ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΡΙΟΥ ΔΥΤΗ
Θάλασσα ἀπέραντη καί βουερή
ξέρω θά σύρεις
τ' ἀλλοτινά μου εἴδωλα
στή σήψη ἤ στήν ὀξείδωση ἀναμφίβολα.
Ὅμως ἐκεῖνα τἀ ἀκρογιάλια πού ἐρωτεύτηκα
καθώς ἡ ἀνάγκη, ἀνάδοχος τῆς ἔνδειας
τἀ εἶχε βαφτίσει ἰδανικά χωρίς νά μέ ρωτήσει
τἀ εἶχε βαφτίσει ἰδανικά χωρίς νά μέ ρωτήσει
μἠ τά μολύνω.
Ἄς μή ξεχνῶ πώς μέ τήν ἅρμη τους σιτεύτηκα.
Μένει ν'ἀποτολμήσω τώρα τήν κατάδυση
κι ὁ ἐνδοιασμός στό ἐνδεχόμενο τοῦ πάτου
καί στήν ἰδέα ἑνός ἀνάξιου θανάτου.
Μά γιά φαντάσου με στήν ὕστατη ἀνάδυση
κι ὅταν τό ξόδι μου ξεβράζεις στ'ἁρμυρίκια
τήν πλανεμένη μου ψυχή καθάρια πιά κι ἀνάλαφρη
ἕνα μαργαριτάρι ν'ἀνασέρνει ἀπό τά φύκια.
ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ 4
Τά αἰσθήματα πού ἔθρεψαν ἀπό κτίσεως κόσμου
ἕνα ἕνα ὑποχωρώντας
ἐγκαταλείπουν τήν κτίση καί τόν κόσμο.
Μιά συνείδηση αἰωρεῖται...
Ἀπό μιά κλωστή κρέμεται:
ἡ ζεστή προσφορά ἀλληλεγγύης
τῆς εὐθύνης ὅλου τοῦ κόσμου τό αἴσθημα
ἀπό τή συνέχειά της:
τά μεγεθυμένα μάτια τῆς γνώσης
τό κρυστάλλινο βλέμμα τοῦ σύμπαντος
καί στήν ἄκρη
ἡ παραγωγική διαδικασία
ὁλόγυμνη
ὁ νόμος τῆς προσφορᾶς καί τῆς ζήτησης
χάσκων
ἐπιδεικνύοντας
τήν τερηδόνα τῆς εὐμάρειας
Ὁταν
σπάει
τέλος ἡ κλωστή
σκορπἰζονται
στά τετραπέρατα
οἱ ἁρμοί
τῶν αἰώνων
μέ δαιμονισμένο θόρυβο
σάν
ἀνώμαλη
προσγείωση
χιλιάδων F 16.
Στό χεῖλος τῆς περιόδου
ἕνα ζευγάρι δεινοσαύρων
χαροπαλεύει.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Τόσο μυστήριοι μές στά βαθιά τους μάτια
παύουν μέρα τή μέρα νά μοῦ εἶναι ἄγνωστοι.
Ἐγώ νά ὑπομένω τήν ὀσμή τοῦ συγχρωτισμοῦ
ἐκεῖνοι νά δικαιολογοῦν τίς ἀθυμίες μου
τά ὑγρά βράδια πανσελήνου
βρήκαμε μεταξύ μας τ'ἀντικλείδια
νά κοινωνοῦμε ἐτοῦτο τόν ἐρημωμένο τόπο
σταλιά σταλιά
καί ψίχουλο τό ψίχουλο
νά παίρνουμε τό ἀντίδωρο τῆς ὄασης
πού κάποτε στά ὄνειρά μας τάξαμε
φτωχά πουλιά πετάμενα
στἀ ἑπταλείτουργα τῆς καρτερίας.
ΠΑΡΑΜΥΘΙ;
Δρόμους πήραμε, δρόμους ἀφήσαμε.
Περπατήσαμε στό δάσος
φορώντας τά κόκκινα σκουφιά μας ὥς τ' ἀυτιά
ἀναπαυμένοι στή μυστική συμφωνία τῶν πουλιών
γιά ἕνα κομμάτι οὐρανό σ'ἕνα διάνυσμα-ριπή
ἐλευθερίας
ἤ ἀκόμη καί στήν ὑπομονή τῶν δένδρων
ὅταν κυοφοροῦν τά μυστικά μας στή σιωπή.
Δέν κοιταχτήκαμε στά μάτια,λοιπόν.
Δουλέψαμε ἐντατικά, εἶν' ἀλήθεια.
Τυφλοί, κουφοί κι αύτάρκεις
μαζέψαμε λουλούδια.
Στό διάβα μας δέ μᾶς ἀπάντησε κανένας κυνηγός.
(ἄστοχη φαίνεται ἐποχή, σ'ἄστοχα χέρια
ποιός προστατεύει πιά ἀνυποψίαστους στά δάση;)
Μονάχα ὁ χρόνος μᾶς ἀκολούθησε κατά πόδας
πιστό σκυλί
δίχως ἀφέντη -τάχα
καί σάν ἐμεῖς νά κάναμε τούς κυνηγούς.
Μἀ ὅπως σέ κάθε παραμύθι
ὑπάρχει ἡ στιγμή τῆς δολιότητας
κι ἄν ἔχει πρόσωπο ἔχει φωνή
ξάφνου ἐμφανίστηκε μπροστά μας
μέ στόμα λύκου σαρκαστικός:
"Πέθανε", μᾶς εἶπε. Ἔτσι, χωρίς αἰδώ.
"Γιαγιά δέν ὑπάρχει πιά έδῶ".
Τώρα ποιοί ἔζησαν καλά καί ποιοί καλύτερα...
Ἡ Βάννα Γ. Πασούλη ζει στο Ντύσσελντορφ της Γερμανίας. Ἔχει ἐκδόσει τήν ποιητική συλλογή "Μέρες τοῦ νόστου" (Εκδ. Ἠριδανός,2008).