Top menu

10 συγγραφείς και ποιητές δημοσιεύουν στο Vakxikon.gr

Ήσυχες ΏρεςΔεν είναι πως σταμάτησα
να αγαπάω το αύριο,
δεν είναι πως ξενύχτησα σε
άπιαστα όνειρα.
Είναι που έμαθα, το ρολόι να σέβομαι,
σαν μια επένδυση, δυνατή,
προς τον θάνατο.

Τώρα πια φοβάμαι τις ήσυχες ώρες,
αυτές που ακούγονται ρυθμικά στους
παλμούς της καρδιάς μου
και πίνω, τρέχω, γράφω, σκέφτομαι,
διαβάζω, καπνίζω, χτυπώ, πονώ...
μακριά απ’ τη φθορά,
δυνατά προς τον θάνατο.

Η Ειρήνη Ασημένου ζει στην Κύπρο.

*

Εισαγωγή στους ψυχαναγκασμούς του έρωτα

Αμφιβολία. Σημάδι νόσου.

Μάρτης. Πήραν δυο κλωστές, κόκκινη και άσπρη, κι έκλεισαν στα χέρια τους δυο ευχές. Περίμεναν έναν ολόκληρο μήνα για να δουν τα πρώτα χελιδόνια που θα πραγματοποιούσαν τα όνειρα τους. Τα είδαν, σ’ ένα μαγαζί στο λιμάνι. Η Αυγή λάτρευε τη θάλασσα και τη ζεστή σοκολάτα-πορτοκάλι. Ένας ήρωας γίνεται πιο αληθινός όταν ο δημιουργός του περιγράφει τις γεύσεις που του αρέσουν- ο ήρωας γίνεται πιο ιδιότροπος κι έτσι παύει να είναι χαρακτήρας σε ένα βιβλίο.

Ο Φάνης της είπε ότι είναι όμορφη- και μετά της μιλούσε για τον Φρόυντ. Της ζητούσε να συμφωνήσει πως ο Φρόυντ ήταν ένας αποτυχημένος. Ήταν;, αναρωτιόταν κι αυτός. Αμφιβολία, δείγμα ψυχαναγκασμού. Αυτή όμως σκεφτόταν (ακόμα!) το αν όντως ήταν όμορφη. Ήταν ερωτευμένη- και όταν ερωτεύεσαι δεν προλαβαίνεις να αναζητήσεις αλήθειες στη ψυχολογία, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.

Η Σοφία Αυγερίδου ζει στη Θεσσαλονίκη.

*

Διχασμός

Μπήκε στο γραφείο των καθηγητών με ένα σαρδόνιο πλατύ χαμόγελο...όλοι ήξεραν ποιος ήταν, οπότε όλοι σκέφτηκαν αυτόματα το ίδιο: «καλώς το μαλάκα!». Κανείς βέβαια δεν είπε τίποτε, γιατί λόγω της δουλειάς τους είχαν εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζουν και τον πιο παράλογο άνθρωπο σαν να ήταν απολύτως λογικός. Σ' αυτό το «σαν» είχαν επενδύσει τεράστιες ποσότητες υπομονής. Αν μάλιστα η περίπτωση ήταν κλινική, τότε του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν παιδί.

Ο απρόσμενος επισκέπτης πλησίασε βιαστικά και με απειλητική ορμή την απορροφημένη στις διορθώσεις της φιλόλογο, η οποία προσπαθούσε να παλέψει με το δράκο του νοήματος, που μόλις είχε κατασπαράξει άλλο ένα γραπτό: «ο ποιητης αναφερι προτα με τη Λούκενα και μετα με τι φωκια γιατι η Λουκενα επιδι ειναι γινεκα εινε πιο σιμαντικη απο το ζωων τη φωκια που στεναχοριεται για τον αδικοχαμενο χαμο της ακριβουλας». Εφτά χρόνια εργαζόταν στο δημόσιο, τα πέντε τελευταία σε επαγγελματικό λύκειο, είχαν δει κι είχαν δει τα μάτια της... Πλέον, είχε μάλιστα αποκτήσει και μια διαστροφή: καραδοκούσε με παρανοϊκή χαρά τα γραπτά με τις μεγαλύτερες γλωσσικές αστοχίες, όχι μόνο γιατί γελούσε αφάνταστα μ'αυτά, αλλά και γιατί κατάφερνε να αντλεί από κει τρελές ιδέες, που αναποδογύριζαν τον κόσμο...
-Καλημέρα σας κυρία Δασκαλάκη! της απηύθυνε το λόγο κοιτώντας την εξεταστικά μέσα από τα μυωπικά του γυαλιά.

Δεν το πιστεύω, πρόλαβε εκείνη να σκεφτεί…Τι γκαντεμιά είναι αυτή; Ένα τελευταίο γραπτό και θα έφευγα!... Αλλά σε κλάσματα δευτερολέπτου έκανε δεύτερη, πιο ώριμη σκέψη: το στοίχημα! Για να δούμε σήμερα, πόσο θα μου πάρει να τον κάνω ταύρο; Και παίρνοντας μέσα της τη γενναία απόφαση να τον αντιμετωπίσει, του χαμογέλασε εντελώς ψεύτικα λέγοντας:
-Καλημέρα σας κύριε Λάκα! Είσαστε καλά;
-Καλά είμαι, αν και εσείς φροντίσατε να με ταράξετε...
-Εγώ; Μα πώς το έκανα αυτό μακρόθεν, ενώ έχω να σας δω τόσον καιρό;, είπε με τεχνητή απορία, χρησιμοποιώντας μια σκόπιμα επιτηδευμένη γλώσσα, για να τηρήσει
μεγαλύτερες αποστάσεις. Σκόπευε να καθυστερήσει έτσι, όσο μπορούσε, το ξέσπασμα θυμού του, για να το απολαύσει αργότερα σε όλη του την ένταση.
-Γιατί βάλατε στο γιο μου δώδεκα; Δεκατέσσερα σας έγραψε! Δε-κα-τέσ-σε-ρα!
Εκείνη ήξερε βέβαια πολύ καλά ότι είχε μειώσει δύο μονάδες το βαθμό του βρωμόπαιδου, αλλά παραμένοντας πιστή στο κρυφό της στοίχημα, είπε με πλήρη ψυχραιμία:
-Μισό λεπτό να δω το διαγώνισμα του παιδιού, για να σας εξηγήσω το λόγο... Και έστρεψε την πλάτη της στον τύπο, ξεκλείδωσε νωχελικά το ντουλάπι με τους θησαυρούς της και ακούμπησε στο γραφείο της καμιά τρακοσαριά γραπτά. Έπειτα, άρχισε να τα χωρίζει ανά τμήμα και μετά από λίγα λεπτά προσποιήθηκε ότι μόλις διέκρινε το επίμαχο γραπτό… Το κοίταξε δήθεν με ενδιαφέρον, ενώ στο τέλος είπε με επιτηδευμένα άδεια φωνή: «όντως το παιδί έχει γράψει δεκατέσσερα!».

Τι ήθελε και το ξεστόμισε; Ο τύπος απέναντι έγινε μωβ, γούρλωσε με μίσος τα μάτια του,τίναξε απέναντι τους ολόλευκους βολβούς του, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς αν στις κόχες τους κάποιος είχε ακουμπήσει πρόχειρα τα αυγά απ' το κοτέτσι...
-Ακούστε να δείτε, της είπε, εδώ τα παιδιά έρχονται για να παίρνουν βαθμούς! Δε μπορείτε εσείς -αυτό το τελευταίο το τόνισε ιδιάιτερα- να κάνετε ό,τι θέλετε! Σας το έχω ξαναπεί, έφερα το γιο μου σ' αυτό το σχολείο για να γίνει τεχνικός, όχι για να τον κάνω ψευτομορφωμένο και χαρτογιακά!
-Μα ο βαθμός του δεν προκύπτει, όπως πιθανώς θα ξέρετε, μόνο απ΄οτο γραπτό του, αλλά και από την προφορική του επίδοση, είπε εκείνη με εκνευριστικά ήρεμη φωνή.
-Μη με διακόπτετε! Στο γιο μου θα βάζετε βαθμούς! Στο επόμενο τετράμηνο θα του βάλετε πάνω από δεκαεπτά, ακούσατε; Δεν μπορεί η κάθε μαλακισμένη καθηγήτρια να βάζει στο γιο μου ό,τι θέλει! Και δεν το λέω για σας... Με άλλους καθηγητές έχω μεγαλύτερο πρόβλημα!

Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα τυχαίο γραπτό: «ο θάνατος είνε ένα δυσκωλο κοματι και δεν μπορη να τελιονει με χαρα»... Η σκέψη της πλανήθηκε στις αμέτρητες ασυναρτησίες που καταπίνει καθημερινά από βλαστάρια τέτοιων πατεράδων...για μια στιγμή συνειδητοποίησε ότι τις είχε καταστήσει σχεδόν διασκεδαστικές, μόνο και μόνο για να τις αντέχει... Τώρα όμως, όλα μαζί, της φάνηκαν ανυπόφορα... Δεν ήταν το «μαλακισμένη» που την πόνεσε, όσο το «δεν το λέω για σας»... Μα σε κείνη το είπε! Και προσπαθούσε ο δειλός να το μαζέψει εκ των υστέρων, με το χειρότερο τρόπο, χτυπώντας την ευφυή αντίληψή της, για την οποία ήταν περήφανη... Αυτό δε θα περνούσε έτσι...

-Μου επιτρέπετε να μιλήσω; Μιλάτε μόνος σας τόση ώρα, ενώ ήρθατε φαντάζομαι για να σας μιλήσω και να σας εξηγήσω... Μάθετε λοιπόν, ότι ο γιος σας ήταν εξαιρετικά αυθάδης σε όλο το τετράμηνο, μιλούσε διαρκώς στην τάξη, διαμαρτυρόταν για τα πάντα - γιατί όπως έλεγε βαριόταν τα πάντα - και έδειξε μια εξαιρετική δυσκολία προσαρμογής στο σχολείο... Επιπλέον, δεν έφερε ποτέ, ποτέ όμως - στο σημείο αυτό κάρφωσε με ορμή το βλέμμα της στον πατέρα, που είχε ήδη πάθει αποπλπηξία- τετράδιο και βιβλίο.Ούτε στυλό!
-Με σένα θα τα πούμε μετά! στράφηκε ο κύριος Λάκας στο γιο του. Άλλα μου λεγες εμένα κωλόπαιδο!

Η καθηγήτρια ένιωσε και πάλι να κερδίζει έδαφος! Δε φτάνει που είχε υπομείνει τα πάνδεινα όλο το τετράμηνο από το μικρό Λάκα, είχε τώρα μπροστά της και τη μεγάλη έκδοση, το πολλαπλασιασμένο πρόβλημα...

-Επίσης, θα θυμόσαστε ίσως ότι τέσσερις φορές σας καλέσαμε στο τηλέφωνο, σχετικά με προβλήματα του παιδιού σας στο σχολείο, αλλά ουδέποτε ανταποκριθήκατε!
-Κοιτάξτε κυρία μου, εγώ αλλιώς τα ήξερα τα πράγματα... Οπότε πρέπει να με δικαιολογήσετε... Άλλωστε, σας το ανέφερα ήδη, με εσάς δεν έχω τόσο σημαντικό πρόβλημα. Εσείς έχετε μια τόσο ξεχωριστή εμφάνιση, είστε τόσο νέα και τόσο όμορφη, που τα παιδιά μας κρέμονται από τα χείλη σας, είπε με το γνωστό του γλοιώδες ύφος. Προσέξτε καλά όμως!, άλλαξε και πάλι τη φωνή του υποκύπτοντας στο διχασμό του, τείνετε να γίνετε πρότυπο για τα παιδιά μας! Πρότυπο! Καταλαβαίνετε την ευθύνη σας, λοιπόν!

Η φιλόλογος του χαμογέλασε με νοήμα, τον αποχαιρέτησε ψυχρά και κατέβασε το σκεπτικό της βλέμμα στα γραπτά των μαθητών. Τίποτε, ποτέ, κανείς δε θα διορθωθεί... Να που τώρα διχαζόταν εκείνη...

Η Εύη Γεωργαντζή ζει στην Αθήνα.

*

Χρόνια τώρα
απ' το θυμό ως την Ιστορία

Καθόλου δε σταμάτησε.
Με τραύματα ανοιχτά και όρκους σπινθήρες
καγχάζοντας
κι άλλοτε βλαστημώντας
άγρυπνος
κι ακατάπληκτος ο άγιος αντίλογος
ανάβοντας βόμβες φεγγάρια
συνεχίζει να δείχνει.

Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Χωρίς Σύνορα (ιδ. εκδ., 1983) και Τα Ηχεία του Κινήτρου και της Υποταγής (Εκδ. Ιθάκη, 1990).

*

Άτιτλο

Ένα φάντασμα επιμένει να πλανάται στον αιθέρα. Ένα φάντασμα επιμένει να στοιχειώνει αυτό το σπίτι. Και ας είναι αυτή η μέρα, μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Και ας είναι αυτή η πόλη ίδια και απαράλλακτη όπως τόσες άλλες. Και ας είμαι και εγώ όμοια με τόσες άλλες. Το φάντασμα επέλεξε αυτό εδώ το σπίτι. Πάνε ήδη 5 χρόνια που δεν λέει να φύγει από εδώ.

-

Πρωί. Ξυπνάω και το νιώθω να με κοιτάζει. Με αυτό το οικείο διαπεραστικό του βλέμμα. Πριν καν προλάβω να ανοίξω τα μάτια μου, το αισθάνομαι να στέκεται από επάνω μου και να μου κλέβει τον ύπνο από τα μάτια. Με φιλά με τα κρύα, υγρά φιλιά του και νιώθω να παίρνει κάτι από μέσα μου.

Ντύνομαι κάθε πρωί, με τα ίδια ρούχα όπως τόσες άλλες μέρες. Ή μήπως είναι και διαφορετικά; Δεν έχει σημασία. Παίρνω την ομπρέλα μου και ξεχύνομαι στους μουσκεμένους δρόμους. Πάνε χρόνια που βρέχει ασταμάτητα. Το φάντασμα μαζί μου. Νιώθω την αύρα του που κάνει το σώμα μου να ριγεί από την ψύχρα. Σφίγγομαι στη ζακέτα μου κάθε πρωί δίχως όπως το κρύο να υποχωρεί. Εδράζεται μάλλον κάπου βαθύτερα, κάτω από τη χοντρή στρώση των ρούχων και του δέρματός μου.

Ο ουρανός ίδιος με κάθε άλλο πρωινό. Τρυπημένος από χιλιάδες σταγόνες βροχής. Στάση μου, το μπακάλικο της γωνίας. Πρέπει να ψωνίσω, να μαγειρέψω. Να συντηρήσω αυτό το σπίτι που ίσως να έπρεπε να έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια. Εδώ και 5 χρόνια..

Γυρίζω σπίτι φορτωμένη με τις σακούλες με τα φαγητά, όπως κάθε πρωί. Μαγειρεύω, σκουπίσω, καθαρίζω. Σιχάθηκα να καθαρίζω ένα πεντακάθαρο σπίτι.. Νοσταλγώ εκείνες τις ημέρες που έβρισκα κόκκους σκόνης όταν γύριζα από τα ταξίδια μου. Πόσο καιρό είχα να ταξιδέψω άραγε; 5 χρόνια περίπου.. Νοσταλγώ τη γκρίνια σου για την ακαταστασία. Τώρα το μόνο που ακούω είναι το σύρσιμο του φαντάσματος καθώς αλλάζει δωμάτιο και με επιβλέπει που καθαρίζω. Και σαν κάνω να σταματήσω, δεν με αφήνει. Γεμίζει με τέτοιο κρύο το σπίτι που δεν μπορώ να σταθώ. Δεν μπορώ να μην καθαρίζω. Αρχίζω να σκέφτομαι και κρυώνω όταν δεν καθαρίζω..

-

Απόγευμα. Ακούω τον ήχο του βραστήρα να κάνει αυτόν τον εκκωφαντικό ήχο. Ζεστάθηκε το νερό και το τσάι μου είναι έτοιμο. Κάθομαι μπροστά από λευκές σελίδες και αρχίζω να τις μουτζουρώνω με λέξεις δίχως συνάφεια, δίχως λογική ή νόημα. Γράφω, μουτζουρώνω, σκίζω πετάω. Αλλεπάλληλη επανάληψη του ίδιου μοτίβου. Νιώθω το φάντασμα να κάθεται και να με κοιτάζει προσπαθώντας να κρύψει ένα γέλιο.

Νευριάζω με την ειρωνεία του αυτή. Πιάνω το μισοάδειο ποτήρι με το τσάι μου και το πετάω με τέτοια άφατη ηδονή προς το σημείο όπου κάθεται. Γυρίζω να κοιτάξω με μια χαρά και μια ευχαρίστηση το φάντασμα να έχει λιποθυμήσει από το αδυσώπητο χτύπημά μου, όμως δεν βλέπω τίποτα. Σηκώνομαι και τρέχω σαν τρελή προς τη βιβλιοθήκη όπου έχει λερωθεί με το τσάι. Ουρλιάζω από εκνευρισμό και από πόνο το θέαμα. Τα μονάκριβά μου βιβλία, πολυκαιρισμένα μα τόσο σπάνια μουσκεμένα από το τσάι. Και το φάντασμα πουθενά. Όμως εγώ νιώθω ακόμη την παρουσία του. Γιατί μου κρύβεται;

Παίρνω στα χέρια μου μερικά πανιά και αρχίζω να βγάζω τα μουσκεμένα βιβλία. Τα σκουπίσω προσεκτικά και τα επανατοποθετώ στα ράφια. Εκείνες τις στιγμές ξεχνιέμαι. Ξεχνάω το φάντασμα που κάθεται και με κοιτάζει σαν κάνω τις ίδιες μηχανικές κινήσεις. Μαζεύω τα κομμάτια του σπασμένου πορσελάνινου φλιτζανιού. Κρίμα, και μου άρεσε αυτό το σερβίτσιο. Μας το είχαν πάρει, θυμάσαι; Πάνε πέντε χρόνια.

-

Βράδυ. Ντύνομαι γυναίκα. Μια όμορφη λαμπερή γυναίκα. Βγάζω αυτά τα απαίσια, καθημερινά ρούχα και ντύνομαι μια όμορφη, λαμπερή παρουσία. Πάω σε φίλους, τρώμε, πίνουμε, χορεύουμε. Περνάμε όμορφα είναι η αλήθεια. Και το κρύο υποχωρεί για λίγο. Γυρίζω σπίτι ξημερώματα και το βρίσκω εκεί. Να κοιτάζει έξω από το παράθυρό μου νοσταλγικά. Περίεργο φάντασμα έχω μέσα στο σπίτι μου. Του μιλώ για λίγο μέσα στη ζάλη μου. Με σπρώχνει απαλά μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Με σκεπάζει κιόλας. Πολύ περίεργο φάντασμα. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω πως ίσως και να με αγαπά ακόμη. Μου το έλεγε κάποτε. Μου έλεγε πόσο πολύ με αγαπούσε. Όμως τρόμαζα και έκλεινα τα αυτιά μου στις λέξεις του. Του ζητούσα, το εκλιπαρούσα να μην με αγαπά τόσο.  Του είχα ζητήσει να με αγαπά λιγότερο, αλλά για περισσότερο καιρό. Δεν με άκουγε όμως. Και φοβόμουν που συνέχιζε να μου το λέει. Και από ότι φαίνεται είχα δίκιο.

Ξαπλώνει και εκείνο δίπλα μου και μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Έτσι όπως είμαι ζαλισμένη και εξουθενωμένη υπάρχουν μερικές στιγμές που βλέπω το φάντασμα να παίρνει την πρότερη μορφή του. Και γίνεται αυτός ο πανέμορφος άντρας που ερωτεύτηκα κάποτε. Και το χέρι του παύει να είναι τόσο παγωμένο. Αρχίζει να καίει και να με ζεσταίνει καθώς μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Αυτές οι στιγμές όμως δεν κρατούν πολύ. Βυθίζομαι σε έναν ύπνο δίχως όνειρα πολύ γρήγορα.

-

Πρωί. Ξυπνάω και νιώθω το φάντασμα να με κοιτάζει. Να μου φιλάει τα μάτια και να αρχίζω πάλι να κρυώνω. Ίσως θα έπρεπε να μετακομίσω σιγά σιγά. Ίσως έτσι με αφήσει το φάντασμα στην ησυχία μου. Όμως πάλι, θα χάσω αυτές τις στιγμές. Όχι, τι λέω; Και μετά τι θα κάνω; Έχω να ψωνίσω. Να καθαρίσω. Δεν θα προλάβω. Και κρυώνω. Πόσο κρυώνω.. Και εσύ δεν έρχεσαι να με αγκαλιάσεις που κρυώνω. Στέκεις απλώς και με επιβλέπεις που καθαρίζω..

H Χριστίνα Καλογεροπούλου ζει στην Αθήνα.

*

Βαθιά βάρκα με νερό

Με αγκώνες σκουπίζω
τα κόκκινα κοχύλια
στη συνέχεια μιας γωνίας
και γυρνάω να χαϊδέψω
ό,τι απέμεινε στο σβέρκο μου.
-ανοίγοντας διάπλατα από τη μια φτέρνα στην άλλη, φτάνω εκεί που
δεν χάνω το σώμα μου και δε βρίσκω το κάτω-
λυγίζω στην απορία μου
για να χωρέσω στις μικρές
αγωνίες που εμφανίζονται
ξαφνικά στις άμμους
Φτάνω και σπάω σε σκαληνά
τρίγωνα τον πόνο
που τον περίμενα και θα
ξανάρθει.
Το χέρι σπάει και αυτό
δείχνει κάτω από τη μύτη
τα ντροπαλά λουλούδια
και σκίζω την ορατότητα
για να δω καθαρά
αυτό που σιωπηρά θα δείξει
έναν καθρέφτη να ανεμίζει
τους αδέσποτους τοίχους

Η Ειρηάννα Κούτουλα ζει στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας.

*

Καθρέφτισμα

Χίλια εμπόδια
στα πόδια σου ζητάς
κ' όταν κάποιος βρεθεί
με Αλήθεια να στα σκορπίσει
τον βγάζεις ανίκανο
και φευγαλέο
γιατι φοβάσαι
τον καθρέφτη.

Ο Δημήτρης Μούχας ζει στην Αθήνα.

*

Και λοιπόν; Ποιο το κέρδος;

Μην ονειροβατείς σε νέους ορίζοντες
Πλάνης έργα, εικόνες απατηλές
Δείξε μου το πρόσωπό σου, μα το ξέρω ότι δε μπορείς πια
Έχεις γεράσει από χτες το βράδυ, όνειρα τώρα
Στη σιγουριά της εποχής έχεις χωθεί, όμως μην ελπίζεις
Όμορφη είναι κι αυτή, όσο της δίνεις θάρρος
Λευκής γυναίκας όνομα, μα μην το βάψεις μαύρο

Ποιού ουρανού το στερέωμα σε οδήγησε τάχα ως εδώ...
Αχ, ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνα τα καλοκαίρια
Τότε που ο κόσμος ήταν όμορφος, μου τον έδειχνες χαμογελώντας
Και τ' απογεύματα με πιάναν συγκίνησης λυγμοί
Κίτρινες πεταλούδες στον κήπο τα όνειρά σου
Άπιαστα, ευέλικτα και τρυφερά

Ξέρεις τι λένε για τους επαναστάτες;
Χάθηκαν μια νύχτα στα Εξάρχεια, δεκαετιών παλάτια
Το μόνο που μένει πια είναι το σιγομουρμουρητό τους
Πώς είπατε; Αχ ναι, φυσικά και θα τους δείτε
Σε κάποιας πορείας ναούς βεβηλωμένους, σε κάποιας συγκέντρωσης την πλάνη
Μα όχι, δεν πρέπει να φοβηθείς
Αρκεί να πείσεις τον εαυτό σου να τους μισήσει

Είσαι σίγουρος πως θέλεις;
Mα ποιός είναι σίγουρος πια...
Όλο αμφιβολίες γέμισε ο ορίζοντας και χημικά απόβλητα του νου
Όμως αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι τ' όνομά σου
Όμορφο εμφανίζεται εκεί που παίζουν τα παιδιά
Σε γκρίζους θάμνους, άδειες πλατείες και ιδρύματα

Μια γρήγορη ανάγνωση, δε ζητάω κάτι άλλο
Η ψυχή διαβάζεται εύκολα, δεν ξέρω για το νου
Ή μάλλον δεν ξέρω...

Ξέρεις τι θες; Όχι, δε θέλω να μου πεις
Θέλω να ξέρεις
Η ποίηση ποτέ δεν έδωσε απαντήσεις, δέχεται όμως εγκάρδια την κάθε ερώτηση
Και λοιπόν; Ποιό το κέρδος;

Η Εύα Παπαγεωργίου ζει στην Αθήνα.

*

Λόγια

Λόγια, αλόγιστα λόγια...
Να δίνουν λόγους λογικούς
για παραλογισμούς και λογισμούς
υπολογιστικούς,
που αποδεικνύουν άλλη μια φορά του λόγου το αληθές:
τα λόγια, είναι λόγια.

Τα λόγια έχουν μέσα τους τη σιωπή,
από την παύση όλων των λόγων.
Η σιωπή έχει μέσα της όλους τους λόγους,
από την παύση, μόνο του λόγου.

Στη σιωπή να αισθάνομαι.
Χωρίς λόγια, με λόγους.

Η Τζούλια Σταυρίδου ζει στην Αθήνα.

*

Ακυρώσεις

Και όποτε σε άλλα πρόσωπα φωλιάσω,
για να με βρω με δήθεν ανανεωτικό θρίαμβο
και να με καθορίσω ανέμελα,
γυρνάω πιο άδεια από εμένα
και ανεφοδιάζομαι τεχνητό εσύ.
Δυστοκία…

Η Ρένα Τριανταφύλλου ζει στην Αθήνα. Συμμετείχε στην ποιητική ανθολογία Όνειρα των Μύθων (Εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές, 2013).