Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 32

Χοσέ Αλκάνταρα Αλμάνσαρ: Με σάρκα και οστά

alcantara32

Μεταφράζει ο Γιώργος Χατζητριανταφύλλου / Επιμελείται η Ειρήνη Χατζηκουμή

Ο Χοσέ Αλκάνταρα Αλμάνσαρ (1946) είναι ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους του Αγίου Δομίνικου τα τελευταία χρόνια. Αρκετά από τα διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισλανδικά. Είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο και στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Πέδρο Ουρένια της χώρας του. Ανήκει στη γενιά των συγγραφέων που προσπάθησαν ν’ ανοίξουν νέους δρόμους για την παραγωγή μιας αστικής πεζογραφίας η οποία να επικεντρώνεται περισσότερο στην υποκειμενικότητα των χαρακτήρων και την πάλη τους εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι παρά στη διαπλαστική επίδραση αυτού πάνω στο κάθε άτομο ξεχωριστά. Ο Χούλιο Κορτάσαρ, συγγραφέας που τον είχε συναρπάσει από την εφηβεία, ήταν μιας πρώτης τάξης επιρροή στα πρώτα του βιβλία, Viaje al otro mundo (1973) και Callejón sin salida (1975), στα οποία εκδηλώνεται η τάση για τον κόσμο του φανταστικού. Άλλες επιρροές που εμφανίζονται στο έργο του είναι, σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, «η αποπνικτική ατμόσφαιρα του Φραντς Κάφκα, η αντικειμενικότητα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, η φαντασία του Μπόρχες και οι μικρές καθημερινές τραγωδίες μιας μεσαίας τάξης που διατηρεί ενός είδους συγγένεια με τους μικροαστούς του Μάριο Μπενεντέτι» (El sabor de lo prohibido, σελ. 37).

Το έργο του συγγραφέα συμβαδίζει με τα κοινωνικά προβληματα, με τις περιθωριοποιημένες τάξεις, με τον λαό της χώρας του και με τον ίδιο τον λογοτεχνικό προβληματισμό του. Ο Αλκάνταρα δεν γράφει προς όφελος μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας ή απευθυνόμενος σε μια ελίτ της κοινωνίας ή της διανόησης, παρά για ένα ευρύ κοινό που το ενδιαφέρει περισσότερο το ίδιο το λογοτεχνικό ειδικό βάρος από την ιδεολογική θέση του διηγήματος. Στα διηγήματά του μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές κατευθύνσεις: τον κοινωνικό νεορεαλισμό, τον ψυχολογικό νεορεαλισμό, και το φανταστικό ή/και τραγελαφικό. Τα θέματα του ερωτισμού και της σεξουαλικότητας είναι παρόντα σε κάθε ηλικία, φύλο και κοινωνική τάξη, με τους πρωταγωνιστές σε πολλά διηγήματα να επιζητούν το πλήρωμα της ανασφάλειας και του κενού μέσω της σεξουαλικής ικανοποίησης.

Σε τούτη την προσωπική ανθολογία του, Presagios de la noche (2005) (Της νύχτας οι προάγγελοι), ο συγγραφέας συνέλεξε 15 (δεκαπέντε) διηγήματα από τις προηγούμενες συλλογές του. Από τη Viaje al otro mundo (Ταξίδι στον άλλο κόσμο) επιλέγει δυο διηγήματα, από την Callejón sin salida (Αδιέξοδο) άλλα δυο, από την Testimonios y profanaciones (1978) (Μαρτυρίες και βεβηλώσεις) επίσης δυο, από το Las máscaras de la seducción (1983) (Τα προσωπεία της αποπλάνησης) πέντε, κι από την τελευταία του, La carne estremecida (1989) (Παλλόμενη σάρκα), τέσσερα, ένα εκ των οποίων (En carne viva, Με σάρκα και οστά) σας επισυνάπτεται ως δείγμα μετάφρασης.

Τα διηγήματα του Αλκάνταρα Αλμάνσαρ αποτελούν κείμενα κατανοητά και απτά για οποιονδήποτε ισπανόφωνο αναγνώστη, παρά το γεγονός πως εκτυλίσσονται αποκλειστικά στο περιβάλλον της χώρας του. Η κριτική, τόσο της χώρας του όσο και η διεθνής, τον έχει αναδείξει ως έναν εκ των κορυφαίων πεζογράφων της Δομινικανής Δημοκρατίας και της Καραϊβικής γενικότερα. Μεταξύ των διαφόρων διακρίσεών του ξεχωρίζει το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2009.

**

Ο Γκαμπριέλ μπαίνει στο μπάνιο με τον φόβο ότι η Άλμα θα έχει κοιμηθεί πριν καν τελειώσει το δελτίο των δέκα, όπως συμβαίνει πάντα αυτή την ώρα, όταν και μοιάζει να την πλακώνουν αλύπητα όλη η κούραση και οι εντάσεις της ημέρας. Μια ελαφριά ριπή υγρού και χλιαρού αέρα εισβάλλει απ’ το παντζούρι που αυτός τρέχει να κλείσει αμέσως, υπό τον φόβο ενός επικίνδυνου ρεύματος. Βγάζει τη ρόμπα, το εσώρουχο, ψηλαφίζει μ’ ένα χέρι γεμάτο οίκτο την εκκολαπτόμενη κοιλίτσα, που τον ντροπιάζει τόσο, όταν πηγαίνει με τα παιδιά του στην πισίνα του Ομίλου και κάνει βουτιές μπρος σε αδιάφορες δεκαπεντάχρονες που δεν αντιλαμβάνονται καν την παρουσία του. Θέλει να μάθει αν πήρε βάρος το Σαββατοκύριακο που μόλις πέρασε κι ανεβαίνει στη ζυγαριά. Απογοητευμένος διαπιστώνει πως έχει πάρει ένα κιλό, σύνολο εφτά, με τα έξι παραπανίσια που είχε ήδη. Η ανικανότητά του να κάνει κράτει του προκαλεί ένα συναίσθημα αυτολύπησης και περιφρόνησης. Η σκέψη του πάει για πολλοστή φορά σ’ αυτά που οφείλει να κάνει για να διατηρείται σε φόρμα και ν’ αποφύγει μια πρώιμη παχυσαρκία. Πρώτα απ’ όλα να μειώσει την ποσότητα του φαγητού, να ξεχάσει τα δελεαστικά ποτηράκια την ώρα που τρώει ή λίγο πριν κοιμηθεί, να ακολουθήσει υγιεινή διατροφή, με χαμηλά λιπαρά, θερμίδες κι υδατάνθρακες, και άσκηση, ασυζητητί, ας κάνει κάποιο σπορ, ίσως τρέξιμο ή τένις, ας είναι και Σάββατο, τη μοναδική μέρα που είναι αληθινά δική του, δίχως ωράρια γραφείου, φορτικές συγκεντρώσεις ή ανειλημμένες οικογενειακές υποχρεώσεις. Το χειρότερο στην όλη υπόθεση είναι πως ενώ γνωρίζει τα μονοπάτια προς την τελειότητα, δεν τα ακολουθεί λόγω αδυναμίας κι απειθαρχίας.

Την ώρα που ο Γκαμπριέλ ρυθμίζει τη βρύση, το νερό απ’ το ντους βγαίνει άφθονο, με μια ένταση ασυνήθιστη. Απ’ το δωμάτιο καταφθάνουν οι ήχοι της τηλεόρασης, ακατάληπτοι, με την Άλμα να φτιάχνει τα νύχια της ή να του κάνει μια ερώτηση που αυτός αδυνατεί να καταλάβει. Μένει ακίνητος, συγκεντρώνεται στην Άλμα που τον περιμένει ξαπλωμένη στωικά, πανέτοιμη να του δοθεί όταν της το ζητήσει. Απομακρύνεται απ’ το ντους, σαπουνίζεται αργά και με το που τελειώνει, ξαναμπαίνει κάτω απ’ αυτή τη γεμάτη ζωντάνια βροχή που πλένει και ταυτόχρονα μαλάζει το σώμα του. Περισσότερο κι από απολυμαντική συνήθεια, το μπάνιο αποτελεί για τον Γκαμπριέλ ένα καθημερινό τελετουργικό ανανέωσης, που τον απελευθερώνει από τη βρωμιά που οι έξω ξερνούν επάνω του. Συνηθίζει να λέει πως το νερό εξαγνίζει το σώμα του, δίνοντάς του δύναμη ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή. Σκουπίζει τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα άκρα και τα υπόλοιπα, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στα πόδια. Βγαίνει απ’ την μπανιέρα και πάει κατευθείαν στο μπουντουάρ, απ’ όπου βγάζει ένα μπουκάλι κολόνια. Ο Γκαμπριέλ είναι γαλαντόμος με τα αρώματα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να τραβήξει την προσοχή των γυναικών. Σκέφτεται να μπει γυμνός στο δωμάτιο, αλλά γνωρίζει πως η Άλμα δεν θα ενέκρινε μια τόσο εξόφθαλμη κατάκτηση κι αποφασίζει να φορέσει την καινούρια πιτζάμα που του δώρισαν τα παιδιά του στα γενέθλια.

Φτάνοντας στο υπνοδωμάτιο ανακαλύπτει πως η Άλμα έχει αποκοιμηθεί, αφήνοντας αναμμένη την τηλεόραση. Ένα μείγμα λιγοψυχίας κι απογοήτευσης. Προσπαθεί να ξεχάσει τη φλογερή του ζέση κι αφήνει την τηλεόραση να παίζει, σε μια απόπειρα να διατηρήσει το ευχάριστο περιβάλλον των διακριτικών ήχων και λάμψεων της συσκευής. Μετακινείται με τη φινέτσα γάτου για να μην ενοχληθεί η γυναίκα του, παρά την κακή διάθεση υστέρα από τόσα παιχνίδια φαντασίας, καταδικασμένα τώρα να παραμείνουν στο μυαλό του απλώς και μόνο ως φαντασιώσεις ζωηρού σαραντάρη. Παρατηρεί την Άλμα, ξαπλωμένη στο πλάι, ένα κουβάρι σχεδόν, να καταλαμβάνει τόσο λίγο χώρο απ’ το τεράστιο κρεβάτι. Ο Γκαμπριέλ της τραβά με τρόπο ένα τσουλούφι που καλύπτει μέρος του προσώπου κι έπειτα προσπαθεί να την ξυπνήσει, με την αποκάλυψη πως έχει χάσει το καλύτερο των ειδήσεων: την έκτακτη ομιλία του Προέδρου. Αυτή παραμένει ασάλευτη, κι ο Γκαμπριέλ χαμογελά. Γνωρίζει πολύ καλά πως ο ύπνος της είναι τόσο βαθύς που θα ξυπνήσει μονάχα αν την ταρακουνήσει ή την τρομάξει. Τότε η γεμάτη οργή αντίδρασή της θα οδηγούσε τα όποια σχέδιά του σε καταστροφή. Του μπαίνουν ιδέες να καπνίσει και βγαίνει στο μπαλκόνι.

Κάνει μια βραδιά υπέροχη, καθαρή, χωρίς θόρυβο ή υπερβολική ζέστη. Από το σπίτι του, ακουμπισμένο σ’ ένα ύψωμα, ο Γκαμπριέλ απολαμβάνει κατά τον βορρά μια τεράστια έκταση από κατοικίες και πράσινο. Καθισμένος σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, γεύεται το τσιγάρο του, προσπαθεί να ξεχάσει τις φρούδες του επιθυμίες και σκέφτεται ότι πάει καιρός που δεν έχει ζήσει μια στιγμή με τέτοια γαλήνη, στο μέσον μιας πόλης που την έχει πια χάσει. Αυτή τη στιγμή τον νοιάζουν μόνο η Άλμα, τα παιδιά, η ηρεμία του σπιτιού, το τσιγάρο του, η σιωπή της νυχτιάς, η καινούρια του πιτζάμα.

Πέρα τρεμοπαίζουν τα φώτα των σπιτιών στις παρυφές του βράχου που βρίσκεται απέναντι απ’ τον δρόμο του, και μία στήλη καπνού που θολώνει τη διαύγεια της νύχτας. Ο Γκαμπριέλ θυμάται τους σωρούς των σκουπιδιών, πεταμένους όπου να ’ναι, και τις αυτοσχέδιες φωτιές που ανάβει ο κόσμος για την καταπολέμηση της μπόχας και των επιδημιών. Κλείνει τα μάτια, προσπαθώντας να σβήσει όσες εικόνες διαταράσσουν την εσωτερική του γαλήνη, αλλά η χαρακτηριστική δυσωδία απ’ την καύση οργανικής ύλης τού βασανίζει τη μύτη, αφαιρώντας του την ηρεμία που μέχρι πριν λίγο χαιρόταν.

Μπαίνει στο σπίτι, περπατά στους διαδρόμους του πάνω ορόφου και φτάνει στο δωμάτιο των παιδιών που κοιμούνται από νωρίς. Η πόρτα είναι ανοιχτή κι ο Γκαμπριέλ τα χαζεύει συγκινημένος. Ως συνήθως, ο μικρός κοιμάται κάθετα στο κρεβάτι, στριμώχνοντας τη φοβητσιάρα χοντρούλα που έχει έρθει να βρει καταφύγιο στην κάμαρη των αδελφών της. Τοποθετεί τον πρώτο σε σωστή στάση, μεταφέρει τη μικρή στο δωμάτιό της, την βάζει στο κρεβάτι, την σκεπάζει κι επιστρέφει. Ο μεγάλος έχει ξεχάσει να σβήσει το φως του ενυδρείου. Ξαπλωμένος ανάσκελα, ανασαίνει με το χαρακτηριστικό ελαφρύ σφύριγμα κάποιου που αναπνέει με δυσκολία. Ο Γκαμπριέλ ανοίγει τέντα τα παντζούρια για να κυκλοφορήσει η αύρα. Σβήνει το ενυδρείο και βγαίνει απ’ το δωμάτιο. Περνά απ’ το δικό του, βλέπει την Άλμα όπως και πριν, σκεπασμένη πλέον από τα βεγγαλικά της τηλεόρασης. Κατεβαίνει τη σκάλα, κοντοστέκεται στο σαλόνι, μαζεύει κάτι εφημερίδες που βρίσκει πεταμένες στο πάτωμα και τις βάζει στον καναπέ. Πάει στην κουζίνα και, δίχως ν’ ανάψει το φως, ανοίγει το ψυγείο, βγάζει παγάκια απ’ την κατάψυξη, βάζει μερικά σ’ ένα ποτήρι μαζί με ουίσκι απ’ το μπουκάλι που φυλά καμουφλαρισμένο ανάμεσα σε δοχεία και κονσέρβες στο ντουλάπι. Με το που πίνει την πρώτη γουλιά, ένας αιφνίδιος σπασμός τού σφίγγει τον λαιμό. Είναι ένα είδος δυσφορίας που γρήγορα δίνει τη θέση του σε μία αίσθηση απόλαυσης. Με το μπουκάλι στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο, ανεβαίνει στο δωμάτιο του. Στα μισά της διαδρομής αναρωτιέται εάν έχουν βάλει τους σύρτες στις πόρτες, αλλά πλέον είναι αργά να το επιβεβαιώσει.

Ο Γκαμπριέλ προσπαθεί να μην ξυπνήσει την Άλμα, παρότι η διέγερσή του παραμένει. Ακόμα είναι νωρίς. Είναι μόλις έντεκα και η νύστα του ’χει φύγει. Τελειώνει το ποτό που ετοίμασε στην κουζίνα, βάζει κι άλλο. Το κανάλι διακόπτει την Κινηματογραφική Λέσχη και η σιλουέτα της μοδάτης ηθοποιού εξαφανίζεται. Ο εκφωνητής εμφανίζεται μ’ ένα ρεπορτάζ περί αναπάντεχων οδομαχιών στην πρωτεύουσα. Φωτιές, οδοφράγματα, χαρακώματα, βία, από ένα οργισμένο πλήθος που διαδηλώνει και προχωρά με μια ορμή ολέθρια, ανάμεσα στα συντρίμμια μιας συνοικίας άρτι ισοπεδωμένης. Πολυάριθμοι άνδρες, νέοι και γέροι, πετούν πέτρες, την ώρα που γυναίκες και παιδιά αναζωπυρώνουν τις εστίες που έχουν σχηματιστεί στους δρόμους. Από κάθε μεριά αναδύονται σύννεφα καπνού από λάστιχα, κομματιασμένα μαδέρια που ταΐζουν τις φλόγες, δακρυγόνα που ρίχνουν στο πλήθος για να το αναχαιτίσουν. Ο Γκαμπριέλ υποψιάζεται ότι πρόκειται για μια εξέγερση με απρόβλεπτες διαστάσεις και, περισσότερο κι από την ανασφάλεια, τον αναστατώνει ένα ελαφρύ σκίρτημα όταν αντιλαμβάνεται τους πυροβολισμούς εναντίον των εξεγερμένων, που πέφτουν κατά δεκάδες στους ανάστατους δρόμους. Γνωρίζει ότι το σπίτι του βρίσκεται μακριά από τον τόπο των γεγονότων, ότι η πόλη είναι απέραντη, ότι η κατάσταση βρίσκεται ακόμη υπό έλεγχο. Θέλει να μην φορτισθεί υπερβολικά και βάζει κι άλλο ποτό, αψηφώντας πως πίνει πολύ γρήγορα. Αρχίζει να αισθάνεται ένα ξαλάφρωμα να ρέει στο κορμί του, που τον κάνει να γείρει το κεφάλι στο μαξιλάρι. Η Άλμα είναι ακόμη στο πλάι του, μια νεκρή που αναπνέει, απόμακρη σ’ αυτό που συμβαίνει. Χαϊδεύει τρυφερά το κουλουριασμένο της κορμί, σταματώντας το λάγνο χέρι στους γοφούς -μοιάζουν μικρής λαφίνας- που τόσο αρέσκεται να πασπατεύει.

Αλλάζει κανάλι για ν’ αποφύγει τις ανεπιθύμητες εικόνες κι ανακαλύπτει ότι και το άλλο μεταδίδει τα εκρηκτικά γεγονότα των τελευταίων ωρών. Σε κάθε σταθμό επαναλαμβάνονται οι ίδιες σκηνές εξέγερσης, που προκάλεσε η συλλογική παραζάλη. Πρόκειται για τον ανεμοστρόβιλο που ξέσπασε από μια τυφλή εμπάθεια στην καρδιά κάποιων συνοικιών κατειλημμένων με τη βία, από καμιόνια και βαριοπούλες, εις το όνομα της προόδου. Τώρα ο Γκαμπριέλ πέφτει σ’ έναν ελαφρύ λήθαργο, σε μια κατάσταση απολαυστικής χαλάρωσης, παρά την επιμονή των οχληρών ειδήσεων της τηλεόρασης. Επιθυμεί να σβήσει τη συσκευή κι η περιέργεια τον εμποδίζει. Μένει έκθαμβος, τρομοκρατημένος από τις μνημειώδεις καταστροφές και τις ταραχές στον δρόμο. Δεν γνωρίζει από πού μπορεί να ξεπήδησε ένα τέτοιο ετερόκλητο πλήθος, τα χιλιάδες θυμωμένα πρόσωπα που στέκονται απέναντι στην απόγνωση και τον θάνατο –γιατί δεν έχουν τίποτα πια να χάσουν- με νύχια και με δόντια, με μαδέρια, πέτρες και μαχαίρια, που με αφέλεια κραδαίνουν μπροστά στα όργανα της τάξης.

Ξάφνου πιστεύει πως ακούει θορύβους απ’ έξω, φωνές και κραυγές να σφετερίζονται τη γαλήνη της γειτονιάς του, δίχως να μπορεί να προσδιορίσει από πού προέρχονται. Ο σκύλος γαυγίζει, σημάδι ατράνταχτο πως κάτι περίεργο συμβαίνει στην αυλή. Διστάζοντας ακόμη να το πιστέψει, συγκεντρώνεται ν’ ακούσει, χαμηλώνει την ένταση της τηλεόρασης, αναζητώντας την προέλευση του ασυνήθιστου αυτού ορυμαγδού στα πέριξ του σπιτιού του. Τώρα ξέρει, χωρίς αμφιβολία, ότι δεν πρόκειται για φαντασίωση, προϊόν λανθασμένων εντυπώσεων που αναδύθηκαν στο αποκάρωμα του μεσονυχτίου, παρά για μια αδιάψευστη πραγματικότητα: η μανία του δρόμου έχει εξαπλωθεί παντού κι έχει μετατραπεί σε ακαριαία απειλή για τους φιλήσυχους πολίτες, που ζουν στους πιο πριβέ κι απομακρυσμένους οικισμούς της πόλης. Ο Γκαμπριέλ διστάζει κάπως μα τελικά ρίχνει μια μάτια στον δρόμο. Βάζει τη ρόμπα, αφήνει το ποτό και το χειριστήριο της τηλεόρασης πάνω στο κομοδίνο και, χωρίς να ξυπνήσει την Άλμα, βγαίνει στο μπαλκόνι. Εκεί διαπιστώνει πως δεν πρόκειται για αφελείς εικασίες δικές του. Οι βάνδαλοι βρίσκονται τόσο κοντά που μπορεί να τους βλέπει σε πλήρη δράση πλέον. Τριγύρω επίσης έχει φωτιές, μπόχα από καουτσούκ και σκουπίδια τσουρουφλισμένα. Δεν καταλαβαίνει γιατί δεν έρχεται η αστυνομία να δώσει τέλος σε τέτοια ακολασία, την καταπάτηση περιουσιών και το πλιάτσικο κατά δικαίων και αδίκων.

Οι πιο προνοητικοί γείτονες παίρνουν τα όπλα στα χεριά κι έρχονται αντιμέτωποι με τους εισβολείς, αλλά αυτοί είναι τόσοι πολλοί που δεν μπορούν να τους συγκρατήσουν. Κάποιοι ρακένδυτοι πέφτουν, ενώ πολλοί άλλοι συνεχίζουν ακάθεκτοι. Υπερπηδούν τους φράχτες, στραγγαλίζουν τα σκυλιά-φύλακες, καταστρέφουν τις κλειδωνιές και εισβάλλουν στις κατοικίες για να αποσπάσουν πολύτιμα αντικείμενα. Ο Γκαμπριέλ λυπάται που δεν αγόρασε το περίστροφο που ήθελε να του πουλήσει ένας φίλος πριν λίγο καιρό, παρόλο που υποθέτει πως σε καταστάσεις σαν και δαύτη, τα όπλα δεν έχουν και ιδιαίτερη αξία στην πράξη. Κοιτάζει από την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας και βλέπει έκπληκτος πως η Άλμα συνεχίζει να κοιμάται, παρά τον χαλασμό που τόσο γοργά εισχώρησε στα σπίτια του οικισμού. Κατά κάποιο τρόπο τον καθησυχάζει που γυναίκα και παιδιά δεν έχουν πάρει είδηση. Πιστεύει ακόμα πως μπορεί να κρατήσει το σπίτι ασφαλές, αμπαρώνοντας πόρτες και παράθυρα ή προσπαθώντας να πείσει τους παρείσακτους να πάρουν ό,τι θέλουν και να αφήσουν ήσυχη την οικογένειά του.

Κατεβαίνει στον πρώτο όροφο, βάζει τους σύρτες στα παράθυρα και σέρνει ένα βαρύ έπιπλο στην πόρτα που βλέπει στην αυλή. Πεπεισμένος πως το σπίτι είναι προστατευμένο πιάνει ν’ ανέβει, όταν κι ακούει γδούπους στην είσοδο. Αντιλαμβάνεται επίμονη προσπάθεια, έναν κραδασμό πρωτόγνωρο, κι η πόρτα τελικά υποχωρεί. Ένα τσούρμο αγνώστων εισβάλει μες στο σπίτι. Πρόκειται για έξι ή επτά άνδρες και μερικές γυναίκες, στους οποίους ο Γκαμπριέλ μπορεί να διακρίνει τη βαθιά ένδεια κι απόγνωση. Δίχως να του δώσουν χρόνο να μιλήσει τον χτυπούν, κι όταν αυτός αποπειράται ν’ αμυνθεί, ένας απ’ αυτούς τον γρονθοκοπεί μέχρι τελικής πτώσης, την ώρα που άλλοι ανεβαίνουν στον δεύτερο όροφο, με τις γυναίκες να ιδιοποιούνται ό,τι κι αν βρουν στον κάτω, μπρος στο ανήμπορο βλέμμα του ιδιοκτήτη. Ο Γκαμπριέλ είναι στο έδαφος, μισοζαλισμένος απ’ τα χτυπήματα, αλλά με πλήρη συνείδηση όσων συμβαίνουν γύρω του.

Από τον δρόμο έρχεται μια συγκεχυμένη οχλαγωγή, που αυτός δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει. Κάνει μια προσπάθεια να σηκωθεί, κι ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη τον αποτρέπει. Δεν τον ενδιαφέρει πια, ας πάρουν ό,τι γουστάρουν, το μόνο που μετρούν γι’ αυτόν είναι η γυναίκα του και τα παιδιά του. Αδιαφορώντας για τον πόνο στη σπονδυλική στήλη, σηκώνει το κεφάλι να ζητήσει έλεος. Εκείνη τη στιγμή οι κακοποιοί κατεβάζουν βίαια τη γυναίκα και τα παιδιά του. Η Άλμα φωνάζει και καταριέται, τα παιδιά κλαίνε με λυγμούς τρομαγμένα, δίχως να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Ο Γκαμπριέλ κοντεύει να σκάσει από ντροπή, του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, βλέπει να παίρνει σάρκα και οστά η κακοποίηση σε βάρος της οικογένειας του κι αποφασίζει να την αποτρέψει, ακόμη κι αν του στοιχίσει τη ζωή. Κάνοντας μια τιτάνια προσπάθεια, πιάνει να φτάσει στους δικούς του για να τους υπερασπιστεί. Τότε δυο άνδρες τον χτυπούν βίαια. Οι γροθιές είναι τόσο βάναυσες που το αίμα τού πλημμυρίζει τα φρύδια και τους κροτάφους. Είναι αίμα ψυχρό, γεμάτο, του θολώνει το βλέμμα. Ο Γκαμπριέλ πέφτει κάτω και πάλι, σίγουρος πως εκεί ακριβώς οι κακούργοι θα τον τελειώσουν, εκτραχύνοντας τα ουρλιαχτά της Άλμα και τις φωνές των παιδιών. Το αίμα τρέχει στο πρόσωπο, το λαιμό και τα ανυπεράσπιστα μπράτσα του. Τότε είναι που δέχεται τη χαριστική βολή: μια τρομερή γροθιά που τον κάνει να ξυπνήσει τρομαγμένος, κάθιδρος, με το ποτήρι του ουίσκι να ’χει χυθεί στο στήθος του. Η τηλεόραση είναι ακόμη ανοιχτή και παρά την άγαρμπη κίνηση στο ξύπνημα, η Άλμα συνεχίζει να κοιμάται. Αυτή, νιώθοντας την παγωμένη υγρασία του ποτού που έχει τρέξει στο κρεβάτι, τυλίγεται με το σεντόνι χωρίς ν’ αλλάξει θέση.

Προς στιγμήν ο Γκαμπριέλ αισθάνεται μια τεράστια ανακούφιση. Πατά το κουμπάκι και σβήνει την τηλεόραση, με την οργή που πνίγει κάποιον που έχει εξαπατηθεί και δεν μπορεί να βρει το δίκιο του. Τον πονάει το κεφάλι, λες και τον έχουν χτυπήσει. Τα μηνίγγια στο κρανίο του πάλλονται. Ο πόνος μαστιγώνει τα κόκκαλα κι αυξάνεται και μειώνεται, εξαφανίζεται κι επιστρέφει, προκαλώντας μια ενοχλητική ζαλάδα που ο Γκαμπριέλ αποδίδει στο ποτό. Πιάνει το πακέτο τα τσιγάρα κι ανάβει ένα. Βγάζει ένα γεμάτο σύννεφο καπνού κι εισπνέει βαθιά, ελεύθερος επιτέλους απ’ την αγωνία που μόλις πέρασε. Αισθάνεται άβολα. Η υγρασία της πιτζάμας σμίγει με τον κρύο ιδρώτα που μουσκεύει το κορμί του. Ακόμα κι έτσι, παραμένει στο κρεβάτι, αδύναμος, στιγματισμένος από συνεχόμενους μαύρους κύκλους στα μάτια, που αποκαλύπτουν την περιστροφική διαδρομή του εφιάλτη του. Μια ευχάριστη αύρα είναι διάχυτη. Το φως του φαναριού στον δρόμο προσκρούει στο τζάμι, φιλτράρεται μεσ’ από την κουρτίνα και πλημμυρίζει την κάμαρα με φέγγος απαλό. Ο Γκαμπριέλ ανάβει το πορτατίφ του, σηκώνεται, βγάζει ένα φανελάκι από τη συρταριέρα και το φορά. Βγαίνει απ’ το δωμάτιο, ρίχνει μια μάτια στη μικρή, που κοιμάται με το δάχτυλο στο στόμα και μια κούκλα αγκαλιά, κι έπειτα κατευθύνεται στ’ αγόρια, που ήρεμα δείχνουν τόσο όμορφα και φαίνονται βυθισμένα στην αγαλλίαση ενός ανέμελου  ύπνου.  Ο Γκαμπριέλ κλείνει το μάτι στα ψάρια, τα μάτια τους ανοιχτά αδιάκοπα, θαλασσοπόροι του περιορισμένου χώρου που καταλαμβάνει το σύμπαν τους, κι επιστρέφει στο δωμάτιό του.

Όταν ξαπλώνει ακούει έξω θορύβους. Ο σκύλος, νευρικός, γαυγίζει ασταμάτητα. Ακούγονται μουρμουρητά και βήματα που μάταια προσπαθούν να καλυφθούν μες στο χαλίκι της αυλής. Ο Γκαμπριέλ πηδά απ’ το κρεβάτι, τρέχει στους διαδρόμους, κατεβαίνει τη σκάλα και σε δευτερόλεπτα φτάνει στον πρώτο όροφο. Ο σκύλος, ξαφνικά, σωπαίνει. Ο Γκαμπριέλ ανάβει το φως του κήπου και της αυλής, όμως είναι πια πολύ αργά. Στην απέναντι πόρτα ακούγεται ο υπόκωφος κρότος ενός μεγάλου κλειδιού που μπαίνει να γυρίσει την κλειδαριά. Ο Γκαμπριέλ τρέμει, νιώθει την καρδιά του να πηγαίνει να σπάσει. Αναρωτιέται αν είναι ακόμη βυθισμένος στη φοβέρα του ύπνου ή αληθινά ξύπνιος για να αντιμετωπίσει έναν ζωντανό εφιάλτη που δεν μπορεί να ανακόψει. Κάνει γρήγορα να διαπιστώσει εάν η πόρτα είναι κλειδωμένη, κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μπαίνουν δυο μασκοφόροι που τον σημαδεύουν μ’ ένα περίστροφο και τον προστάζουν να βρει χρήματα και κοσμήματα, αν θέλει το κεφάλι του στη θέση του.