Για μένα θα κρατήσω μονάχα τα απομεινάρια από τα σπασμένα παιχνίδια της μοίρας.
Για μένα θα κρατήσω μια πολύτιμη, λυπημένη παραδοχή.
«Όσοι αγαπούν είναι θλιμμένοι.»
Τα σπίτια, τα έπιπλα, τα πολύτιμα αποκτήματά μας, οι περίφημες αλήθειες.
Οι νύχτες, οι κουρασμένες μέρες, οι ελπίδες, τα παμπάλαια βλέμματα, τα αγγίγματα μες στα περιστύλια και τους οίκους της ενοχής.
Και έπειτα, αλήθειες, ελπίδες, πεποιθήσεις θρυμματισμένα παιχνίδια στις σωρούς της νύχτας
Και έπειτα, άδεια σπίτια, φθαρμένα έπιπλα, νεκρές μέρες, τρύπια βλέμματα με έναν ορίζοντα από χώμα.
Ολέθριες ελλείψεις, σπουδαίες παραλείψεις.
Ο αέρας,-με ακούς-, ο αέρας έγινε πια ανυπόφορα, πνιγηρός. Σαν άνθρωπος.
Είμαι μια πόλη ανύπαρκτη.
Στους δρόμους μου περιφέρονται άρρωστες εποχές, ξαφνικοί άνεμοι, παιδιά με μάτια κλινικά.
Σε κάθε μου άκρη, σε κάθε σβησμένο σύνορο μπορείς να δεις τα απομεινάρια επετείων εθνικών, κουρέλια στο χρώμα του ουρανού, σκοινιά σαπισμένα από κίτρινες βροχές.
Στις προσόψεις των σπουδαίων μεγάρων στέκουν δέντρα εξόριστα με άδεια κλαδιά, κλαδιά γυμνά. Οι στοές διαγράφουν αιμάτινες
διαδρομές μες στο αστικό πεδίο και μόνο οι κραυγές και τα σύνεργα της μοναξιάς προδίδουν τους εφήμερους οδοιπόρους, εκείνους που κάποτε περπάτησαν στα χνάρια του νερού.
Είμαι μια πόλη ανύπαρκτη.
Για μένα δεν μιλούν οι χάρτες, οι ύμνοι και τα εμβατήρια σωπαίνουν. Στις έρημες παρόδους ουρλιάζουν ψεύδη και σκυλιά.
Είμαι μια πόλη ανύπαρκτη.
Στους δρόμους μου δεν θα βρεις ταξιδιώτες με πρόσωπα αγνώριστα. Μονάχα αγάλματα θα δεις πίσω από τις φυλλωσιές των περιστυλίων, μνήματα με σπασμένους βωμούς να προσδοκούν την ταφή των περίφημων, αρχαίων επωνύμων.
Είμαι μια πόλη ανύπαρκτη, δίχως τις κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες που πνίγονται πίσω από φράχτες και έρημα σπίτια
Είμαι μια πόλη ανύπαρκτη και έχω στο σώμα το μολύβι και το πλήθος.
Είμαι μια πόλη ανύπαρκτη.
Ο Απόστολος Θηβαίος ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τη νουβέλα "Νόμισμα στην όχθη" (Εκδ. Μπαρτζουλιάνος, 2008), το θεατρικό παραμύθι "Πολύχρωμο θάρρος" (Εκδ. Μιχάλης Σιδέρης, 2009) και το μυθιστόρημα "Mendizabal" (Εκδ. Μιχάλης Σιδέρης, 2010).