Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 1

#2 Σωτήρης Παστάκας : "Τα καθιερωμένα περιοδικά ν' αυτοκαταργηθούν"

του Νέστορα Ι. Πουλάκου

Με τον ψυχίατρο και ποιητή Σωτήρη Παστάκα συναντηθήκαμε στο ιατρείο του, στη Νέα Σμύρνη, ένα φθινοπωρινό απόγευμα, παρέα με ένα μπουκάλι ουίσκι και άφθονη όρεξη για συζήτηση. Μερικές φορές η διαδικτυακή επικοινωνία σε ωθεί να μιλάς για ώρες όταν επέρχεται η απευθείας προσωπική. Τέσσερις ώρες έκατσα στο γραφείο του και κάποια στιγμή ένιωσα σαν τον ασθενή.. που έχει επισκεφτεί το γιατρό του και μιλούν για τα πράγματα που τον απασχολούν!

-Καλησπέρα κε Σωτήρη!
-Καλησπέρα Νέστορα!

-Τελευταία ποιητική δουλειά, οι «Προσευχές για φίλους» από τις νεοσύστατες Εκδόσεις Heteron. Κυκλοφόρησε το καλοκαίρι που μας πέρασε και με το βάθος αυτής της μικρής χρονικής απόστασης μίλησε μου για τις εντυπώσεις που σου άφησε τόσο σε σένα όσο και στους αναγνώστες, που ήρθες σε επαφή.
-Καταρχάς νιώθω ένα αίσθημα αγάπης και φιλίας για αυτό το βιβλίο. Ξεκίνησε σαν πλάκα, ανακατεύτηκαν πολλοί φίλοι αφιλοκερδώς, όπως ο Στράτος ο Φουντούλης για το εξώφυλλο, ο Γιάννης ο Γκούμας για τη μετάφραση, ο Φώτης ο Παπαδόπουλος για την έκδοση. Μέσα σε ένα μήνα στήθηκε. Αυτό το βιβλίο της παρέας ήταν ένα μικρό πανηγύρι, το οποίο αγκάλιασαν όλοι παρά τα πολλά του λάθη, κυρίως τυπογραφικά. Ήταν μια πειραματική έκδοση σαν πρώτο βιβλίο των εκδόσεων Heteron, και νιώθω μια ικανοποίηση τόσο για την διακίνηση του (σε 5-6 βιβλιοπωλεία και ηλεκτρονικά από την «Πρωτοπορία») όσο και για την προσπάθεια.

-Αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι μια προσπάθεια συγγραφής των τελευταίων ετών αλλά η πορεία των ποιημάτων βαστά δέκα και χρόνια;
-Ακριβώς όπως το λες είναι. Για την ακρίβεια κρατά έντεκα χρόνια! Ξεκίνησαν να γράφονται πριν κυκλοφορήσει ο «Κοινωνός των αποστάσεων», δηλαδή το 1996. Το συγκεκριμένο βιβλίο έκανε να βγει τρία χρόνια, με αποτέλεσμα να με πάει πίσω, να θέλω να πετάξω από πάνω μου ορισμένα πράγματα για να συνεχίσω, να αλλάξω ύφος, σάουντρακ πως το λένε. Δυο χρόνια πέρασαν και ξεκίνησα να γράφω τις «προσευχές».

-Και αυτή η ιδέα πως ήρθε; Αυτός ο ποιητικός φόρος τιμής σε φίλους;
-Ήθελα να αλλάξω ύφος στη γραφή μου. Ένιωθα ότι με τις τρεις πρώτες ποιητικές μου συλλογές αυτό που είχα να πω το ολοκλήρωσα. Άρα είχα δυο δρόμους : είτε να παραμείνω στην ίδια μανιέρα είτε να σταματήσω να γράφω ποίηση. Δοκίμασα λοιπόν μια αλλαγή με τις «προσευχές». Η πρώτη απόπειρα, δυο-τρία ποιήματα, βγήκαν το 1997 στη Λάρισα, στον Επτάγραφο με τίτλο «Απόπειρα προσευχής». Ήταν «προσευχές» πρόστυχες. Στη συνέχεια πέρασαν από διάφορες φάσεις, υπέστησαν αλλαγές στη διάρκεια, άλλα και ενδιάμεσα απρόοπτα του βίου που κατέληξαν στη «Νήσο Χίο», άλλωστε ο φίλος Νίκος λέει ότι «η ποίηση του Παστάκα χωρίζεται σε ποίηση προ Χίου και μετά Χίου». Τέλοσπαντων ήταν μια αλλαγή, που στην πορεία της κατέληξα στις «προσευχές».

-Θες να μου μιλήσεις για εκείνους τους πρώτους στίχους, για εκείνα τα πρώτα βιβλία στα οποία αναφέρθηκες;
-Έγραφα από μικρός, από το σχολείο σχεδόν, χάρη σε μια δασκάλα που μας ωθούσε στο να γράφουμε στις διακοπές μας. Στη συνέχεια αυτά διαβάζονταν μες στη τάξη και, καταλαβαίνεις τώρα, τις πρώτες αντιδράσεις. Στη συνέχεια κέρδισα σε κάποιους διαγωνισμούς στη Λάρισα και μετά ήρθα στην Αθήνα. Αυτό που με βοήθησε πολύ ήταν οι αυστηροί μου δάσκαλοι. Στα 20 μου, με το θράσος του πιτσιρικά, χτύπησα την πόρτα του Άλκη Αγγέλου. Με δέχτηκε αμέσως σαν πραγματικός τζέντλεμαν που ήταν. Του παρουσίασα μια ολοκληρωμένη μου συλλογή στυλ Γκίνσμπεργκ (σημ. μαζί με τον Καβάφη που τον διάβαζα στα κρυφά στη Λάρισα, όντας απαγορευμένος, οι μεγάλες μου επιρροές). Ο κ. Αγγέλου ήταν κάθετος. Μου τα απέρριψε με μια δεκτικότητα και με μια συμπάθεια βέβαια. Στη συνέχεια ήταν ο Φίλιππος Βλάχος, επίσης μου απέρριψε άλλη μια συλλογή που του έδειξα ένα χρόνο μετά. Έτσι στράφηκα στη μετάφραση και αποφάσισα να παιδέψω το στίχο μέσω αυτής. Τις πρώτες απόπειρές μου τις έδειξα στον Κώστα Μαυρουδή. Αν και ήθελαν δουλειά, εκείνος με δέχτηκε προτείνοντας του μεταφράσεις ιταλικής λογοτεχνίας.

-Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο ας κουβεντιάσουμε για τη «Νήσο Χίο», το βιβλίο που σε έχει σημαδέψει, κατά τη γνώμη μου.
-Η «Νήσος Χίος» είναι μια γυναίκα. Παίρνει το «όνομά» της από μια Χιώτισσα αλλά γράφτηκε για διαφορετικές περσόνες, φαίνεται ξεκάθαρα αυτό στο βιβλίο. Όταν πρωτοκυκλοφόρησε παρεξηγήθηκε πολλάκις εξ ονόματος, άλλοι το νόμιζαν λαογραφικό, άλλοι τουριστικό οδηγό, άλλοι ότι είχα καταγωγή από τη Χίο. Το περιεχόμενο του όμως ήταν για μερικές γυναίκες, οι οποίες με απασχόλησαν εκείνη την περίοδο στη ζωή μου. Όπως λέει η φίλη μου, η Πόπη η Γκανά «ο παντρεμένος που κάνει διάφορες σχέσεις και καλώς ή κακώς τον παρατάνε», κάτι παρόμοιο συνέβη και σε μένα. Δυστυχώς δε τίμησα το στεφάνι μου, δεν είχα σκοπό να χωρίσω τότε αλλά αυτό το βιβλίο αποτέλεσε τον τρίτο άνθρωπο της σχέσης αφού μιλούσε για καταδικασμένες δικές μου σχέσεις, στις οποίες δεν είχα την αποφασιστικότητα να τις ξεκαθαρίσω. Θεωρώ ότι είναι το ερωτικότερο ποίημα μου. Πρώτη φορά μιλάω ανοιχτά για αυτό, ήθελα πάντα να παραπέμπει φιλολογικά και λογοτεχνικά στον πίνακα του Ντελακρουά «Νήσος Χίος και άλλες καταστροφές», όπως ήταν και ο αρχικός τίτλος του. Πάντως δεν ήταν προγραμματισμένο να βγει. Ήταν ένα επεισόδιο αναπάντεχο. Βγήκε απρόσκλητα χάρη στον μακαρίτη, τον Γιώργο τον Δρανδάκη. Ήταν εκείνος που με πίεσε να κάνω αίτηση για το οικοτροφείο ποιητών στο Εδιμβούργο της Σκωτίας το 2001. Είχε απορριφθεί ήδη τρεις φορές και πίστευε ότι κάτι έτρεχε εναντίον των Ελλήνων ποιητών. Κάναμε, λοιπόν, μαζί εκ νέου την αίτηση και με δέχτηκαν, εκείνον πάλι όχι. Μάλιστα έπαιρνε οργισμένα τηλέφωνα κατά την παραμονή μου εκεί και ρωτούσε τι κάνω (γέλια). Τέλοσπαντων στο Εδιμβούργο πήγα τον Σεπτέμβριο του 2001 για ένα μήνα, μαζί με άλλους πέντε ποιητές από όλο τον κόσμο. Ήταν τόσο αυστηρό το κλίμα, ώστε δεν αντιληφθήκαμε καν το τρομοκρατικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους. Εκεί είχα σκοπό να δουλέψω τις «προσευχές» και κάποιες ιταλικές μεταφράσεις, που δε βγήκαν ποτέ. Τελικά δούλεψα αυτά τα 5-10 ποιήματα (της Νήσου Χίου), που είχαν δημοσιευθεί το 2000 στη «Νέα Εστία» και έτσι καταλήξαμε σε αυτό το βιβλίο. Αν και δε μιλάω εύκολα για αυτό το βιβλίο τελικά με κατάφερες (γέλια).

-Κατά πόσο είναι εύκολη τελικά η ερωτική ποίηση;
-Αρχικά με γνώμονα και οδηγό το «Μονόγραμμα» του Ελύτη, το απόλυτο ερωτικό ποίημα, όλα στη συνέχεια είναι δύσκολα. Είναι πολύ δύσκολη η ερωτική ποίηση παρά το εύκολο του θέματος. Κρύβει πολλές παγίδες, άλλωστε καθιερωμένοι ποιητές την αποφεύγουν, διότι αν δεν την κάνεις καλά κινδυνεύεις να πέσεις στο μπανάλ.

-Μετά τις «προσευχές» υπάρχει κάποια άλλη θεματική σκέψη αναφορικά με νέα ποιήματα;
-Το περίεργο είναι ότι επειδή πρέπει να προχωρούμε, να ψαχνόμαστε κι επειδή ακόμα και στην ποίηση κάνεις καριέρα, τα πράγματα από κάποια στιγμή και μετά έρχονται μόνα τους. Η ποίηση είναι σαν τη συνταγή με κουλουράκια, άμα τη μάθεις την ξανακάνεις και την ξανακάνεις. Το ζήτημα είναι να μάθεις και καμιά άλλη συνταγή (γέλια). Όταν έγραψα την τελευταία «προσευχή» (για τον Γιάννη τον Γκούμα) στο Σαντιάγκο της Χιλής, την επόμενη μέρα, ίσως επειδή δε μου άρεσε η παρέα, ίσως το τζετ λανγκ, προέκυψε αυτόματα, αυθόρμητα θα έλεγα, μια άλλη συλλογή, εντελώς καινούρια. Μέσα σε 5 μέρες έγραψα 53 ποιήματα. Από κείνο τον Απρίλη όμως (.. του 2006) δεν τα έχω ξαναπιάσει, τα φοβάμαι ακόμα. Αν και έχουν δημοσιευτεί κάποια από αυτά στο «Ποιείν», παράλληλα τρέχουν κάποια άλλα.

-Ας μιλήσουμε για τη γενιά σου, μέσα από την ποίηση. Σε εντάσσω στην παρέα του `80, στη γενιά του «ιδιωτικού οράματος», σ` εκείνους τους ποιητές, με τους οποίους έχουμε μεγαλώσει, εμείς, τα παιδιά της νέας χιλιετίας. Είστε, αν θες, μια παρέα που ακόμα «τρέχει». Τα ασφαλή μας συμπεράσματα τα έχουμε εξάγει μέχρι και τη β` μεταπολεμική γενιά. Εσείς; Θες να μου σχολιάσεις τα έργα και τις ημέρες σας;
-Αυτό παίζεται (γέλια). Μιλάω, βέβαια, για το αν ανήκω σε αυτή τη γενιά ή όχι. Κανονικά εντάσσομαι στη γενιά του `75 μισό (γέλια). Ας σοβαρευτούμε. Πρώτα απ' όλα πρέπει να μιλήσουμε για τον «κανόνα Αργυρίου», που κατένειμε τους ποιητές. Βασικά δε συμφωνώ μαζί του. Λόγω έτος γεννήσεως (το 1954) ανήκω στη β` μεταπολεμική γενιά. λόγω όμως εμφάνισης στα γράμματα (το 1980 στο «Δέντρο») ανήκω στη γενιά του `80. Έτσι λοιπόν ο Παστάκας έμεινε εκτός από οποιαδήποτε γενιά γιατί ήταν στο μεταίχμιο. Αυτή η τυποποιημένη κατανομή δε με συγκινεί καθόλου. Δεν επιλέγει η γενιά τον ποιητή, εκείνος τη χρέωνεται και πληρώνει το τίμημα της. Τελικά στην ανθολογία του Βαγγέλη του Κάσσου βρέθηκε μια άκρη, αφού ανακάλυψε ένα παραθυράκι και μαζί με μερικούς ακόμα (όπως τον Καψάλη) με κατέταξε στη γενιά του 75 μισό (!). Είναι σημαντικό να υπάρχουμε σε μια ανθολογία όπως έλεγε και ο Μπόρχες. Παρολαυτά, χωρίς να θέλω να φαίνομαι εγωιστής πρέπει να αλλάξουν τα κριτήρια, για να μη φτάνουμε στις ακρότητες του Γαραντούδη, ο οποίος έκανε μια συντεχνιακή ανθολογία με 14 άτομα για τη γενιά του `80. Μια ποιητική παρέα δεν κατατάσσεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις, δε μπορούμε να μιλάμε δηλαδή για γενιές λίγων ατόμων (ενώ εκείνη του '70 αριθμεί γύρω στους 75 και). Στην παρέα που εσύ αναφέρεσαι υπάρχουν περιπτώσεις πολύ δυνατές όπως εκείνη του Μπλάνα, του Λάγιου, του Καψάλη κ.ά. Πολύ σημαντική είναι και εκείνη η νέα ανθολογία του νεοελληνιστή Ιταλού ακαδημαϊκού Σαντζίλιο, ο οποίος κατήργησε τον κανόνα «Αργυρίου». Όσον αφορά τώρα τη φράση «ιδιωτικό όραμα», ήταν ένα λάθος του Κάσσου και του Κεφάλα. Δε νομίζω ότι ισχύει. Μπορεί να ξεκίνησε έτσι εσωστρεφής αλλά στην πορεία η γενιά του ΄80 έχει απευθυνθεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, με μεγάλα ανοίγματα πολιτικά και ιστορικά και λιγότερο προσωπικά, ενώ πολύ σημαντική είναι και η ανταπόκριση που υπάρχει στους νεαρούς αναγνώστες, κάτι που δεν υπήρχε παλιότερα.

-Και τώρα να αγγίξουμε το θέμα των εκδοτικών οίκων και, εν γένει, των εκδόσεων βιβλίων. Σε τι στάδιο είμαστε κατά τη γνώμη σου; Υπάρχει φως στον ορίζοντα;
-Πρέπει να αλλάξει το τοπίο εκατό τοις εκατό. Η γενιά των 700 ευρώ πρέπει να εργάζεται τρεις μήνες για να βγάλει βιβλίο στον Γαβριηλίδη, για παράδειγμα. Το μέσο κόστος για ένα νέο ποιητή είναι τα 2000 ευρώ αυτή τη στιγμή. Μιλάμε για πραγματική βιομηχανία. Όσον αφορά την ποίηση, το σίγουρο είναι ότι πρέπει να πληρώσεις. Ελάχιστοι είναι οι εκδότες που βγάζουν ποιητικά βιβλία και αυτό το κάνουν για άλλους λόγους. Είτε γιατί είναι φίλος τους ο ποιητής είτε για να προσδώσουν κύρος στον οίκο τους είτε για λόγους εφορίας. Ξέροντας, δηλαδή, ότι θα χάσουν από την έκδοση ενός ποιητικού βιβλίου, το παρουσιάζουν ως χασούρα στην εφορία, προκειμένου να έχουν απαλλαγές από φόρους. Έτσι κι αλλιώς ένας νέος ποιητής θα πληρώσει, παρολαυτά πρέπει να έχει το δικαίωμα να εξασφαλίζει νέους αξιοπρεπείς δρόμους έκδοσης. Εκεί είμαι αισιόδοξος κι αυτό λόγο ίντερνετ. Με μια καθυστέρηση εμφανίστηκαν στην Ελλάδα οι πρώτες ιντερνετικές εκδόσεις, με χαμηλό κόστος και σίγουρη προβολή. Μιλάμε για κανονική επανάσταση, ελπίζοντας ότι θα δούμε τα επόμενα χρόνια να σπάσει το κατεστημένο των εκδόσεων.

-Περίπου τα ίδια μπορούμε να πούμε και για το χώρο των λογοτεχνικών περιοδικών;
-Ακριβώς τα ίδια. Έχουμε καιρό να δούμε κάτι αξιόλογο, κάτι καινούριο. Από τα ήδη καθιερωμένα, έχουμε φτάσει ήδη στην πλήξη, έχουμε μάλλον πνιγεί από αυτά, διότι είναι σε τέτοιο βαθμό τέλεια ώστε διαπράττουν ύβρη. Η άρτια τυπογραφική τους εμφάνιση έχει οδηγήσει σε σκλήρυνση, σε εγκλωβισμό, με  λίστες γνωστών ονομάτων χωρίς ανανέωση. Θεωρώ ότι έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους και πρέπει να αυτοκαταργηθούν. Από την άλλη τα νέα περιοδικά είναι βραχύβια, με αποτέλεσμα οι νέοι αντί να βγάζουν το δικό τους περιοδικό, προτιμούν να εκτονώνουν την επιθυμία τους για δημοσίευση μέσω του ίντερνετ.

-Φτάσαμε, λοιπόν, στο σημείο του ενδιαφέροντος μας. Δυο «ιντερνετάδες» πρόσωπο με πρόσωπο. Ακούω τις απόψεις σου για το μέσο, που τόσο αγαπάς και τη παρεξηγημένη σχέση του με τη λογοτεχνία.
-Το διαδίκτυο επειδή το παρακολουθώ από το 1993, από τους πρώτους Έλληνες χρήστες του, είχε αρχικά λογοτεχνικές ιστοσελίδες, κατασκευασμένες από φανς λογοτεχνών, στις οποίες δημοσίευαν κείμενα, συνεντεύξεις τους κτλ. Οι προσωπικές ιστοσελίδες ήρθαν αργότερα από ανθρώπους που δε δρούσαν στον έντυπο χώρο και έψαχναν να βρουν τη φωνή τους, με άμεση συνέχεια τη διαδικτυακή ύπαρξη και επώνυμων λογοτεχνών. Τα ιστολόγια (μπλογκς) εμφανίστηκαν στην Ελλάδα κατά το 2003-4 και εκεί υπήρξε μια απόλυτη άνθηση. Χώροι προσωπικών μαρτυριών που εξελίχθηκαν σε δοκιμασίες γραφής άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Αυτή η πολυφωνία (υπολογίζονται γύρω στις 24.000 ιστολόγια) δεν πρέπει να φιμωθεί, όπως πάει να γίνει στην Ιταλία του Πρόντι. Σκουπίδια και απατεώνες μπορεί να υπάρχουν, σίγουρα όμως υπάρχουν και μικρά διαμάντια. Όσον αφορά τώρα το «Ποιείν», το δικό μου παιδί, το αγαπάω πάρα πολύ και η συνέχεια του από προσωπικός χώρος σε ποιητική επιθεώρηση με κάνει πολύ χαρούμενο.

-Να τελειώσουμε μιλώντας για την αποδεδειγμένη σχέση σου με νέους ανθρώπους και τη βοήθεια που τους προσφέρεις να βρουν το λογοτεχνικό εαυτό τους. Γιατί κινείσαι σε αυτή την κατεύθυνση;
-Αυτή είναι η αμερικανόφιλη πλευρά μου. Με χαρακτηρίζουν αριστερό με αμερικανόφιλες τάσεις και με ρωτάνε «πως αυτό». Τους απαντώ λοιπόν ότι δε μου αρέσουν οι αποκλεισμοί και οι λίστες διαγραμμένων, αυτό δηλαδή που συμβαίνει στους εκδοτικούς οίκους και τα λογοτεχνικά περιοδικά. Θέλω να συμπεριφέρομαι, όπως αντιμετώπισαν εμένα στο ξεκίνημά μου. Με αυστηρότητα αλλά όχι με απόρριψη, με ενθάρρυνση και σύνεση. Θέλω να έχω σχέση με τους νέους, διότι θεωρώ ότι η λογοτεχνία και κυρίως η ποίηση δεν είναι σκυταλοδρομία, είναι μαραθώνιος. Πρέπει οι νέοι να μην είναι συνεχιστές της προηγούμενης γενιάς αλλά να γαλουχήσουν τη δική τους φωνή κι εκεί ακριβώς έρχεται ο ρόλος ο δικός μας, της μεταλαμπάδευσης των εμπειριών και των προτροπών προς αυτούς. Έτσι λοιπόν καλό είναι να χαρίζουμε τα διαβασμένα βιβλία μας σε νέα ορεξάτα χέρια και μάτια, να διδάσκουμε τα λάθη μας, να αγαπάμε τις νέες προσπάθειες και να είμαστε δεκτικοί.

-Ευχαριστώ κυρ-Σωτήρη.
-Να `σαι καλά Νέστορα και εγώ ευχαριστώ.

Ο Σωτήρης Παστάκας γεννήθηκε στη Λάρισα τον Δεκέμβρη του 1954. Σπούδασε ιατρική στη Ρώμη. Ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική στην Αθήνα. Εργάζεται ως ψυχίατρος στην Αθήνα από το 1985. Ανήκει στη γενιά του ιδιωτικού οράματος, την ποιητική παρέα του 80 (ή 75 μισό). Αν και, χρονολογικά, ανήκει στη β' μεταπολεμική γενιά, η ποιητική του πορεία και παρέα, τον εντάσσουν μεταγενέστερα. Εμφανίστηκε στα γράμματα για πρώτη φορά στα 1981, με τέσσερα ποιήματά του στο περιοδικό "Το Δέντρο". Έκτοτε συνεργαζέται με ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά είτε έντυπα είτε ηλεκτρονικά. Είναι ιδρυτής και υπεύθυνος σύνταξης (μαζί με τον Σπύρο Αραβανή) της Επιθεώρησης Ποιητικής Τέχνης "Ποιείν" (http://www.poiein.gr/). Tέλος, έχει συμμετάσχει σε διάφορα παγκόσμια ποιητικά συνέδρια, στη Βερόνα της Ιταλίας, στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, στο Σεράγεβο και πρόσφατα στο Σαν Φρανσίσκο. Έχει συμμετάσχει σε 16 ανθολογίες ποίησης, είτε ελληνικές είτε ξένες (αγγλικές, ουγγρικές, ιταλικές, αμερικανικές) από το 1984 έως το 2007. Έχει μεταφράσει τρεις ιταλούς ποιητές (Vittorio Sereni, Sandro Penna, Umberdo Sabba), για τις εκδόσεις Μικρό Δέντρο τους δύο πρώτους (το 1981) και για το περιοδικό Πλανόδιον τον τελευταίο(το 1988). Τέλος, το 2003, από τις Εκδόσεις Τουμπής, έχει μεταφράσει το βιβλίο "Η Αθήνα του Περικλή με ξεναγό τον Σωκράτη". Για το τέλος αφήσαμε το ποιητικό του έργο : πρώτη του ποιητική συλλογή "Το Αθόρυβο Γεγονός", εκδόσεις Το Δέντρο, το 1986. Ακολούθησαν "Η Μάθηση της Αναπνοής", εκδόσεις Πλανόδιον, το 1990 και "Ο Κοινωνός των Αποστάσεων". εκδόσεις Νεφέλη, το 1997. Αυτά τα τρία βιβλία, συγκεντρώθηκαν το 2006, στη συλλογή "Η Μάθηση της Αναπνοής... σε Τρεις Κινήσεις", από τις Εκδόσεις Μελάνι, με συνοδευτικό cd απαγγελίας μερικών ποιημάτων. Το 2002, ο λαρισαίος ποιητής, φτάνει το ποιητικό του απόγειο με τη συλλογή "Νήσος Χίος", εκδόσεις Πλανόδιον. Τέλος, στα 2007, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Heteron, η πέμπτη ποιητική του συλλογή "Προσευχές για Φίλους", δίγλωσση, μετφρασμένη στα αγγλικά από τον σπουδαίο έλληνα ποιητή Γιάννη Γκούμα. Μια συλλογή που γραφόταν από το 1995. Ολοκληρώνοντας, να σημειώσουμε ότι στα 2003, ο ιταλός μεταφραστής Μάουρο Τζιακέτι, μετέφρασε στα ιταλικά τη συλλογή "Η Μάθηση της Αναπνοής" με τίτλο "L' Esperienza del Respiro", η μοναδική ολοκληρώμενη απόδοση της ελληνικής ποιητικής του Σ. Παστάκα, στο εξωτερικό.