Top menu

Χριστίνα Ρούσσου: "Το γράψιμο είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου"

ρούσσου-άρθρο

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Συναντήσαμε τη συγγραφέα Χριστίνα Ρούσσου, με αφορμή το μυθιστόρημά της Ντουλμπέρα (εκδόσεις Μεταίχμιο). Ένα βιβλίο πολυσέλιδο, ρετρό, ιδανικό για τις θερινές αποδράσεις.

Εντυπωσιακός  ο τίτλος της ιστορίας σας Ντουλμπέρα, κα Ρούσσου. Πιασιάρικος... Που σημαίνει...
«Ντουλμπέρα» είναι χαρακτηρισμός που δίνεται σε γυναίκα. Οι Βλάχοι, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα που είναι όμορφη, έξυπνη, δημιουργική, εργατική, αρχοντική, με μία λέξη τη λέμε «Ντουλμπέρα».  

Και αυτό είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα. Πότε αποφασίσατε να δοκιμάσετε την τύχη σας στο γράψιμο αφού η (κανονική) σας δουλειά είναι η χρυσοχοΐα;
Όταν σταμάτησα να ασχολούμαι με τη χρυσοχοΐα, πριν από δύο χρόνια, είχα περισσότερο ελεύθερο χρόνο και αποφάσισα να ασχοληθώ σοβαρά με το γράψιμο. Πάντα μου άρεσε να γράφω. Από μικρή ηλικία, αν κάτι που βίωνα μ’ ενοχλούσε, έφτιαχνα στο χαρτί μιαν άλλη εκδοχή, φανταστική, που ήταν καλύτερη απ’ την πραγματικότητα. Το γράψιμο και η μουσική είναι αναπόσπαστα μέρη της ζωής μου.

Η ιστορία σας όμως απαιτεί έρευνα. Βρήκατε τη συνδρομή πολλών απαϊόντων σε αυτή σας την ενασχόληση, καθώς το ημερολόγιο της πρωταγωνίστριάς σας Αορίκας Ζιώππα-Κωνσταντίνου αφηγείται την ταραγμένη ιστορία δύο οικογενειών από τις αρχές του 19ου μέχρι το ξημέρωμα του 21ου, με πάμπολλα ιστορικά και άλλα στοιχεία...
Πραγματικά, διάβασα αρκετά μέχρι να κάνω κτήμα μου όλα όσα ήθελα να αναφέρω στην Ντουλμπέρα. Μ’ αρέσει βέβαια και η Ιστορία. Για όλα τα ιστορικά στοιχεία, έπρεπε να είμαι απόλυτα σίγουρη ότι έγιναν έτσι ακριβώς όπως τα περιγράφω. Έτυχε φορές να διαβάζω βδομάδες, για να γράψω μια μικρή παράγραφο. Και αφού τελείωσα το μυθιστόρημα, το έδωσα σε έναν  φίλο μου που είναι ιστορικός, για να το διαβάσει και να μου πει αν είχα κάποια ιστορικά λάθη. Ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν μου είπε ότι δεν βρήκε κανένα. Η ιστορία της περιόδου που αναφέρομαι, τέλος 19ου αιώνα και αρχές του 20ού, είναι η πιο αγαπημένη μου.

Και είναι πολύ ενδιαφέρον μέσα απ’ τις σελίδες σας να μαθαίνουμε την πραγματική ζωή των Βλάχων, καθώς έλεγε κι η γιαγιά Χρυσή (θυμήθηκα πάλι τη γιαγιά που με αγανάκτηση κατέκρινε όσους αναφέρονταν στους Βλάχους υποτιμητικά). Δεν ξέρουν ιστορία όσοι μιλάνε άσχημα. Λένε αυτός είναι βλάχος, αυτή βλαχάρα και εννοούν άξεστος, χωριάτης, αμόρφωτος. Όταν γράφουν τη λέξη, τη γράφουν με μικρό το βήτα. Είναι με μεγάλο βήτα, κεφαλαίο!
Συμφωνώ απόλυτα με αυτό που έλεγε η γιαγιά Χρυσή. Συνηθίζουν αρκετοί άνθρωποι να χρησιμοποιούν τη λέξη Βλάχος, βλαχάκι, βλαχαδερό, βλάχικο, βλαχάρα, θέλοντας να χαρακτηρίσουν κάποιον αμόρφωτο, άξεστο, χωριάτη, κιτς και πολλά άλλα. Οι Βλάχοι πρόσφεραν τα μέγιστα στην πατρίδα μας, διέπρεψαν σε πολλούς τομείς και είναι άδικο να τους υποτιμούν. Οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι ευεργέτες της χώρας μας ήταν βλάχικης καταγωγής. Ειδικά οι Βλάχοι στους οποίους αναφέρομαι, που μετανάστευσαν στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη, τη Ρωσία, την Αίγυπτο, κατάφεραν να ξεχωρίσουν, να αποκτήσουν σημαντικές θέσεις και αξιώματα. Διέπρεψαν στο εμπόριο, στα γράμματα, και συνέβαλαν στην ανάπτυξη της Νεότερης Ελλάδας και των τόπων που τους φιλοξενούσαν. Οι Βλάχοι ήταν παρόντες στην Ελληνική επανάσταση, στον Μακεδονικό αγώνα και γενικά συμβάδιζαν με την ιστορία του τόπου προσφέροντας πάντα. Γνήσιοι Έλληνες, ορεσίβιοι, υπήρξαν φύλακες των αυτοκρατορικών οδών κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όσοι εργάζονταν τότε για την Αυτοκρατορία, έπρεπε να μιλούν λατινικά. Έτσι λατινοφώνισαν, αλλά μόνο στον προφορικό λόγο. Έγραφαν ελληνικά. Με την ίδια ιδιότητα θα τους βρούμε στους βυζαντινούς χρόνους και την περίοδο της τουρκοκρατίας.  

Η Αορίκα είναι πρωτοπόρα, φεμινίστρια, δυναμική, αψηφά ήθη και έθιμα εποχών συντηρητικών, αλλά στο πλάι της, στο περιβάλλον της το ευρύτερο, έχει ανοικτόμυαλους άνδρες, γεγονός σπάνιο για εκείνα τα χρόνια, δεν νομίζετε…
Υπήρξαν γυναίκες σαν την Αορίκα, που ήταν αρκετά βήματα μπροστά απ’ την εποχή τους. Θεώρησα όμως, ότι έπρεπε να υπάρχει μια ασπίδα προστασίας μεταξύ της Αορίκας και της κοινωνίας που ζούσε. Έτσι έβαλα την οικογένειά της να είναι συμπαραστάτες της.

Με εξέπληξε ευχάριστα ότι η ιστορία σας δεν διαθέτει αρνητικούς χαρακτήρες. Ούτε κι αυτός ο ξεπεσμένος Κεφαλλονίτης Κόντες δεν ήταν κατά βάθος κακός. Μικροαπατεώνας ήταν. Τους αγαπάτε τους ήρωές σας, έτσι δεν είναι;
Πολύ τους αγαπώ, όλους. Δεν θα μπορούσε να κυλήσει η ιστορία αν δεν συνέβαινε αυτό! Μέρα νύχτα για μεγάλο διάστημα είχα να πορεύομαι μαζί τους. Γίναμε συγγενείς! Εσείς αναφέρεστε στον Κεφαλλονίτη, υπάρχουν και ο Ρώσος και η Ευγενία. Θέλω να δικαιολογώ τους κακούς ήρωες. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται καλοί και στην πορεία διαμορφώνουν τον χαρακτήρα τους. Μπορεί κανείς να πει, «αυτό το νεογέννητο μωράκι είναι κακόψυχο;» Το περιβάλλον που θα μεγαλώσει θα είναι υπεύθυνο για όποιον δρόμο πάρει.

Ο έρωτας όμως είναι παράνομος, απαγορευμένος, κυρίαρχος στο βιβλίο σας. Που σημαίνει ότι οι παθιασμένοι άνθρωποι και δη οι παθιασμένες γυναίκες που δεν γνώριζαν συμβάσεις υπήρχαν ανέκαθεν, έστω κι αν εμείς θαρρούμε ότι σε εκείνες τις ασφυκτικές εποχές ήσαν όλα (αγγελικά) πλασμένα;
Μα ο έρωτας, υπάρχει σε όλους τους αιώνες και θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι! Ο έρωτας είναι παράφορος. Δεν μπορεί κανείς να πει είμαι λίγο ερωτευμένος/η. Ένας είναι και κουβαλάει πάθος, πόθο, εγωισμό, κτητικότητα, τρυφερότητα, όλα στον υπερθετικό βαθμό. Ως συναίσθημα είναι ίσως πιο ειλικρινές απ’ την αγάπη. Όσο για τις ερωτευμένες γυναίκες, πιστεύω πως όταν μια γυναίκα ερωτεύεται ακολουθεί τα συναισθήματά της με όποιο κόστος. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους άντρες ή τουλάχιστον στον βαθμό που μπορεί να συμβεί στις γυναίκες.

Γράφοντας την ιστορία σας απευθυνόσασταν έστω αθέλητα σε ένα γυναικείο κοινό, στις ρομαντικές Βαλκάνιες αναγνώστριες που ψοφάνε για έρωτες ατελέσφορους, για μοιραίες συμπτώσεις;
Όταν το έγραφα, δεν σκέφτηκα αυτό. Χαίρομαι που αρέσει εξίσου σε άντρες και σε γυναίκες.

Το βιβλίο σας το αφιερώνετε στην οικογένειά σας αλλά πάνω από όλα στον μπαμπά σας Χρήστο Σέξτο που δεν ζει πια. Και που σήμαινε για σας...
Πεθερός μου ήταν. Τον ανέφερα γιατί ήταν ο άνθρωπος που μ’ έμαθε να διαβάζω και να αγαπώ την ιστορία.  

Μετά την Ντουλμπέρα θα ακολουθήσει ακόμα κάτι;
Ναι, ήδη τελειώνω το επόμενο μυθιστόρημα.