Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 22

#3 Μαρία Παπαθανασίου: "Σήμερα ζούμε σε μεταβατική εποχή"

Συνέντευξη
στον Νίκο Μπίνο
Στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, την Ευρώπη της εκβιομηχάνισης και της συγκρότησης εθνικών κρατών, πολλοί μισθωτοί τεχνίτες από το γερμανόφωνο χώρο, έχοντας ολοκληρώσει τη μαθητεία τους, ταξιδεύουν και εργάζονται στο πλαίσιο και στη βάση μιας εθιμικής και εν πολλοίς θεσμικά κατοχυρωμένης προβιομηχανικής πρακτικής με ρίζες στον ύστερο Μεσαίωνα: της περιπλάνησης.Η ιστορική μελέτη Δύο ζαχαροπλάστες στην Ευρώπη του 19ου αιώνα (Σμίλη 2012) της Μαρίας Παπαθανασίου πραγματεύεται τις περιπτώσεις δύο περιπλανώμενων ζαχαροπλαστών (τεχνιτών της εποχής), δύο υπηκόων της αψβουργικής μοναρχίας, νεαρών ταξιδευτών, που τις δεκαετίες του 1840 ο ένας και του 1860 ο άλλος ξεκινούν από τη Βιέννη και το Γκρατς αντίστοιχα και περιπλανώνται για μερικά χρόνια, φτάνοντας μέχρι το Παρίσι και το Λονδίνο. Πώς οι άνθρωποι αυτοί βιώνουν την περιπλάνηση; Με ποιους τρόπους συγκροτούνται και ανασυγκροτούνται οι ταυτότητες τους ή πλευρές των ταυτοτήτων τους στα πεδία του επαγγέλματος και της εργασίας, της εντοπιότητας, της εθνικότητας και του θρησκεύματος, της κοινωνικής τάξης και του φύλου; Προβληματισμοί, ερωτήματα, προσανατολισμοί της νέας κοινωνικής ιστορίας συνθέτουν τον καμβά και ταυτόχρονα λειτουργούν ως πυξίδα της αφήγησης.

Η συγγραφέας του βιβλίου Μαρία Παπαθανασίου μιλάει στο Vakxikon.gr απαντώντας στα παραπάνω ερωτήματα.

Στο βιβλίο σας περιγράφετε τη ζωή και το έργο δυο τεχνιτών του 19ου αιώνα. Ποιοί πιστεύετε οτι είναι οι λόγοι που αναγκάζονταν να γίνουν μετανάστες με το τέλος της μαθητείας τους;

Όπως αναφέρω και στο βιβλίο, οι άνθρωποι αυτοί φεύγουν αφού έχουν ολοκληρώσει τη μαθητεία τους στην τέχνη τους (τη ζαχαροπλαστική) για να εργαστούν «στα ξένα» μερικά χρόνια και με σκοπό να επιστρέψουν στο σημείο αφετηρίας τους – και όντως επιστρέφουν για να εξελιχθούν σε αρχιτεχνίτες οι ίδιοι, να αποκτήσουν το δικό τους ζαχαροπλαστείο ή αρτοποιείο (αφού τα όρια των δύο επαγγελμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν ρευστά). Αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας μακραίωνης πρακτικής στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, της πρακτικής της περιπλάνησης, μιας πρακτικής με ρίζες στον ύστερο μεσαίωνα. Επομένως φεύγουν, στη βάση ενός «έθους» (habitus), επειδή «έτσι γίνεται» με τους νεαρούς τεχνίτες, τουλάχιστον ιδεοτυπικά, και γίνεται έτσι προκειμένου οι νεαροί τεχνίτες (μιλάμε πάντοτε για άνδρες) να γνωρίσουν τον κόσμο, να συλλέξουν γνώσεις και εμπειρίες, να επιστρέψουν «σοφότεροι». Με αυτόν τον τρόπο ρυθμίζεται βεβαίως και η αγορά εργασίας, με αυτόν τον τρόπο κερδίζουν τα προς το ζην αλλά τα κίνητρά τους και τα κίνητρα των οικογενειών τους  (που στη διάρκεια της περιπλάνησης τους συντρέχουν οικονομικά από καιρού εις καιρόν) είναι καταρχήν παιδευτικά – η κίνησή τους προσδοκάται και είναι εντέλει κυκλική ή περίπου κυκλική  μέσα στο χώρο και το χρόνο.

Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι προεκτάσεις μιας τέτοιου είδους περιπλάνησης σε τόσο μικρή ηλικία;

Από την ερώτησή σας καταλαβαίνω ότι τους θεωρείτε υπερβολικά νέους, ιδίως τον έναν εκ των δύο ο οποίος είναι δεκαεπτά ετών όταν ξεκινά το ταξίδι του – ο άλλος είναι εικοσιενός ετών. Με τη σημερινή οπτική, την ευρωπαϊκή, δυτική ας πούμε οπτική, φαίνονται πολύ νέοι. Στα μέσα του 19ου αιώνα, στους κόλπους της κοινωνίας των τεχνιτών, δεν θεωρούνταν υπερβολικά νέοι για να περιπλανηθούν (αν και θεωρούνταν λ.χ. υπερβολικά νέοι για να συμμετέχουν σε πολιτικά σώματα). Πάντως δεν κινούνται μέσα στο χώρο εντελώς αυτόβουλα αλλά όπως είπα στο πλαίσιο μιας πρακτικής η οποία συνοδευόταν από αντίστοιχους θεσμούς και δίκτυα. Ο ένας λ.χ. προστρέχει στους αρτοποιούς και ζαχαροπλάστες των πόλεων στις οποίες πηγαίνει για να ζητήσει οικονομική βοήθεια, ο άλλος βρίσκει νέες θέσεις εργασίας μέσα από καλά συγκροτημένα εργασιακά και εργοδοτικά δίκτυα. Οι άνθρωποι αυτοί συλλέγουν εμπειρίες χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου κινούνται. Η περιπλάνησή τους έχει ορατή λήξη και ορατό στόχο: την επιστροφή στην αφετηρία – αυτό ως ένα βαθμό περιορίζει την αγωνία μπροστά στο άγνωστο.

Οι συνθήκες που βιώνουν οι δυο τεχνίτες, πόσο και με ποιόν τρόπο επιδρούν στη διαμόρφωση των χαρακτήρων τους;

Υποθέσεις μπορώ να διατυπώσω με βάση τα δεδομένα που έχουμε και εφόσον, λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης, δεν μπορούμε ως ιστορικοί σε αυτή την περίπτωση να προσφύγουμε στην προφορική ιστορία, τις μεθόδους και τις τεχνικές της, ώστε να συνομιλήσουμε με τους ανθρώπους αυτούς. Στη διάρκεια της περιπλάνησης έρχονται αντιμέτωποι με δυσκολίες, καλούνται να βρουν λύσεις, συναντούν ανθρώπους με τους οποίους έχουν διαφορές, διαφωνίες, συγκρούσεις. Θα έλεγα ότι μαθαίνουν προπάντων να επιβιώνουν με την ευρεία έννοια του όρου. Και φυσικά κοινωνικοποιούνται, συνάπτουν φιλίες, διάγουν έναν βίο κοινωνικό στις διάφορες πόλεις στις οποίες ζουν, πηγαίνουν τακτικά σε θέατρα, όπερες, κονσέρτα, συμμετέχουν σε εκδρομές, περιπάτους, επισκέπτονται μουσεία και άλλα αξιοθέατα. Γίνονται «πολίτες του κόσμου» κατά κάποιον τρόπο, δικτυώνονται μέσα στον επαγγελματικό τους χώρο σε κεντροευρωπαϊκό αλλά και γενικότερα ευρωπαϊκό επίπεδο (μην ξεχνάμε ότι φτάνουν μέχρι το Λονδίνο και το Παρίσι).

Προκύπτουν κοινές συνισταμένες με το τότε και το τώρα των εργασιακών συνθηκών;

Ο εργασιακός βίος των τεχνιτών του βιβλίου χαρακτηρίζεται οπωσδήποτε από έντονη κινητικότητα και ελαστικότητα, στοιχεία που δίνουν το στίγμα τους και στον εργασιακό βίο του σημερινού «δυτικού», για να το πω έτσι, ανθρώπου. Οι δύο ζαχαροπλάστες αλλά και γενικότερα οι περιπλανώμενοι έμμισθοι τεχνίτες εργάζονται για ορισμένα διαστήματα, μετακινούνται από πόλη σε πόλη και από τη μία θέση εργασίας στην άλλη. Συχνά έρχονται αντιμέτωποι με απρόβλεπτες καταστάσεις. Κατά διαστήματα εργάζονται ιδιαίτερα σκληρά, δεν υπάρχουν προκαθορισμένες ώρες εργασίας, σε περιόδους αιχμής εργάζονται τόσο όσο να «βγει η δουλειά». Ο ελεύθερος χρόνος τους δεν είναι αυστηρά οριοθετημένος. Υπάρχει αλλά είναι ελαστικός. Επιπλέον: Οι συγκεκριμένοι τεχνίτες (όπως και ένα σημαντικό μέρος των έμμισθων τεχνιτών αν και οπωσδήποτε όχι όλοι) προέρχονται από τα αστικά στρώματα των γερμανικών πόλεων, από ευυπόληπτα, σχετικά εύπορα στρώματα και ταυτίζονται με αυτά και την αστικότητά τους - σε καμία περίπτωση με τους βιομηχανικούς εργάτες, που φυσικά υπάρχουν και απαντούν και στο βιβλίο. Αυτή λοιπόν η κινητικότητα και η ελαστικότητα στις εργασιακές συνθήκες αφορά στρώματα «μεσαία», «μικρομεσαία» θα λέγαμε, όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και σήμερα. Κι ακόμη τα μέσα του 19ου αιώνα, η εποχή κατά την οποία χονδρικά οι τεχνίτες μας περιπλανώνται αναζητώντας εργασία ή προκειμένου να εργαστούν, αποτελεί μια μεταβατική εποχή για την Ευρώπη και δη τον γερμανόφωνο χώρο στον οποίον και κινούνται κατά βάση. Είναι η εποχή της εκβιομηχάνισης, της πορείας προς μια ριζική μεταβολή των όρων λειτουργίας της οικονομίας που περιλαμβάνει την σταδιακή απελευθέρωση των εργασιακών αγορών, την υποχώρηση των συντεχνιακών τρόπων παραγωγής. Οι πρακτικές των τεχνιτών μας μοιάζουν να αποτελούν εν μέρει ένα παρελθόν μέσα στο παρόν. Σήμερα ζούμε επίσης σε μία μεταβατική εποχή, ή και έχουμε μεταβεί ήδη σε μια εποχή πολλαπλής οικονομικής παγκοσμιοποίησης, όπου οι όροι λειτουργίας της οικονομίας αλλάζουν. Όμως: Παρά ορισμένα κοινά σημεία πρόκειται για μία πολύ διαφορετική κοινωνία, οικονομία, εποχή από τη δική μας. Αυτοί οι τεχνίτες κινούνται ακόμη στα μέσα του 19ου αιώνα σε μια αγορά εργασίας με λιγότερο ή περισσότερο αυστηρούς κανόνες, με κανόνες προβιομηχανικούς, και όχι στο πλαίσιο μια ανέλεγκτης και κάποτε ανεξέλεγκτης αγοράς εργασίας. Η κινητικότητά τους έχει διαφορετικό περιεχόμενο από τη σημερινή γιατί συνιστά προστάδιο, πραγματικό ή ιδεοτυπικό, για ένα ανεξάρτητο μέλλον ως επαγγελματιών. Οι τεχνίτες μας ταξιδεύουν με προοπτική, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προγραμματίσουν την ολοκλήρωση της περιπλάνησής τους και το μέλλον τους. Βεβαίως αυτό ενδεχομένως δεν ισχύει την ίδια εποχή και στον ίδιο βαθμό για έμμισθους τεχνίτες άλλων κλάδων ή και για το σύνολο των τεχνιτών του κλάδου τους. Οι έμμισθοι τεχνίτες δεν εκκινούν όλοι από το ίδιο σημείο κοινωνικής αφετηρίας και συνεπώς δεν έχει όλων η περιπλάνηση τον ίδιο χαρακτήρα. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που από όσο γνωρίζω δεν έχει τεθεί ρητά από την γερμανόφωνη ιστοριογραφία και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Το βιβλίο σας, αν και πρόκειται για επιστημονική μελέτη, κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να το πει και μυθιστόρημα. Η δική σας θέση;

Δεν το θεωρώ μυθιστόρημα επειδή απουσιάζει παντελώς το στοιχείο της μυθοπλασίας. Τις θέσεις μου, τα συμπεράσματά μου, τις εικασίες μου, τις διατυπώνω αποκλειστικά και μόνο με βάση τις πηγές ή μάλλον την κριτική αξιοποίησή τους που προκύπτει από την βασανιστική, θέλω να ελπίζω, ανάλυσή τους - διασταυρώνοντάς τες, όπου αυτό είναι δυνατόν, με άλλες πηγές και την επιστημονική ιστοριογραφία. Οι «ήρωές μου» λοιπόν είναι τελικά δέσμιοι των πηγών, των (διαθλασμένων, τεθλασμένων κλπ.) αυτοβιογραφικών καταλοίπων που μας άφησαν, αυτών που άφησαν άλλοι τεχνίτες, των σειραϊκών πηγών που έχουν μελετήσει άλλοι ιστορικοί και φυσικά της επιστημονικής ανάλυσης όλων αυτών των στοιχείων. Όπως έλεγε ένας διάσημος Γερμανός ιστορικός, ο Ράινχαρτ Κοζέλλεκ, «οι πηγές έχουν δικαίωμα να ασκήσουν βέτο». Οπότε δεν θα το αποκαλούσα μυθιστόρημα παρότι αντιλαμβάνομαι ότι στο βαθμό που η γραφή ίσως έχει λογοτεχνικό χαρακτήρα μπορεί να δημιουργείται μια τέτοια εντύπωση. Σε ό,τι αφορά τη γραφή η δική μου προσπάθεια σε αυτό, όπως και σε προηγούμενα βιβλία μου (λ.χ. σε μία παλαιότερη μελέτη μου για την ιστορία των παιδιών στον ελληνικό ορεινό χώρο που είναι κατά βάση μια δουλειά προφορικής ιστορίας αλλά και στη διατριβή μου που αφορούσε στην παιδική εργασία στην Αυστρία) είναι ο λόγος μου να παραμένει επιστημονικός χωρίς να παραιτείται από την αφήγηση, να έχει χαρακτήρα αφηγηματικό, διαπλέκοντας την αφήγηση με την ερμηνεία, να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο απόμακρος για τους μη επαϊοντες– στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατόν για ένα επιστημονικό κείμενο. Προφανώς αυτό δημιουργεί και την αίσθηση μιας λογοτεχνικής γραφής που εντείνεται από τα συνεχή αυτοβιογραφικά παραθέματα τα οποία παραπέμπουν σε μία πρωτοπρόσωπη αφήγηση.