Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 3

#2 Π. Μάρκαρης : "Έχω μεγάλη λατρεία με τη γλώσσα" (ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ!)

της Μαίρης Αλεξοπούλου

Μ.Α.: Πρώτα απ΄όλα σας ευχαριστώ πάρα πολύ γι' αυτήν την κουβέντα.
Π.Μ.: Δεν υπάρχει κανένας λόγος να με ευχαριστείτε. Χαρά μου.

Μ.Α.: Ένα από τα στοιχεία που μου κάνει εντύπωση σχετικά με το πρόσωπό σας είναι το γεγονός ότι το πρώτο σας μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στα 58 σας. Τί συμβαίνει τότε;
Π.Μ.: Τότε ήρθε ο Χαρίτος. Όταν είδα τον Χαρίτο και την οικογένειά του είπα «αυτοί είναι χαρακτήρες για μυθιστόρημα. Δεν κάνουνε για τίποτε άλλο. Δεν κάνουν για θεατρικό έργο, δεν κάνουν για κινηματογραφικό έργο, κάνουν μόνο για αφήγηση μυθιστορηματική και συγκεκριμένα για αστυνομικό». Έτσι μπήκα. Τώρα βέβαια εγώ ήμουν μανιακός του αστυνομικού και πριν, ως αναγνώστης. Έχω διαβάσει πάρα πολλά αστυνομικά στη ζωή μου, άπειρα. Οπότε το αστυνομικό, τουλάχιστον ως είδος ανάγνωσης, ήταν πάρα πολύ οικείο για μένα. Όταν είδα αυτό το σύνολο του Χαρίτου με την οικογένεια, κατάλαβα ότι αυτοί ήταν ώρες αστυνομικού μυθιστορήματος.

Μ.Α.:  Συμφωνείτε λοιπόν ότι η δουλειά σας ανήκει στο «αστυνομικό μυθιστόρημα»;
Π.Μ.: Βεβαίως. Το αστυνομικό είναι είδος. Είναι genre. Μόνο που αυτό τις τελευταίες δεκαετίες, από το '70-'80 και πολύ περισσότερο από την πτώση του τείχους και μετά το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει εξελιχθεί σε κοινωνικό μυθιστόρημα. Εκ των πραγμάτων δηλαδή καλύπτει τον χώρο του κοινωνικού μυθιστορήματος. Τον καλύπτει οικιλοτρόπως. Ναι. Αλλά τον καλύπτει.

Μ.Α.:  Η λοιπή λογοτεχνία δεν το κάνει αυτό;
Π.Μ.: Νομίζω ότι πια και το μυθιστόρημα το κλασσικό είτε ξεκινάμε από την εποχή του Μπέκετ και συνεχίζουμε και καταλήγουμε σε αυτό που λέμε nouveau roman στη Γαλλία, όλη αυτή η περίοδος, ο Τζόις, όλοι αυτοί φύγαν από μία λογική κοινωνικού μυθιστορήματος και επιστρέψαν προς την περσόνα, προς τον χαρακτήρα, στράφηκαν στην εσωτερική περιπέτεια. Αυτό είχε εκ των πραγμάτων την επίπτωση να φύγει το μυθιστόρημα από το κοινωνικό του πρόσωπο. Υπό αυτήν την έννοια και κάποια στιγμή μετά από την πτώση του τείχους το αστυνομικό μυθιστόρημα πήρε τη θέση του κοινωνικού μυθιστορήματος. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αυτή είναι μια δουλειά του Νότου. Θα μου πείτε δεν αναπτύχθηκε στο Βορρά; Ναι. Μόνο που στο Νότο το κοινωνικό μυθιστόρημα είναι τελείως αντισυμβατικό. Στο Βορρά είναι κοινωνικό, αλλά συμβατικό κοινωνικό, είναι politically correct.

Μ.Α.:  Ο Χαρίτος θεωρείτε ότι είναι αντισυμβατικός;
Π.Μ.:  Ναι. Απολύτως. Είναι αντισυμβατικός πολιτικά.

Μ.Α.:  Κι όμως, ως χαρακτήρας είναι μάλλον ο μέσος Έλληνας.
Π.Μ.: Έχετε δίκιο. Εννοώ ότι ως τοποθέτηση είναι αντισυμβατικός. Είναι τελείως αντισυμβατικός ως αστυνομικός για το μοντέλο του αστυνομικού που έχει στο μυαλό του ο πολίτης. Ο μέσος αστυνομικός δεν διαφέρει πολύ από τον Χαρίτο, εξού και οι αστυνομικοί τον συμπαθούν πάρα πολύ. Από την άλλη βέβαια, το αντισυμβατικό του Χαρίτου έχει να κάνει και με μία άρνηση προσαρμογής στα δεδομένα, στην ιεραρχία, στις σκοπιμότητες, στις συμβάσεις.

Μ.Α.: Ναι, ο Χαρίτος παρακάπτει το αφεντικό του, του κρύβει πράγματα κλπ, για να γίνει η δουλειά του. Αυτό δεν κάνει και ο μέσος Έλληνας.
Π.Μ.: Βεβαίως. Αλλά αυτό είναι στο μυθιστόρημα του Νότου πολύ συνηθισμένο. Κι ο Μολταμπάνο παρακάπτει πολλές φορές το αφεντικό του. Δυστυχώς πολλές φορές στον Νότο για να κάνεις τη δουλειά σου πρέπει να τα παρακάπτεις αυτά, ακριβώς λόγω των πολιτικών εξαρτήσεων. Που βεβαίως έχει ως τίμημα μία ανοργανωσιά, μία κακή διαχείριση της εξουσίας, όλα αυτά τα οποία στο Βορρά δεν υπάρχουν.

Μ.Α. : Το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα;
Π.Μ. :  Το «Έγκλημα και Τιμωρία» είναι ένα μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή.

Μ.Α.:  Στο αστυνομικό μυθιστόρημα το βασικό είναι η πλοκή; Στα δικά σας βιβλία, για παράδειγμα, χρησιμοποιείτε τον ίδιο αφηγητή/πρωταγωνιστή, οποίος εξελίσσεται πολύ λίγο.
Π.Μ.: Η πλοκή διαφοροποιείται αλλά να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα στο θέμα αυτό. Στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα μία αντίληψη αγγλοσαξωνική του μυθιστορήματος. Δηλαδή, το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το μυθιστόρημα εκείνο στο οποίο ψάχνεις να βρεις τον δολοφόνο. Δεν είναι έτσι όμως. Πολλές φορές τον ξέρουμε τον δολοφόνο. Ας πούμε στο τελευταίο το δικό μου, το «Παλιά, πολύ παλιά», ξέρουμε από την αρχή ποιος σκοτώνει. Το κλασσικό αστυνομικό είναι να στήσουμε μία παγίδα στον αναγνώστη και να μπορέσουμε από αυτήν την παγίδα μέσα να τον οδηγήσουμε να λύσει το μυστήριο, να ενισχύσουμε την ορθολογική του σκέψη. Είναι πάρα πολλοί, μεταξύ αυτών και ο Μπρεχτ, που αντιμετωπίζουν το αστυνομικό ως ένα είδος που ενισχύει και αναπτύσσει την ορθολογική σκέψη, την καθαρή σκέψη, τη σκέψη των πιθανοτήτων. Γι' αυτό και ενδιαφέρει πολύ τους μαθηματικούς. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Μόνο που σήμερα άλλαξε πια αυτό. Σ' αυτήν την αλλαγή συνετέλλεσαν πάρα πολλά δεδομένα. Πρώτα απ΄όλα συνετέλλεσε η αλλαγή την υφής του εγκλήματος. Δεν μας ενδιαφέρει σήμερα αν κάποιος σκότωσε την αδελφή του για να φάει την κληρονομιά. Δεν μας ενδιαφέρει η ζηλοτυπία. Δεν μας ενδιαφέρουν αυτά που ενδιέφεραν την Αγκάθα Κρίστυ. Σήμερα το βασικό έγκλημα είναι το χρήμα. Και κατ' επέκατασιν ουσιαστικά το οικονομικό έγκλημα και το οργανωμένο έγκλημα. Αυτά τα δύο είναι ενσωματωμένα στην κοινωνία, εξού και η στροφή του αστυνομικού μυθιστορήματος προς την κοινωνία. Δεν έγινε αυτό έτσι ξαφνικά.

Μ.Α.:  Μήπως η επλογή της λοιπής λογοτεχνίας να ασχοληθεί με το άτομο και τον χαρακτήρα εκφράζει πιο πιστά την σημερινή πραγματικότητα;
Π.Μ.:  Γιατί;

Μ.Α.:  Γιατί είμαστε πιο εγωκεντρικοί.
Π.Μ.: Αυτό όμως έχει επίπτωση στην κοινωνία. Δεν είναι άρνηση της κοινωνίας. Το ότι η κοινωνία εξελίσσεται σε μία συγκρότηση θυλάκων αυτό είναι κακό και είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, μία κοινωνική αρρώστια, ένα κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο πρέπει να μελετήσει κανείς. Γιατί ζούμε πια έτσι; Γιατί ζούμε σε μία γκετοποίηση; Όσοι ασχολούνται με την τέχνη αυτό δεν το καταλαβαίνουνε. Διότου απλούστατα ζούσαν πάντα έτσι. Γι' αυτούς δεν έχει αλλάξει τίποτα. Έξω όμως έχει αλλάξει. Εκτός τέχνης δεν ζούσαν σε γκέτο. Τώρα ζούνε.

Μ.Α.:  Σήμερα υπάρχει πολιτικό μυθιστόρημα;
Π.Μ.: Θα έλεγα ότι υπήρξε μία παγωμάρα στο πολιτικό μυθιστόρημα. Τώρα όμως αρχίζει να εμφανίζεται πάλι. Στην Ευρώπη εντοπίζονται πάλι δείγματα πολιτικού μυθιστορήματος.

Μ.Α.:  Ο μετανάστης, ως μυθιστορηματικός ήρωας, δίπλα στον ντόπιο δεν είναι πολιτική;
Π.Μ.: Το πολιτικό στην τέχνη είναι μία πολύ ευρεία έννοια. Πολιτική είναι η προσέγγιση που έχει ο συγγραφέας απέναντι στο φαινόμενο που μελετάει, που γράφει, που καταγράφει. Το πώς βλέπει την κατάσταση, το φαινόμενο, το οποίο καταλήγει να είναι κοινωνικό λόγω επιπλοκών που παρουσιάζει και με την πολιτική και με τα συστήματα και με τη γενικότερη τοποθέτηση των ανθρώπων μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο. Το να μιλήσεις για πολιτική δεν σημαίνει να μιλήσεις ούτε για πολιτικούς ούτε για διαφθορά ούτε για διαπλοκή. Πολιτική δεν είναι αυτό. Άλλο αν εμείς το καταντήσαμε εκεί.

Μ.Α.: Η επιλογή σας στο τελευταίο σας μυθιστόρημα να βάλετε τον Χαρίτο στην Κωνστντινούπολη είναι μία πολιτική θέση από τη μεριά σας;
Π.Μ.: Όχι. Αυτό δεν είναι πολιτική θέση. Αυτό είναι ουσιαστικά η πορεία προς το παρελθόν η οποία έχει να κάνει και με το παρόν και με το παρελθόν την πολιτικής. Το παρόν της πολιτικής είναι ότι δύο άνθρωποι οι οποίοι είναι συνάδελφοι κι έχουν ουσιαστικά έναν κοινό στόχο -να πιάσουν μία γυναίκα η οποία σκοτώνει- έχουν λόγω πολιτικών συνθηκών μία τρομερή καχυποψία μεταξύ τους πράγμα το οποίο επαγγαλματικά δεν είναι κατανοητό. Επιπλέον κι ο ένας και ο άλλος προσπαθούν να αποκρύψουν πράγματα τα οποία πολιτικά μπορεί να έχουν αρνητικές γι' αυτούς επιπτώσεις. Όταν αυτοί οι δύο συμφιλιώνονται, η επιστροφή προς το παρελθόν τους οδηγεί σε μία πορεία προς πολιτικά ζητήματα τα οποία είχαν καταστροφικές συνέπειες γι' αυτούς. Συνεπώς, το μυθιστόρημα είναι πολιτικό, αλλά δεν κραυγάζει την πολιτική.

Μ.Α.:  Για μένα το γεγονός και μόνο ότι από την αρχή ξέρουμε τον δολοφόνο, επαναπροσδιορίζει τον στόχο, το θέμα το μυθιστορήματος.
Π.Μ.: Ένας από τους λόγους που το έκανα αυτό ήταν κι αυτός. Δηλαδή να μην απασχολήσω τον αναγνώστη με το να ψάχνει τον δολοφόνο, αλλά να τον ξέρει από την αρχή και να ψάξει άλλα πράγματα.

Μ.Α.: Στη δική σας γραφή επηρεάζεστε από εξελίξεις που συμβαίνουν στην μη αστυνομική λογοτεχνία; Το αστυνομικό μυθιστόρημα, ως γραφή, εξελλίσσεται μαζί με την λοιπή λογοτεχνία;
Π.Μ.: Το αστυνομικό είναι γραμμικό και εξαιρετικά συντηρητικό είδος. Δεν μπορεί παρά να είναι γραμμικό. Δεν μπορείτε να κάνετε επίπεδα χρονικά μέσα στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Για να στηρίξει μία αστυνομική πλοκή, πρέπει να είναι πολύ συντηρητικό. Δεν επιτρέπει ούτε φορμαλιστικές έρευνες, ούτε φορμαλιστικές τροποποιήσεις, ούτε προτεραιότητα της φόρμας απέναντι στην ιστορία. Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Συνεπώς είναι γραμμικό και συντηρητικό. Κάθε φορά που βλέπω ιδιαίτερα νεότερους συναδέλφους να προσπαθούν να λογοτεχνίσουν στο αστυνομικό μυθιστόρημα δεν στέκει αυτό το πράγμα, διότι το κλωτσάει το ίδιο το είδος.

Μ.Α.: Έχει λογοτεχνικότητα το αστυνομικό μυθιστόρημα;
Π.Μ.: Η λογοτεχνικότητα δεν είναι θέμα φόρμας. Είναι και θέμα ύφους γραφής, είναι και θέμα διάπλασης χαρακτήρων, δηλαδή το σύγχρονο αστυνομικό σε πάρα πολλές περιπτώσεις και πέρα του ντετέκτιβ που και σήμερα ο ντετέκτιβ είναι ένας κανονικός άνθρωπος, δηλαδή ο Χαρίτος είναι χαρακτήρας, το ίδιο και ο Μονταλμπάνο είναι χαρακτήρας, γιατί ενώ αγωνιά να λύσει το έγκλημα, πεινάει και αποφασίζει να πάει να φάει πρώτα. Αυτό για μένα είναι χαρακτήρας. Έχει τις συνήθειές του, ζει σε έναν χώρο όπου το φαγητό είναι προτεραιότητα, οπότε πρέπει να φροντίσω το φαγητό μου και όλα τ΄άλλα μπορούν να περιμένουν. Στον Πουαρώ δεν υπάρχει αυτό, διότι ο Πουαρώ είναι ένα είδος cult figure. Δεν ψάχνεις στοιχεία χαρακτήρα σ' αυτόν. Εγώ λέω πάντα την κλασσική διαφορά και γιατί υποστηρίζω ότι η Μίς Πάρπλ είναι καλύτερος χαρακτήρας από τον Πουαρώ. Για τον Πουαρώ λες «είναι περίεργος, ντύνεται περίεργα, έχει περίεργο μουστάκι συνεπώς λύνει μυστήρια». Αντίθετα για τη Μις Μάρπλ λες «αυτή η κατσίκα, πώς μπορεί και λύνει μυστήρια;». Αυτό είναι που την κάνει καλύτερο χαρακτήρα. Διότι αυτή η κατίνα της επαρχίας έχει ένα μυαλό που δουλεύει εξαιρετικά. Αυτό την κάνει πιο ενδιαφέρουσα.

Μ.Α.:  Ο Πουαρώ, δηλαδή, είναι κατασκευασμένος. Είναι όχημα.
Π.Μ.: Μπράβο, αυτό ακριβώς εννοώ. Σήμερα τέτοιοι ντετέκτιβς δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχουν τέτοιες κατασκευές. Δεν είναι ο Μονταλμπάνο μία κατασκευή.

Μ.Α.: Οι αναγνώστες του αστυνομικού μυθιστορήματος είναι οι ίδιοι με τους αναγνώστες της λοιπής λογοτεχνίας;
Π.Μ.: Τώρα πια ναι. Παλιά δεν ήταν. Στην Ελλάδα ακόμα υπάρχουν άνθρωποι διαβάζουν ή το ένα ή το άλλο, αλλά στην Ευρώπη αυτό δεν υπάρχει. Βέβαια υπάρχουν οι λάτρεις του αστυνομικού, όπως υπάρχουν λάτρεις του ερωτικού μυθιστορήματος, αλλά νομίζω ότι ο μέσος αναγνώστης στην Ευρώπη διαβάζει εξίσου ένα ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως και κάθε άλλο ενδιαφέρον μυθιστόρημα.

Μ.Α.: Στην Ελλάδα δεν ισχύει το ίδιο;
Π.Μ.: Στην Ελλάδα περνάμε ακόμα την φάση ωρίμανσης του αστυνομικού. Ακόμα δεν το βλέπουμε φυσιολογικά.

Μ.Α.:  Οι εκδοτικοί οίκοι τοποθετούν χώρια την αστυνομική λογοτεχνία που εκδίδουν;
Π.Μ.: Στην Ευρώπη ισχύουν τα εξής, τουλάχιστον για τους δικούς μου εκδότες... ο Γερμανός, ο Ιταλός, ο Ισπανός, ο Σουηδός ονομάζουν τα βιβλία μου μυθιστορήματα (όχι «αστυνομικά» μυθιστορήματα). Οι μόνοι που τα διαχωρίζουν είναι οι Άγγλοι και οι Γάλλοι. Οι Άγγλοι επειδή έχουν τεράστια παράδοση στο αστυνομικό, οπότε με τον στάμπα του αστυνομικού πουλάνε πολύ, οι δε Γάλλοι λόγω της σειράς νουάρ, η οποία άφησε τέτοια ίχνη πάνω στο αστυνομικό μυθιστόρημα της Γαλλίας που ακόμα χρησιμοποιείται ο διαχωρισμός. Ο εκδότης μου στην Ελλάδα, ο Γαβριηλίδης, δεν τοποθετεί τα βιβλία μου σε ξεχωριστή, αστυνομική, σειρά. Γενικά υπάρχει διαχωρισμός, ο οποίος σιγά-σιγά εγκαταλείπεται.

Μ.Α.: Γνώμη μου είναι ότι ο διαχωρισμός αυτός έκανε κακό στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Το έκανε να μοιάζει πιο «φτηνό» είδος, σαν να πρόκειτα για εξωλογοτεχνικό ανάγνωσμα.
Π.Μ.: Ναι, αλλά για ένα διάστημα αυτό εξυπηρετούσε την αύξηση των πωλήσεων, λόγω του ότι τα βιβλία αυτά απευθύνονταν αμέσως στους λάτρεις του αστυνομικού. Αυτούς τους κέρδιζε η σφραγίδα του αστυνομικού.

Μ.Α.:  Γιατί ο Χαρίτος έχει μανία με τα λεξικά;
Π.Μ.:  Γιατί εγώ έχω μανία με τα λεξικά.

Μ.Α.:  Και με τη γλώσσα;
Π.Μ.: Ναι. Έχω μεγάλη λατρεία με τη γλώσσα. Μερικά πράγματα στον Χαρίτο έγιναν πολύ εύκολα. Αλλά για να βρω αυτό το ύφος με το οποίο γράφω ταλαιπωρήθηκα πολύ. Ένας άνθρωπος, όπως ο Χαρίτος, που πήγε στη Σχολή της Αστυνομίας ατην εποχή της χούντας δεν μπορεί παρά να έχει μία μικτή γλώσσα. Από τη μια μεριά μιλάει την τρέχουσα γλώσσα, πχ «τα πήρα στο κρανίο», από την άλλη χρησιμοποιεί σχήματα καθαρεύουσας. Αυτά δεν είναι εύκολο να τα ταιριάξεις. Αυτό το φαινομενικά απλό σύστημα γραφής που υπάρχει στα μυθιστορήματά μου από κάτω έχει πολλή δουλειά. Γι΄αυτό πολλές φορές ταλαιπωρούνται οι μεταφραστές μου. Και σε περιπτώσεις όπου εχώ δεν μπορώ να επέμβω επειδή δεν ξέρω τη γλώσσα έχω πάθει ζημιές, διότι -για παράδειγμα- ο γάλλος μεταφραστής θεώρησε πως πρέπει να κάνει μία λογοτεχνική μετάφραση, πολύ σοβαρή κλπ, οπότε το κατέστρεψε το κείμενο. Στην Γερμανία δεν το έπαθα γιατί συνεργάστηκα με τον μεταφραστή, αφού η καλή μου γνώση των γερμανικών που επέτρεπε να του υποδείξω ποιος ήταν ο σωστός τρόπος να ειπωθούν κάποιες φράσεις. Συχνά νομίζουμε ότι το δύσκολο στο ύφος είναι το περίτεχνο. Αλλά ακόμα πιο δύσκολο είναι το πάρα πολύ απλό και καθημερινό. 

Μ.Α.: Οι λεπτομερείς περιγραφές της Αθήνας και της ζωής σ' αυτήν πώς φαίνονται στους ξένους αναγνώστες σας;
Π.Μ.: Τρελαίνονται. Τους αρέσουν πάρα πολύ. Υπάρχουν ξένοι που έρχονται με το βιβλίο στο χέρι και κάνουν τις διαδρομές που περιγράφω για να τις δουν πώς είναι στην πραγματικότητα. Προσπάθησα όμως να μην κάνω ποτέ τη ματιά μου φολκλόρ. Με τον ίδιο τρόπο κινήθηκα και στο τελευταίο βιβλίο, όπου όλα συμβαίνουν στην Πόλη. Βέβαια εδώ ο Χαρίτος είναι τουρίστας, δεν την ξέρει την Πόλη, αλλά βλέπει και παρατηρεί με το ίδιο μάτι.

Μ.Α.: Η ανάγνωση έχει αλλάξει σήμερα; Δηλαδή το ποιος διαβάζει, τί διαβάζουμε, πώς ενημερωνόμαστε περί του τί συμβαίνει στη λογοτεχνία κλπ
Π.Μ.: Το πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν και είναι ένα και πολύ βασικό: η ανάγνωση στην Ελλάδα δεν μπορεί να ξεπεράσει το επίπεδο των διανοητικών επαγγελμάτων. Δηλαδή δεν μπορεί να ξεπεράσει τον αρχιτέκτονα, τον δικηγόρο, τον γιατρό και να φτάσει στην κομμώτρια. Αυτός ο φραγμός στην ουσία περιορίζει και τις αναπτυξιακές δυνατότητες της ανάγνωσης. Κάντε ένα πείραμα: πείτε στην κυρία που μένει στον 2ο όροφο «ο γιός σας διαβάζει;» Η απάντηση συνήθως είναι «πού να προλάβει; Έχει φροντιστήριο, έχει εκείνο, έχει το άλλο.» Για ποιον λόγο αυτή η απάντηση; Διότι θεωρούμε το διάβασμα καταναγκασμό. Δεν σκεφτόμαστε ότι «διαβάζω για να ξεκουραστώ και να περάσω καλά».

Μ.Α.:  Γιατί στη Γερμανία δεν το θεωρούνε καταναγκασμό;
Π.Μ.: Εκεί έχει σπάσει το φράγμα. Το διάβασμα είναι απόλαυση. Βεβαίως είναι μέρος της ιστορίας τους πια, της κουλτούρας του λαού. Είναι μεγάλη υπόθεση το να έχει ζήσει μία χώρα τον Διαφωτισμό. Εμείς δεν περάσαμε κι αυτό το πληρώνουμε. Αυτή είναι η διαφορά.  Υπάρχουν όμως ορισμένα φαινόμενα, όπως οι Λέσχες Ανάγνωσης, τα οποία είναι πάρα πολύ αισιόδοξα. Μέσα σε τρια χρόνια από τότε που ξεκίνησε την προσπάθεια το ΕΚΕΒΙ έχουμε φτάσει τις διακόσιες Λέσχες Ανάγνωσης. Υπάρχουν στο Σουφλί τρεις Λέσχες Ανάγνωσης.

Μ.Α.:  Είναι σπουδαίο αυτό. Καλές αναγνώσεις, λοιπόν.
Π.Μ.: Ακριβώς!

Ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1937. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1965 με το θεατρικό έργο "Η ιστορία του Αλή Ρέτζο". Δραματουργός, μεταφραστής, μελετητής του έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ και σεναριογράφος του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Εκτός από τέσσερα θεατρικά έργα, έχει γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα, το "Νυχτερινό δελτίο" (1995) και το "Αμυνα ζώνης" (1998), "Ο Τσε αυτοκτόνησε" (2003), "Βασικός μέτοχος" (2006), "Παλιά, πολύ παλιά" (2008), με τη μεσολάβηση της συλλογής διηγημάτων "Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων" (2004).