουν τις αντοχές της λογοτεχνίας. Μπαίνω στον πειρασμό να παραθέσω εδώ ολόκληρο το παρακάτω κείμενο, γιατί θαρρώ πως δείχνει όλα τα προαναφερθέντα με τον καλύτερο τρόπο. Με τη συγγραφική άδεια χειρίζεται εποχές και δημιουργούς κατά πως επιθυμεί, ανακατεύει σχολές και τεχνοτροπίες, διεισδύει μέσα στον μύθο και τον μπερδεύει με την πραγματικότητα (ε, αυτό πια δικαιούται να το κάνει η λογοτεχνία) και μας δίνει σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση τη δική του περσόνα ανάμεσα στα δύο συνδιαλεγόμενα πρόσωπα.

Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα[8]

Μια ηλιόλουστη μέρα του Ιουνίου συναντιούνται όλως τυχαίως ο Αντρέ Μπρετόν και ο Όμηρος στην παραλία της Βουλιαγμένης.
«Όμηρε, παλιόφιλε, πήρα μια μεγάλη απόφαση σήμερα το πρωί: Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα», λέει ο Μπρετόν, και ο Όμηρος, έκπληκτος, του απαντά:
«Αντρέ, τι σύμπτωση! Την ίδια απόφαση πήρα κι εγώ σήμερα το πρωί: Δεν θα ξαναγράψω  ποτέ πια άλλα διηγήματα».
Και οι δύο φίλοι χώρισαν, αφού προηγουμένως σχολίασαν για λίγο την τρέχουσα επικαιρότητα.
Όμως οι δυο μεγάλοι συγγραφείς πήραν όντως την ίδια απόφαση ή μήπως τελείως διαφορετικές; Θα συνεχίσουν να δημιουργούν αριστουργήματα και έργα δοξασμένα ανά τους αιώνες (εντάξει, του Μπρετόν δεν είναι τόσο δοξασμένα, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος) ή θα σταματήσουν, όπως κατηγορηματικά δήλωσαν και οι δύο;  Μήπως εννοούν κάτι άλλο; Και, αν ναι, τι;   
Πράγματι οι δύο συγγραφείς θα συνεχίσουν να επινοούν διηγήματα, όπως και στο παρελθόν. Όμως στο εξής δεν θα δημιουργούν με τον τρόπο του παρελθόντος.
Ο Μπρετόν, αφού γράψει μια φορά ένα διήγημα (πρώτη γραφή), δεν θα προβεί σε διορθώσεις (δεν θα το ξαναγράψει δηλαδή). Θα αφήσει το κείμενο ως έχει, ακατέργαστο, ακολουθώντας πιστά τις αρχές της «αυτόματης γραφής» των σουρεαλιστών.
Από την πλευρά του ο Όμηρος εκμυστηρεύεται στον φίλο του πως στο εξής ο προσωπικός του τρόπος γραφής ενός διηγήματος ή ενός μυθιστορήματος είναι… η εκφορά του, δηλαδή η απαγγελία. Δηλώνει λοιπόν, εμμέσως πλην σαφώς, πως ό,τι έγραψε έγραψε: Στο εξής θα απολαμβάνουμε Όμηρο δια της ακοής (δεν θα ξαναγράψει δηλαδή άλλα διηγήματα).
Αυτός λοιπόν είναι και ο λόγος που τα δύο πιο γνωστά του έργα (ξέρετε ποια, περιττό να τα αναφέρω) διαδίδονταν από τον ίδιο και τους οπαδούς του (τους ραψωδούς) προφορικά και όχι γραπτά. Τα περί υψηλής τιμής του παπύρου είναι πέρα ως πέρα ανυπόστατα και ανεδαφικά ψεύδη των ιστορικών, αφού, ως γνωστόν, ο Όμηρος ήταν από τους πιο ευκατάστατους εισοδηματίες της εποχής του, ειδικά μετά τη για πέμπτη συνεχόμενη σεζόν καλοκαιρινή του εμφάνιση στο Ηρώδειο.  

Θα μπορούσε, λοιπόν, ο Π. Ένιγουέι να είναι άλλος ένας ακόλουθος της αυτόματης γραφής στον λόγο ή ίσως της προφορικής αφήγησης  ως υπέρτερης αξίας, αν δεχθούμε φυσικά (κάτι καθόλου σίγουρο) ότι στο παραπάνω κείμενο δεν εμπαίζει και τις δύο τάσεις; Θα προτιμούσα, καταθέτοντας εδώ μάλλον την απολύτως προσωπική μου επιθυμία, να πω ότι επιχειρεί να δώσει το αληθινό νόημα της πρότασης που επανέρχεται πολλές φορές στο βιβλίο και που του δίνει και τον μισό τίτλο άλλωστε: Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα. Πότε δίνοντας το βάρος στο ξανά και πότε στο γράψω.

Από όποια, εν τέλει, οπτική γωνία κι αν εκτιμηθεί η γραφή του Π. Ένιγουέι, αξίζει νομίζω να πούμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει αυτοαναφορικότητα. Το θέμα του θα μπορούσε να είναι η γραφή και μόνον αυτή. Έτσι, όμως, αναθεωρούμε ως αναγνώστες την προσέγγισή μας σ’ αυτό. Δεν διαβάζουμε μια συλλογή διηγημάτων, γιατί τότε θα ρίξουμε και το βιβλίο και τον δημιουργό του στο πυρ το εξώτερον. Θα έλεγα ότι διαβάζουμε μια απόπειρα αποδομιστική (και γι’ αυτό ενδιαφέρουσα) στα της γραφής γενικότερα.

Anyway, Π. Ένιγουέι, τα ενδιαφέροντα πράγματα καλό είναι να τα προσεγγίζουμε με ανοιχτό μυαλό. Συνήθως έχουν κάτι να μας πουν. Το συγκεκριμένο μάλλον έχει πολλά να πει, μόνο που θέλει τον χρόνο του. Όπως συμβαίνει με κάθε τι που  εισέρχεται με σχετικό οπωσδήποτε θράσος (ίσως αλλιώς δεν γίνεται) ανάμεσα στα θεωρούμενα ομοειδή, για να τα σχολιάσει και να ανατρέψει καθιερωμένες αντιλήψεις. Με όλο τούτο να λειτουργεί, ωστόσο,  θετικά για τη λογοτεχνία.

Διώνη Δημητριάδου

*

Τρίτοι από της αληθείας, ποίηση, Αναστασία Μαργέτη, εκδόσεις ΑΩ 2016

Πολλές φορές συμβαίνει, ένας ποιητής να εμπνέεται από τη φιλοσοφία και να γράφει ποιήματα, που αναφέρονται σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και ένας φιλόσοφος να εμπνέεται από την ποίηση. Βέβαια, τις περισσότερες φορές, οι ποιητές, που εμπνέονται από τη φιλοσοφία γράφουν με ένα τρόπο στριφνό και μόνο με τη φιλοσοφία, μπορείς να εξηγήσεις, τι θέλουν να πουν. Όμως, η φιλοσοφία μπορεί να εμπνεύσει και ποιητές να γράψουν τόσο φιλοσοφικά, όσο και κατανοητά.
       
Τέτοιες σκέψεις μας έρχονται στο νου, διαβάζοντας, το βιβλίο της Αναστασίας Μαργέτη: «Τρίτοι από της Αληθείας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις: ΑΩ. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, που τόσο ο τίτλος, όσο και το περιεχόμενο παραπέμπουν στη φιλοσοφία.
       
Με μια πρώτη ματιά, η ποιητική συλλογή της Αναστασίας Μαργέτη, έχει σε πολλά από τα ποιήματα αποφθέγματα από τους αρχαίους φιλόσοφους, τραγικούς, κλασικούς συγγραφείς, σπουδαίους επιστήμονες, σαν μότο, που δείχνει από που ακριβώς έχει εμπνευστεί. Όμως, η ποιήτρια, δεν μιμείται. Δίνει έναν τελείως δικό της τόνο και γράφει απλά, περιεκτικά και κατανοητά, δίχως να χάνεται σε δαιδάλους και σε φιλοσοφικά αδιέξοδα. Ο τρόπος γραφής της είναι έξυπνος και, σε μερικές περιπτώσεις, αιχμηρός: «Πλήρωσαν τις ζημιές / και οι ασφαλισμένοι / και οι ανασφαλείς.»
       
Η Αναστασία Μαργέτη, στην ποιητική της συλλογή «Τρίτοι από της Αληθείας» εξετάζει τις ανθρώπινες σχέσεις και τα σύγχρονα κοινωνικά αδιέξοδα. Για το ζευγάρι, που χωρίζει, η ποιήτρια αποδίδει μια Σολομώντεια λύση, ως προς το ποιος απ’ τους δυο θα κρατήσει το παιδί: «Αποφασιστικά / κόβουνε το μωρό στη μέση. / Παίρνουν ο καθένας το κομμάτι του. / Εκείνο με τα χαρακτηριστικά / του άλλου.»
       
Υπάρχουν στιγμές, που η Αναστασία Μαργέτη χρησιμοποιεί μια λεπτή ειρωνεία προειδοποίησης, κυρίως όταν αναφέρεται στους εγωιστές, που πιστεύουν πως έχουν όλο τον κόσμο δικό τους. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Πολιτεία», που το παραθέτουμε ολόκληρο: «Όσα φοβάσαι / τα δικάζεις / και τα καταδικάζεις / συνεχώς / σε θάνατο. / Πρόσεχε. / Έτσι όπως πας / θα καταντήσεις / απόλυτος μονάρχης. / Και τότε / η ζωή σου / θα κρέμεται / από τη δικαιοσύνη σου.»
      
Η μόνη ένσταση, που έχουμε για την ποιητική συλλογή «Τρίτοι από της Αληθείας» είναι ότι η Αναστασία Μαργέτη, φαίνεται να παραδέχεται τον Πλάτωνα, που εξόριζε από την «Πολιτεία» του τους ποιητές, χαρακτηρίζοντάς τους «Τρίτους από της Αληθείας», δηλαδή, ότι ο ποιητής ή ο καλλιτέχνης γενικότερα, μπορεί να εξαπατήσει με την τέχνη του. Να παραπλανήσει τους άλλους ανθρώπους, σχετικά με τις Ιδέες και να τους δώσει μια λανθασμένη εικόνα.
       
Συμπερασματικά, η ποιητική συλλογή «Τρίτοι από της Αληθείας» είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον πόνημα, που μπορεί να οδηγήσει σε αναζήτηση και να ανοίξει την συζήτηση όσον αφορά ορισμένα φιλοσοφικά θέματα.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος