Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

#3 Κωνσταντίνος Μπούρας: "Ζούμε σε εποχές μεταβατικές και κρίσιμες"

Συνέντευξη
στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας γεννήθηκε στην Καλαμάτα και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι κριτικός βιβλίου, συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ελευθεροτυπία και εξακολουθεί να γράφει σε σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και στα εγκυρότερα ηλεκτρονικά περιοδικά. Γράφει κυρίως ποίηση. Έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το πληθωρικό ποιητικό του έργο συνεχίζεται αδιαλείπτως και σε καθημερινή βάση, εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Με το πρόσφατο βιβλίο του Αρχαίο Φαγοπότι ξεκινά μια σειρά επτά ψυχαγωγικών αφηγήσεων γύρω από τον βίο και την πολιτεία των αρχαίων Ελλήνων. Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι από τους ανθρώπους που εργάζεται σκληρά και έχει καταφέρει να είναι γνωστός στον χώρο των γραμμάτων. Εμείς από την πλευρά μας νομίζουμε ότι η παρουσίαση του έργου του αλλά και μια συζήτηση μαζί του θα μας βοηθούσε να τον γνωρίσουμε καλύτερα αλλά και να μάθουμε τις ενδότερες σκέψεις του.

Ένας σύγχρονος ποιητής τι αναζητεί στα αρχαία κείμενα;

Απαντήσεις στα ερωτήματα που μαστίζουν τον πολιτισμό μας. Ζούμε σε εποχές μεταβατικές και κρίσιμες.Η απόλαυση του φαγητού είναι ένα αντίδοτο στην κρίση;


Το καλομαγειρεμένο φαγητό  είναι, καταρχήν, πολιτισμός. Με αφορμή την ικανοποίηση των «κατώτερων», βασικών ανθρώπινων αναγκών, το πνεύμα βρίσκει την ευκαιρία να ανυψώσει τον λογισμό των ανθρώπων σε δυσθεώρητα ύψη.

Επομένως, το βιβλίο σας δεν είναι απλώς ένας τσελεμεντές;

Έχει βεβαίως παράρτημα με αρχαίες συνταγές φαγητών όπου αναφέρονται καταλεπτώς όλα τα φαγώσιμα. Όμως το βασικό συστατικό του βιβλίου είναι η χιουμοριστική αφήγηση της διαδικασίας ενός αρχαίου συμποσίου.

Κύριε Μπούρα, πώς γινόταν ένα αρχαίο συμπόσιο;

Υπήρχε αυστηρό πρωτόκολλο. Στα καλά τα σπίτια, εννοείται. Γιατί ανθούσε επίσης και η διασκέδαση στα καπηλειά  και στους αγρούς.

Σε ένα καλό αθηναϊκό σπίτι της εποχής του Περικλή, ποια ήταν η διαδικασία προετοιμασίας και διεξαγωγής ενός συμποσίου;

Όχι πολύ διαφορετική από τα σημερινά φαγοπότια. Στέλνονταν προσκλήσεις, αγοράζονταν τα υλικά (από την ψαραγορά, την κρεαταγορά κι από τα μανάβικα), αγοράζονταν ακόμα και δώρα για τους καλεσμένους (χρυσά ή ασημένια σουβενίρ, όπως γίνεται στα σύγχρονα βαφτίσια). Οι υπηρέτες καθάριζαν κι έβαφαν (όταν χρειαζόταν) το σπίτι. Έφερναν αλμυρό νερό από το Φάληρο, για το ανακάτεμα του κρασιού.
Αραίωναν το κρασί με αλμυρό νερό;


Αυτή ήταν, κατά τη γνώμη μου, και η κύρια αιτία των πρόωρων θανάτων, λόγω υψηλής αρτηριακής πίεσης. Το αραίωναν όμως και με γλυκό νερό, το έβραζαν με μέλι, το αρωμάτιζαν με βότανα ή μυρωδικά… Εκτός από τους πυθαγόρειους, που ήταν αυστηρά χορτοφάγοι κι απέφευγαν τις διατροφικές υπερβολές, οι αρχαίοι Έλληνες, όπως και οι σύγχρονοι Γάλλοι, έπιναν κρασί ακόμα και στο πρωινό.
Και η περίφημη διασκέδαση; Τα ανάκλιντρα, οι χορεύτριες τόσο γνωστά από την εικονογραφία. Τι έχετε να πείτε για όλα αυτά;


Ας μην αναγάγουμε την εξαίρεση σε κανόνα. Υπήρχαν αισθητικές και ποιοτικές διαβαθμίσεις. Ακριβώς όπως και σήμερα. Μπορούσες να συναντήσεις σε ένα συμπόσιο το Σωκράτη, τον Σοφοκλή, ή έναν κωμωδιογράφο και να απολαύσεις συζήτηση υψηλού πνευματικού επιπέδου. Όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοικτά. Όμως οι γυναίκες του σπιτιού απαγορευόταν να μπαίνουν στο χώρο του συμποσίου και μόνο οι εταίρες και οι επαγγελματίες της διασκέδασης είχαν πρόσβαση στο χώρο της κρασοκατάνυξης.
Πιστεύετε ότι μοιάζουμε σε πολλά σημεία στους αρχαίους ημών προγόνους;


Σε πάρα πολλά. Και, δυστυχώς, όχι μόνο στα καλά. Εκτός από τη διασκέδαση, την πνευματική ευελιξία, την δημιουργικότητα και την πολιτιστική παραγωγικότητα, είμαστε ισχυρογνώμονες, ζηλιάρηδες, δεν ανεχόμαστε τους καλύτερούς μας και προτιμάμε – σε γενικές γραμμές – να ξεραθεί το κατάφορτο με καρπούς δέντρο του γείτονα, παρά να καλλιεργήσουμε το δικό μας χωράφι. Όμως στο φαγητό, στη διασκέδαση, στην φιλοξενία, στο «έξω καρδιά», είμαστε πανομοιότυποι.
Υπάρχουν αρχαία φαγητά ή γλυκά που παρασκευάζονται ακόμα και σήμερα;


Πάρα πολλά. Τη σκορδαλιά, ας πούμε, την «τσάκιζαν» καθημερινά. Τους έριχνε την πίεση. Μόνο που χτύπαγαν στο γουδί, εκτός από το σκόρδο, το λάδι, τα βρεγμένα ξεροκόματα και κατσικίσιο τυρί και μέλι!!!! Ναι, το μέλι, το έβαζαν παντού, σχεδόν: επάνω στα ψημένα λουκάνικα, στα ψημένα κρέατα, ακόμα και στα ψάρια που σιγοψήνονταν στη σχάρα. Και για τις περιπτώσεις δηλητηριάσεων από μανιτάρια ή άλλα τοξικά φυτά, έβραζαν μέλι με ξύδι (το «οξύμελι») και το έπιναν ως αντίδοτο. Υπήρχαν άπειρα γλυκίσματα με μέλι, το οποίο εκτός από τις αντιμικροβιακές κι αντιοξειδωτικές ιδιότητές του είναι και μια πλήρης τροφή. Αναφέρεται η περίπτωση ενός υπέργηρου ο οποίος αποφάσισε να κάνει απεργία πείνας για να βάλει τέλος στα βάσανά του. Οι κόρες του όμως τον παρακάλεσαν να αναβάλει τη φυγή του, γιατί θα τους χαλούσε τη συμμετοχή στην αποκλειστικά γυναικεία γιορτή των «Θεσμοφορίων». Εκείνος συμβιβάστηκε να τρώει μόνο μέλι και να πίνει νερό κι όχι μόνο τού πέρασε και η κατάθλιψη, αλλά πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς… χειρότερα.
Πιστεύετε ότι έχουμε να διδαχτούμε από τους αρχαίους Έλληνες και στο θέμα της διασκέδασης;


Βεβαίως. Έχουμε γίνει υπερκαταναλωτικοί, βιαστικοί, νευρωτικοί. Ξεχάσαμε το μέτρο και την οικονομία σε όλα τα επίπεδα: οικονομία χρόνου, δυνάμεων, υλικών, αισθημάτων και λοιπά. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν εργάζονταν όπως εμείς. Είχαν αναγάγει τη ζωή τους σε τέχνη και τον βίο τους σε αυτοσκοπό. Ακόμα και σε περιπτώσεις εκστρατειών, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου ήξεραν να απολαμβάνουν την κάθε στιγμή της ανάπαυλας, σα να είναι η τελευταία τους. Αυτό το έχουμε, εν πολλοίς, απολέσει σήμερα. Ο μέσος νεοέλληνας κατατρύχεται από το άγχος, ως αποτέλεσμα της απληστίας και της αλαζονείας.
Όμως έχουν κατηγορηθεί συχνά και οι αρχαίοι έλληνες και οι ρωμαίοι για κραιπάλες κι ασυδοσίες.


Κάθε εποχή έχει τα μελανά της σημεία, όμως η παραγωγή διαχρονικών πολιτιστικών αγαθών, παγκοσμίου βεληνεκούς, συνηγορεί για το αντίθετο. Ο Ευριπίδης, ο τραγικότερος των τραγικών, ήταν μοναχικός τύπος και μάλλον μισάνθρωπος. Ο μύθος για τη θαλασσινή σπηλιά στη Σαλαμίνα, όπου έβρισκε καταφύγιο, για να καταγράψει τις εμπνεύσεις του, τον παραλληλίζει με τον κοσμοκαλόγερο Παπαδιαμάντη. Έπινε βεβαίως, το κρασάκι του, και η σωματική ρώμη δεν θα πρέπει να του ήταν αδιάφορη, όμως ήξερε να κλείνεται στο καβούκι του και να καλλιεργεί των εσωτερικό του κόσμο.

Τελικά, στα αρχαία συμπόσια, το φαγητό ήταν αυτοσκοπός ή δέλεαρ;

Η ικανοποίηση της γεύσης ήταν η βάση και το απαραίτητο προκαταρκτικό της ανώτερης ψυχαγωγίας. Και στις μέρες μας, ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα παρέες που «φιλοσοφούν μεταξύ τυρού κι αχλαδιού».
Σας ευχαριστώ πολύ για όσα μας είπατε.


Κι εγώ σας ευχαριστώ για την ανταπόκρισή σας στον κόπο μου. Να είστε πάντα προσηνής κι ευχάριστος. Υγιαίνετε!
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας γεννήθηκε το 1962 στην Καλαμάτα. Είναι διπλωματούχος μηχανικός του Ε.Μ.Π. (1985), αριστούχος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1994), κάτοχος μεταπτυχιακού στο θέατρο και στις παραστατικές τέχνες (D.E.A. Pariss III – La nouvelle Sorbonne) και συγγραφέας 25 εκδοθέντων βιβλίων. Ποιητής κυρίως και αρχαιολάτρης, αλλά και δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου, συνεργάζεται με πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Συνεργάστηκε για τρία χρόνια με την Βιβλιοθήκη της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία». Περισσότερες πληροφορίες στο www.konstantinosbouras.gr.