Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Χρίστος Κρεμνιώτης [επιλογή-μτφρ.-σχόλια] : "Μεταμορφώσεις"

Μεταμορφώσεις [Αρτώ, Ρεμπώ, Ταγκόρ, Σαίξπηρ, Μοντάλε, Κουαζίμοντο, Περς, Νερούδα, Ζουβ, Χιουζ, Σαραντάρης], Ποίηση, Χρίστος Κρεμνιώτης [επιλογή-μτφρ.-σχόλια], Εκδόσεις του Περιοδικού Βακχικόν, 2011
 

Άφησε τις δουλειές, κι  άκουσε
νύφη
o ξένος έφτασε.
Ακούς; Αργά ξετυλίγει
την αλυσίδα που έκλεινε την πόρτα.
Κοίτα μην θορυβήσουν τα κοσμήματα σου
Μήτε να βιάσεις το περπάτημα σου.
Σταμάτα τις δουλειές, νύφη, άκουσε με.
Βράδιασε, άκου, έφτασε ο επισκέπτης.

Όχι, να μην φοβάσαι νύφη,
Δεν φυσάει στοιχειωμένος  αέρας.
Ολόγιομη η σελήνη απόψε.
Κι είναι νύχτα του Απρίλη. Οι σκιές
πελιδνές στους διαδρόμους,
κι απάνω τους υπάρχει ουρανός.
Φύλαξε το πρόσωπο σου μες στο πέπλο,
άναψε τον πυρσό στην πόρτα εάν φοβάσαι.
Νύφη, δεν φυσάει στοιχειωμένος ο αέρας.

Αν ντραπείς, μην του πεις ούτε λέξη.
Στάσου πλάι απ’ την πόρτα
Σαν θα πας να του ανοίξεις.
Σε ο,τι ζητήσει
Ταπεινά τα μάτια σου να χαμηλώσεις.
Μην ακουστούνε τα κοσμήματα σου
Αν ντραπείς, ας μην πεις ούτε λέξη.

Κρέμασε το λύχνο στον κήπο.
Της προσευχής ετοίμασε τις προσφορές και
Με το σημείο το κόκκινο της τύχης
Σημείωσε το μέτωπο σου.

Λοιπόν
Δεν είσαι έτοιμη ακόμη για τη νύχτα;
Νύφη
Δεν ακούς ότι έφτασε ο ξένος;

[Απόσπασμα από το ποίημα «Κηπουρός» του Rabindranath Tagore]
 
Όσοι μπορούνε να πικράνουνε μα  δεν το κάνουν
όσοι μια τέτοια δύναμη δεν εκδηλώνουν,
όσοι τους άλλους συγκινούν, μα αυτοί σαν πέτρα παραμένουν                                     
ψυχροί, στον πειρασμό κουφοί και απαθείς
απολαμβάνουνε  τις χάρες τ’  ουρανού
και προίκα έχουνε κάθε καλό του κόσμο.
Αυτοί, είναι οι κύριοι κι οι αφέντες του προσώπου τους, ενώ
οι άλλοι τίποτε, άλλο από υπηρέτες των δικών τους χαρισμάτων.
Δίνει το άρωμα  του το άνοιγμα του άνθους
αν και γεννιέται και πεθαίνει μόνο για τον εαυτόν του.
όμως, σαν μολυνθεί και μαραζώσει
κι η οσμή των χόρτων ωραιότερη θα μοιάζει αν τα συγκρίνεις.

Όσο γλυκύτερο είναι κάτι, τόσο πιο απαίσιο στη μόλυνση του καταντάει.
Σάπια τα κρίνα, πιότερο ζέχνουν κι  απ’ την φρέσκια χλόη.

[Το "Eνενηκοστό τέταρτο σονέτο" του Shakespeare]
 
Των βυθών τα σπήλαια στοιβαγμένα
μάχονται μεταξύ τους με τα κρεμασμένα
κρύσταλλα που οι φλογερές αιχμές τους                                                                            
τα καταστρώματα τρυπούν
που στους ανθούς  των κοραλλιών
                                               πλαγιάζουν:


στων νερών τους καθρέφτες, εικόνες.

Τα σκαριά, με ηχώ γεμισμένα,
χλευάζουν το κύμα
με τη φωνή που τα πανιά, τσακισμένα, πλαντάζουν
και με το σπέρμα- στις οπές της πέτρας- των ιχθύων.

Ο φλοίσβος, λίγο λίγο, υφαίνεται με πάγους
και τα κοράλλια, σιγανά,
σκέπασμα απλώνουν στις καρίνες

Ένα βραδύ μουρμουρητό
ανασηκώνεται απ’ τις αλυσίδες
και τα κοράλλια ριζωμένα
στου σκάφους τα πλευρά ψιθυρίζουν
μια μουσική ψυχρή, που
στα κύτταρα πήζει των όντων.

Το φως, άλλους ήχους ξυπνά

[H "Aνταρκτική" του Antonin Artaud]
 

Ριγούν τ’ αστέρια των Ναρκίσσων
Στο χρυσοπράσινο άνεμο του βασιλέματος.
Είναι αβαρής η ευτυχία τους
Η ευθυμία τους, σχεδόν, ψυχής.

Απόψε πάλι θα ‘χει
Άστρα περαστικά από τους λόφους της σελήνης•
Και παγωνιά του Απριλίου.

Οι νάρκισσοι όμως είναι άπιαστοι
Στο θρου του φιλμ που επιταχύνει
Τους χορούς των παιδιών και τα γέλια-
Το ’18, στα τέλη του Παγκόσμιου πρώτου.

Τα πρόσωπα τους, παγιδευμένα
Στα σκόρπια μήκη της ωχρής ταινίας:
Μα τώρα η ευτυχία είναι
Να μικρομεγαλώνεις, έτσι
Λιγνά κορίτσια μες στη μόδα
Με τα μαλλάκια  πίσω και
Τα χείλη τους περίτρανα πιεσμένα
Μέσα σε κρύες λάμψεις μάγουλα βαλμένα
Και εύθραυστα σαν ‘λιόλουσμένος πάγος.

Δεν θα πληγωθούνε ποτέ.
Ακόμη και ανάμεσα σε μαυροφορεμένους
Θα ‘ναι ασφαλείς
Σαν τους βολβούς στη γη,
Κάτω απ τη θημωνιά των άστρων.

Φαντάσματα μες στους καρπούς των κήπων.

[Το ποίημα "Νάρκισσοι" από τη συλλογή "Άνθη και έντομα" του Ted Hughes]