Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

Όλος του κανένα ή κανένας του όλου

Γράφει ο Γιάννης Λειβαδάς

Έχω την αίσθηση ότι το λεγόμενο ευρύ κοινό δεν μπόρεσε να αντέξει τη λογοτεχνία και φρόντισε σταδιακά να την αντικαταστήσει με μια παρα-λογοτεχνία, και παρα-λογοτεχνία εδώ εννοώ την αλόγιστη χρήση του γραπτού λόγου από κάθε έναν ο οποίος προκειμένου να εξαφανίσει τα χνάρια της προδοσίας του απέναντι στο είναι κάθεται να «γράψει ένα βιβλίο». Έχουμε δηλαδή την πλήρη αναστροφή της τέχνης του λόγου, όπου έναντι ιδεών και αποκαλύψεων προσφέρεται η αναμασημένη τροφή της καθολικής συναίνεσης στην πνευματική οκνηρία και την απαξίωση της ζωής.
Έναντι του ολικού σχήματος, του δεδομένου μιας άξεστης ή καλλωπισμένης γνώσης, εκλαμβάνεται κάποια μερικότητα ή ένα παρεμφερές στοιχείο ταυτότητας, γιατί το "ποίημα" από δημιουργίας του είναι τέτοιο.

Οι ποιητές αναζητούν από τους αναγνώστες την συγκατάβαση, την επικύρωση του ονείρου ή του εφιάλτη που ζουν. Τη σύμπνοια των αναγνωστών μες στην μικρή ή μεγάλη διάρκεια των προσωπικών τους εντάσεων. Σ’ αυτό αναλογεί μια κριτική. Αυτού του είδους η σχέση με τον αναγνώστη αφήνει αδιάφορο τον ποιητή. Δεν τον ενδιαφέρει η πιθανή ή απίθανη σχέση του αναγνώστη με όσα έχει γράψει, όχι γιατί αδιαφορεί για αυτόν αλλά γιατί αυτή είναι δουλειά του αναγνώστη. Η δουλειά του ποιητή είναι να προσφέρει αυτό που δεν μπορεί ο αναγνώστης από μόνος του να καλύψει. Ο ποιητής είναι αυτό που δεν είναι ο αναγνώστης και τούμπαλιν. Μοιρασμένοι ρόλοι.

Εάν τώρα οι φιλόλογοι, οι κριτικοί και οι εκδότες προσπαθούν να μας πείσουν πως όλοι είναι ποιητές μόνο και μόνο για το όφελος της εκδοτικής (εμπορικής) δραστηριότητας, δεν έχω αυτιά για να τους ακούσω. Μεταχειρισμένη η κουβέντα: αφού ο κόσμος είναι γεμάτος ανθρωπιστές γιατί η παγκόσμια κοινωνία εξακολουθεί στα μαρτύρια; Η απάντηση είναι προφανής. Συνεπώς ο ποιητής είναι υπόλογος μόνο στον εαυτό του και στην τέχνη του. Στην αγάπη προς τον ερχόμενο Άνθρωπο.

Από ένα σημείο και μετά οι «ποιητές» απορροφήθηκαν ολοκληρωτικά από την εντρύφηση στα έργα άλλων δημιουργών, αφαίρεσαν κάθε οργανική δυναμική από την προσωπική τους ζωή και στο εξής η ιστορία της λογοτεχνίας διανύει μία ιδιαίτερα σκοτεινή καμπή. Όταν «γράφουν» είναι σε τέτοιο βαθμό προφυλαγμένοι, συντελεσμένοι, που η συνέχεια της δημιουργικής περιπέτειας της γραφής δεν τους απασχολεί, τους αρκεί να «συνομιλήσουν» με την δεδηλωμένη της υπογραφής ενός βιβλίου. Αυτό είναι λογομανία, όχι λογοτεχνία.

Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως αυτό που ονομάζουμε λάθος είναι ένα τρομερό τεκμήριο. Η λογοτεχνία που ανήκει στην πλευρά του «ορθού» το μόνο που καταφέρνει είναι να φωτογραφίζεται για ένα διάστημα ανάμεσα στα γιορτινά λαμπιόνια μιας δημοσιότητας εκ μέρους του όχλου.

Το «ορθό» επιδοκιμάζεται πανταχόθεν (ειδικά όταν κυκλοφορεί με μανδύα διαφορετικότητας) δίχως οι συνδρομητές του να αντιλαμβάνονται περί τίνος πρόκειται. Καταδίκη. Τόσο η «αριστερή» όσο και η «δεξιά» λογοτεχνία επιφέρουν, πλέον, μέσω της ταύτισης με το «ορθό», την καταδίκη. Εάν λοιπόν ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι να ταλανίζει την ανθρωπότητα με ανούσια ιδεολογήματα δεν καθίσταται, πλέον, λογοτεχνία. Η λογοτεχνία διασαλεύει, γιατί βρισκόμαστε πια πολύ μακριά, ακόμη και τα επιτεύγματα του εικοστού αιώνα φαντάζουν χαμένα σε ένα παρελθόν που εκ των πραγμάτων μας ενδιαφέρει ελάχιστα. Η διασάλευση είναι εκείνη που παύει την ονειροπόληση της συμμετοχής του αναγνώστη στο λογοτεχνικό «θαύμα» και επιφέρει τις απαρχές μιας αυτοσυνείδησης που οριοθετεί τη σταδιακή μεταβολή του αναγνώστη από απαθές υποκείμενο αποδοχής σε κριτική μονάδα· επιφέρει τη συνείδηση της υπαρξιακής του κατάστασης, όχι όμως επειδή ώρες-ώρες τη «διαισθάνεται» -γιατί τα σημάδια αυτής της αίσθησης είναι ως επί το πλείστον χνάρια μιας συνειδησιακής αδράνειας- αλλά επειδή πράγματι και αναπόδραστα την υφίσταται.

Δεν σε κερδίζουν οι μικρές ελευθερίες των άλλων, εάν είσαι πιο ελεύθερος. Και οι προσεγγίσεις τους παραμένουν προσεγγίσεις, δεν αναλύονται ώστε να προκύψουν ποιήσεις, δημιουργίες. Αυτό είναι όμως δικαιοσύνη, μια δικαιοσύνη που δεν γίνεται κανείς να εγκολπωθεί. Το κάτοπτρο χρειάζεται το ένοπτρο, και όπως είχα γράψει παλιότερα σε κάποιο ποίημα, «κάθε φέρετρο χρειάζεται τα καρφιά του». Μπορείς βεβαίως να πεθάνεις στο Θιβέτ και να γίνεις μεζές για τα όρνια δια χειρός κάποιου μοναχού.

Υπ’ αυτή την έννοια δεν απασχολεί η διαμάχη της λιγότερο ή περισσότερο «δημοκρατικής» λογοτεχνίας, η οποία λαμβάνει χώρα εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα και επιδοτείται αναλόγως, κατακρεουργώντας κυριολεκτικά με τις στημένες βραβεύσεις, τις χρηματοδοτήσεις και την δημοσιότητα, κάθε ίχνος προσπάθειας για  πνευματική και λογοτεχνική αναγέννηση από τις νεότερες γενιές.  Η πολυπόθητη νέα λογοτεχνική γενιά αναμένεται ακόμη. Προς το παρόν όλες οι σχεδίες παραμένουν σε απόσταση οπτικής επαφής από τις ακτές.

Έχω χρόνια να διαβάσω ένα βιβλίο όπου, ανεξάρτητα από την αισθητική του, ο συγγραφέας, ο ποιητής, αφέθηκε να εκτεθεί τόσο σαν προσωπικότητα όσο και σαν διάνοια. Αυτές είναι εξάλλου οι όψεις του ποιητικού νομίσματος που «στρίβει» η ποίηση με τα παντοδύναμα χέρια της κάθε φορά που βγαίνει ο ήλιος.

Εκείνα τα «αποδεικτικά» της δημιουργίας λοιπόν, που οι εργολάβοι της ποίησης αναγνωρίζουν ως τα μοναδικά που υποτίθεται πως διατρανώνουν την λογοτεχνική ικανότητα, δεν μου θυμίζουν τίποτε άλλο από την βλακώδη προσμονή να βρει κανείς μια άθικτη κάβα στο σπίτι ενός αλκοολικού.

Ο αυτισμός που πατρονάρει τόσο έντονα τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή δεν κορυφώνει με μια βλακεία, μα με την τοποθέτηση του λογοτέχνη στην φωταγωγημένη εξέδρα του μαρτυρίου. Οι υπογράφοντες, ποιητές και ποιήτριες, διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους πως πρόκειται για κάποια θυσία στον βωμό της ανθρωπότητας, μόνο που αυτή η ανθρωπότητα αποτελείται από τους δικούς τους κλώνους. Στους υπογράφοντες χρειάζονται γιατροί όχι αναγνώστες. Πρόκειται για το Σύνδρομο της Ιερουσαλήμ, αν το έχετε ακουστά.

Έχει καταστεί σαφές πλέον ότι η δουλειά του λογοτέχνη δεν είναι τόσο να γράφει όσο να διεκπεραιώνει «υποχρεώσεις» και να προωθεί την εικόνα του με κάθε δυνατό τρόπο. Ασκεί «κριτική» ή «αρθρογραφεί» σχετικά με τη λογοτεχνία σε αντάλλαγμα μίας ίδιας κίνησης, μια ανταπόδοσης της «φιλοφρόνησης» από κάποιον ομότεχνό του. Με αυτόν τρόπο το πεδίο της λογοτεχνίας έχει καταντήσει σινάφι αργόσχολων και συνδικαλιστών οι οποίοι μοιράζονται τα ίδια φώτα και διακρίνονται για τον ίδιο ακριβώς λόγο: για το αισθητικό πανομοιότυπο που διατηρεί την μηχανή της αγονιμότητας αναμμένη.

Τα σεμινάρια της «δημιουργικής γραφής» επιτείνουν την τυποποίηση και την πεποίθηση πως η κοινή καταχώρηση πάνω στο χαρτί με την επικουρία ορισμένων, παρωχημένων πια, κανόνων έχει κάποια σχέση με την τέχνη της γραφής. Εν πάση περιπτώσει, όλοι οφείλουν να περάσουν για έγκριση από το ανάλογο «γραφείο», το μπλε, το πράσινο, το κόκκινο (το οποίο τελευταία επιδεικνύει τεράστιο ζήλο) ή  να επικυρώσει, έστω εκ του μακρόθεν, τα δεδομένα που πρέπει πάση θυσία να διατηρηθούν ώστε να μην έχει κανείς λόγους να στρίψει ευθεία.

Πρόκειται για μια «λογοτεχνία» όχι μόνο αισθητικά αλλά και γνωσιακά περιορισμένη, προέρχεται από κάποιο τεταρτημόριο ζωής ή φαντασίας όπου δεν υπάρχει δυνατότητα να βιώσει κανείς την ολοκληρία. Οι ποιητές έμαθαν να χαρακτηρίζουν και να ονοματίζουν οτιδήποτε θεωρούν σχετικό με την εντύπωση ενός ποιήματος, ίσως και με την προσέγγισή του, (ακόμη και να προσδίδουν πλαγίως ανάστημα εκεί που δεν υφίσταται) μα θεωρώ πως δεν έχουν φτάσει ακόμη στο σημείο να δημιουργήσουν εξ’ ολοκλήρου ένα καινούργιο ποίημα. Αυτό είναι, τουλάχιστον για μένα, το επίτευγμα. Τίποτε άλλο. Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που είναι η ποίηση σήμερα: κάτι που μόλις χθες δεν ήταν.

Ο λόγος για τον οποίο συναντάμε πια πολύ σπάνια κάποιο σημαντικό βιβλίο είναι πως δεν υπάρχουν πλέον και τόσες ζωές από τις οποίες εκπίπτει λογοτεχνία, ή, αν όντως υπάρχουν (γεγονός για το οποίο είμαι απολύτως σίγουρος), δεν προωθούνται, δεν αξιολογούνται ανάλογα.

Εν πάση περιπτώσει όλοι θα δημοσιευθούν, όλοι θα ανθολογηθούν και όλοι θα εκδοθούν απ’ άκρη σ’ άκρη του κόσμου και όλοι στο εξής θα αναγράφονται στην γυαλισμένη πλάκα των «ενδόξων», γιατί ετούτη είναι η απαίτηση της εποχής που ζούμε. Η εποχή όμως είναι βήχας στον λαιμό της αιωνιότητας.

Λίγο ή πολύ μου φέρνουν στο μυαλό την περίπτωση του Φιλίππου του Β’, με το  φιρμάνι που έστειλε στους Σπαρτιάτες για εκφοβισμό όταν προσπάθησε να εισβάλλει στην Σπάρτη, αλλά έλαβε την κατάλληλη απάντηση…

Παρίσι, Απρίλιος 2012


livadaspoetry.blogspot.fr