Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Χούλιο Κορτάσαρ, Πεζά (Β')

επιλογή-μετάφραση : Παναγιώτης Χαχής & Μέλια Πουρή

 

Τα σάλια του διαβόλου

Δεν θα γίνει ποτέ γνωστό πώς πρέπει να ειπωθεί αυτή η ιστορία, στο πρώτο πρόσωπο ή στο δεύτερο, χρησιμοποιώντας το τρίτο πληθυντικό ή συνεχώς εφευρίσκοντας τρόπους που δεν θα εξυπηρετήσουν σε τίποτα. Αν κάποιος μπορούσε να πει: θα δω το φεγγάρι ανέτειλε, ή: με πληγώσαμε στο πίσω μέρος των ματιών, και κυρίως αυτό: εσύ η ξανθιά γυναίκα ήταν τα σύννεφα που εξακολουθούν να τρέχουν μπροστά από τα δικά μου δικά σου δικά του δικά μας δικά σας δικά τους πρόσωπα. Διάολε.

Καθισμένος έτοιμος να τη διηγηθεί, αν κάποιος πήγαινε να πιει μια μπύρα παραδίπλα και η γραφομηχανή συνέχιζε μόνη της (γιατί γράφω στη γραφομηχανή), αυτό θα ήταν το τέλειο. Κι αυτό δεν είναι τρόπος του λέγειν. Το τέλειο, ναι, γιατί εδώ είναι ο φωτοφράκτης που πρέπει να λογαριαστεί επίσης σαν μια μηχανή (ενός άλλου είδους, μια Contax 1.1.2) και είναι πιθανό μια μηχανή να ξέρει ίσως περισσότερα για μια άλλη μηχανή απ’ όσα εγώ, εσύ, αυτή -η ξανθιά γυναίκα- και τα σύννεφα. Όμως, έχω τη ανόητη τύχη να ξέρω πως αν φύγω αυτή η Remington θα παραμείνει απολιθωμένη πάνω στο τραπέζι με το ύφος εκείνο της διπλής ακινησίας που έχουν τα κινητά αντικείμενα όταν δεν κινούνται. Επομένως, πρέπει να γράψω. Ένας απ’ όλους εμάς πρέπει να γράψει, εάν όλο αυτό πρόκειται να ειπωθεί. Καλύτερα να είμαι εγώ που είμαι νεκρός, γιατί είμαι ο λιγότερο συμβιβασμένος απ’ τους υπόλοιπους· εγώ που δε βλέπω παρά τα σύννεφα και μπορώ να σκεφτώ απερίσπαστα, να γράψω απερίσπαστα (να ένα ακόμη, με γκρίζες άκρες) και να θυμηθώ απερίσπαστα, εγώ που είμαι νεκρός (και ζωντανός, δεν προσπαθώ να κοροϊδέψω κανέναν, και θα φανεί όταν έρθει η στιγμή, επειδή πρέπει να αρχίσω με κάποιο τρόπο και έχω αρχίσει απ’ αυτό το σημείο, το προηγούμενο, εκείνο της αρχής, το οποίο εντέλει είναι το καλύτερο από τα σημεία, όταν θέλεις να διηγηθείς κάτι).

Ξαφνικά αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να το διηγηθώ, αλλά, αν άρχιζε κανείς ν’ αναρωτιέται γιατί κάνει όλα όσα κάνει, αν αναρωτηθεί μόνο γιατί αποδέχεται μια πρόσκληση σε γεύμα (τώρα περνά ένα περιστέρι και μου φαίνεται σπουργίτι), ή γιατί, όταν κάποιος μας έχει πει ένα καλό ανέκδοτο, αμέσως ξεκινά κάτι σαν γαργαλητό στο στομάχι και δεν ησυχάζουμε, μέχρι να πάμε στο διπλανό γραφείο και να ξαναπούμε το ανέκδοτο· αμέσως τότε κανείς αισθάνεται καλά, είναι χαρούμενος και μπορεί να ξαναγυρίσει στη δουλειά του. Απ’ όσο ξέρω κανένας δεν το ‘χει εξηγήσει, έτσι ώστε το καλύτερο είναι ν’ αφήσεις τις ντροπές και να πεις την ιστορία, επειδή τελικά κανένας δεν ντρέπεται που αναπνέει ή που βάζει τα παπούτσια του· είναι πράγματα που κάνεις, κι όταν συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο, όταν βρεις μιαν αράχνη μέσα στο παπούτσι, ή όταν αναπνέοντας νιώσεις σαν σπασμένο γυαλί, τότε πρέπει να πεις τί συμβαίνει, να το πεις στα παιδιά στο γραφείο ή στο γιατρό. Ω, γιατρέ, κάθε φορά που αναπνέω…Πάντα να το λες, πάντα να ξεφορτώνεσαι εκείνο το ενοχλητικό γαργαλητό στο στομάχι.

Και τώρα που πρόκειται επιτέλους να το διηγηθούμε, ας βάλουμε λίγη τάξη, ας κατεβούμε τη σκάλα αυτού του σπιτιού μέχρι την Κυριακή 7 Νοεμβρίου, ακριβώς ένα μήνα πριν. Κάποιος κατεβαίνει πέντε ορόφους κι αμέσως βρίσκεται στην Κυριακή, μ’ έναν ήλιο που δεν θα περίμενε κανείς το Νοέμβρη στο Παρίσι, με μια μεγάλη όρεξη να τριγυρίσει, να δει πράγματα, να βγάλει φωτογραφίες (γιατί είμαστε φωτογράφοι, είμαι φωτογράφος). Ξέρω πως το δυσκολότερο πράγμα θα είναι να βρεθεί ένας τρόπος για να το διηγηθώ και δεν φοβάμαι να επαναλαμβάνομαι. Θα είναι δύσκολο, γιατί κανείς δεν ξέρει στ’ αλήθεια ποιός το διηγείται, εάν εγώ είμαι εγώ ή τί ακριβώς συνέβη, ή τί βλέπω (σύννεφα, και κάπου-κάπου ένα περιστέρι), ή αν απλώς διηγούμαι μιαν αλήθεια, που είναι μόνο η δική μου αλήθεια και τότε δεν είναι η αλήθεια παρά μόνο για το στομάχι μου, γι’ αυτήν την παρόρμηση να φύγω τρέχοντας και να τελειώνω κατά κάποιο τρόπο μ’ αυτό, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό.

Θα το διηγηθούμε αργά και το τί συμβαίνει θ’ αρχίσει να φαίνεται καθώς το γράφω. Αν με αντικαταστήσουν, αν πια δεν ξέρω τι να πω, αν τα σύννεφα σταματήσουν να έρχονται και αρχίσει κάτι άλλο (επειδή είναι αδύνατον αυτή η διαρκής διέλευση, σύννεφα που περνούν συνεχώς και περιστασιακά ένα περιστέρι, να συνεχιστεί), αν κάτι απ’ όλα αυτά…Και μετά το ‘αν’ τί θα βάλω, πώς θα ολοκληρώσω την πρόταση σωστά; Αλλά αν αρχίσω να κάνω ερωτήσεις, δεν θα διηγηθώ τίποτα, ίσως η διήγηση να είναι μια απάντηση, τουλάχιστον για κάποιον που τη διαβάζει.

Ο Ρομπέρτο Μισέλ, Γαλλοχιλιανός, μεταφραστής και ερασιτέχνης φωτογράφος στον ελεύθερο χρόνο του, βγήκε από τον αριθμό 11 της οδού Mosieur Le Prince την Κυριακή 7 Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους (τώρα περνούν δυο μικρότερα με ασημένιες άκρες). Είχε περάσει τρεις βδομάδες δουλεύοντας τη γαλλική μετάφραση μιας πραγματείας περί ενστάσεων και προσφυγών του Χοσέ Νορμπέρτο Αλιέντε, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σαντιάγο. Είναι σπάνιο να έχει αέρα στο Παρίσι, κι ακόμη πιο σπάνιο έναν αέρα που στροβιλιζόταν στις γωνίες κι ανέβαινε μαστιγώνοντας τις παλιές ξύλινες γρίλιες πίσω απ’ τις οποίες έκπληκτες κυρίες σχολίαζαν ποικιλοτρόπως πόσο άστατος είχε γίνει ο καιρός  αυτά τα τελευταία χρόνια. Αλλά ο ήλιος ήταν επίσης εκεί, καβαλώντας τον άνεμο και φίλος των γατιών, έτσι δεν υπήρχε τίποτα που θα μ’ εμπόδιζε να κάνω μια βόλτα στις αποβάθρες του Σηκουάνα και να φωτογραφίσω την Conciergerie και την Sainte-Chapelle. Ήταν δέκα παρά και υπολόγισα πως κατά τις έντεκα το φως θα ήταν καλό, το καλύτερο δυνατό που μπορείς να πετύχεις το φθινόπωρο· για να σκοτώσω λίγη ώρα λοξοδρόμησα προς το νησί Saint-Louis και άρχισα να περπατώ στο Quai d'Anjou, χάζεψα για λίγο στο ξενοδοχείο Lauzun, απήγγειλα κάποιους στίχους του Απολινέρ που πάντα έρχονται στο μυαλό μου κάθε φορά που περνώ μπροστά από αυτό το ξενοδοχείο (κι εδώ θα όφειλα να θυμάμαι τον άλλο ποιητή, αλλά ο Μισέλ είναι ένας πεισματάρης), κι όταν ο αέρας σταμάτησε ξαφνικά κι ο ήλιος βγήκε τουλάχιστον δυο φορές μεγαλύτερος (εννοώ θερμότερος, αλλά στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα), κάθισα στο στηθαίο κι ένιωσα απίστευτα ευτυχισμένος στο κυριακάτικο πρωινό.

Ανάμεσα στους πολλούς τρόπους για να καταπολεμήσεις την αίσθηση του κενού, ένας απ’ τους καλύτερους είναι να βγάζεις φωτογραφίες, δραστηριότητα που θα έπρεπε να διδάσκεται από νωρίς στα παιδιά, εφόσον απαιτεί πειθαρχία, αισθητική παιδεία, καλό μάτι και σταθερό χέρι. Δεν εννοώ να ενεδρεύεις για τη λεία, σαν οποιοσδήποτε ρεπόρτερ, αιχμαλωτίζοντας την ανόητη σιλουέτα της διασημότητας που φεύγει από το νούμερο δέκα της Downing Street, αλλά με όλους τους τρόπους όταν κανείς τριγυρνά με μια φωτογραφική μηχανή, έχει σχεδόν το καθήκον να είναι σ’ επαγρύπνηση, να μην χάσει εκείνη την αιφνίδια και χαρούμενη αναπήδηση μιας ηλιαχτίδας πάνω σε μια πέτρα, ή την ιπτάμενη τροχιά της κοτσίδας ενός μικρού κοριτσιού που πηγαίνει σπίτι μ’ ένα καρβέλι ψωμί ή ένα μπουκάλι γάλα. Ο Μισέλ ήξερε πως ο φωτογράφος λειτουργεί πάντοτε σαν ένας συνδυασμός του προσωπικού του τρόπου να βλέπει τον κόσμο με ‘κείνον που η φωτογραφική μηχανή ύπουλα του επιβάλλει (τώρα περνά ένα μεγάλο σύννεφο, σχεδόν μαύρο), αλλά δεν του έλειπε η αυτοπεποίθηση, γνωρίζοντας πως αρκούσε μόνο να βγει έξω χωρίς την Contax για να ανακτήσει την ουσία της απόλαυσης, τη ματιά χωρίς το κάδρο γύρω της, το φως χωρίς διάφραγμα ή κλείστρο 1/250. Τώρα (τί λέξη, τώρα, τί ηλίθιο ψέμα) μπορούσα να καθίσω ήσυχα στο στηθαίο με θέα το ποτάμι κοιτάζοντας τα κόκκινα και μαύρα πλοιάρια να περνούν από κάτω χωρίς να μου περνά απ’ το μυαλό να δω φωτογραφικά τις σκηνές, τίποτα περισσότερο απ’ το ν’ αφήνομαι στη ροή των πραγμάτων, που τρέχουν ακίνητα στο ρεύμα του χρόνου. Και τότε ο άνεμος δε φυσούσε πια.

Αργότερα συνέχισα προς το Quai de Bourbon μέχρι να φτάσω στην άκρη του νησιού όπου βρισκόταν η φιλόξενη πλατεία (φιλόξενη επειδή ήταν μικρή, όχι επειδή ήταν κρυμμένη, γιατί πρόσφερε όλο της το πλάτωμα στο ποτάμι και τον ουρανό), που μου άρεσε πολύ. Δεν υπήρχε κανείς εκεί εκτός απ’ ένα ζευγάρι και, φυσικά, περιστέρια· ίσως κάποια απ’ αυτά που τώρα περνούν μπροστά μου. Μ’ ένα σάλτο εγκαταστάθηκα στο στηθαίο, γύρισα και στράφηκα στον ήλιο, προσφέροντας του το πρόσωπο, τα αυτιά και τα χέρια (κράτησα τα γάντια στην τσέπη). Δεν είχα διάθεση να βγάλω φωτογραφίες, κι άναψα ένα τσιγάρο για να κάνω κάτι· νομίζω πως ήταν εκείνη τη στιγμή, όταν πλησίαζα το σπίρτο στο τσιγάρο, που είδα το νεαρό αγόρι για πρώτη φορά.

Αυτό που είχα περάσει για ζευγάρι έμοιαζε πιο πολύ τώρα για ένα αγόρι με τη μητέρα του, αν και την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσα πως δεν ήταν ένα παιδί κι η μητέρα του, πως ήταν ένα ζευγάρι με την έννοια που δίνουμε πάντα στα ζευγάρια όταν τα βλέπουμε να ακουμπούν πάνω στους τοίχους ή να αγκαλιάζονται πάνω στα παγκάκια στις πλατείες. Αφού δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω, είχα παραπάνω από αρκετό χρόνο ν’ αναρωτηθώ γιατί το αγόρι ήταν τόσο νευρικό, σαν νεαρό άλογο ή λαγός, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες, βγάζοντάς τα αμέσως, το ένα μετά το άλλο, περνώντας τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά, αλλάζοντας τη στάση του σώματος, και κυρίως για ποιό λόγο ήταν φοβισμένο, γιατί μπορούσες να το μαντέψεις σε κάθε κίνηση, έναν φόβο πνιγμένο στη συστολή του, μια πρόδηλη παρόρμηση να κάνει πίσω που την εξέπεμπε λες και το σώμα του στεκόταν στο χείλος της φυγής, συγκρατούμενο μόνο από μια ύστατη και αξιολύπητη ευπρέπεια.

Όλο αυτό ήταν τόσο ξεκάθαρο, εκεί στα δέκα μέτρα –κι ήμασταν μόνοι μπροστά στο στηθαίο στην κορυφή του νησιού- έτσι ώστε στην αρχή ο φόβος του αγοριού δε μ’ άφησε να δω την ξανθιά γυναίκα πολύ καλά. Τώρα, καθώς το σκέφτομαι, τη βλέπω πολύ καλύτερα εκείνη την πρώτη στιγμή όταν διάβασα το πρόσωπό της (ξαφνικά είχε γυρίσει, ταλαντευόμενη σαν χάλκινος ανεμοδείκτης, και τα μάτια, τα μάτια ήταν εκεί), όταν κατάλαβα κάπως αόριστα τι μπορεί να συνέβαινε στο αγόρι και υπέθεσα πως άξιζε τον κόπο να μείνω και να παρακολουθήσω (ο άνεμος έπαιρνε τις λέξεις, τα ανεπαίσθητα ψιθυρίσματα). Νομίζω ότι ξέρω, αν είναι κάτι που ξέρω, πώς να κοιτάζω κι ακόμη πως κάθε κοίταγμα ξεχειλίζει ανακρίβεια, επειδή το να κοιτάζεις είν’ αυτό που μας βγάζει μακρύτερα έξω απ’ τον εαυτό μας, χωρίς την ελάχιστη εγγύηση, ενώ αντιθέτως το να μυρίζεις, ή (αλλά ο Μισέλ αρπάζεται πρόθυμα απ’ οποιονδήποτε συρμό σκέψεων του αποσπούν την προσοχή - δεν χρειάζεται να τον αφήσουμε να πλατειάζει τόσο). Σε κάθε περίπτωση αν η πιθανή ανακρίβεια είναι αναμενόμενη, είναι δυνατόν να κοιτάξεις ξανά. Ίσως αρκεί να διαλέξεις ανάμεσα στο βλέμμα και στην πραγματικότητα που κοιτάζεις, ν’ απογυμνώσεις τα πράγματα από τα ξένα τους ρούχα. Και φυσικά, δεν χρειάζεται να πούμε πως όλο αυτό είναι αρκετά δύσκολο.

Από το αγόρι θυμάμαι την εικόνα παρά το πραγματικό του σώμα (αυτό θα ξεκαθαριστεί αργότερα), ενώ τώρα είμαι σίγουρος πως θυμάμαι το σώμα της γυναίκας πολύ καλύτερα απ’ την εικόνα της. Ήταν λεπτή και λυγερόκορμη, δύο λέξεις άδικες για να περιγράψουν τί ήταν, και φορούσε ένα σχεδόν μαύρο δερμάτινο παλτό, σχεδόν μακρύ, σχεδόν όμορφο. Όλος ο πρωινός αέρας (τώρα μόλις που φύσαγε και δεν έκανε κρύο) είχε φυσήξει ανάμεσα στα ξανθά της μαλλιά που πλαισίωναν το λευκό και ψυχρό της πρόσωπο –δυο άδικες λέξεις- κι άφηνε τον κόσμο σε στάση προσοχής, φρικτά μόνο του μπροστά στα μαύρα της μάτια, τα μάτια της που έπεφταν πάνω στα πράγματα σαν δυο αετοί, δυο άλματα στο κενό, δυο εκρήξεις πράσινης λάσπης. Δεν περιγράφω κάτι, περισσότερο προσπαθώ να το καταλάβω. Και είπα δυο εκρήξεις πράσινης λάσπης.

Ας είμαστε δίκαιοι, το αγόρι ήταν αρκετά καλοντυμένο και είχε κίτρινα γάντια, τα οποία θα ορκιζόμουν πως ανήκαν στο μεγαλύτερο αδελφό του, φοιτητή νομικής ή κοινωνικών επιστημών· ήταν χαριτωμένο να βλέπεις τα δάχτυλα των γαντιών να προεξέχουν από την τσέπη του σακακιού του. Για αρκετή ώρα δεν έβλεπα το πρόσωπό του, μόλις ένα προφίλ καθόλου ανόητο –ένα ανήσυχο πουλί, έναν άγγελο του Fra Filipo, ρύζι με γάλα- και μια πλάτη εφήβου που θέλει ν’ αρχίσει τζούντο κι είχε έναν δυο καυγάδες για μια ιδέα ή για μία αδελφή του. Κλείνοντας τα δεκατέσσερα, ίσως τα δεκαπέντε, θα μάντευε κανείς πως τον έντυναν και τον τάιζαν οι γονείς του, αλλά χωρίς δεκάρα στην τσέπη, να πρέπει να κουβεντιάσει με τους φίλους πριν αποφασίσουν για έναν καφέ, ένα κονιάκ, ένα πακέτο τσιγάρα. Θα περπατούσε στους δρόμους σκεφτόμενος τις συμμαθήτριές του, πόσο ωραία θα ήταν να πήγαινε στον κινηματογράφο να δει την τελευταία ταινία, ή να αγοράσει μυθιστορήματα ή γραβάτες ή μπουκάλια λικέρ με πράσινες και λευκές ετικέτες. Στο σπίτι του (το σπίτι του θα ήταν αξιοσέβαστο, θα είχε γεύμα στις δώδεκα και ρομαντικά τοπία στους τοίχους, μ’ ένα σκοτεινό χωλ στην είσοδο και μια θήκη για ομπρέλες από μαόνι στην πόρτα) ο χρόνος θα κυλούσε αργά σαν βροχή, χρόνος για διάβασμα, για να είναι η ελπίδα της μαμάς, για να μοιάζει στον πατέρα, για να γράφει στη θεία του στην Αβινιόν. Γι’ αυτό ήταν όλοι οι δρόμοι, ολόκληρο το ποτάμι για εκείνον (άλλα χωρίς μια δεκάρα) και η πόλη μυστηριώδης για τα δεκαπέντε του χρόνια με τα σημάδια της στις πόρτες, τις φασαριόζικες της γάτες, μια σακούλα πατατάκια για τριάντα φράγκα, το πορνοπεριοδικό διπλωμένο στα τέσσερα, η μοναξιά σαν άδειες τσέπες, οι ευτυχείς συναντήσεις, η λαχτάρα για τόσα πολλά που ήταν ακατανόητη αλλά φωτισμένη από μιαν ολοκληρωτική αγάπη, από μια διαθεσιμότητα ανάλογη του ανέμου και των δρόμων.

Αυτή ήταν η βιογραφία του αγοριού και οποιουδήποτε αγοριού, αλλά αυτό το συγκεκριμένο, το έβλεπα τώρα απομονωμένο, έχοντας γίνει μοναδικό από την παρουσία της ξανθιάς γυναίκας καθώς συνέχιζε να του μιλά. (Με κουράζει  να επιμένω, αλλά δυο μεγάλα κουρελιασμένα σύννεφα μόλις πέρασαν. Σκέφτομαι πως εκείνο το πρωί δεν κοίταξα ούτε μια φορά τον ουρανό, επειδή από τη στιγμή που προαισθάνθηκα τι συνέβαινε με τ’ αγόρι και τη γυναίκα δεν μπορούσα να κάνω τίποτ’ άλλο απ’ το να τους κοιτάζω και να περιμένω, να τους κοιτάζω και…). Για να συντομεύω, το αγόρι ήταν ταραγμένο και μπορούσε κανείς να μαντέψει χωρίς κόπο τί είχε μόλις συμβεί λίγα λεπτά νωρίτερα, μισή ώρα το πολύ. Το αγόρι είχε έρθει στην άκρη του νησιού, είδε τη γυναίκα και τη βρήκε πολύ ελκυστική. Η γυναίκα το περίμενε αυτό επειδή βρισκόταν εκεί περιμένοντας ακριβώς αυτό, ή ίσως το αγόρι έφτασε πριν από εκείνη κι αυτή τον είδε από κάποιο απ’ τα μπαλκόνια ή από κάποιο αυτοκίνητο και βγήκε έξω να τον συναντήσει, πιάνοντας του κουβέντα με οποιαδήποτε δικαιολογία· σίγουρη απ’ την αρχή πως εκείνος θα φοβόταν και θα ‘θελε να το βάλει στα πόδια, και πως, φυσικά, θα έμενε, σκληρός και σκυθρωπός, προσποιούμενος τον έμπειρο και πως απολαμβάνει την περιπέτεια. Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα γιατί συνέβαιναν δέκα μέτρα πιο πέρα από μένα, κι ο καθένας θα μπορούσε να παρακολουθήσει τα στάδια του παιχνιδιού, την κωμική ξιφομαχία· το μεγαλύτερο θέλγητρό της δεν ήταν αυτό που συνέβαινε αλλά η πρόβλεψη της έκβασής της. Το αγόρι θα κατέληγε να προφασιστεί ένα ραντεβού, μια οποιαδήποτε υποχρέωση, και θ’ απομακρυνόταν βρισκόμενο σε σύγχυση και σκοντάφτοντας, ενώ προσπαθούσε να περπατήσει με κάποια σιγουριά, γυμνό κάτω από το κοροϊδευτικό βλέμμα που θα τον ακολουθούσε μέχρι να χαθεί από τη θέα. Ή μάλλον, θα παρέμενε, σαγηνευμένο ή απλώς ανίκανο να πάρει την πρωτοβουλία, κι η γυναίκα θ’ άρχιζε να του χαϊδεύει το πρόσωπο, ν’ ανακατεύει τα μαλλιά του, μιλώντας του χωρίς φωνή, κι απότομα θα τον έπαιρνε απ’ το μπράτσο για να τον οδηγήσει μακριά, εκτός κι αν αυτός, με μιαν ανησυχία που θ’ άρχιζε να χρωματίζεται απ’ την επιθυμία, τον κίνδυνο της περιπέτειας, σηκωνόταν όρθιος για να βάλει το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της και τη φιλούσε. Όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν, αλλά ακόμη δε συνέβαιναν, κι ο Μισέλ περίμενε διεστραμμένα, καθισμένος στο στηθαίο, ετοιμάζοντας σχεδόν ασυνείδητα τη φωτογραφική μηχανή για να βγάλει μια γραφική φωτογραφία μιας γωνιάς του νησιού μ’ ένα καθόλου συνηθισμένο ζευγάρι που μιλούσε και κοίταζε ο ένας τον άλλο.

Ήταν παράξενο πώς η σκηνή (σχεδόν το τίποτα: δυο πρόσωπα διαφορετικής ηλικίας που βρίσκονταν εκεί, παράταιρα ταιριασμένα στη νεότητά τους) αποκτούσε μιαν ανησυχητική αύρα. Σκεφτόμουν ότι εγώ την επέβαλα και πως η φωτογραφία μου, αν την τραβούσα, θα αποκαθιστούσε τα πράγματα στην ανόητη αλήθεια τους. Θα ήθελα να ξέρω τι σκεφτόταν ο άντρας με το γκρίζο καπέλο που καθόταν στο τιμόνι του σταματημένου αυτοκινήτου στην προβλήτα που οδηγούσε στην πεζογέφυρα και που διάβαζε την εφημερίδα του ή κοιμόταν. Μόλις τον είχα ανακαλύψει επειδή οι άνθρωποι μέσα σ’ ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο σχεδόν εξαφανίζονται, χάνονται σ’ αυτό το αξιοθρήνητο, ιδιωτικό κλουβί απογυμνωμένο από την ομορφιά που του χαρίζουν η κίνηση και ο κίνδυνος. Βέβαια το αυτοκίνητο βρισκόταν εκεί όλη την ώρα αποτελώντας μέρος (ή παραμορφώνοντας αυτό το μέρος) του νησιού. Ένα αυτοκίνητο: σα να λέμε μια φωτισμένη λάμπα του δρόμου, ένα παγκάκι πλατείας. Ποτέ όπως λέμε άνεμος, λιακάδα, τα στοιχεία εκείνα που ‘ναι πάντα καινούρια για το δέρμα και τα μάτια, κι επίσης το αγόρι κι η γυναίκα, μοναδικοί, βαλμένοι εκεί πέρα για να μεταμορφώσουν το νησί, να μου το δείξουν μ’ έναν άλλο τρόπο. Τελικά ίσως ο άντρας με την εφημερίδα να είχε αντιληφθεί επίσης τι γινόταν κι ίσως, όπως κι εγώ, να είχε νιώσει εκείνη την δυσοίωνη αίσθηση της αναμονής ότι κάτι θα συμβεί. Τώρα η γυναίκα είχε στραφεί απαλά, βάζοντας το νεαρό αγόρι μεταξύ εκείνης και του τοίχου, τους έβλεπα σχεδόν προφίλ, κι ήταν ψηλότερος, αν κι όχι πολύ ψηλότερος, κι ωστόσο εκείνη τον εξουσίαζε, φαινόταν σαν να τον γυροφέρνει (το γέλιο της, ξαφνικά, ένα μαστίγιο από φτερά) συντρίβοντας τον απλώς με το να είναι εκεί, να χαμογελάει, να κινεί το χέρι της στον αέρα. Γιατί να περιμένω περισσότερο; Με διάφραγμα στο 16, μ’ ένα καδράρισμα που δεν θα συμπεριλάμβανε το τρομακτικό μαύρο αυτοκίνητο, αλλά ναι, εκείνο το δέντρο, απαραίτητο για να σπάσει τόσος γκρίζος χώρος.

Σήκωσα τη φωτογραφική μηχανή, προσποιούμενος πως δοκίμαζα μια εστίαση που δεν τους περιλάμβανε και περίμενα παρατηρώντας προσεκτικά, σίγουρος πως στο τέλος θα αιχμαλώτιζα την αποκαλυπτική κίνηση, την έκφραση  που τα συνοψίζει όλα, τη ζωή που της δίνει ρυθμό η κίνηση, αλλά που μια άκαμπτη εικόνα την καταστρέφει, κατατέμνοντας τον χρόνο, αν δεν επιλέξουμε το ουσιώδες, αδιόρατο κομμάτι της. Δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ. Η γυναίκα προχωρούσε στο έργο της να βάλει χειροπέδες απαλά στ’ αγόρι, γδύνοντάς τον λίγο-λίγο απ’ ό, τι είχε απομείνει απ’ την ελευθερία του, σ’ ένα απίστευτα αργό και απολαυστικό βασανιστήριο. Φαντάστηκα τις πιθανές καταλήξεις (τώρα ένα μικρό αφρώδες σύννεφο εμφανίζεται, σχεδόν μόνο του στον ουρανό), είδα την άφιξή τους στο σπίτι (ένα ισόγειο διαμέρισμα πιθανώς, το οποίο εκείνη θα είχε γεμίσει με μαξιλάρια και γάτες) και υπέθεσα τον τρόμο του αγοριού και την απελπισμένη του απόφαση να το παίξει ψύχραιμος και ν’ αφεθεί προσποιούμενος πως δεν συνέβαινε τίποτα καινούριο σ’ αυτόν. Κλείνοντας τα μάτια, αν πράγματι έκλεισα τα μάτια, σκηνοθέτησα τη σκηνή: τα περιπαικτικά φιλιά, τη γυναίκα ν’ απωθεί με γλυκύτητα τα χέρια που προσπαθούσαν να την ξεντύσουν, όπως στα μυθιστορήματα, σ’ ένα κρεβάτι που θα ‘χε ένα λιλά πάπλωμα, κι αντί γι’ αυτό να τον υποχρεώνει να αφεθεί να βγάλει τα ρούχα, στ’ αληθινά μητέρα και γιος κάτω από ένα γαλακτώδες οπάλινο φως, κι όλα θα κατέληγαν όπως συνήθως ίσως, αλλά μπορεί όλα να γίνονταν διαφορετικά, κι η μύηση του εφήβου δε θα συνέβαινε, δε θα το άφηναν να συμβεί, μετά από ένα μακρύ πρόλογο όπου η αδεξιότητα, τ’ απεγνωσμένα χάδια, ο αγώνας των χεριών θα κατέληγε ποιος ξέρει σε τί, σε μια ξεχωριστή και μοναχική απόλαυση, σε μια αψίθυμη άρνηση αναμειγμένη με την τέχνη του να εξαντλήσεις και να αναστατώσεις μια τόσο αξιολύπητη αθωότητα. Θα μπορούσε να γίνει κάπως έτσι, θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει κάπως έτσι· η γυναίκα εκείνη δεν έβλεπε το αγόρι σαν εραστή και την ίδια στιγμή τον εξουσίαζε με κάποιον σκοπό ακατάληπτο, αν δεν τον φανταστείς σαν ένα βασανιστικό παιχνίδι, την επιθυμία της χωρίς ικανοποίηση επιθυμίας, να διεγείρει τον εαυτό της για κάποιον άλλον, κάποιον που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να είναι εκείνο το παιδί.

Ο Μισέλ είναι ένοχος γιατί κάνει λογοτεχνία, γιατί ενδίδει σε κατασκευασμένες χίμαιρες. Τίποτε δεν τον ευχαριστεί περισσότερο από το να φαντάζεται εξαιρέσεις, άτομα έξω από το είδος, τέρατα όχι-πάντα-απωθητικά. Όμως εκείνη η γυναίκα προκαλούσε τις εικασίες, προσφέροντας ίσως τα κλειδιά για να μαντέψεις την αλήθεια. Πριν να φύγει και τώρα που θα γέμιζε τις φαντασιώσεις μου για αρκετές ημέρες, επειδή είμαι επιρρεπής στο μηρυκασμό, αποφάσισα να μην χάσω λεπτό παραπάνω. Τα είχα όλα στο σκόπευτρο (το δέντρο, το στηθαίο, τον ήλιο των έντεκα) και τράβηξα τη φωτογραφία. Την ίδια ώρα συνειδητοποίησα πως κι οι δύο με είχαν αντιληφθεί κι έστεκαν εκεί κοιτάζοντάς με, το αγόρι έκπληκτο ν’ αναρωτιέται, αλλά εκείνη εκνευρισμένη, το πρόσωπο και το σώμα της αποφασιστικά εχθρικά, νιώθοντας πως ήταν ληστευμένα, ατιμωτικά καταγεγραμμένα σε μια μικρή χημική εικόνα.

Ίσως να μπορούσα να το διηγηθώ με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια, αλλά δεν αξίζει τον κόπο. Η γυναίκα είπε πως κανένας δεν είχε το δικαίωμα να τραβήξει μια φωτογραφία χωρίς άδεια και απαίτησε να της παραδώσω το φιλμ. Όλα αυτά με μια ξερή, καθαρή φωνή, με μια καλή παριζιάνικη προφορά, που όλο και ύψωνε το χρώμα και τον τόνο με κάθε φράση. Απ’ την πλευρά μου, λίγο πείραζε αν θα ‘παιρνε το φιλμ ή όχι, αλλά οποιοσδήποτε με ξέρει θα σας έλεγε αν θέλετε οτιδήποτε από ‘μενα, ζητήστε το ευγενικά. Το αποτέλεσμα είναι πως περιορίστηκα να διατυπώσω την άποψη πως η φωτογράφηση όχι μόνο δεν είναι απαγορευμένη σε δημόσιους χώρους, αλλά πως απολάμβανε την πλέον ξεκάθαρη, ιδιωτική και δημόσια, εύνοια. Και καθώς της το έλεγα αυτό, απολάμβανα σαρκαστικά πώς το αγόρι οπισθοχωρούσε, όλο κι έκανε πίσω, αν και χωρίς να  κινείται εμφανώς, και ξαφνικά (φαινόταν σχεδόν απίστευτο) γύρισε και άρχισε να τρέχει, νομίζοντας, το καημένο, πως περπατούσε, αλλά στην πραγματικότητα δραπέτευε τρέχοντας, περνώντας δίπλα απ’ το αυτοκίνητο, εξαφανιζόμενο σαν αραχνοΰφαντος ιστός, σαν τα νήματα της Παρθένου, στον πρωινό αέρα.

Αλλά τα νήματα της Παρθένου, οι ιστοί της αράχνης, λέγονται επίσης ‘σάλια του διαβόλου’, κι ο Μισέλ έπρεπε να υπομείνει συγκεκριμένες βρισιές, να τον αποκαλούν ενοχλητικό και βλάκα, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες εντωμεταξύ να χαμογελάσει και να κατευνάσει με απλές κινήσεις του κεφαλιού τόσο φτηνές βρισιές. Είχα  αρχίσει να κουράζομαι όταν άκουσα την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείνει με πάταγο. Ο άντρας με το γκρίζο καπέλο ήταν εκεί κοιτάζοντάς μας. Μόνο τότε συνειδητοποίησα πως έπαιζε κάποιο ρόλο στην κωμωδία.

Άρχισε να βαδίζει προς το μέρος μας, κρατώντας στο χέρι την εφημερίδα που είχε προσποιηθεί πως διάβαζε. Αυτό που θυμάμαι καλύτερα είναι η γκριμάτσα που του στράβωνε το στόμα, καλύπτοντας το πρόσωπό του με ρυτίδες, μεταβαλλόμενη στη θέση και στο σχήμα επειδή το στόμα του έτρεμε και η γκριμάτσα πήγαινε απ’ τη μια άκρη των χειλιών στην άλλη, λες κι ήταν αυτόνομη και ζωντανή, ανεξάρτητη από τη θέληση. Αλλά ο υπόλοιπος έμενε σταθερός, ένας πουδραρισμένος παλιάτσος ή ένας άνθρωπος δίχως αίμα, με το δέρμα μουντό και ξηρό, τα μάτια βαθουλωμένα και τα ρουθούνια μαύρα και ευδιάκριτα, πιο μαύρα απ’ τα φρύδια ή τα μαλλιά ή τη μαύρη γραβάτα. Περπατούσε επιφυλακτικά, λες και το οδόστρωμα πλήγωνε τα πόδια του· είδα  τα λουστρινένια παπούτσια του, με σόλες τόσο λεπτές που θα πρέπει να ένιωθε κάθε ανωμαλία του δρόμου. Δεν ξέρω γιατί κατέβηκα από το στηθαίο, ούτε ακριβώς γιατί αποφάσισα να μην τους δώσω τη φωτογραφία, ν’ αρνηθώ εκείνη την απαίτηση τους στην οποία μάντευα φόβο και δειλία. Ο παλιάτσος κι η γυναίκα συσκέπτονταν σιωπηλά: φτιάχναμε ένα τέλειο τρίγωνο, αφόρητο, κάτι που έπρεπε να σπάσει με το χτύπημα ενός μαστιγίου. Γέλασα στα μούτρα τους κι άρχισα να φεύγω, υποθέτω λίγο πιο αργά απ’ ότι τ’ αγόρι. Στο ύψος των πρώτων σπιτιών, δίπλα στην σιδερένια πεζογέφυρα, γύρισα να τους κοιτάξω. Δεν κινούνταν, αλλά ο άντρας είχε πετάξει την εφημερίδα του· μου φάνηκε πως η γυναίκα, με την πλάτη στο στηθαίο, διέτρεξε με τα χέρια της την πέτρα με την κλασική και παράλογη χειρονομία κάποιου κυνηγημένου που ψάχνει την έξοδο. 

Ό,τι ακολουθεί συνέβη εδώ, σχεδόν μόλις τώρα, σ’ ένα δωμάτιο ενός πέμπτου ορόφου. Πέρασαν αρκετές ημέρες πριν ο Μισέλ εμφανίσει τις φωτογραφίες της Κυριακής· οι λήψεις του από την Conciergerie και την Sainte-Chapelle ήταν όσες έπρεπε να είναι. Βρήκε δυο ή τρεις δοκιμαστικές λήψεις που είχε ξεχάσει, μια αποτυχημένη απόπειρα να συλλάβει μια γάτα απίστευτα σκαρφαλωμένη στη σκεπή ενός δημόσιου ουρητηρίου, κι επίσης τη φωτογραφία της ξανθιάς γυναίκας και του εφήβου. Το αρνητικό ήταν τόσο καλό ώστε ετοίμασε μια μεγέθυνση· η μεγέθυνση ήταν τόσο καλή ώστε έκανε μια ακόμη μεγαλύτερη, σχεδόν στο μέγεθος αφίσας. Δεν του πέρασε από το μυαλό (τώρα το σκέφτεται ξανά και ξανά) πώς μόνο οι φωτογραφίες της Conciergerie άξιζαν τόση δουλειά. Απ’ όλη τη σειρά, το στιγμιότυπο στην άκρη του νησιού ήταν το μοναδικό που τον ενδιέφερε· κόλλησε την μεγέθυνση σ’ ένα τοίχο του δωματίου, και την πρώτη μέρα πέρασε κάποια ώρα να την κοιτάζει και να θυμάται, αυτό το μελαγχολικό εγχείρημα σύγκρισης της ανάμνησης με μια χαμένη πραγματικότητα· μια απολιθωμένη ανάμνηση, όπως κάθε φωτογραφία, όπου τίποτε δε λείπει, ούτε καν και κυρίως το τίποτε, ο αληθινός σταθεροποιητής της σκηνής. Η γυναίκα ήταν εκεί, το αγόρι ήταν εκεί, το δέντρο άκαμπτο πάνω απ’ τα κεφάλια τους, ο ουρανός στέρεος σαν τις πέτρες του στηθαίου, σύννεφα και πέτρες αναμεμειγμένα σε μια μόνη αδιαχώριστη ύλη (τώρα περνά ένα με αιχμηρές άκρες, τρέχει σαν στην κεφαλή μιας καταιγίδας). Τις δυο πρώτες μέρες αποδέχτηκα αυτό που είχα κάνει, απ’ τη φωτογραφία την ίδια ως τη μεγέθυνση στον τοίχο, και δεν αναρωτιόμουν καν γιατί κάθε τόσο διέκοπτα τη μετάφραση της διατριβής του Χοσέ Νορμπέρτο Αλιέντε για ν’ αντικρίσω ξανά το πρόσωπο της γυναίκας, τις σκοτεινές κηλίδες στο στηθαίο. Η πρώτη έκπληξη ήταν ανόητη· δεν είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό μου πως όταν κοιτάζουμε μια φωτογραφία κατά μέτωπο, τα μάτια αναπαράγουν ακριβώς τη θέση και την οπτική γωνία του φακού· ειν’ αυτά τα πράγματα που θεωρούνται δεδομένα και κανένας δεν τυχαίνει να τα σκεφτεί. Απ’ την καρέκλα μου, με τη γραφομηχανή ακριβώς μπροστά μου, κοιτούσα τη φωτογραφία εκεί, στα τρία μέτρα και τότε συνειδητοποίησα πως είχα τοποθετηθεί ακριβώς στην θέση του φακού. Φαινόταν πολύ καλά έτσι· χωρίς αμφιβολία, ήταν ο καλύτερος τρόπος να εκτιμήσεις μια φωτογραφία, αν και η διαγώνια οπτική αναμφισβήτητα έχει τις χάρες της κι ίσως ακόμη αποκαλύπτει διαφορετικές πλευρές. Κάθε λίγα λεπτά, όταν για παράδειγμα, μου ήταν αδύνατο να βρω τον τρόπο να πω σε καλά γαλλικά ό,τι έλεγε σε τόσο καλά ισπανικά ο Νορμπέρτο Αλιέντε, σήκωνα τα μάτια και κοιτούσα τη φωτογραφία· άλλες φορές με τραβούσε η γυναίκα, κάποιες το αγόρι, κάποιες άλλες το πλακόστρωτο, όπου ένα ξερό φύλλο είχε πέσει αξιοθαύμαστα τοποθετημένο, ώστε να αναδεικνύει ένα παράπλευρο τμήμα της εικόνας. Τότε ξεκουραζόμουν για λίγο απ’ τη δουλειά μου και συμπεριλάμβανα τον εαυτό μου ευχάριστα σ’ εκείνο το πρωινό στο οποίο ήταν βουτηγμένη η φωτογραφία, ανακαλούσα ειρωνικά τη χολερική εικόνα της γυναίκας που απαιτούσε να της δώσω τη φωτογραφία, την αξιοθρήνητη και γελοία φυγή του αγοριού, την είσοδο στη σκηνή του άντρα με το λευκό πρόσωπό. Κατά βάθος, ήμουν ικανοποιημένος με τον εαυτό μου· ο ρόλος μου δεν ήταν υπερβολικά λαμπερός, γιατί αν στους Γάλλους έχει αποδοθεί το χάρισμα της άμεσης απάντησης, δεν καταλάβαινα καλά γιατί είχα διαλέξει να φύγω χωρίς μια πλήρη διαδήλωση των αποκλειστικών προνομίων και δικαιωμάτων των πολιτών. Το σημαντικό, το αληθινά σημαντικό, ήταν ότι είχα βοηθήσει το αγόρι να διαφύγει εγκαίρως (αυτό στην περίπτωση που οι θεωρίες μου ήταν σωστές, θεωρίες που δεν ήταν επαρκώς αποδεδειγμένες, όμως η φυγή από μόνη της αυτό φαινόταν να δείχνει επίσης). Μέσα από την απρόσκλητη παρέμβασή μου του είχα δώσει τελικά την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον φόβο του για κάτι χρήσιμο· τώρα θα το μετάνιωνε, νιώθοντας την τιμή του θιγμένη, τον ανδρισμό του μειωμένο. Αυτό ήταν προτιμότερο απ’ τη συντροφιά μιας γυναίκας ικανής να κοιτάζει όπως τον κοίταζε στο νησί·ο Μισέλ είναι πουριτανός κατά καιρούς, πιστεύει πως κανείς δεν πρέπει να διαφθείρεται με τη βία. Σε τελευταία ανάλυση, η φωτογραφία εκείνη ήταν μια καλή πράξη.

Δεν ήταν εξαιτίας της καλής αυτής πράξης που την κοιτούσα ανάμεσα στις παραγράφους ενώ δούλευα. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα γιατί την κοίταζα, για ποιο λόγο είχα κρεμάσει την μεγέθυνση στον τοίχο· ίσως έτσι να συμβαίνει μ’ όλες τις μοιραίες πράξεις κι αυτή να είναι η προϋπόθεση της εκπλήρωσής τους. Νομίζω πως το σχεδόν λαθραίο τρεμούλιασμα των φύλλων στο δέντρο δεν με προειδοποίησε, πως συνέχισα μια φράση που είχα αρχίσει και την ολοκλήρωσα επιτυχημένα. Οι συνήθειες είναι σαν αχανείς συλλογές βοτάνων, στο τέλος μια μεγέθυνση ογδόντα επί εξήντα μοιάζει με οθόνη προβολής κινηματογράφου, όπου, στην άκρη ενός νησιού, μια γυναίκα μιλά μ’ ένα αγόρι κι ένα δέντρο κυματίζει τα ξερά του φύλλα πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

Αλλά τα χέρια της ήταν ήδη υπερβολικά. Μόλις είχα γράψει: Donc, la seconde clι rιside dans la nature intrinsθque des difficultιs que les sociιtιs - όταν είδα το χέρι της γυναίκας ν’ αρχίζει να κλείνει αργά, δάχτυλο-δάχτυλο. Δεν απέμεινε τίποτε από μένα, μια φράση στα γαλλικά που δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ, μια γραφομηχανή που πέφτει στο πάτωμα, μια καρέκλα που τρίζει και τρέμει, μια ομίχλη. Το αγόρι είχε σκύψει το κεφάλι, όπως οι πυγμάχοι όταν έχουν κάνει ό,τι μπορούσαν και περιμένουν το χαριστικό χτύπημα· είχε σηκώσει το γιακά του πανοφωριού του κι έμοιαζε περισσότερο από ποτέ με φυλακισμένο, το τέλειο θύμα που οδηγείται στην καταστροφή. Τώρα η γυναίκα του μιλούσε στ’ αυτί και το χέρι της άνοιγε ξανά για ν’ αγγίξει το σαγόνι του, να το χαϊδέψει ξανά και ξανά, καίγοντάς το, χωρίς βιασύνη. Το αγόρι ήταν περισσότερο καχύποπτο παρά τρομαγμένο, μια ή δυο φορές κρυφοκοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της γυναίκας κι εκείνη συνέχιζε να μιλάει, εξηγώντας του κάτι που τον έκανε να κοιτάζει κάθε λίγα λεπτά προς το μέρος εκείνο όπου ο Μισέλ ήξερε πως βρισκόταν το αυτοκίνητο με τον άντρα με το γκρίζο καπέλο, προσεκτικά αποκομμένο από τη φωτογραφία, αλλά με την αντανάκλασή του στα μάτια του αγοριού και (πώς ν’ αμφιβάλλεις γι’ αυτό τώρα) στα λόγια της γυναίκας, στα χέρια της, στην παρουσία της για λογαριασμό εκείνου. Όταν είδα τον άντρα να έρχεται, να σταματά κοντά τους και να τους κοιτάζει, με τα χέρια στις τσέπες κι ένα ύφος βαριεστημένο κι απαιτητικό μαζί, σαν το αφεντικό που ετοιμάζεται να σφυρίξει στο σκύλο του ύστερα απ’ το παιχνίδι στην πλατεία, κατάλαβα, αν αυτό έπρεπε να καταλάβω, τι έπρεπε να συμβεί, τι έπρεπε να είχε συμβεί, τι θα έπρεπε να συμβεί εκείνη τη στιγμή, μεταξύ αυτών των ανθρώπων, εκεί ακριβώς όπου είχα έρθει να ανατρέψω την τάξη των πραγμάτων, αναμεμειγμένος αθώα σ’ αυτό που δεν είχε συμβεί, αλλά επρόκειτο τώρα να συμβεί, επρόκειτο τώρα να ολοκληρωθεί. Κι ό,τι είχα νωρίτερα φανταστεί ήταν πολύ λιγότερο φρικτό απ’ την πραγματικότητα, αυτή η γυναίκα δεν βρισκόταν εκεί για λογαριασμό της, δεν θώπευε ούτε πρότεινε ούτε ενθάρρυνε για δική της απόλαυση, για να παρασύρει τον άγγελο με τα ανακατεμένα μαλλιά και να παίξει με τον τρόμο του και την ποθητή του χάρη. Το αληθινό αφεντικό περίμενε εκεί, χαμογελώντας ανυπόμονα, σίγουρος πια για τη δουλειά· δεν ήταν ο πρώτος που είχε στείλει μια γυναίκα στην εμπροσθοφυλακή, να του φέρει τους αιχμαλώτους χειροδεμένους με λουλούδια. Τα υπόλοιπα θα ήταν τόσο απλά, το αυτοκίνητο, ένα οποιοδήποτε σπίτι, τα ποτά, οι ερεθιστικές γκραβούρες, τα δάκρυα που ήρθαν αργά, το ξύπνημα στην κόλαση. Και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, αυτή τη φορά δεν μπορούσα να κάνω απολύτως τίποτα. Η δύναμή μου ήταν μια φωτογραφία, αυτή, εκεί, όπου μ’ εκδικούνταν, δείχνοντας μου απροκάλυπτα αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί, ο χρόνος είχε κυλήσει· ήμασταν τόσο μακριά οι μεν από τους δε, η διαφθορά είχε σίγουρα ολοκληρωθεί, τα δάκρυα είχαν κυλήσει, και τα υπόλοιπα ήταν συμπεράσματα και θλίψη. Μεμιάς η τάξη είχε ανατραπεί, εκείνοι ήταν ζωντανοί, κινούνταν, αποφάσιζαν κι ήταν αποφασισμένοι, όδευαν προς το μέλλον τους· κι εγώ απ’ αυτή την πλευρά, αιχμάλωτος ενός άλλου χρόνου, σ’ ένα δωμάτιο πέμπτου ορόφου, αγνοώντας ποιοί ήταν, εκείνη η γυναίκα, εκείνος ο άντρας κι εκείνο το παιδί, να μην είμαι τίποτα περισσότερο απ’ τον φακό της μηχανής μου, κάτι άκαμπτο, ανίκανο να παρέμβει. Μου πετούσαν κατάμουτρα την πιο φρικτή κοροϊδία, αποφασίζοντάς το μπροστά στην αδυναμία μου, γιατί το αγόρι κοιτούσε πάλι τον πουδραρισμένο παλιάτσο κι εγώ καταλάβαινα πως επρόκειτο να πει ναι, πως η πρόταση περιείχε χρήματα ή εξαπάτηση και  ότι δεν μπορούσα να του φωνάξω να τρέξει ή απλά να του ανοίξω το δρόμο ξανά με μια νέα φωτογραφία, μια μικρή και σχεδόν ταπεινή παρέμβαση που θα κατέστρεφε εκείνο το ικρίωμα από σάλιο και άρωμα. Όλα επρόκειτο να λυθούν ακριβώς εκεί, εκείνη τη στιγμή· υπήρχε κάτι σαν απέραντη σιωπή που δεν είχε τίποτα να κάνει με τη φυσική σιωπή. Μια σιωπή που επεκτεινόταν, που οπλιζόταν. Νομίζω πως φώναξα, ούρλιαξα τρομερά, κι ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως άρχιζα να πλησιάζω προς το μέρος τους, δέκα εκατοστά, ένα βήμα, άλλο ένα βήμα, το δέντρο λίκνιζε τα κλαδιά του ρυθμικά σε πρώτο πλάνο, μια κηλίδα του στηθαίου έβγαινε έξω απ’ το κάδρο, το πρόσωπο της γυναίκας στραμμένο προς τα ‘μένα σχεδόν έκπληκτο, όλο και μεγάλωνε, και τότε έστριψα λιγάκι, εννοώ η φωτογραφική μηχανή έστριψε λίγο, και χωρίς να χάσει απ’ την εικόνα την γυναίκα, άρχισε να εστιάζει στον άντρα που με κοιτούσε με τις μαύρες τρύπες που είχε στη θέση των ματιών, έκπληκτος και θυμωμένος ταυτόχρονα, κοιτούσε, θέλοντας να με καρφώσει στον αέρα, κι εκείνη τη στιγμή πρόλαβα να δω κάτι σαν μεγάλο πουλί εκτός πεδίου που περνούσε μ’ ένα πέταγμα μπροστά απ’ την εικόνα, κι έγειρα στον τοίχο του δωματίου μου κι ήμουν χαρούμενος, επειδή το αγόρι μόλις είχε καταφέρει να ξεφύγει· το έβλεπα να τρέχει μακριά, εντός του οπτικού πεδίου ξανά, δραπετεύοντας με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν, μαθαίνοντας τελικά να πετά πάνω απ’ το νησί, να φτάνει στην πεζογέφυρα, να επιστρέφει στην πόλη. Για δεύτερη φορά τους ξέφευγε, για δεύτερη φορά το βοηθούσα να δραπετεύσει, επιστρέφοντάς το στον επισφαλή του παράδεισο. Ξέπνοος, στάθηκα μπροστά τους· δεν χρειαζόταν να προχωρήσω άλλο, το παιχνίδι είχε παιχτεί. Από τη γυναίκα μόλις που φαινόταν ένας ώμος και λίγο απ’ τα μαλλιά, βάναυσα κομμένα απ’ το κάδρο της εικόνας· αλλά στο κέντρο ακριβώς στεκόταν ο άντρας, με μισάνοιχτο το στόμα όπου μια μαύρη γλώσσα φαινόταν να πάλλεται, και σήκωνε τα χέρια αργά, φέρνοντάς τα σε πρώτο πλάνο, μια στιγμή σε τέλεια εστίαση, και ύστερα ολόκληρος ένας όγκος που εξαφάνιζε το νησί, το δέντρο, κι εγώ έκλεισα τα μάτια και δεν θέλησα να δω άλλο, και σκέπασα το πρόσωπό μου και ξέσπασα σε κλάματα σαν ηλίθιος.

Τώρα περνάει ένα μεγάλο λευκό σύννεφο, όπως όλες αυτές τις ημέρες, όλον αυτόν τον ανείπωτο χρόνο. Ό,τι απομένει να ειπωθεί είναι πάντα ένα σύννεφο, δυο σύννεφα, ή μακρόσυρτες ώρες ολότελα καθαρού ουρανού, ένα καθαρότατο ορθογώνιο στερεωμένο με πινέζες στον τοίχο του δωματίου μου. Αυτό ήταν που είδα όταν άνοιξα τα μάτια και τα σκούπισα με τα δάχτυλά μου: τον καθαρό ουρανό, και μετά ένα σύννεφο που έμπαινε από τ’ αριστερά, περιέφερε αργά τη χάρη του και χανόταν στα δεξιά. Κι ύστερα άλλο ένα, και κάποιες φορές, γίνονται όλα γκρίζα, όλα ένα πελώριο σύννεφο, και ξαφνικά πέφτουν σταγόνες βροχής, για ένα μεγάλο διάστημα φαίνεται να βρέχει πάνω στην εικόνα, σαν ένα αντίστροφο κλάμα, και λίγο-λίγο το κάδρο φωτίζεται, ίσως βγαίνει ο ήλιος, κι έρχονται πάλι τα σύννεφα, δυο μαζί, τρία μαζί. Και τα περιστέρια κάθε τόσο, κι ένα σπουργίτι ή δυο.