Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

#2 Θόδωρος Γρηγοριάδης : "Το καλό κείμενο φαίνεται, από την πρώτη σελίδα, την πρώτη παράγραφο"

της Χρυσάνθης Ιακώβου

Τον Θόδωρο Γρηγοριάδη τον «γνώρισα» λογοτεχνικά μέσα από ένα διήγημα του. Ήταν μια απλούστατη ιστορία, γραμμένη όμως με τόσο βαθύ και περίτεχνο τρόπο που μου έκανε ιδιαίτερη αίσθηση. Είναι αυτό που τόνισε και ο ίδιος δύο φορές στη συνέντευξη μας: δεν έχει σημασία η ιστορία που θα πεις, αλλά ο τρόπος που θα την πεις. Είναι δραστήριος και δημιουργικός. Διαβάζει πολύ και αρθρογραφεί σε περιοδικά και ιστοσελίδες. Το βιβλίο του, «Το παρτάλι», έχει μεταφραστεί στα γαλλικά. Η τηλεόραση έχει δείξει ενδιαφέρον για να γυρίσει σε σίριαλ τα μυθιστορήματα του. Η νουβέλα του, «Δεύτερη γέννα», έγινε πρόσφατα ένα καταπληκτικό θεατρικό έργο. Και όλα δείχνουν ότι ως συγγραφέας έχει πολλά να δώσει ακόμα.

Κύριε Γρηγοριάδη, πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2010, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το τελευταίο σας βιβλίο, «Ο παλαιστής και ο δερβίσης». Πείτε μου λίγα λόγια για αυτό.

Είναι το δέκατο βιβλίο μέσα σε είκοσι χρόνια. Ήταν ένα δύσκολο βιβλίο, με τυράννησε αρκετά. Ανήκει στα «βορειοελλαδίτικα», όπως όλα σχεδόν τα βιβλία μου. Ξεκινάει στις Σέρρες, από τα πανηγύρια με τους παλαιστές, και έχει πέντε ήρωες: η φωτογράφος, η Μιρέλλα, ο Τούρκος παλαιστής, ένας μεταφραστής, ένας καθηγητής, ένας φίλος στην Αθήνα. Αυτός ο τελευταίος ασχολείται με τους σούφι, τους δερβίσηδες, και είναι αυτός που εκπροσωπεί την πλευρά του πνεύματος, σε αντίθεση με τον παλαιστή που εκπροσωπεί την πλευρά του σώματος. Ανάμεσα στο δίπολο των δύο αυτών ανδρών υπάρχουν και άλλες υπό-ιστορίες, είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, με πέντε-έξι δευτερεύοντες χαρακτήρες εκτός από τους βασικούς. Το ζητούμενο του βιβλίου είναι να καλύψει την εποχή μας, να εστιάσει σε μια ιδιαίτερη περιοχή, στις μετακινήσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, Τουρκία και Ελλάδα, και είναι ένα θέμα δύσκολο, γιατί θα υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα φέρουν αντίρρηση σε αυτό. Είτε δηλαδή είσαι θετικός για την προσέγγιση των δύο λαών είτε όχι, πάντα υπάρχουν κάποιοι αντίπαλοι. Αυτή η χώρα δε θα έπρεπε να μας απασχολεί με αυτόν τον τρόπο, αλλά δυστυχώς υπάρχει ακόμη πρόβλημα.

Το βιβλίο θα το χαρακτήριζα αρκετά τολμηρό.

Είναι από τα πιο τολμηρά, με την έννοια ότι περιέχει έντονα το ερωτικό στοιχείο, κάτι που απαιτείται. Περισσότερο έχει μια σωματικότητα παρά πνευματικότητα, επιβάλλεται δηλαδή ο παλαιστής παρά ο δερβίσης. Αυτό ήταν θελημένο, ξεκινάει από τις ηρωίδες μου οι οποίες αναζητούν και μια σωματική διάσταση στον έρωτα, δεν πρόκειται για ρομαντική ιστορία.

Είπατε ότι συμπληρώσατε είκοσι χρόνια ως συγγραφέας. Πώς βλέπετε τον εαυτό σας τώρα σε σχέση με τότε που πρωτοξεκινήσατε; Έχετε φτάσει εκεί που θα θέλατε να είχατε φτάσει;

Το ότι δεν έχω πάρει ακόμα κάποιο κρατικό βραβείο είναι καλό στοιχείο, σημαίνει ότι δεν έχω εμπλακεί στα γρανάζια των διακρατικών και λογοτεχνικών διασυνδέσεων, γιατί οτιδήποτε είναι κρατικό, είτε βιβλίο είτε επιχορήγηση, είναι πάντα διφορούμενο. Και ξεκινάω από αυτό γιατί για την πορεία ενός συγγραφέα μετράει πολλές φορές το αν έχει βραβευτεί. Για μένα κάθε βραβείο είναι ένα είδος επιδόματος και πιο κοντά στη σύνταξη, γιατί «καλομαθαίνει» ο άλλος, αισθάνεται ότι είναι πλέον αποδεκτός. Ούτως ή άλλως, εγώ με τα βιβλία και τα θέματα που έχω δεν υπάρχει περίπτωση να αγγίξω την ακαδημαϊκή κοινότητα. Αλλά για μένα επιβράβευση είναι άλλα πράγματα. Για μένα, στα είκοσι αυτά χρόνια, η δικαίωση είναι ότι έχω βγάλει δέκα βιβλία, ότι είχα πάντα όποιον εκδότη ήθελα, έχω εκπροσωπήσει πολλά συνέδρια με τα βιβλία μου, έχω συμπεριληφθεί σε έρευνες νεοελληνικών σπουδών, υπάρχει μια θετική αύρα για αυτό που κάνω από ανθρώπους που ασχολούνται σοβαρά με τη λογοτεχνία. Και υπάρχει και κοινό που με διαβάζει, ακόμη και στα πιο «δύσκολα» βιβλία –που για μένα δεν υπάρχει δύσκολο βιβλίο, υπάρχει απλά η προθυμία από τον αναγνώστη να αλλάξει αυτό που έχει συνηθίσει. Το σημαντικό είναι ότι όλα τα βιβλία μου βρίσκονται στην κυκλοφορία -και αυτό δε συμβαίνει σε όλους τους συγγραφείς. Ακόμη και τα βιβλία του «Κέδρου» θα ξανακυκλοφορήσουν από τον «Πατάκη». Υπάρχει λοιπόν ένα ενδιαφέρον και από τον εκδότη και από το κοινό.

Ποια είναι για εσάς η πιο σημαντική στιγμή στη συγγραφική σας πορεία;

Κάθε φορά που βγάζω ένα βιβλίο είναι μια πολύ σημαντική στιγμή. Κάθε φορά που το κλείνω και το παραδίδω και θα το δω τυπωμένο. Μέχρι εκεί. Μετά... δε με αφορά. Ξεκινάει η διαφήμιση, οι παρουσιάσεις, οι αντιδράσεις... Άλλα βιβλία έχουν καθολική αποδοχή, άλλα όχι, υπάρχουν πλέον και τα blogs, που αρχίζουν κι αυτά να κριτικάρουν... Είναι θετικά όλα αυτά, υπάρχει διακίνηση ιδεών. Πρόκειται για μια σταθερή πορεία. Σαφώς θα ήθελα να κάνω περισσότερα πράγματα, ίσως και να έχω μετανιώσει για κάποια, αλλά σίγουρος δεν μπορείς να είσαι ποτέ.

Για ποια πράγματα δηλαδή θα λέγατε ότι έχετε μετανιώσει;

Πολλές φορές πιστεύω ότι ένα βιβλίο θα έπρεπε να είχε βγει σε κάποια άλλη στιγμή... Εγώ καμιά φορά βιάζομαι, γιατί έχω συσσωρεμένο υλικό και αγχώνομαι ότι δε θα προλάβω να βγάλω όλα αυτά που έχω στο μυαλό μου. Και δεδομένου ότι ξεκίνησα να εκδίδω στα τριανταπέντε, όχι στα είκοσι ή εικοσιπέντε, δικαιούμαι να έχω μια μεγαλύτερη συχνότητα... Αλλά κι αυτό είναι σχετικό, άλλοι είναι ολιγογράφοι, άλλοι πολυγραφότεροι, που σημαίνει ότι αφιερώνουν και περισσότερο χρόνο. Εγώ παράλληλα γράφω σε εφημερίδες, περιοδικά, υπάρχει ένα αυξημένο ενδιαφέρον να γίνουν τα βιβλία μου σίριαλ ή θεατρικά... Αυτό όμως δεν το προκαλώ εγώ. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις: ή να κυνηγάς κάτι τέτοιο και να το επιδιώκεις ή να περιμένεις ότι κάποιοι που είναι στο ίδιο μήκος με σένα θα σε βρουν. Όταν όμως κάποιος βλέπει τέτοια κινητικότητα, μπορεί να λέει ότι κάτι συμβαίνει.

Πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2011, το έργο σας «Δεύτερη Γέννα» ανέβηκε στις Σέρρες ως θεατρικό, σε παραγωγή ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών, με πρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού και σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη. Πώς σας φάνηκε η θεατρική μεταφορά ενός έργου σας;

Ήταν μια πολύ καλή στιγμή. Αισθάνθηκα για πρώτη φορά ότι το κείμενο και ο ηθοποιός συνέπιπταν. Και ο Γκόνης ασφαλώς έκανε πολύ καλή δουλειά και το βιβλίο ανέβηκε τελικά με έναν πολύ ωραίο τρόπο στη σκηνή. Μείναμε πολύ ευχαριστημένοι και από την προσέλευση και από τις αντιδράσεις του κόσμου. Φεύγανε όλοι δακρυσμένοι, τόσο που είχα αρχίσει να ανησυχώ! Η ίδια η πρωταγωνίστρια μετά την παράσταση ήθελε ένα μισάωρο για να συνέλθει... Θα συνεχιστούν οι παραστάσεις, θα κατέβει στην Αθήνα και ήδη μας τηλεφωνούν από διάφορες πόλεις για να ταξιδέψει η παράσταση και εκεί. Είπατε ότι έχετε προτάσεις και για σίριαλ;

Ναι, συνέχεια, τόσο που αισθάνομαι πλέον ότι δε θέλω να το λέω, θα αρχίσει να καταντάει γραφικό... Δεν υπάρχει βιβλίο για το οποίο δεν υπήρξε ενδεχόμενο να γίνει σίριαλ. Όλοι όμως σκαλώνουν στο ότι τα γεγονότα στα βιβλία μου διαδραματίζονται στην επαρχία, επομένως δεν μπορούν να γυριστούν σε ένα στούντιο, θα είναι ακριβές παραγωγές. Μόνο η κρατική τηλεόραση θα μπορούσε να αναλάβει κάτι τέτοιο και αν... Οπότε δεν έχω μεγάλες αυταπάτες. Μια φορά πάντως δούλεψα για την τηλεόραση, έγραψα ένα σίριαλ, αλλά κατά τα άλλα αυτό που θα με ενδιέφερε μόνο θα ήταν να δουλέψω τα δικά μου βιβλία για να γίνουν σενάρια, όχι να γράψω ένα εξτρά σενάριο. Θα με ενδιέφερε επίσης με ανάθεση και ένα θεατρικό, όπως έγραψα ειδικά για το Φεστιβάλ Καβάλας το «Βορρά», που ήταν ιδέα και πρόταση του Θοδωρή Γκόνη να γράψουμε τέσσερις Καβαλιώτες από ένα θεατρικό. Θέατρο αλλιώς δε γράφω. Αυτό που έχω εγώ στο μυαλό μου είναι ένα επόμενο μυθιστόρημα ή μια επόμενη συλλογή διηγημάτων, αυτό είναι που με αφορά πάρα πολύ.

Τα θέματα σας από πού τα αντλείτε; Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί και τι αυτό που θέλετε να εκφράσετε προς τα έξω;

Ο ίδιος ο κόσμος, ό, τι παρατηρώ γύρω μου, οι ιστορίες που ακούω, πάντα προσπαθώ να βλέπω πίσω από τα πράγματα και να τα εκφράσω με διαφορετικές μορφές αφήγησης. Γιατί το σημαντικό δεν είναι να πεις απλώς μια ιστορία, αλλά το πώς θα την πεις. Ο κόσμος είναι γεμάτος ιστορίες κι εγώ αναλαμβάνω να καλύψω όλους αυτούς που δε θα ήθελαν να μιλήσουν ή δε θα είχαν την ευχέρεια να το κάνουν! Και το μυθιστόρημα είναι ένα είδος τέτοιας κάλυψης, γι’ αυτό δεν εκλείπει, δε θα τελειώσει εύκολα σαν είδος. Απλώς έχει αρχίσει να αλαφραίνει λίγο τα τελευταία χρόνια...

Τι γνώμη έχετε δηλαδή για τη λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα του σήμερα;

Υπάρχει ποιοτική λογοτεχνία –φτάσαμε να ονομάζουμε ποιοτική την ...«κανονική» λογοτεχνία, τη λογοτεχνία που γράφεται τόσα χρόνια από τους συγγραφείς πορείας, από αυτούς δηλαδή που γράφουν αδιαφορώντας για τις πωλήσεις, από αυτούς που είναι ταγμένοι- και υπάρχει και ένα άλλο είδος γραφής, τα εύκολα βιβλία. Δυστυχώς στην Ελλάδα πρόκειται για πολύ κακά βιβλία. Τόσο κακά που πιστεύω ότι προτιμώ τη μητέρα μου, η οποία δε διαβάζει, αλλά είναι ένα άτομο που καλύπτει όλες του τις υποχρεώσεις και δεν του λείπει τίποτα, από μία γυναίκα που κουράζει τα μάτια της για αυτά τα βιβλία. Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι από τα εύκολα μπορεί να περάσει κάποιος και στα δύσκολα. Αποκλείεται. Ίσα-ίσα, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που διάβαζαν καλή λογοτεχνία και πέρασαν στην ελαφριά. Όχι πως αυτού του είδους η λογοτεχνία έχει επισκιάσει την ποιοτική, αλλά ένας βιβλιοπώλης, για παράδειγμα, θα προτιμήσει πολλές φορές τα βιβλία που θα πουληθούν πιο εύκολα. Είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων δέκα-δεκαπέντε χρόνων που πιστεύω ότι θα ξεθυμάνει. Εμένα βέβαια δε με αφορά η εύκολη λογοτεχνία, αλλά επειδή ασχολούμαι με το χώρο του βιβλίου και τη συναντώ, το αναφέρω σαν φαινόμενο. Η τέχνη έχει άλλες ομορφιές και υπάρχει πάντα ένα σταθερό κοινό που τις μοιράζεται. Εγώ σέβομαι το να βλέπει, να ακούει και να διαβάζει ο καθένας ό, τι θέλει, αρκεί να μην υψώνει τη φωνή του και διεκδικεί τα λημέρια των άλλων, το να πρέπει να εξηγήσω σε κάποιον ότι αυτό που διαβάζει δεν είναι το ίδιο με κάτι άλλο αναγνωρισμένο. Μου λέει «πώς φαίνεται;». Φαίνεται, από την πρώτη σελίδα, την πρώτη παράγραφο, ευωδιάζει η λογοτεχνία, ξεχωρίζει όπως το τζάμι από το κρύσταλλο.

Για αρκετά χρόνια εργαζόσασταν ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διδάσκοντας αγγλικά. Πιστεύετε ότι τα παιδιά προσεγγίζουν σωστά τη λογοτεχνία μέσω του σχολείου;

Στο σχολείο διδάσκονται καλά κείμενα και τα πράγματα βελτιώνονται συνεχώς. Με τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών έχουμε ένα πρόγραμμα, πηγαίνουμε συνέχεια σε σχολεία και μιλάμε για τα βιβλία, τη λογοτεχνία, τους μηχανισμούς της, τις ομορφιές της, και παρατηρώ ότι τα παιδιά είναι έτοιμα, αντιλαμβάνονται αυτό που τους λέω. Το πρώτο που τονίζω πάντα είναι ότι η καλή λογοτεχνία είναι το κείμενο αυτό μέσα από το οποίο θα μάθεις να σκέφτεσαι και θα μάθεις τη γλώσσα. Μια άλλη απάντηση για αυτό που συζητούσαμε πριν, για το τι είναι καλή λογοτεχνία, είναι να ρωτήσεις «αυτό το βιβλίο που διαβάζεις εσύ θα το έδινες στο παιδί σου το δεκαοχτάχρονο προκειμένου να το βοηθήσει να αντιληφθεί καλύτερα τον κόσμο;». Αν το έδινες, τότε ναι, οι ευθύνες δικές σου. Αλλά πιστεύω ότι δε θα το έδινες. Και εκεί συγχωρώ τους εύκολους αναγνώστες, θέλουν απλά να ξεκουράζονται. Αρκεί να κρατήσουμε το μέτρο, τους διαχωρισμούς της ποιότητας, και να μη λέμε ότι η τέχνη είναι δύσκολη. Δύσκολοι είμαστε εμείς που αρχίζουμε να βαριόμαστε μέσα στην καθημερινότητα μας την άχαρη και θέλουμε όλα τα πράγματα να είναι σε προσομοίωση με τον περίγυρο. Η τέχνη όμως ήταν και είναι πάντα αλλού. Πνευματική κάστα υπάρχει στην Ελλάδα;

Σίγουρα δεν έχουμε ανθρώπους που θα κάνουν, για παράδειγμα, μια δήλωση και θα συνταράξουν. Υπήρξε μια γενιά τότε, ποιητών και καλλιτεχνών, που ο λόγος τους μετρούσε πολύ. Τώρα δε νομίζω. Τότε δεν υπήρχε και αυτή η κατάντια που προέκυψε μέσα από την αχαλίνωτη πληροφόρηση. Η εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης έριξε την πνευματικότητα του λαού κατά πενήντα τοις εκατό. Ξέρεις τι σημαίνει μια οικογένεια να ξεκινάει τη μέρα της με ανθρώπους που γαυγίζουν στα παράθυρα, να συνεχίζει με αθλιότητες με άτομα που κουτσομπολεύουν, να συνεχίζει το βράδυ με άθλια σίριαλ.... Ενώ αν κλείσεις την τηλεόραση μπορείς να δεις τον άλλον στα μάτια διαφορετικά. Πνευματικοί άνθρωποι είμαστε όλοι μας. Στους νέους συγγραφείς τι συμβουλή θα δίνατε; Υπάρχουν ευκαιρίες για κάποιον που θέλει να γίνει συγγραφέας;

Η πρώτη συμβουλή είναι να διαβάζει. Να εξασκείται και να έχει ανοιχτά τα μάτια του. Ευκαιρίες υπάρχουν, είναι σήμερα πιο εύκολο από ποτέ να εκδώσει κάποιος ένα βιβλίο. Αν ένα βιβλίο έχει να πει κάτι, θα εκτοξευτεί αμέσως. Πριν από είκοσι χρόνια ήταν πολύ πιο δύσκολο, δεν υπήρχαν τόσοι εκδοτικοί οίκοι. Ο συγγραφέας γεννιέται ή γίνεται;

Εν μέρει γεννιέται. Νομίζω ότι στο γονίδιο υπάρχει ένα παραπάνω ...συστατικό. Το οποίο βέβαια καλλιεργείται. Και νομίζω ότι αυτό το έχουν πολλοί άνθρωποι, αλλά είναι και θέμα συγκυριών. Εγώ είχα την τύχη, παρόλο που μεγάλωσα σε μια αγροτική οικογένεια, σε ένα χωριό του Παγγαίου, να έχω έναν πατέρα που, μόλις είδε ότι έχω κλίση για τα γράμματα, άρχισε να μου κάνει δώρο βιβλία. Με βοήθησε ένας άνθρωπος που δεν είχε ανάλογη εμπειρία, αλλά ήξερε πώς να φερθεί. Έχει σημασία πώς θα μεγαλώσεις ένα παιδί, είναι πολύ εύκολο να το διαμορφώσεις. Θέλει προσοχή.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε το 1956 στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1982 διορίστηκε καθηγητής αγγλικών στη μέση εκπαίδευση. Το 1989 πήρε μετάθεση στην Αθήνα όπου και ζει μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών διοργανώνοντας λογοτεχνικά σεμινάρια και άλλες δράσεις. Γράφει τακτικά σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Συγγραφικό έργο: 1990 «Κρυμμένοι άνθρωποι» μυθιστόρημα, Πατάκης 1991 «Ο αρχαίος φαλλός» διηγήματα, Κέδρος 1993 «Ο Ναύτης» μυθιστόρημα, Κέδρος 1996 «Ο χορευτής στον ελαιώνα» μυθιστόρημα, Κέδρος 1998 «Τα νερά της Χερσονήσου» μυθιστόρημα, Κέδρος 2001 «Το Παρτάλι» μυθιστόρημα, Πατάκης 2003 «Έξω απ’ το σώμα» μυθιστόρημα, Πατάκης 2005 «Αλούζα, Χίλιοι και ένας εραστές» μυθιστόρημα, Πατάκης 2007 «Χάρτες» διηγήματα, Πατάκης 2009 «Η δεύτερη γέννα» νουβέλα, Πατάκης 2010 «Ο παλαιστής και ο δερβίσης» μυθιστόρημα, Πατάκης