Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Χούλιο Κορτάσαρ, Πεζά, Μέρος Α'

επιλογή-μετάφραση : Παναγιώτης Χαχής & Μέλια Πουρή

Αποκάλυψη στο Σολεντινάμε

Οι ‘Τίκος’, οι Κοσταρικανοί, είναι πάντοτε κάπως έτσι, αρκετά ήσυχοι αλλά γε-μάτοι εκπλήξεις· προσγειώνεσαι στο Σαν Χοσέ της Κόστα Ρίκα και σε περιμένουν η Κάρμεν Ναράνιο(1) κι ο Σάμιουελ Ροβίνσκι(2) κι ο Σέρχιο Ραμίρεζ(3) (ο οποίος είναι από τη Νικαράγουα και όχι ‘Τίκο’, όμως, ποιά είναι η διαφορά, α-φού τελικά είναι το ίδιο, σε τι διαφέρει που είμαι Αργεντινός, αν και από ευγένεια θα έλεγα ‘Τίνο’ κι οι υπόλοιποι ‘Νίκας’ ή ‘Τίκος’).  Ήταν μια από εκείνες τις ζε-στές περιόδους και για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα όλα ξεκίνησαν αμέσως, μια συνέντευξη τύπου με τα συνήθη, γιατί δεν ζείτε στην πατρίδα σας, γιατί το Blow Up ήταν τόσο διαφορετικό από το διήγημά σας, πιστεύετε πως έ-νας συγγραφέας πρέπει να είναι στρατευμένος; Με την κατάσταση να συνεχίζεται κάπως έτσι, ξέρω πως η τελευταία μου συνέντευξη θα είναι στις πύ-λες της κόλασης και θα είναι σίγουρα οι ίδιες ερωτήσεις, κι αν από τύχη είναι στον Άγιο Πέτρο, δε θα διαφέρει σε τίποτα: δε νομίζεις πως γράφεις ακατανόητα για τους ανθρώπους εκεί κάτω;

    Κατόπιν, το ξενοδοχείο ‘Ευρώπη’ κι εκείνο το ντους που σφραγίζει τα τα-ξίδια μ’ ένα μακρύ μονόλογο από σαπούνι και σιωπή. Μόνο που κατά τις επτά  όταν ήταν ήδη η ώρα για να κάνω μια βόλτα στο Σαν Χοσέ και να δω αν ήταν απλό και γαλήνιο όπως μου είχαν πει, ένα χέρι τράβηξε το σακάκι μου και πίσω μου ήταν ο Ερνέστο Καρντενάλ(4) και τί αγκάλιασμα, ποιητή, πόσο όμορφο να βρίσκεσαι εδώ ύστερα από τη συνάντησή μας στη Ρώμη, ύστερα από τόσες πολ-λές συναντήσεις στο χαρτί στη διάρκεια των χρόνων. Πάντοτε με εκπλήσσει, πάντοτε με συγκινεί που κάποιος σαν τον Ερνέστο θα ’ρθει να με δει και να με αναζητήσει, ‘τί παλιομοδίτικη ψευτομετριοφροσύνη γέρο!’, θα πείτε πιθανώς, αλ-λά έχετε τόσο δίκιο να το πείτε, το τσακάλι ουρλιάζει, μα το λεωφορείο περνά, θα είμαι πάντα ένας ερασιτέχνης, κάποιος που από καιρό αγαπά κάποιους αν-θρώπους τόσο πολύ, ώσπου μια μέρα αποδεικνύεται πως τον αγαπούν κι αυτοί επίσης, αυτά είναι πράγματα που με υπερβαίνουν, καλύτερα να προχωρήσουμε στην επόμενη γραμμή.

    Η επόμενη γραμμή ήταν πως ο Ερνέστο έμαθε ότι ερχόμουν στην Κόστα Ρίκα και σαν αστραπή, ήρθε με αεροπλάνο από το νησί του επειδή το πουλάκι που του φέρνει τα νέα του είχε πει πως οι ‘Τίκος’ σχεδίαζαν για ‘μένα ένα ταξίδι στο Σολεντινάμε και δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην ιδέα του να ’ρθει και να με πάρει, έτσι δυο μέρες αργότερα ο Σέρχιο, ο Όσκαρ, ο Ερνέστο κι εγώ συμπληρώ-ναμε τις στριμωγμένες θέσεις ενός μικρού πάϊπερ Aztec, το όνομα του οποίου θα παραμείνει πάντα ένα μυστήριο για μένα, που όμως πέταξε με λόξυγκες και ρε-ψίματα ενόσω ο πιλότος σιγοτραγουδούσε τραγούδια calypso κι έδειξε τελείως αδιάφορος στην παρατήρησή μου πως το Aztec μας οδηγούσε κατευθείαν στη θυσιαστήρια πυραμίδα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, όπως είναι φανερό, και προσγειω-θήκαμε στο Λος Τσίλες(5) κι από κει ένα εξίσου χοροπηδηχτό τζιπ μας έφερε στην φάρμα του ποιητή Χοσέ Κορονέλ Ουρτέτσο(6), τον οποίον περισσότεροι άνθρωποι καλό θα ήταν να διαβάσουν και στο σπίτι του οποίου ξεκουραστήκαμε, συζητώ-ντας για τόσους άλλους φίλους ποιητές, για τον Ρόκε Ντάλτον(7), τη Γερτρούδη Στάιν και τον Κάρλος Μαρτίνεζ Ρίβας(8), μέχρι να έλθει ο Λουί Κορονέλ και να φύγουμε για τη Νικαράγουα με το τζιπ και την εξωλέμβιό του με την φοβιστική της ταχύτητα. Αλλά πρώτα βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες, με μια από ε-κείνες τις μηχανές που το μικρό κομμάτι του γαλάζιου χαρτιού ξεπετάγεται εκεί μπροστά σου και λίγο-λίγο και θαυμαστά και Polaroid γεμίζει σιγά-σιγά με εικό-νες, στην αρχή ενοχλητικά εκτοπλάσματα και κομμάτι-κομμάτι μια μύτη, λίγα σγουρά μαλλιά, το χαμόγελο του Ερνέστο κι η κορδέλα στο κεφάλι του, η ντόνα Μαρία κι ο ντον Χοσέ να διαγράφονται μπροστά στη βεράντα. Αυτό φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό σε όλους επειδή βέβαια, ήταν συνηθισμένοι να χρησιμο-ποιούν αυτή τη φωτογραφική μηχανή, αλλά όχι σε ’μένα, ήμουν κατάπληκτος καθώς έβλεπα εκείνα τα πρόσωπα κι εκείνα τα αποχαιρετιστήρια χαμόγελα να εμφανίζονται από το πουθενά, και τους το είπα, θυμάμαι να ρωτάω τον Όσκαρ τι θα συνέβαινε αν κάποτε ύστερα από ένα οικογενειακό ενσταντανέ το γαλάζιο χαρτί άρχιζε να γεμίζει με τον Ναπολέοντα καβάλα σ’ άλογο, κι ακούστηκε το γέλιο του ντον Χοσέ Κορονέλ, που άκουγε τα πάντα ως συνήθως, το τζιπ, ας πάμε τώρα στη λίμνη.

    Φτάσαμε στο Σολεντινάμε αργά το βράδυ, εκεί μας περίμεναν η Τερέζα κι ο Γουίλιαμ κι ένας βορειοαμερικάνος ποιητής κι οι υπόλοιποι νέοι της κοινότη-τας· πήγαμε για ύπνο σχεδόν αμέσως, αλλά πρώτα έριξα μια ματιά στις ζωγραφιές σε μια γωνία, ο Ερνέστο μιλούσε με τους δικούς του κι έβγαζε από μια τσάντα τις προμήθειες και τα δώρα που έφερνε από το Σαν Χοσέ, κάποιος κοιμόταν σε μιαν αιώρα και είδα τις ζωγραφιές σε μια γωνία, άρχισα να τις πα-ρατηρώ. Δεν θυμάμαι ποιος μου εξήγησε ότι ήταν έργο των χωρικών της περιοχής, αυτή ήταν ζωγραφισμένη από τον Βισέντε, αυτή από τη Ραμόνα, κά-ποιες με υπογραφή κι άλλες χωρίς, όλες όμως τόσο όμορφες, για μια ακόμη φορά το παρθενικό όραμα του κόσμου, η καθαρή ματιά ενός προσώπου που περιγράφει ό,τι τον περιβάλλει σαν ένα ύμνο δοξαστικό: μικρόσωμες αγελάδες σε λιβάδια με παπαρούνες, τα παραπήγματα που παρασκεύαζαν τη ζάχαρη απ’ όπου ξεπρόβαλαν οι άνθρωποι σαν μυρμήγκια, ένα άλογο με πράσινα μάτια και πίσω του χωράφια με ζαχαροκάλαμα, μια βάπτιση σε μια εκκλησία που δεν πι-στεύει στην προοπτική κι υψώνεται ή πέφτει πάνω στην κορυφή της, η λίμνη με μικρές βάρκες σαν παπούτσια και στο βάθος ένα τεράστιο ψάρι που χαμογελάει με τυρκουάζ δόντια. Ήρθε τότε ο Ερνέστο να μου εξηγήσει πως η πώληση των ζωγραφιών ήταν μια συμπληρωματική βοήθεια, το πρωί θα μου έδειχνε κάποια έργα σε ξύλο και πέτρα φτιαγμένα απ’ τους χωρικούς κι ακόμη κάποια απ’ τα γλυπτά τους· αποκοιμιόμασταν, όμως συνέχιζα να κοιτάζω τις μικρές εικόνες που στοιβάζονταν σε μια γωνία, βγάζοντας τους μουσαμάδες με τις μικροσκο-πικές αγελάδες και τα λουλούδια κι εκείνη την μητέρα με δυο παιδιά στα γόνατά της, το ένα ζωγραφισμένο άσπρο, το άλλο κόκκινο, κάτω από έναν ουρανό τό-σο γεμάτο μ’ αστέρια, ώστε το μοναδικό σύννεφο κρεμόταν σε μια γωνία σαν εξευτελισμένο, συμπιέζοντας το κάδρο της εικόνας, βγαίνοντας ήδη έξω απ’ τον καμβά από καθαρό φόβο.

    Η επόμενη ημέρα ήταν Κυριακή και στις έντεκα είχε λειτουργία, την λει-τουργία του Σολεντινάμε στην οποία οι χωρικοί, ο Ερνέστο κι οι επισκέπτες φίλοι σχολίαζαν μαζί ένα εδάφιο του Ευαγγελίου το οποίο εκείνη την ημέρα ήταν η σύλληψη του Ιησού στον κήπο της Γεσθημανής, ένα θέμα που οι άνθρωποι του Σολεντινάμε αντιμετώπιζαν σαν να μιλούσαν για τους εαυτούς τους, για την α-πειλή να τους επιτεθούν τη νύχτα, ή στο φως της μέρας, για εκείνη τη ζωή της διαρκούς αβεβαιότητας στα νησιά και στην ηπειρωτική χώρα και σε όλη την Νι-καράγουα και, ναι, σχεδόν σε όλη την Λατινική Αμερική, μια ζωή περιτριγυρισμένη από φόβο και θάνατο, η ζωή στην Γουατεμάλα και η ζωή στο Ελ Σαλβαδόρ, η ζωή στην Αργεντινή και τη Βολιβία, η ζωή στη Χιλή και στον Ά-γιο Δομίνικο, η ζωή στην Παραγουάη, η ζωή στη Βραζιλία και την Κολομβία.

    Λίγο αργότερα έπρεπε να σκεφτούμε για την επιστροφή μας κι ήταν τότε που θυμήθηκα ξανά τις ζωγραφιές· πήγα στο κτήριο της κοινότητας κι άρχισα να τις κοιτάζω στο λαμπερό φως του απογεύματος, τα φωτεινά χρώματα, τα ακρυλικά και τα λάδια αντικριστά μέσα από τα πόνυ και τα ηλιοτρόπια και τις γιορτές στα συμμετρικά χωράφια και τις αλέες με τους φοίνικες. Θυμήθηκα πως είχα ένα έγχρωμο φιλμ στη φωτογραφική μηχανή μου και βγήκα έξω στη βερά-ντα με μια αγκαλιά ζωγραφιές· ο Σέρχιο, που ακολουθούσε, με βοήθησε να τις στήσουμε με καλό φωτισμό και άρχισα να τις φωτογραφίζω προσεκτικά, μία προς μία, κεντράροντας τες έτσι ώστε κάθε ζωγραφιά να γεμίζει ολόκληρο το κάδρο. Η σύμπτωση: είχα τόσες ακριβώς στάσεις στο φιλμ όσες ήταν οι ζωγρα-φιές, δεν παρέλειψα καμία κι όταν ο Ερνέστο ήρθε να μας πει πως η εξωλέμβιος ήταν έτοιμη, του είπα τί είχα κάνει και εκείνος γέλασε, κλέφτη έργων τέχνης, λα-θρέμπορε εικόνων. Ναι, του είπα, τις παίρνω όλες τους, θα τις προβάλω στην οθόνη μου πίσω στο σπίτι και θα ’ναι μεγαλύτερες και φωτεινότερες απ’ αυτές εδώ, άντε πνίξου.

    Επέστρεψα στο Σαν Χοσέ, πήγα στην Αβάνα για κάποιες δουλειές εκεί, ύστερα πίσω στο Παρίσι με μια κούραση γεμάτη νοσταλγία, η Κλωντίν να με πε-ριμένει σιωπηλή στο Ορλύ, για μια ακόμη φορά η ζωή με το ρολόι στο χέρι και merci, monsieur, bonjour, madame, επιτροπές, ταινίες, κόκκινο κρασί και η Κλω-ντίν, κουαρτέτα του Μότσαρτ και η Κλωντίν. Ανάμεσα σε τόσα πολλά πράγματα, οι βαλίτσες-φρύνοι είχαν φτύσει στο κρεβάτι και τη μοκέτα περιοδι-κά, αποκόμματα, μαντίλια και βιβλία ποιητών της Κεντρικής Αμερικής, τους γκρίζους πλαστικούς κυλίνδρους με τα φιλμ, τόσα πολλά πράγματα στη διάρ-κεια δύο μηνών, η αλληλουχία της σχολής Λένιν στην Αβάνα, των δρόμων του Τρινιντάντ, το περίγραμμα του ηφαιστείου Ιραζού κι ο κρατήρας του με το βρα-στό πράσινο νερό, όπου ο Σάμιουελ, εγώ κι η Σαρίτα είχαμε φανταστεί τους εαυτούς μας ψητούς να επιπλέουν στην ομίχλη αερίων θειαφιού. Η Κλωντίν πήγε τα φιλμ για εμφάνιση· ένα απόγευμα ενώ περπατούσα στο Καρτιέ Λατέν τα θυ-μήθηκα κι αφού είχα την απόδειξη στην τσέπη μου πήγα και τα πήρα κι ήταν οκτώ. Σχεδόν αμέσως σκέφτηκα τις μικρές ζωγραφιές από το Σολεντινάμε κι ό-ταν επέστρεψα σπίτι άνοιξα τα κουτιά, κοίταξα τα πρώτα σλάιντς από κάθε σειρά, θυμήθηκα πως πριν φωτογραφίσω τις ζωγραφιές είχα τραβήξει την λει-τουργία του Ερνέστο, κάτι παιδιά που έπαιζαν ανάμεσα στους φοίνικες, όπως ακριβώς στους πίνακες, παιδιά, φοίνικες και αγελάδες κόντρα σ’ έναν λαμπερό γαλανό ουρανό και μια λίμνη που ήταν μια ιδέα πιο πράσινη, ή ίσως τ’ αντίθετο, δεν ήμουν πια σίγουρος. Έβαλα τα σλάιντς με τα παιδιά και την λειτουργία στον προτζέκτορα· ήξερα πως ύστερα ακολουθούσαν οι ζωγραφιές κι άρχισα να τα βλέπω.

     Σκοτείνιαζε και ήμουν μόνος, η Κλωντίν θα περνούσε μετά τη δουλειά για ν’ ακούσουμε μουσική και να μείνει μαζί μου· ετοίμασα την οθόνη και λίγο ρούμι με πολύ πάγο, τον προτζέκτορα, το καρουσέλ και το τηλεχειριστήριο· δε χρεια-ζόταν να κλείσω τις κουρτίνες, η νύχτα, συνεργάσιμη ήταν ήδη εκεί, ανάβοντας τις λάμπες και τ’ άρωμα απ’ το ρούμι· ήταν  ευχάριστη η σκέψη πως όλα θα εμ-φανίζονταν ξανά μπροστά μου, κομμάτι-κομμάτι, ύστερα από τις ζωγραφιές του Σολεντινάμε θα συνέχιζα με τις φωτογραφίες της Κούβας, όμως γιατί πρώτα οι ζωγραφιές, γιατί αυτή η επαγγελματική διαστροφή, η τέχνη πριν από τη ζωή, και γιατί όχι, είπε η μια σκέψη στην άλλη στον αιώνια άλυτο αδελφικό και κακό-βουλο διάλογο, γιατί να μην δω πρώτα τις ζωγραφιές του Σολεντινάμε απ’ τη στιγμή που αποτελούν ζωή επίσης, απ’ τη στιγμή που είναι ακριβώς το ίδιο.

    Πρώτες πέρασαν οι φωτογραφίες της λειτουργίας, όχι και τόσο ικανοποι-ητικές εξαιτίας σφαλμάτων στην ταχύτητα του διαφράγματος, τα παιδιά, αντίθετα, από την άλλη πλευρά, έπαιζαν στο άπλετο φως με κατάλευκα δόντια. Πατούσα απρόθυμα το κουμπί, θέλοντας να καθυστερήσω λίγο περισσότερο κοιτάζοντας κάθε φωτογραφία που ήταν κολλημένη στη μνήμη, ο μικρός εύ-θραυστος κόσμος του Σολεντινάμε, περικυκλωμένος απ’ το νερό και την αστυνομία, με τον ίδιο τρόπο που ήταν περικυκλωμένο χωρίς να το ξέρει το α-γόρι που κοιτούσα, είχα πατήσει το κουμπί και τ’ αγόρι ήταν εκεί, φαινόταν πολύ καθαρά στο βάθος, μ’ ένα πλατύ, απαλό πρόσωπο, λες κι ήταν γεμάτο από α-προσδόκητη έκπληξη καθώς το σώμα του έπεφτε μπροστά, η ευδιάκριτη τρύπα στη μέση του μετώπου, το πιστόλι του αξιωματικού να σημαδεύει ακόμα την τροχιά της σφαίρας, οι υπόλοιποι στο πλάι με τα οπλοπολυβόλα τους, ένα συ-γκεχυμένο φόντο με σπίτια και δέντρα.

    Σκέφτεσαι ό,τι σκέφτεσαι, και κάθε σκέψη πάντοτε σε προσπερνά, αφή-νοντάς σε πίσω, τόσο μακριά· σκέφτηκα βλακωδώς πως πρέπει να είχαν κάνει κάποιο λάθος στο κατάστημα και μου ’χαν δώσει τις φωτογραφίες κάποιου άλ-λου πελάτη, αλλά τότε η λειτουργία, τα παιδιά που έπαιζαν στο γρασίδι, πώς λοιπόν; ούτε και το χέρι μου υπάκουσε όταν πάτησα το κουμπί κι ήταν μια ατε-λείωτη αμμώδης έκταση το απόγευμα με δυο-τρεις καλύβες με φθαρμένες σκεπές, κόσμος μαζεμένος στ’ αριστερά να κοιτάζει τα σώματα που κείτονταν ανάσκελα, με τα χέρια ανοιχτά σ’ έναν γυμνό γκρίζο ουρανό· έπρεπε να κοιτά-ξεις προσεκτικά για να διακρίνεις μια ομάδα ενστόλων στο βάθος με γυρισμένες τις πλάτες να αποχωρούν, το τζιπ που τους περίμενε στην κορυφή ενός υψώμα-τος.

    Ξέρω πως συνέχισα, αντιμέτωπος με κάτι που αντιστεκόταν σε κάθε λο-γική, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να συνεχίζω να πατώ το κουμπί, βλέποντας την γωνία Κοριέντες και Σαν Μαρτίν στο Μπουένος Άϊρες και το μαύρο αυτοκίνητο με τους τέσσερεις τύπους που σημάδευαν κάποιον που έτρεχε στο πεζοδρόμιο με λευκό πουκάμισο και μοκασίνια, δυο γυναίκες που προσπα-θούσαν να καλυφθούν πίσω από ένα παρκαρισμένο φορτηγό, κάποιον που κοιτούσε…, ένα πρόσωπο τρομοκρατημένης δυσπιστίας, σηκώνοντας το χέρι στο σαγόνι του, ν’ αγγίξει τον εαυτό του για να βεβαιωθεί πως είναι ζωντανός, και ξαφνικά ένα δωμάτιο βυθισμένο σχεδόν στο σκοτάδι, ένα βρώμικο φως να πέφτει από ψηλά απ’ το μικρό παράθυρο με τα κάγκελα, το τραπέζι με το γυμνό κορίτσι ξαπλωμένο ανάσκελα, τα μαλλιά της να κρέμονται ως το πάτωμα, η σκιά της πλάτης κάποιου που έβαζε ένα καλώδιο ανάμεσα στ’ ανοιχτά της πό-δια, δυο τύποι μπροστά να κουβεντιάζουν, μια μπλε γραβάτα κι ένα πράσινο πουλόβερ. Δεν ξέρω αν συνέχισα να πατάω το κουμπί ή όχι, είδα ένα ξέφωτο στη ζούγκλα, μια καλύβα με καλαμένια σκεπή και δέντρα στο πρώτο πλάνο, έ-ναν αδύνατο άνδρα με την πλάτη στον κορμό του κοντινότερου δέντρου ο οποίος κοιτούσε στα αριστερά όπου μια συγκεχυμένη ομάδα, πέντε ή έξι άτομα κοντά ο ένας στον άλλον, να τον σημαδεύουν με τουφέκια και πιστόλια· ο ά-ντρας με το μακρύ πρόσωπο και μια μπούκλα να πέφτει μπροστά στο σκούρο μέτωπό του τους κοιτούσε, με το ένα χέρι μισοϋψωμένο, το άλλο πιθανόν στην τσέπη του παντελονιού, έμοιαζε σαν να τους έλεγε κάτι χωρίς βιασύνη, σχεδόν αδιάφορα, και παρόλο που η φωτογραφία ήταν θολή, αισθάνθηκα και ήξερα πως ο άντρας αυτός ήταν ο Ρόκε Ντάλτον, και τότε πάτησα το κουμπί λες και με τον τρόπο αυτό θα μπορούσα να τον σώσω απ’ τον ατιμωτικό εκείνο θάνατο και μπόρεσα να δω ένα αυτοκίνητο να τινάζεται στον αέρα σε κομμάτια στην καρδιά μιας πόλης που θα μπορούσε να είναι το Μπουένος Άϊρες ή το Σάο Πάο-λο, συνέχισα να πατάω το κουμπί ανάμεσα σε κύματα ματωμένων προσώπων και κομμάτια σωμάτων, γυναικών και παιδιών που έτρεχαν σε κάποιο λόφο της Βολιβίας ή της Γουατεμάλας, όταν ξαφνικά η οθόνη γέμισε με υδράργυρο και με κενό και με την Κλωντίν, που έμπαινε μέσα σιωπηλά, ρίχνοντας τη σκιά της στην οθόνη πριν σκύψει και με φιλήσει στα μαλλιά και με ρωτήσει αν είχαν βγει καλές, αν ήμουν ικανοποιημένος με τις φωτογραφίες, αν είχα διάθεση να τις της δείξω.

    Γύρισα το καρουσέλ στο μηδέν, δεν ξέρεις πώς ή γιατί κάνεις κάτι, όταν έχεις ξεπεράσει ένα όριο που ούτε και συ ο ίδιος δεν κατανοείς. Χωρίς να την κοιτάζω, επειδή μπορεί να καταλάβαινε ή απλά να φοβόταν από την όψη του προσώπου μου, χωρίς να της εξηγήσω τίποτα, γιατί όλα ήταν ένας κόμπος απ’ το λαιμό ως τα νύχια των ποδιών μου, σηκώθηκα και την έβαλα να κάτσει στην καρέκλα μου και πρέπει να της είπα κάτι, πως θα πήγαινα να της φέρω ένα πο-τό, ή κάτι παρόμοιο. Στο μπάνιο νομίζω πως ξέρασα ή δεν έκανα τίποτα κι απλά κάθισα στην άκρη της μπανιέρας αφήνοντας το χρόνο να κυλήσει μέχρι να πάω στην κουζίνα και να φτιάξω στην Κλωντίν το αγαπημένο της ποτό, γεμάτο με πάγο, κι ύστερα ένιωσα τη σιωπή, συνειδητοποιώντας πως η Κλωντίν δεν είχε βάλει τις φωνές, δεν έτρεχε να με ρωτήσει, σιωπή, τίποτ’ άλλο και για μια στιγμή το γλυκερό μπολερό που ερχόταν από το διπλανό διαμέρισμα. Δεν ξέρω πόση ώρα μου πήρε να διασχίσω την απόσταση απ’ την κουζίνα ως το καθιστικό, να δω το πίσω μέρος της οθόνης ακριβώς την στιγμή που τελείωνε την προβολή και το δωμάτιο γέμιζε με την στιγμιαία αντανάκλαση του υδράργυρου, κι ύστερα οι σκιές, η Κλωντίν να κλείνει τον προτζέκτορα και να βολεύεται στην καρέκλα παίρνοντας το ποτήρι, χαμογελώντας μου αργά, χαρούμενη σαν ευτυχισμένη γάτα.

    ‘Βγήκαν τόσο καλές, εκείνη με το χαμογελαστό ψάρι και η μητέρα με τα δύο παιδιά και οι αγελάδες στο λιβάδι· στάσου, κι εκείνη η άλλη με την βάφτιση στην εκκλησία, πες μου ποιος τις ζωγράφισε, δεν φαίνονταν οι υπογραφές.’
Καθισμένος στο πάτωμα, χωρίς να την κοιτάζω, έπιασα το ποτήρι μου και το ήπια μονορούφι. Δεν θα της έλεγα τίποτα, τι μπορούσα να της πω τώρα, αλλά θυμάμαι πως σκέφτηκα κάπως αόριστα να τη ρωτήσω κάτι ηλίθιο, να τη ρωτήσω, αν σε κάποιο σημείο είχε δει μια φωτογραφία του Ναπολέοντα καβάλα σ’ άλογο. Αλλά, φυσικά, δεν την ρώτησα.  

Σημειώσεις

(1)ΣτΜ, Carmen Naranjo (1928-), Κοσταρικανή συγγραφέας.
(2)ΣτΜ, Samuel Rovinski (1932-), Κοσταρικανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας
(3)ΣτΜ, Sergio Ramírez Mercado (1942-) Αριστερός συγγραφέας και διανοούμενος από τη Νικαράγου-α, διατέλεσε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης των Σαντινίστας το διάστημα 1985-1990. Ηγετική μορφή της ‘Ομάδας των Δώδεκα’, ομάδας διανοουμένων, κληρικών, επιχειρηματιών κ.ά. οι οποίοι υποστήρι-ξαν τον αγώνα των Σαντινίστας ενάντια στο καθεστώς του Σομόζα.
(4)ΣτΜ, Ernesto Cardenal Martinez (1925-), Νικαραγουανός καθολικός ιερέας και ποιητής. Εμβληματι-κή μορφή του κινήματος της ‘Θεολογίας της Απελευθέρωσης’ στην Λατινική Αμερική, υπήρξε σημαντικό στέλεχος του αγώνα των Σαντινίστας εναντίον του καθεστώτος Σομόζα. Ιδρυτής μιας ιδιό-τυπης χριστιανικής κοινότητας ιθαγενών στο νησί του Σολεντινάμε, που γρήγορα αποτέλεσε πόλο έλξης και σχηματισμού μιας αντίστοιχης κοινότητας καλλιτεχνών. Σημαντικότερο έργο του το βιβλίο ‘Ευαγγέλιο του Σολεντινάμε’.
(5)ΣτΜ, Πόλη της Κόστα Ρίκα στα σύνορα με τη Νικαράγουα.
(6)ΣτΜ, José Coronel Urtecho (1906-1994), Νικαραγουανός ποιητής, κριτικός, μεταφραστής, ιστορικός και διπλωμάτης, υποστηρικτής του κινήματος των Σαντινίστας.
(7)ΣτΜ, Roque Dalton Garcia (1935-1975), Ποιητής από το Ελ Σαλβαδόρ. Συμμετείχε ενεργά στο αρι-στερό κίνημα της χώρας του, έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση σε στρατόπεδα της Κούβας και προσπάθησε-αποτυχημένα να ενταχθεί ως μαχητής στην οργάνωση ‘Φωτεινό Μονοπάτι’. Συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία της ένοπλης οργάνωσης ERP. Δολοφονήθηκε από συντρόφους του το 1975.
(8)ΣτΜ, Carlos Martinez Rivas (1924-1998), Νικαραγουανός ποιητής και διπλωμάτης