Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 15

#1 Στέργια Κάββαλου : "Θα ήταν ωραίο να μπορούσε να συγκινήσει κάποιον αυτό που θα έλεγα εγώ"

Της Χρυσάνθης Ιακώβου

Ίσως ήταν το ασυνήθιστο εξώφυλλο (το μεσαίο δάχτυλο προτεταμένο ανενδοίαστα από την ίδια τη συγγραφέα), ίσως ο τίτλος, ίσως οι καλές κριτικές πάνω στις οποίες έπεσα τυχαία, το βιβλίο «Αλτσχάιμερ Trance» της Στέργιας Κάββαλου μου τράβηξε την προσοχή πολύ προτού παρευρεθώ σε μία παρουσίαση του και πάρω μία γεύση από αυτό. Το αρχικό μου ένστικτο δε διαψεύστηκε: δεκαπέντε ιστορίες που έχουν κάτι να πουν και που σε αφήνουν με μια ιδιαίτερη αίσθηση, από μία συγγραφέα που με τρόπο αφοπλιστικό μόλις εισήλθε στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι.

Στέργια, το «Αλτσχάιμερ Trance» είναι το πρώτο σου βιβλίο, το οποίο από το 2010 που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τετράγωνο τα πάει πολύ καλά.

Παραδόξως και ευτυχώς, οι κριτικές είναι καλές. Είχα και μια υποψηφιότητα στα βραβεία του περιοδικού «Διαβάζω» σαν προωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, δεν πήραμε το βραβείο, αλλά περάσαμε ωραία στην τελετή! Ήταν κάτι πολύ καλό για πρώτο βιβλίο. Αποτελείται από δεκαπέντε ιστορίες, δεκαπέντε διηγήματα, πρόκειται για πράγματα που υπήρχαν μέσα μου καιρό. Τον τίτλο τον είχα προτού ολοκληρωθούν οι ιστορίες, από τότε που είχα μόνο την ομώνυμη και ακόμη μία, αλλά ήμουν σίγουρη ότι θα κάνω βιβλίο που θα λέγεται έτσι. Όλη η διαδικασία τελικά ήταν πολύ γρήγορη και μπορώ να πω ότι στάθηκα τυχερή και στην εύρεση εκδότη, γιατί τα πράγματα είναι δύσκολα και άγρια σε αυτόν το χώρο. Τελείως ενστικτωδώς και συμπτωματικά έγινε η επαφή με τις εκδόσεις και τελικά το ένστικτο βγήκε σε καλό.

Το είδος πάντως με το οποίο ασχολείσαι, το διήγημα, θεωρείται δύσκολο εμπορικά.

Όντως, για να μιλήσουμε με όρους αγοράς, το διήγημα δεν πουλάει. Πράγμα το οποίο ειλικρινά δεν το κατάλαβα ποτέ. Εμένα μου αρέσει πολύ να διαβάζω μικρές ιστορίες, δε νιώθω την ανάγκη να ταυτίζομαι για καιρό με τον ήρωα, να επιστρέφω στο σπίτι και να ανυπομονώ να διαβάσω τη συνέχεια. Η ιστορία έχει δείξει ότι ο κόσμος προτιμά τη μεγάλη φόρμα. Μου λένε μερικοί «αυτό πήγε καλά, αλλά θα δείξει στο μυθιστόρημα». Μπορεί να μη γράψω ποτέ μυθιστόρημα, δε με νοιάζει. Δεν μπορούν όλοι να ασχοληθούν με τη μεγάλη φόρμα. Μπορεί εγώ να θέλω αλλά να μην μπορέσω. Δεν έχει σημασία, ό, τι μπορεί ο καθένας, ό, τι έχει να πει.

Έχεις πει σε παρουσίαση του «Αλτσχάιμερ Trance» ότι επειδή είναι το πρώτο βιβλίο είναι προσωπικό. Προσωπικό με ποια έννοια;

Με την έννοια ότι είναι η πρώτη σου επαφή με το πιθανό κοινό. Έχεις μία αγωνία, κατά κάποιον τρόπο, να τα πεις όλα και να συστηθείς, σαν να δίνεις ταυτότητα. Το «Αλτσχάιμερ Trance» είναι πολύ ...«Στέργια». Όποιος το διαβάσει είναι σαν να με ξέρει, αλλά κι αυτό δεν ισχύει απόλυτα, γιατί οι ιστορίες είναι φανταστικές. Είναι κάπου στη μέση η αλήθεια.

Αυτή η έκθεση σε φοβίζει;

Η έκθεση είναι εν μέρει και ανάγκη. Ο φόβος μπορεί να έρθει καμιά φορά από πιο ακραίες αντιδράσεις. Από τη στιγμή όμως που βγάζεις κάτι στη φόρα, είτε τρεις το δούνε είτε τρεις χιλιάδες, πρέπει να περιμένεις τα πάντα.

Είπες ότι στην εύρεση εκδότη στάθηκες τυχερή. Πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα της γενιάς σου να μπορέσει να ακουστεί, να βγει στο προσκήνιο;

Το «Αλτσχάιμερ Trance» το έγραψα το 2008, ολοκληρώθηκε το 2009, βγήκε το 2010. Θεωρώ ότι αυτά τα δύο χρόνια έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα, έχουν γίνει πολλοί μικροί οίκοι που κινούνται δωρεάν και μέσω του internet, υπάρχουν παράλληλα και τα e-books... Τα πράγματα μοιάζουν να αλλάζουν, σαν να γίνεται πιο προσιτό στο δημιουργό να βρει τον τρόπο. Από εκεί και πέρα παίζουν ρόλο και άλλα πράγματα, όπως η διανομή, η διαφήμιση, η οποία ουσιαστικά δεν υπάρχει... Εκτός αυτού, τα έντυπα καταρρέουν, άρα γυρνάμε πάλι στο χέρι με χέρι και το από στόμα σε στόμα. Θεωρώ πως ίσως τον τελευταίο καιρό να είναι λίγο πιο εύκολα τα πράγματα, γιατί υπάρχουν εναλλακτικές προσπάθειες, μικρές προσπάθειες. Από την άλλη όμως υπάρχει και μια καχυποψία από τους μεγάλους εκδότες προς τους νέους συγγραφείς. Δεν θα πρέπει να γίνεται αυτό, θα πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη. Και θα έπρεπε βέβαια να υπάρχει και κάποιος χώρος για τους πρωτοεμφανιζόμενους.

iakovou152.jpgΤο εξώφυλλο του βιβλίου σου προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση. Πώς προέκυψε;

Ήταν ιδέα του Νίκου Μουρατίδη, του εκδότη. Θεωρώ ότι δεν είμαι εγώ, δεν μου πάει μάλλον. Το pop και αστικό στοιχείο πάντως που έχει το βιβλίο το έχει πιάσει. Αλλά αυτό το grudge που βγαίνει δεν το θεωρώ ούτε προκλητικό ούτε πρωτοποριακό, ίσα-ίσα μου φαίνεται παρωχημένο, μου θυμίζει 90s και Nirvana, και σίγουρα δε δείχνει επιθετικότητα, παρόλο που οι μέρες είναι άγριες, θέλει να πει περισσότερο ότι είμαστε όλοι ...fucked up. Including me!

Θεωρείς ότι ο συγγραφέας έχει χρέος να συμβάλλει με κάποιον τρόπο για να βελτιωθεί η υπάρχουσα κατάσταση;

Θεωρώ ότι κανείς δεν έχει χρέος για τίποτα, ο καθένας πρέπει να φερθεί όπως νομίζει. Η κατάσταση είναι ζόρικη, αλλά εγώ πιστεύω ότι γίνεται και ένα ξεκαθάρισμα. Όχι άλλη μιζέρια και γκρίνια. Έμενα μου βγαίνει και μια αισιοδοξία, μια δημιουργικότητα, να σκεφτώ τι άλλο μπορώ να κάνω. Μακάρι αυτό να το νιώσουμε όλοι. Ο καθένας μιλάει μέσα από τις πράξεις του, δε νομίζω ότι κάποια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων οφείλει να κάνει κάτι παραπάνω και να δώσει τις κατευθύνσεις. Το θέμα είναι να μην είμαστε κλεισμένοι στο σπίτι μας και να τα κάνουμε όλα μέσω internet και υπό την κυριαρχία του φόβου. Το παν είναι να μιλάμε, να επικοινωνούμε, να είμαστε όλοι στους δρόμους, όχι απομονωμένοι. Έτσι θα προκύψει συνολικά κάτι καλό.

Πνευματική κάστα πιστεύεις ότι υπάρχει στην Ελλάδα; Πώς κρίνεις τη λογοτεχνία του σήμερα και τους πνευματικούς ανθρώπους;

Δεν μπορώ να προσδιορίσω τους πνευματικούς ανθρώπους με την έννοια που το λες εσύ. Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι που επηρεάζουν περισσότερο τις γνώμες, αλλά ίσως αυτοί να είναι πιο σιωπηλοί τελικά... Σε ό, τι αφορά στην ελληνική λογοτεχνία, ξέρω και θαυμάζω κάποιους ανθρώπους, αλλά στην Ελλάδα λειτουργούμε κατά κάποιον τρόπο πιο... αυτιστικά, με αποτέλεσμα να αναδεικνύονται πιο εύκολα κάποιες ντίβες. Δεν είναι έτσι όμως. Ο καθένας είναι ξεχωριστός, έχει το ρόλο του, μικρό ή μεγάλο.

Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα πώς το βλέπεις, δεδομένης και της κρίσης που υπάρχει;

Νομίζω ότι στην Ελλάδα ποτέ δε διαβάζαμε πολύ, δεν έχουμε τις συνήθειες άλλων λαών, όπως Γάλλων, Βέλγων, Σκανδιναβών, που η ανάγνωση υπάρχει μέσα στην καθημερινότητα τους, όπου δε νοείται να μην έχεις ένα βιβλίο μέσα στην τσάντα σου για να καλύψεις τον κενό χρόνο. Εμείς μάλλον δε φοβόμαστε τον κενό χρόνο και καλά κάνουμε, αυτό είναι καλό. Οπότε η κρίση στο βιβλίο δεν είναι ίδια με την κρίση στη μουσική ή στην αγορά. Εγώ θα είμαι πολύ χαρούμενη αν πάει το βιβλίο μου από χέρι σε χέρι κι ας το αγοράσουν λιγότεροι άνθρωποι.

Εκτός από το «Αλτσχάιμερ Trance», αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν άλλα δύο βιβλία σου.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τετράγωνο το «Αρνητικό 13», που έγραψα μαζί με τη Μαίρη Γεωργίου, μια άλλη συγγραφέα. Και κυκλοφορεί ήδη από το Μάιο και το παιδικό βιβλίο «Η Κόκκινη Πινέζα» από τις Εκδόσεις Ιπτάμενο Κάστρο. Είναι το πρώτο χρώμα μιας σειράς που λέγεται «Τα χρώματα αλλιώς» και κάθε χρώμα σημαίνει κάτι άλλο από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας. Με ενδιαφέρει πολύ το παιδικό βιβλίο, μου αρέσουν πολύ τα παιδιά και λατρεύω τις παρουσιάσεις, κάνουμε θεατρικό παιχνίδι, τραγουδάμε, παίζουμε, θεωρώ δηλαδή ότι έχει νόημα αυτό που γίνεται. Νομίζω ότι αν μπορείς να μιλήσεις στα παιδιά έχεις κερδίσει κατά πολύ το παιχνίδι.

Αυτά τα δύο είδη όμως με τα οποία ασχολείσαι δεν είναι εκ διαμέτρου αντίθετα;

Είμαι λίγο των άκρων σαν άνθρωπος... Αλλά νομίζω ότι ο καθένας μέσα του έχει λίγο από όλα, και το παιδί, και το πιο κυνικό, και το πιο ρομαντικό, και το αδιάφορο και το σκληρό...

Πότε συνειδητοποίησες ότι θέλεις να γίνεις συγγραφέας;

Η λέξη αυτή πάντα σήμαινε κάτι για μένα, έλεγα όταν ήμουν μικρή «α, αυτός είναι συγγραφέας!...». Πάντα μου άρεσε να παίζω με τις λέξεις, ήμουν και από τα άτομα που κλείνονται στο δωμάτιο τους και διαβάζουν. Από την άλλη είμαι και πολύ της δράσης και της πραγματικότητας και όλα θέλω να τα ζω, όχι να βρίσκομαι σε έναν κόσμο δικό μου. Απομονωνόμουν βέβαια, αλλά δεν είχα ποτέ συρτάρια και στοίβες με χειρόγραφα...Απλώς για να μπω στη διαδικασία ήθελα αυτό που είχα μέσα μου να το χρησιμοποιήσω κάπως. Θεωρώ κατά κάποιον τρόπο ότι όλα είναι μάταια και θέλω ένα κίνητρο για να με σπρώξει, να νιώσω ότι έχει κάποιο νόημα. Από τις αντιδράσεις, καλώς το βγάλαμε αυτό που βγάλαμε, αλλά στο μέλλον θα δούμε.

Πώς σκέφτεσαι την πορεία σου από εδώ και στο εξής;

Καταρχάς ασχολούμαι και με τη μετάφραση, οπότε θα ήθελα να συνεχίσω να μεταφράζω ωραία γαλλικά κείμενα, να συστήνω Γάλλους συγγραφείς, που τους έχω και μια αδυναμία. Έπειτα να συνεχίσω να γράφω –και μακάρι να συνεχίσουν να με διαβάζουν. Θέλω κάτι υγιές και αμφίδρομο, όχι μόνο για δική μου «εκτόνωση», θα ήταν ωραίο να μπορούσε να συγκινήσει ή να αγγίξει έστω αμυδρά κάποιον αυτό που θα έλεγα εγώ.

Η Στέργια Κάββαλου γεννήθηκε τον Μάρτη του 1982 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και το τμήμα Λογοτεχνικής Μετάφρασης του IFA. Tο 2010 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της «Αλτσχάιμερ Trance» (εκδ. ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ) με την οποία ήταν υποψήφια για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του Λογοτεχνικού Περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ 2011 και το παραμύθι «Η Κόκκινη Πινέζα» (εκδ. ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ) πρώτο μέρος της σειράς Τα χρώματα…αλλιώς. Ασχολείται με τη μετάφραση και συνεργάζεται με το site doctv.gr.