Πέθανε ο Κασπάρ
Για ’δέ κακό που πάθαμε!
Πέθανε ο Κάσπαρ ο καλός!
Κι άντε να δούμε τώρα
ποιος θα βάζει ολημέρα
με την παντιέρα του μπουρλότο
στις πλεξούδες
της μαύρης συννεφιάς,
ποιος θα δουλεύει
τον πανάρχαιο μύλο του καφέ,
ποιος θα τραβάει γητευτά
το λάφι το ειδυλλιακό
απ’ τη χαρτοσακούλα του
την απολιθωμένη,
ποιος θα φταρνίζεται
καράβια και ομπρέλες,
των ανέμων τα βυζιά,
μελισσοκόμους σίφουνες,
ποιος θα κρατάει καθαρά
τα κόκαλα των πυραμίδων.
Για ’δέ κακό που πάθαμε!
Για ’δε κει συμφορά!
Πέθανε ο Κάσπαρ ο καλός!
Κωδωνοκρούστη Κύριε,
πέθανε ο Κάσπαρ.
Ω, ντιν νταν!
Λυγάνε τ’ αχερόψαρα
απάνω στα καμπαναριά,
τρέμουνε σκούζουν μυτερά,
κάθε που τον στενάζουμε
με το μικρόνομά του.
Γι’ αυτό τον ξανασαίνω εγώ
με το επώνυμό του
Κάσπαρ, ε, Κάσπαρ, Κάσπαρ, ε,
γιατί μας απαράτησες,
βρε Κάσπαρ;
Τι ’ναι τώρα
πετούμενη η μεγάλη σου ψυχή;
Μην είναι αστέρι, τα νερά
σε τροπικό τυφώνα;
Μην είναι ρόγα ενός βυζιού
που βγάνει μαύρο φως,
ένα λιθάρι διάφανο στο τούμπανο
που παίζουνε τα βράχια της ζωής μας;
Μαράθηκαν οι σόλες σου
απάνω στα κεφάλια μας
και μνέσκουν οι ξωθιές
μισοκαμένες
στις νεκρικές πυρές.
Έρμες και μόνες οι κορύνες,
σκοτεινές,
βροντούν πίσω απ’ τον ήλιο,
κι άντε να δούμε τώρα ποιος
θ’ ασχοληθεί να πάρουν μπρος
στα καροτσάκια οι τροχοί.
Άντε να δούμε τώρα ποιος
θα φάει με το ολόφωτο
ποντίκι στο ξυπόλητο τραπέζι.
Άντε να δούμε ποιος
θα πάρει στο κυνήγι
κείνον τον διάολο τον σιρόκο
που γυρεύει να πλανέσει τ’ άλογά μας,
ποιος θα διαβάσει τις γραφές των αστεριών.
Η προτομή του θα στολίσει των καλών
τα φουγοπόδαρα, μα χώρος πουθενά
και άνεση καμιά ή ταμπακέρα
για την νεκροκεφαλή του.
Είναι μια ρίζα ο άνεμος
Είναι μια ρίζα ο άνεμος και τα λιθάρια τρυφερά.
Μπράβο τους, μπράβο τα λιθάρια
έχουνε μέσα αέρα! Τα λιθάρια,
χλωρά κλαριά. Και στα λιθάρια,
σα στόμα φκιάνεται του φύλλου ο σκελετός.
Βρε, μπράβο τα λιθάρια!
Λιθάρι καταπρόσωπο, λιθάρι καταπόδας,
του λιθαριού η φωνή κοιτάζει το λιθάρι.
Σάρκα μαρτυρική
είν’ τα λιθάρια, σύννεφα, που έστησε χορό
η φύση τους η δεύτερη απάνω
στην μύτη τους την τρίτη.
Μπράβο και πάλι μπράβο.
Όταν σκίζουνται από μόνα τα λιθάρια,
βγάνουν οι ρίζες νύχια. Μπράβο! Μπράβο!
Και ξυπνάνε τα λιθάρια
για να φάνε την ολόκληρη την ώρα.
Ο κάμπος
Καθόμουν μόνος σ’ έναν κάμπο
χαμένο σ’ ένα μάκρος αδειανό.
Κι ήταν στρωμένος με πλακάκια εντελώς.
Τίποτα γύρω, τίποτα.
Μονάχα εγώ απάνω στην καρέκλα.
Γαλάζιος πάντα ο ουρανός,
κι ήλιος να φέξει πουθενά.
Αθέατο μυστήριο ένα φως
τον κάμπο τον απέραντο τον λούζει
Όμως εμένα αυτή
η αιώνια μέρα μου φαινόταν τεχνητή,
απ’ άλλη σφαίρα, κάποια, καμωμένη.
Δεν κοιμόμουν, δεν πεινούσα, δεν διψούσα,
κρύο δεν έκανε ούτε ζέστη.
Ο χρόνος ήτανε ένα φάντασμα εντελώς
ακατανόητο, αφού τίποτε δεν άλλαζε εκεί,
τίποτα δεν γινόταν.
Μέσα μου όμως σαν να ήταν ζωντανός,
ο χρόνος, χάρη ιδίως στην καρέκλα.
Ήταν δικιά μου, την καθόμουν,
ως εκ τούτου δεν μπορούσα να ξεχάσω
το παρελθόν ολοσχερώς.
Και κάπου-κάπου ανέβαινα
όρθιος απάνω της, σαν να ’ταν
-η καρέκλα-
έν’ άλογο, κι έκοβα βόλτες, γύρω-γύρω,
και πήγαινα ίσια μπροστά.
Και μάλλον τα κατάφερα.
Τι ακριβώς κατάφερα δεν ξέρω.
Αφού τα πάντα γύρω ήταν άδεια,
πώς να ελέγξω αν μπορούσα να κουνιέμαι.
Κι όπως καθόμουν στην καρέκλα,
βαθιά συλλογιζόμουν
γιατί του κόσμου ο πυρήνας
ίδρωνε τέτοιο μαύρο φως.