Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

Ποίηση στην εποχή της εκποίησης - Η παρουσίαση

 

Νίκη Ανδρικοπούλου

Ο μωβ άνθρωπος

Χτες βράδυ ένας μωβ άνθρωπος
κάθισε στον εξώστη
του ονείρου μου

δεν ήταν σίγουρος για το μέλλον του
διαλογιζόταν αιώνες τώρα
είχε πετρώσει ζωντανός

τα πόδια του ρίζες
που φλέβιζαν τη γη
το στόμα του χώραγε
την Αφρική

κανείς δεν έπρεπε να τον αγγίξει
οι μαγικοί κρεμαστοί κήποι γύρω του
οι ταξιδευτές που τον θαύμαζαν
ο ήλιος που ήτανε δικός του
το φτερό της πεταλούδας
καθώς ξεμάκραινε
λίγο πριν το χάος

κανείς δεν έπρεπε να τον αγγίξει
αν εκείνος έσπαγε σε χιλιάδες κομματάκια
ο κόσμος όλος θα πνιγόταν
σ’ ένα μωβ σύννεφο σκόνης

μείνετε μακριά
ούρλιαξα στα αγέννητα αστέρια
μα ο αντίλαλός μου φώτισε
μόνο τα πεθαμένα

μείνετε μακριά
δεν αντέχει αυτά τα χέρια
στέκει ατάραχος εκεί

κυοφορεί
εμάς
απ’ την αρχή

 

Ιωάννα Αργυρίου

Τέλος εποχής- ανοχής για την Ελλάδα

Σε συναντώ συνέχεια και συνέχεια
από πλατεία σε πλατεία
χορταριασμένο, αξύριστο και μόνο.

Αυτή η ανάγκη σου να ουρλιάζεις ότι ζείς.
Και κείνα τα πανώ που κρατάς
νομίζεις με ξεγελάνε;

Ασήκωτο το βάρος της ελευθερίας
αίμα δικό μου πάνω της
και συ να προσπαθείς να το ξεπλύνεις.
Και γω να χάνω κι άλλο αίμα.

Να μυρίζει καμμένο δάσος η ανάσα μου
και συ να με φιλάς.
Να σκοτώνουν τα παιδιά μου και συ να ξαναγεννάς.
Πύον να στάζει απ’ το κομματιασμένο σώμα μου
και συ να μ ερωτεύεσαι.

Δεν φτάνουν σου λέω αυτά για να μην πεθάνω.
Σκάψε το χώμα στα πόδια μου,
έχω κρυμμένα όπλα.
Και πρόσεχε,… ε, ψηλά να σημαδεύεις
εκείνον που τα σχοινιά κουνά,
δεμένα από τους ώμους
και πές του πια, πως δεν με λένε
Μαριονέττα.

Ανδρέας Βατίστας

Να επιπλεύσουμε

Μια αρκούδα ή ακρίδα με τέσσερα κεριά στη δεξιά της ράχη,
έσκαβε μιά καθημερινή εκατόμβη,
έχοντας στο σαγόνι ένα κόκκινο αρχαίο λείψανο,
που στήριζε μια ξύλινη λαβή περασμένη από το αριστερό αυτί.
Άναψα τα δύο κεριά, μέρα μεσημέρι,
αναστατώνοντας τους περαστικούς.
Κανείς δεν κάνει κάτι τέτοιο, εκτός και αν είναι μεσάνυχτα.
Τα βλέμματα τους ήταν δακρύβρεχτα και νοσηρά.
Πάνω στον περιοδεύων θίασο, σταλθήκαν όλα τα παιδιά, τρικλίζοντας και χασκογελώντας.
Άλλη μια κραυγή θα βγάλουμε να ακούσουμε στα δευτερεύοντα κράτη και στα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Πρόστυχα λερωμένα σακάκια, φορεμένα από χωριάτικες γίδες,
Βραστές και ψητές μέσα στα πιάτα των τουριστών.
Με χτυπημένα δόντια και αριστερά πόδια.
Καταπίνοντας βότσαλα πεταμένα στα ρηχά,
Πιστεύοντας ότι κι αν μας πουν οι μεγαλύτεροι,
ότι φύλο κι αν είναι.
Τα γεγονότα που δεν μάθαμε και ακόμα περισσότερο
που δεν έγιναν ποτέ,
διαφεντεύουν το διάβα μας και διαποτίζουν το είναι μας
με ψεύτικα χαμόγελα και ανατριχιαστικά κοκαλιάρικα κλαδικά ακούσματα
ανακατεμένα με παιχνιδιάρικα επιφωνήματα.
Δεν μπορούμε να ακούσουμε λόγια ούτε να πούμε κουβέντες καθαρές και δεν θέλουμε  πια.
Η σαφήνεια της έκφρασης της αρκούδας ή της ακρίδας
είναι αυτή που ξεκαθάρισε το μέλλον των γενεών που έρχονται
και το παρελθόν που θα έρθει
από αυτούς που το αποφάσισαν ανάβοντας τα κεριά όπως πρέπει
για να είναι το κοινό χαρούμενο και πειθήνιο
γιατί έτσι μπορούν να επιπλεύσουν.

Μαρία Γκόλια

Τo όμορφο

Ξύπνησα.
Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα έξω.
Φυσούσε Ζέφυρος.
Όντα φτερωτά πετούσαν στον ουρανό της γειτονιάς μου.
Ο Οδυσσέας, ο Ιάσωνας, ο Δάντης, η Αριάδνη.
Τους αναγνώρισα απ΄ το αποτύπωμά τους, στη ζύμη
που είχα αφήσει πάνω στο τραπέζι.
Χτες ζύμωσα. Εφτάζυμο ψωμί.
Κι ενώ περίμενα η ζύμη να φουσκώσει
ξάπλωσα στην αιώρα μου, στο σαλόνι
και ονειρεύτηκα.

Αλέξης Δάρας

Αστάθμητος παράγοντας

Από κάπου έρχομαι και κάπου πάω
γι’ αλήθεια διψάω, τη ζωή ζουλάω
δεν αγοράζω ούτε πουλάω
εξερευνώ και τραγουδάω.

Δεν είμαι γυμνιστής,
είμαι γυμνός.
Δεν είμαι ανθρωπιστής
είμαι άνθρωπος.

Δεν είμαι στρατιώτης
είμαι αντάρτης,
δε μ’ έχει μέσα
κανένας χάρτης

Μια στο καρφί
και μια στο πέταλο
πότε νερό, πότε κρασί
και πότε μέταλλο.

Έχω ταυτότητα
κι ας μην ανήκω.
Στη βαρβαρότητα
το μύθο δεν ανοίγω.

Δεν πιάνομαι, δε βρίσκομαι
δε χάνομαι
γιατί είμαι πάντα αλλού
αλλού
αλλού από κει που με ψάχνεις.

Είμαι εγώ, ο αστάθμητος παράγοντας
η ασυσχέτιστη άγνωστη μεταβλητή
διαταρακτικός όρος
ο ακατάληπτος άρρητος λόγος,
είμαι το σφάλμα στη στατιστική.

Δεν είμαι αφέντης ούτε σκλάβος.
Δεν είμαι ζώο, ούτε μηχανή.
Πιστεύω, αγαπώ κι ανάβω
τη φλόγα την ανθρώπινη, την ιερή.

Δεν προσμένω νά ‘ρθουν άλλες εποχές
άλλες ζωές, εικονικές, ιδανικές κι ιδεατές
μες στης στιγμής την ομορφιά
κάνω την άπειρη βουτιά
το αύριο είναι μακριά
και πιο μακριά το χθες

Ανοίγω τον κύκλο και βγαίνω
έτσι ποτέ δε θα με πιάσετε,
σαν ήρωα δεν θα περιμένω
ή σα σκυλί να με θυσιάσετε.

Εξόρισα το φόβο, τον πόνο
το φθόνο πέταξα από τη σκεπή
κι έχω ένα πόθο τώρα μόνο
μία ελεύθερη, αληθινή ζωή.

Δεν πιάνομαι, δε βρίσκομαι
δε χάνομαι
γιατί είμαι πάντα αλλού
αλλού
αλλού από κει που με ψάχνεις.

Γιώργος Καπετανάκος

Ζωή

Γράμματα, γράμματα, φακέλοι και ευρουλάκια
ζωή ένα τίποτα, ρόδες και δεντράκια.
Φύλλα, καρέκλες και φανάρια
ζωή ένα τίποτα, ταράτσες και καθρέπτες.

Στολίδια, μπογιές, γραφεία, ρολόγια, σανίδια κι αλυσίδες
ζωή ένα τίποτα, χάπια και σιρόπια.
Παπούτσια, γραβάτες και τραπέζια
ζωή ένα τίποτα, ξύστρες και μήλα.

Μελάνι και σφουγγάρια
ζωή ένα τίποτα, με μπόλικο αέρα.
Καυσαέριο κι οξυγόνο, σκυλιά και γάτες
ζωή ένα τίποτα, παράθυρο ανοιχτό.

Κιθάρες, ντραμς, ζακέτες και κρύο
ζωή ένα τίποτα, φαντασία πολύ.
Μάτια ανοιγμένα, χέρια και μανίκια
ζωή ένα τίποτα, κούραση και δρόμος.

Μπαλκόνια, τοίχοι, πεζοδρόμια, φώς, αγωνία κι απελπισία
ζωή ένα τίποτα, πέντε κάγκελα.
Νύχια, χορός, φιγούρα και φιλία
ζωή ένα τίποτα, υπομονή και ρώτα.

Αφιέρωση, σουτ, νύχτα, αστέρια, πασούλες και ιδέες
ζωή ένα τίποτα, ελπίδες μόνο.
Κομπιούτερς, βιβλία, κασέτες και ιστορίες
ζωή ένα τίποτα, κεράκι αναμμένο.

Απάντησε, γράψε, λέγε
ζωή ένα τίποτα, σκούπες και μπρίζες.
Χάρακας, αριθμός και πράξη
ζωή ένα τίποτα, αγάπη κι έρωτας.

Κώστας Κολημένος

Άτιτλο

Η πόλη μου φλέγεται από την ανάσα των λευκών μαρμάρων
Η πόλη μου φλέγεται από πυγολαμπίδες που ανάβουν φωτιές
στους κρεμαστούς κήπους της

Η πόλη μου φλέγεται στα κρεβάτια των εφήβων στις πρώτες
κραυγές του έρωτα.

Η πόλη μου φλέγεται από εξεγερμένα πλήθη
που κρατάνε λουλούδια άοσμα.

Η πόλη μου φλέγεται από φλογερά κορμιά γυναικών που χτενίζουν τα μουνιά τους .

Η πόλη μου φλέγεται στη μέση της θάλασσας μαζί της φλέγομαι
και γω αιωρούμενος στην ταράτσα ενός φτωχού πορνίου...

Βασίλης Κυριάκης

Γενιά μου

Ήρθε η ώρα,
να δεις  τον εαυτό σου
απέναντι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Είναι τα χρόνια που τα όνειρα σε προσγειώνουν
υπό απειλή ξυπνάς και σου φωνάζουν
«μύρισε  την αστραπιαία μυρωδιά των ανθών
πέρνα μέσα από τα φύλλα
αναδύσου μέσα από τα τριαντάφυλλα
κοιτά το σκύλο κατάματα».
Τώρα άνεργη στην αυγή των γκρίζων κροτάφων
χάραξε την ιστορία της περιπλάνησης.

Γενιά μου,
Εκεί είναι ο νέος κόσμος κρεμαστός στο κενό
με χιλιάδες όμορφες μορφές.
Με μετανάστες ντυμένους  γιασεμιά
που γεμίζουν  τις τσέπες τους με στίχους,
σπάνε σε χίλια κομμάτια,
ενώνονται με τα δέντρα και τα άστρα.

Γεννήθηκες ελεύθερο ασκέρι
με αέρα φωτιά από τα σωθικά της πόλης.
Τα μάτια σου γεμάτα δάκρυα τρένα
με αισθήματα να ρέουν λάβες από τη δύναμη της καύλας.
Μάχες μέσα από το ηλεκτρικό ρεύμα του εγώ
με τη πραγματικότητα.
Δειπνοσοφιστές με κατεύθυνση στο διασπασμένο.
Είναι η γεύση μας η νοστιμιά του Σύμπαντος;

Γενιά μου,
δεν υπάρχει θέμα, δεν υπάρχει κέντρο.
Άδειο ποτήρι το αύριο.
Λαμπερό, φωτεινό.
Από εκεί που άρχισε η ζωή,
το Είναι ζωσμένο με δυναμίτη.
Οι κόσμοι σε αλλεπάλληλες εκρήξεις ελεγχόμενες
αυθόρμητες, ακατάστατες.
Όταν γνωρίσεις το ζεστό
θα προσπαθήσεις να ξαναγνωρίσεις τότε τον κόσμο.
Ολόκληρο, με το αίμα στις φλέβες
να τρέχει στην ίδια τροχιά
με τους κομήτες, τα αστρικά νέφη,
την ολοκληρωμένη σκοτεινή υλη.

Μέσα από την Πανσπερμία
σου μιλώ,
από τα υπόγεια του γαλάζιου ουρανού.
Είμαι η λύτρωση μου μέσα στις μάζες της ανατροπής,
απογυμνωμένος από αισθήσεις
απολαμβάνω τον αίθριο χώρο της ύπαρξης,
μαζί με παθιασμένους ανθρώπους
που τους βαραίνουνε οι λέξεις.
Περιγραφές της σκιάς τα ποιήματα σου
περιφερόμενα
στο ουσιώδες τίποτα
νηφάλια  εξτρεμιστικά, απεικονίζουν
τον ωκεανό  μέσα μας.

Η ιστορία γράφεται με επίθεση
από την γενιά
που δεν έγινε ποτέ γενιά.

Μαρία Παπανδρεοπούλου

Ταξίδι Ποιητή

Χαμένα όνειρα
κάστρα μου,
στάχτες του καλοκαιριού
σκέψεις ανείπωτες,
φιλιά χιλιοδοσμένα
φυλακισμένα σε ένα κορμί,
χώμα ξεραμένο,
σπόροι που γυρεύουν
απεγνωσμένα
το χάδι του ήλιου,
πουλιά παγιδευμένα
στο αχνό φώς
του φεγγαριού,
ψάχνουν κλαδί
μα μάταια
τάχει συνεπάρει
τ’ όνειρο
και μιας γλυκιάς
νεράιδας το φιλί,
είναι μαγεμένα
απ΄ τη δύναμη
της απουσίας,
η απουσία
πιο δυνατή
απ΄ την παρουσία,
τ΄ όνειρο,
ελεύθερη πράξη
καρδιάς φυλακισμένης,
λύτρωση
δυναμικής απραξίας,
φλόγες αδέσποτες
δίχως το περίγραμμα του τζακιού,
ταξίδι αχαλίνωτο
στις κορυφογραμμές
του ρίσκου!
μα η γλυκιά πτώση
εξ ουρανού,
δεν ήταν εντολή,
ήταν επιλογή,
η μνήμη του νερού
έγινε λόγος
και ο λόγος
πράξη,
τώρα ούτε που θυμάμαι
πως ξεκίνησε
το προπατορικό αμάρτημα
σε τι έφταιξα εγώ
για την περιέργεια
της Πανδώρας,
όμως θυμάμαι
πάντα
το παραλήρημα
του ταξιδιού,
την ευτυχία
που σκορπάει
τα κύτταρα στον αέρα,
δίχως πυξίδα,
πού το καλό
πού το κακό,
πού πάνω
και πού κάτω.
Θυμάμαι
Και πονάω,
συχνά μου νοσταλγός
του απείρου
θα μείνω ταξιδιώτης!

Βασίλης Παχουνδάκης

Άτιτλο

Άγιες νύχτες και μέρες με ξαστεριά
σαν μακάβρια ένωση πιθανοτήτων
με τις παράπλευρες απώλειες
δώρο για τους φτωχούς δρόμους
που παζαρεύουν ανθρώπινες παρωδίες
με χαμηλοτάβανες μοναξιές
Άγιες μέρες και νύχτες με ξαστεριά
και γω μέσα μου φωνάζω
φωνάζω για τον γείτονα
που αγκομαχεί σε μια κλειστεί τηλεόραση
αναζητώντας πλανόδιους έρωτες
και παραχαράκτες με μαχαίρια Ιαπωνίας
κραδαίνοντας τα στον πνιχτό αέρα
του δωματίου.
Μέρες Άγιες και νύχτες ακόμα πιο Άγιες
για την πνιγηρή Αγιότητα
οφθαλμών ακούσιων και εκούσιων
χρυσής φιλαυτίας.
-Πάρε με από δω και στρώσε με αγκάθια
για να περπατήσω!

Σελένα (Έλενα) Προδρομίδου

Η Άκρη των Χειλιών σου

Αν είναι για να τρελαθώ
Θέλω να γίνει
Στον βυθό
Της θλίψης των ματιών σου

Κι αν είναι για να αναστηθώ
Κάνε να γίνει
Να βρεθώ
Στην άκρη των χειλιών σου

Αγάθη Ρεβύθη

Χειροβομβίδα

Αλυσοδεμένες λέξεις που ψάχνουν χώρο…
Φτυάρια που περιμένουν να τις μαζέψουν…
Συνομιλία με το χρονικό ορίζοντα…
Ώρες μοναξιάς μπροστά σε ένα καθρέπτη…
Δαίμονας που δεν ξέρει πού να κρυφτεί…
Αέρινο ύφασμα να σκεπάσει τα γυμνά…
Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να δώσει
τον ορισμό της ποίησης… γιατί η έμπνευση
κλείνει μέσα της τη σπίθα και η έκρηξη
μεταμορφώνει την ψυχή του ποιητή σε χειροβομβίδα…

Χαράλαμπος Σταμέλος

Ωδή

Είναι αργά την νύχτα
και ο αέρας λυσσάει ανελέητα.
Μέσα στην ζεστή κουβέρτα μου
τα κόκκαλα μου τουρτουρίζουν
και κλαίνε.
Σκέφτονται τον άστεγο της Καλλιθέας
που κάηκε ζωντανός
απ' την φωτιά που μάταια-θανατηφόρα
έκαιγε, τον έκαιγε.
Σήμερα κρυώνουν και οι νεκροί,
άλλα οι ζωντανοί κοιμούνται παγερά
αδιάφοροι για τον άστεγο.
Δίπλα στον αποτεφρωμένο
που έσβησε σαν σε τελετή
κοιμάται κι άλλος άστεγος.
Τα άδεια δωμάτια των σπιτιών εκλιπαρούν
Άνθρωποι, ακούστε μας, είμαστε εδώ
διαθέτουμε την ύπαρξή μας
για τον άστεγο.
Ουρλιάζουν τα άδεια σπίτια,
τα έγκατα των άδειων κτιρίων
άνθρωποι, έλεος, ένας άστεγος,
αλλά οι άδειες καρδιές κοιμούνται
σε άδεια σώματα μέσα στην ζέστη.
Θαυμαστή η αξιοπρέπεια
του άστεγου που έκανε
ότι δεν άκουσε τις φωνές
των δωματίων και τα ουρλιαχτά
των σπιτιών και των κτιρίων.
Δεν ξέρει αν αύριο θα ξυπνήσει,
κουκουλώθηκε μ' ένα χαρτόνι
και με το 'να μάτι ανοιχτό φυλάει
σκοπιά ολονυχτία την ζωή του.

Γιώργος Τσίγκας

Όλα λάθος

Όλα λάθος ευτυχώς,
γιατί έτσι κατάλαβα,
παράδεισος και κόλαση,
είναι, μια πόρτα.
Θα βηματίζω απ’ έξω
και θα σε θυμάμαι
και μετά το πάντα,
φωτολουσμένη σαν κλάμα.
Ο λογαριασμός στην τράπεζα
της λήθης
παραμένει χρεωστικός,
παρεβλήθη, ξέρεις,
των καταθέσεων μνήμης,
ως αχρεωστήτως καταβληθείσα,
η θλίψη.
Παρακαλώ μην κουνάτε
το τραπέζι μου,
κατρακυλούν τα γράμματα
και θα τα κάνω,
πάλι,
όλα λάθος.

Γιάννης Υφαντής

Ελλάδα

«…Και δεν πειράζει Γιάννη μου που φεύγ’ η νεολαία
σε άλλες χώρες. Μόνο εδώ; Παντού είναι ωραία».

Φίλος πασόκος μου ’λεγε. «Κι εξάλλου η Ελλάδα
όντας ιδέα, όπου πας, άσβεστη είναι δάδα…

Να ζεις μπορείς όπου στη γης και να σ’ ένας Σωκράτης
ελληνικά να σκέπτεσαι κ’ ελληνικά να πράττεις».

«Σίγουρα» είπα «ο λόγος σου δεν έχει ψέμα ή δόλο·
μα γίνετ’ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ αν ζεις στο Βόρειο Πόλο;

Εδώ «παν μέτρον άριστον», βουνά και παραλίες
και μες στο μέτρο πάντοτε έχει θερμοκρασίες.

Της ποικιλίας είν’ εδώ ο τόπος κ’ η εστία
που κάνει τον Πολύτροπο και τη Δημοκρατία.

Δεν είν’ ιδέα η Ελλάς, μα κλίμα, περιβάλλον,
γλώσσα που πλούτον σαν κι αυτής καμιά δεν έχει άλλον.

Εδώ ερωτεύεσαι το απτό, το σύμπαν έχεις σπίτι
και ξεκινά η ανάγνωση απ’ τον Αποσπερίτη,

σε όλα τ’ άστρα εκτείνεται, μ’ ευφρόσυνη ευκολία
φτάνοντας στον Αυγερινό πού ’ναι η χρυσή τελεία.

Εδώ θεός αθάνατος κι άναρχος είναι η Φύση
άκτιστη κι αψεγάδιαστη τα πάντα έχει λύσει

μες στου ρυθμού της τα δεσμά τα εράσμια κ’ είναι δρόμοι
της λευτεριάς αλάθευτοι της φύσεως οι νόμοι.

Εδώ η ομορφότερη ενδυμασία πού ’χεις
είναι τ’ ολόγυμνο κορμί ως το ’κανε ο Τσαρούχης

και οι αγγειοπλάστες μας, οι γλύπτες, κ’ οι ξωμάχοι·
εδώ γυμνοί πηγαίναμε ακόμα και στην μάχη.

Εδώ δεν έχει τύραννο θεό που με διώξεις
όλους τους απειλεί. Εδώ, της Φύσεως τις όψεις

έχουμε για θεούς, ω ναι, έξη ωραία ζεύγη
της Αρμονίας οι αρμοί, τίποτε δεν ξεφεύγει

απ’ της Ανάγκης το ρυθμό που όντας δαχτυλίδι
στον εαυτό της ρέοντας πάντοτε ξαναδίδει

αυτό που παίρνει. Και σκοπό άλλο αυτή δεν έχει
απ’ το να τρέχει ακίνητη κι ακίνητη να τρέχει.